Η Έμιλι κατευθυνόταν προς την αίθουσα των εικαστικών με την τσάντα της περασμένη στον έναν ώμο. Παράλληλα, έστελνε ένα μήνυμα στην Ντέμυ για να κανονίσουν να βρεθούν το απόγευμα στο σπίτι της με σκοπό να διαβάσουν για το τεστ στην Άλγεβρα. Πρέπει να πήρε την λάθος στροφή, γιατί όταν σήκωσε το βλέμμα της διαπίστωσε ότι βρισκόταν στον διάδρομο όπου υπήρχαν τα τρόπαια των ομάδων του σχολείου.
«Έλεος Έμς!» μάλωσε τον εαυτό της και πήγε να στρίψει, όταν πρόσεξε μια φωτογραφία στην βιτρίνα.
Πλησίασε πιο κοντά και κοίταξε τα γράμματα κάτω από την κορνίζα.
"ΟΜΑΔΑ ΛΑΚΡΟΣ 1995"
Ένα αόρατο λαμπάκι, σαν αυτά στα καρτούν, άναψε πάνω από το
κεφάλι της Έμιλι καθώς θυμήθηκε ότι ο πατέρας της ήταν στην ομάδα λακρός το
1995. Είχαν κερδίσει το Πολιτειακό Πρωτάθλημα. Η Έμιλι κοίταξε την φωτογραφία
και βρήκε τον πατέρα της. Είχαν μια ίδια φωτογραφία στο άλμπουμ τους. Ένα
παράξενο συναίσθημα έκανε την Έμιλι να κοιτάξει το τρόπαιο για να δει με ποια
ομάδα είχε παίξει στον τελικό η ομάδα λακρός.
Στη βάση του τρόπαιου ήταν τοποθετημένη μια καρτέλα που
έγραφε:
"Λύκειο Μπέικερσφιλντ εναντίον Λύκειο Στόκτον."
«Αυτό δεν μπορεί να είναι σύμπτωση!» σκέφτηκε.
Το προειδοποιητικό κουδούνι χτύπησε και η Έμιλι έφυγε γρήγορα για την αίθουσα εικαστικών.
Η Έμιλι έφτασε στην καφετερία του σχολείου αμέσως με το που χτύπησε το κουδούνι για διάλλειμα. Πήρε ένα τοστ και έναν χυμό και κάθισε δίπλα στον Μάικλ στο τραπέζι που ήταν άδειο ακόμα.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μάικλ βλέποντας την Έμιλι προβληματισμένη.
Η Έμιλι κουνούσε τα πόδια της νευρικά. «Τίποτα» είπε κόβοντας μια μπουκιά από το τοστ της.
«Έμς» της είπε με γλυκό τόνο, θέλωντας να την παροτρύνει να του μιλήσει.
Η Έμιλι τσέκαρε τα διπλανά τραπέζια προκειμένου να ελέγξει αν τους ακούει κανείς και έπειτα κοίταξε προς την ουρά των μαθητών. «ΟΚ, θα σου πω αλλά θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα πεις τίποτα. Εντάξει;»
Ο Μάικλ την κοίταξε αυστηρά. «Δεν χρειάζεται καν να μου το ζητάς».
«Πριν… την ώρα που πήγαινα προς την αίθουσα τον εικαστικών πήρα λάθος στροφή και βρέθηκα στον διάδρομο με τα τρόπαια».
«Ναι...ΟΚ;» έκανε ο Μάικλ προβληματισμένος
«Δεν τελείωσα. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην ομάδα λακρός του ’95. Ξέρεις ποιος έπαιζε εκείνη την χρονιά;»
Ο Μάικλ κοίταξε την Έμιλι ανήξερος. Σήκωσε τους ώμους του χαλαρά περιμένοντας να του απαντήσει.
«Ο πατέρας μου».
«Και τι μ’ αυτό; Δεν ήξερες ότι ο πατέρας σου ήταν ένας από τους καλύτερους αρχηγούς λακρός που πέρασαν από το Λύκειο μας;»
«Μάικ… εκείνη την χρονιά παίζαμε με το Λύκειο Στόκτον».
Ο Μάικλ έμεινε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθώντας να σκεφτεί για ποιον λόγο η Έμιλι το έκανε θέμα, όταν επιτέλους κατάλαβε. «Εκείνη την χρονική περίοδο στο Στόκτον ζούσε…»
«Η Άννα Τζέικοπσον» συμπλήρωσε εκείνη.
«Δεν πιστεύεις ότι οι γονείς σου ήξεραν την Άννα, έτσι δεν είναι;»
«Δεν ξέρω. Αλλά πρέπει να μάθω. Σε παρακαλώ… μην το πεις σε κανέναν. Τουλάχιστον όχι, μέχρι να ρωτήσω τους γονείς μου».
«Έχεις τον λόγο μου. Αν και δεν νομίζω ότι τον χρειάζεσαι. Ξέρεις ότι δεν θα το έλεγα πουθενά».
«ΟΚ».
«Αλλά θα με πάρεις αμέσως να μου πεις τι σου είπαν οι δικοί σου. Είμαι πολύ περίεργος».
Η Έμιλι γέλασε. «Εντάξει κύριε περίεργε!».
***
Όταν γύρισε στο σπίτι το μεσημέρι, οι γονείς της δεν είχαν γυρίσει ακόμα από την δουλειά.
Έφαγε και ανέβηκε στο δωμάτιο της για να διαβάσει.
Όταν επιτέλους το απόγευμα άκουσε την πόρτα να ανοίγει κατέβηκε στην κουζίνα.
«Γεια» είπε κατεβαίνοντας τις σκάλες.
«Γεια σου γλυκιά μου» είπε εξουθενωμένη η μητέρα της.
«Ο μπαμπάς;» ρώτησε η Έμιλι.
Η μητέρα της άνοιξε το ψυγείο και πήρε ένα μπουκαλάκι νερό. «Φέρνει τα ψώνια» απάντησε.
Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ο πατέρας της με μερικές σακούλες στο χέρι. «Γεια σου αγάπη» είπε φιλώντας την Έμιλι στο μέτωπο.
Η Έμιλι πήρε δυο σακούλες από τα χέρια του πατέρα της και τις άφησε στον πάγκο.
«Πώς ήταν σήμερα το σχολείο;» ρώτησε η μητέρα της.
«Το ίδιο, όπως πάντα» απάντησε η Έμιλι. «Μόνο λιγάκι πιο περίεργο απ’ ό τι συνήθως»
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο πατέρας της.
Η Έμιλι άνοιξε μια σακούλα και άρχισε να δίνει τα πράγματα στην μητέρα της. «Περνούσα από τον διάδρομο με τα τρόπαια και είδα την φωτογραφία από την ομάδα λακρός του ’95».
Η μητέρα της άνοιξε το ψυγείο βάζοντας μέσα έναν χυμό. «Και τι το περίεργο έχει που είδες την φωτογραφία;»
Η Έμιλι κοίταξε τον πατέρα της. «Μπαμπά… θυμάσαι σε ποια πόλη είχατε τον τελικό του Πρωταθλήματος;»
«Φυσικά. Στο Στόκτον» απάντησε εκείνος.
«Έμς; Τι συμβαίνει;» ρώτησε η μητέρα της ανήσυχη.
Η Έμιλι σήκωσε τους ώμους της χαλαρά. «Να… με τα παιδιά ερευνούμε για τον Γκρέγκ...»
«Έμς!» είπε εκνευρισμένος ο πατέρας της.
«Χαλαρώστε! Οι Αρχηγοί ξέρουν για αυτό» βιάστηκε να τους προλάβει Έμιλι. Τι συνέπειες θα μπορούσε να έχει ένα τόσο μικρό ψεματάκι; Εξάλλου δεν μπορούσαν να διασταυρώσουν αν ισχύει ή όχι αφού μετά την διάσωση των Χαρισματικών στην αποθήκη το καλοκαίρι, οι γονείς της είχαν κόψει κάθε σχέση με τον Κρίστοφερ.
«ΟΚ. Συνέχισε» είπε η μητέρα της.
«Βρήκαμε ότι η μητέρα του Γκρέγκ ζούσε στο Στόκτον όταν έγινε ο τελικός του Πρωταθλήματος. Και συγκεκριμένα ήταν μαθήτρια στο Λύκειο Στόκτον» συνέχισε η Έμιλι.
Ο Τζόρτζ και η Αλίσια κοιταχτήκαν μπερδεμένοι.
«Μήπως έτυχε να γνωρίσετε κάποια… Άννα Τζέικοπσον;» ρώτησε η Έμιλι.
Η μητέρα της κάθισε σκεπτική για ένα λεπτό. «Όχι. Δεν νομίζω πως την γνωρίσαμε» απάντησε τελικά.
«Βασικά δεν γνωρίσαμε κανέναν στο Στόκτον. Τουλάχιστον όχι εκείνη την ημέρα. Όταν μετακομίσαμε εκεί γνωρίσαμε κόσμο αλλά καμία Άννα Τζέικοπσον» είπε ο πατέρας της.
«Εντάξει» είπε απογοητευμένη η Έμιλι. «Αν θυμηθείτε κάτι, το οτιδήποτε, να μου το πείτε» πρόσθεσε πηγαίνοντας προς τις σκάλες. «Πάω να διαβάσω».
***
«Είσαι σίγουρη πως σου είπαν την αλήθεια;» ρώτησε ο Μάικλ από την άλλη γραμμή.
«Μάικ, οι γονείς μου δεν θα μου έλεγαν ποτέ ψέματα. Γιατί να το κάνουν άλλωστε; Δεν έχουν να κερδίσουν κάτι με το να μου αποκρύψουν κάτι τέτοιο».
«Ένα ακόμα αδιέξοδο».
«Τουλάχιστον αν οι γονείς μου την είχαν γνωρίσει, ίσως θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν».
«Μην σε απασχολεί αυτό τώρα. Αυτό που πρέπει να σε ανησυχεί είναι τι ακόμα θα ξεφυτρώσει σε αυτή την ιστορία»
Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα και έπιασε το μέτωπο της. «Θέλω απλά να τελειώσουμε μια και καλή με όλο αυτό».
«Κι εγώ».
«Τέλος πάντων. Πρέπει να κλείσω. Θα τα πούμε αύριο. Καληνύχτα».
«Καλό βράδυ».
Rene Rafael