Τα πάντα ήταν θολά. Η όρασή του είχε χαθεί και όλα γύρω είχαν ένα ακαθόριστο σχήμα. Αδυνατούσε να ξεχωρίσει εκείνα που έβλεπε. Είχε όμως πολύ καλή ακοή, σε βαθμό που του επέτρεπε να ακούει μέχρι και τον αέρα που χτυπούσε τα παράθυρα του χώρου στον οποίο βρισκόταν και να ακούει τις βροντές από κάπου μακριά, που δήλωναν πως πλησίαζε εκεί καταιγίδα.
«Το εντοπίσατε;» άκουσε κάποιον.
Η φωνή που ακούστηκε δεν είχε καμία σχέση με ανθρώπινη φωνή, παρόλο που αυτός που τη χρησιμοποιούσε μιλούσε όπως όλοι οι άλλοι. Δεν μπόρεσε να τον δει για να καταλάβει τι πλάσμα ήταν αυτό που μίλησε, αλλά το άκουσμα και μόνο της φωνής του τού προκάλεσε φόβο.
«Ναι, βρίσκεται στο Σπήλαιο της Φωτιάς, αλλά δεν καταφέραμε να βρούμε κάποιον τρόπο για να μπούμε μέσα» απάντησε κάποιος με ανδρική φωνή, όπου μπορούσε κανείς να διακρίνει ένα ίχνος φόβου σε αυτήν.
«Δε χρειάζεται κάτι τέτοιο» είπε το πλάσμα με την απόκοσμη φωνή, «θα μπω εγώ εκεί για να το πάρω»
«Μα» έκανε ο άνδρας με τρεμάμενη φωνή, «κάτι τέτοιο είναι επικίνδυνο. Μπορεί να υπάρχουν πολλές παγίδες».
Σταμάτησε απότομα, σαν κάτι να τον είχε διακόψει. Μετά έπεσε σιωπή στην αίθουσα για λίγες στιγμές, πριν το πλάσμα με την περίεργη φωνή μιλήσει και πάλι.
«Θα χρησιμοποιήσω τη δύναμή του» είπε με κάπως εύθυμη φωνή, «και όταν πάρω και το σπαθί στα χέρια μου… θα αρχίσει η γιορτή». Στη συνέχεια άρχισε να γελάει.
Το γέλιο αυτό δεν είχε τίποτε το ανθρώπινο, έμοιαζε περισσότερο με κάτι το σατανικό, το τερατώδες. Ήταν λες και προερχόταν από τεράστιο βάθος και πολύ βραχνό, που θα έκανε και τον πιο θαρραλέο να παγώσει από το φόβο του.
Ο Μιχάλης τινάχθηκε ως πάνω στο κρεβάτι του, με ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του και να τρέμει από το φόβο του. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και πέρασε ένα λεπτό περίπου μέχρι να συνειδητοποιήσει που βρίσκεται, κοιτώντας το δωμάτιο του ξενώνα όπου έφεγγε το φως της λάμπας, το οποίο είχε ξεχάσει αναμμένο προτού κοιμηθεί. Εκείνο το όνειρο που μόλις είχε δει σίγουρα δεν ήταν κάποιο δημιούργημα του μυαλού του, όπως τα φυσιολογικά όνειρα, αλλά είχε μια αλλόκοτη αίσθηση πως είχε δει κάτι που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή, σαν να ήταν παρόν.
Ένιωθε ακόμη την αίσθηση του τρόμου που του προκάλεσε εκείνο το γέλιο, πριν αρχίσει να ξεδιαλύνει τις σκέψεις του. Με κάποιον ανεξήγητο τρόπο είχε καταφέρει να ακούσει μια συζήτηση σε κάποιο άγνωστο μέρος. Δεν μπορούσε να βγάλει κάποιο συμπέρασμα όμως σχετικά με όσα ειπώθηκαν εκεί.
Αφού έκανε μπάνιο, γύρισε ξανά στο κρεβάτι του, αρκετά κουρασμένος και κοιμήθηκε ξανά μετά από λίγο.
Πρέπει να είχε ξημερώσει πολλή ώρα πριν από τη στιγμή που ξύπνησε ο Μιχάλης. Ένιωθε αρκετά ξεκούραστος μετά τον ήσυχο ύπνο του, κάτι στο οποίο βοηθούσε και το κλίμα της περιοχής στην οποία βρισκόταν. Λίγο αργότερα, αφού πήρε άδεια από τους υπεύθυνους του ξενώνα, βγήκε έξω και πήγε να καθίσει δίπλα στη λίμνη. Είχε τόσα πολλά να σκεφτεί, άρα η ηρεμία που του μετέδιδε η λίμνη ήταν ό,τι καλύτερο εκείνη τη στιγμή.
«Αυτό είναι το στέκι σου, ε;» άκουσε κάποιον να τον ρωτά.
Γύρισε ξαφνιασμένος και κοίταξε προς εκείνον που του μίλησε. Αντίκρισε τον Κώστα να έρχεται γρήγορα προς το μέρος στο οποίο βρισκόταν, με εμφανές το γεγονός πως ξενύχτισε στο πρόσωπό του, αλλά πολύ πιο χαλαρό από την τελευταία φορά που τον είχε δει.
«Η ηρεμία της λίμνης σε βοηθά να σκεφτείς και να χαλαρώσεις» σχολίασε ο νεαρός άνδρας μόλις ο Μιχάλης τον χαιρέτησε. Μετά του ζήτησε να του περιγράψει τι είχε δει εκείνος το προηγούμενο βράδυ.
Μόλις τα διηγήθηκε, ο Κώστας τον μάλωσε ελαφρώς, αλλά παρέμεινε ήρεμος.
«Παρέμεινε η πραγματική είσοδος μυστική;» ρώτησε μετά από λίγο ο Μιχάλης.
«Δεν υπήρχε περίπτωση να ειδοποιούσαν τους δικούς τους. Ο Ζεραήλ έχει μεριμνήσει για τέτοια περίπτωση και έχει βάλει αρκετές παγίδες, ώστε να μην μπορέσουν να αποκαλύψουν το χωριό μέσω κάποιας επικοινωνίας»
«Α» έκανε απογοητευμένος με τον εαυτό του ο Μιχάλης, «δεν το είχα σκεφτεί αυτό»
«Δεν πειράζει τώρα πια. Βοήθησες όμως να τους πιάσουμε και μπορούμε να μάθουμε αρκετά από αυτούς»
Ο Μιχάλης δεν μίλησε, αλλά περιορίστηκε σε ένα γνέψιμο με το κεφάλι. Ήταν αλήθεια, πως με εξαίρεση τους δύο φύλακες και τη σωτηρία τους, δεν είχε κάνει κάτι σπουδαίο.
«Καλύτερα όμως να μην επιχειρήσεις ξανά κάτι τέτοιο. Παρά τρίχα προλάβαμε χθες»
«Καλά»
«Ωραία λοιπόν. Η σημερινή εξάσκηση όμως θα αναβληθεί. Θα σε ειδοποιήσω όταν θα βρούμε χρόνο». Έφυγε γρήγορα από εκεί μετά.
Στη συνέχεια, το αγόρι εξασκήθηκε λίγο ακόμα σε αυτά που προσπαθούσε να μάθει. Η συνεχής βελτίωση αναπτέρωσε το ηθικό του. Το γεγονός πως δεν του προκλήθηκε πονοκέφαλος από την ανύψωση όλων εκείνων των πετρών με τις οποίες εξασκούνταν τόση ώρα, έδειχνε πως έμαθε να ελέγχει κάπως τη δύναμή του και να τα καταφέρνει χωρίς επιπτώσεις. Του άρεσε και το γεγονός ότι άνοιγε πια το μυαλό του χωρίς να χρειάζεται να κλείνει τα μάτια του, δηλαδή να μπορεί να παρατηρεί κάτι τόσο με την όραση όσο και με το μυαλό του, ταυτόχρονα. Όλο αυτό θα του φαινόταν εντελώς παράλογο πριν από μερικές μέρες, αλλά τώρα το είχε συνηθίσει κιόλας.
Η υπόλοιπη μέρα δεν είχε κάτι απρόοπτο. Έτσι, το επόμενο πρωί ήταν πιο χαλαρός και αποφάσισε να κάνει μία βόλτα στο χωριό. Πέρασε και από το μέρος που είχαν κάνει εξάσκηση με τον Κώστα στην ξιφασκία, βλέποντάς το τώρα λεπτομερώς, καταλαβαίνοντας πως ήταν καλή επιλογή για προπόνηση. Στη συνέχεια έφυγε από εκεί και κατευθύνθηκε προς Τη βόρεια πλευρά του χωριού, όπου οι καλύβες ήταν λιγότερες και με μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους. Υπήρχαν πολλές και έντονες ανηφόρες και κατηφόρες, αφού το έδαφος εκεί ήταν τελείως ανισόπεδο, κάτι που έκανε το περπάτημα εκεί κουραστικό.
Κάποιος στεκόταν λίγο πιο πέρα από τις καλύβες. Πλησίασε προσεκτικά προς το μέρος του, μέχρι που κατάλαβε πως ήταν ο Νίκος, το συνομήλικο με εκείνον αγόρι που ζούσε στο χωριό.
Φάνηκε να ξαφνιάζεται όταν τον χαιρέτησε ο Μιχάλης. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
Ο Νίκος αναστέναξε. «Απλώς σκέφτομαι όλα αυτά που συμβαίνουν. Ακόμη και υπό την προστασία του Ζεραήλ κινδυνεύουμε» είπε και μετά κλώτσησε ένα πετραδάκι μακριά, σαν να έφταιγε αυτό για όσα συνέβαιναν, «δε φοβάμαι για εμένα, αλλά ανησυχώ για τους άλλους και κυρίως για τη Μαρία. Και η σκέψη ότι κάθομαι εδώ άπραγος, να κρύβομαι σαν φοβισμένο παιδάκι…»
«Καλά, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Μένοντας εδώ θα μπορέσεις να τους προστατέψεις»
Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε. Η προσπάθεια του Μιχάλη φάνηκε να έχει αποτέλεσμα, αφού το αγόρι έδειξε να σκέφτεται αυτό που του είπε.
«Ναι, είναι και αυτό, αλλά δε θα ήταν καλύτερα να ήμουν κάπου έξω από το χωριό και να πολεμάω για να ρίξουμε τους Ηγέτες;»
«Ξέρω ‘γω» του είπε ο Μιχάλης ανασηκώνοντας τους ώμους, «μπορεί. Έχεις εκπαιδευτεί αρκετά καλά για να πολεμήσεις όμως;»
«Ναι, με έχει βοηθήσει και ο Ζεραήλ λίγο. Αλλά δε με αφήνει να βγω από το χωριό»
«Κι εγώ θα προτιμούσα να ήμουν έξω στη θέση σου» συμφώνησε ο Μιχάλης.
Το βλέμμα που του έριξε ο Νίκος, έδειξε πως είχαν την ίδια επιθυμία. Δεν πρόλαβαν να μιλήσουν άλλο, καθώς το άλλο αγόρι έπρεπε να φύγει. Ο ίδιος γύρισε στη λίμνη, όπου πέρασε και το μεγαλύτερο μέρος της μέρας.
Δύο μέρες ακόμη χρειάστηκε να περάσουν μέχρι να νιώσει έτοιμος για το νέο μάθημα με τον Ζεραήλ. Το μοναδικό ξεχωριστό γεγονός ήταν η καταρρακτώδης βροχή την πρώτη από τις δύο μέρες.
Μόλις έφτασε στο σπίτι του δασκάλου του χτύπησε, περιμένοντας λίγες στιγμές μέχρι η πόρτα να ανοίξει απότομα και να μπει μέσα, ακούγοντάς τη να κλείνει με θόρυβο. Όπως συνήθιζε, ο γερασμένος άνδρας καθόταν στην καρέκλα του, γέρνοντας προς τα πίσω και παίζοντας με το μπαστούνι του. Τα ρούχα του ήταν τα συνηθισμένα που φορούσε. Γύρισε και τον κοίταξε με το γνωστό ύφος του, πριν το βλέμμα του πέσει στα λερωμένα παπούτσια του Μιχάλη.
«Τι χάλι είναι αυτό; Ακόμη δεν έχεις μάθει να προσέχεις όταν περπατάς σε λασπωμένο έδαφος;»
«Προσπάθησα να αποφύγω τις λάσπες, αλλά…»
Ο Ζεραήλ την επόμενη στιγμή χτύπησε το μπαστούνι του στο πάτωμα και οι λάσπες στο παντελόνι και τα παπούτσια του Μιχάλη εξαφανίστηκαν, όπως και τα αποτυπώματα που είχε αφήσει στο πάτωμα της καλύβας.
«Έτσι και έρθεις ξανά μέσα στις λάσπες και μου λερώσεις το πάτωμα, θα σε βάλω να τις γλείψεις»
«Εντάξει». Λίγη σημασία έδινε πια στις ατελείωτες απειλές του άνδρα.
Στη συνέχεια ο Ζεραήλ τον κοίταξε με το συνηθισμένο άγριο ύφος του, σταματώντας για λίγο το παιχνίδι με το μπαστούνι του, πριν αρχίσει και πάλι και μιλήσει ξανά.
«Πάντως, δεν άργησες να κάνεις το νούμερό σου και να αποδείξεις για μία ακόμη φορά το πόσο βλάκας είσαι»
Για μία ακόμη φορά, ο Μιχάλης έκανε υπομονή και έμεινε να κοιτάζει σταθερά τον άνδρα.
«Ήθελα να βοηθήσω» είπε με χαμηλή φωνή, κοιτάζοντας όμως τον Ζεραήλ στα μάτια, δίχως ντροπή.
«Λοιπόν» άρχισε εκείνος, «θα τα πω μία και μόνο φορά. Αν δε συμμορφωθείς, θα φύγεις από το χωριό, χωρίς καμία μνήμη από αυτά που πέρασες εδώ. Δε θα ανακατευτείς ξανά σε καμία μάχη ή οτιδήποτε άλλο που να αφορά το χωριό και εμάς. Θα αφήσεις να αναλάβουν αυτοί που είναι υπεύθυνοι»
«Και τι δηλαδή;». Άρχισε τελικά να χάνει την υπομονή του, «αν δω κάποιον να κινδυνεύει θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια;»
«Ακριβώς. Έτσι θα κάνεις τουλάχιστον μέχρι να μπορείς να χρησιμοποιείς σωστά τη δύναμή σου, αν το καταφέρεις αυτό φυσικά και το διαπιστώσω εγώ. Μέχρι τότε, θα μένεις εδώ και θα ακολουθείς αυτά που είπα» και στη συνέχεια άρχισε και πάλι να παίζει με το μπαστούνι του.
Συμφώνησε με ένα νεύμα, γνωρίζοντας πως δεν ήταν καλή ιδέα να συνεχίσει την αντίδραση.
«Ωραία. Ας δούμε τώρα αν έκανες την εξάσκηση που σου είπα. Ξεκίνα με το άνοιγμα του μυαλού» του υπέδειξε ο δάσκαλός του.
Αρκετή ώρα πέρασε, μέχρι να κάνει όλα όσα του υπέδειξε.
«Μπορώ να πω ότι οι λίγες ικανότητές σου μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα και να αρχίσεις τις προσπάθειες για να κλείσεις το μυαλό σου. Ξεκίνα με αυτοσυγκέντρωση και προσπάθησε να κάνεις το μυαλό σου αδιαπέραστο, από σκέψεις αρχικά»
Ο Μιχάλης συγκεντρώθηκε στον εαυτό του, απομακρύνοντας κάθε σκέψη, αν και με δυσκολία. Είχε τόσα πολλά να τον βασανίζουν, που δεν του ήταν καθόλου εύκολο να τα αποκλείσει. Του πήρε ώρα για να τα καταφέρει.
Ξαφνικά, ένιωσε ένα βάρος στο μυαλό του, λες και υπήρχε κάτι πολύ βαρύ που είχε πέσει πάνω στο κεφάλι του, που τον ανάγκασε να σκύψει και στο τέλος να γονατίσει, αφού δεν άντεχε. Ήταν τέτοιο, που τον έκανε να ζαλίζεται και άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του, αφήνοντας το σκοτάδι να τον κυριεύσει και μια γλυκιά αίσθηση χαλάρωσης, που απομάκρυνε τα προβλήματά του, να τον κάνει να ηρεμεί. Δεν ήξερε τι ήταν, αλλά ήταν τόσο ωραία, αφού δεν υπήρχε πια κάτι να τον βασανίζει, που αφέθηκε να παρασυρθεί…