Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 25 - μέρος 1ο)

Τα φίλτρα της Αλθίας της είχαν ρίξει σε έναν βαθύ ύπνο. Ή είχε λιποθυμήσει. Καλύτερα. Ο καθαρισμός του μπράτσου της ήταν μια εμπειρία που δεν ήθελε να ξαναζήσει. Ποτέ.

Της είχαν δώσει ένα ρόφημα για τον πόνο αλλά και πάλι η Αριάνα και η Νταίνα είχαν αναγκαστεί να την κρατάνε κάτω όσο η Αλθία σκάλιζε το κατακρεουργημένο μπράτσο της με σιδερένιες τσιμπίδες για να αφαιρέσει τα γυαλιά. Ο πόνος ήταν αφόρητος, λες και η ηλικιωμένη θεραπεύτρια ξεκολλούσε τον μυ από το κόκαλο.

Είχε μείνει ξαπλωμένη στο κρεβάτι που η Αλθία περιποιούνταν τους ασθενείς της γυρισμένη στο αριστερό πλευρό της όσο η θεραπεύτρια δούλευε. Δάγκωνε τα χείλη της για να μην ουρλιάξει, τόσο δυνατά που είχαν ματώσει, προσπαθώντας να μείνει ακίνητη. Η Αλθία έριχνε τα ματωμένα γυαλιά που τραβούσε μέσα από το δέρμα της σε ένα μπολ. Δεν τα έβλεπε αλλά τα άκουγε να πέφτουν με ένα κρυστάλλινο κλινγκ. Άρχισε να τα μετράει σε μια προσπάθεια να απασχολήσει το μυαλό της και να το αποσπάσει από τον πόνο.

Είκοσι-τρία, είκοσι-τέσσερα...

Ο Έρικ ήταν στο πλευρό της, κρατώντας το καλό χέρι της μέσα στο δικό του για να της δώσει κουράγιο. Υπήρχαν τόσα που ήθελε να του πει. Να του ζητήσει συγνώμη. Αλλά δεν τολμούσε να ανοίξει το στόμα της από φόβο για το τι ζωώδεις, βασανισμένοι ήχοι θα έβγαιναν από μέσα.

Τριάντα-δυο… τριάντα-πέντε...

Έχασε το μέτρημα. Το κεφάλι της είχε θολώσει λες και μια παχιά ομίχλη είχε τυλίξει το μυαλό της. Ένιωθε το σώμα της βαρύ και άχρηστο. Τα βλέφαρα της απέκτησαν δική τους βούληση και έκλεισαν μόνα τους χωρίς να το καταλάβει.

Κοιμήθηκε σαν πεθαμένη. Ήταν ένας ύπνος δίχως όνειρα ή σκέψεις. Αυτό ακριβώς που χρειαζόταν, μια ανάπαυλα από τις εξελίξεις που έτρεχαν τόσο γρήγορα που δεν ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να τις προφτάσει. Ο χρόνος είχε χάσει το νόημα του. Μπορεί να κοιμόταν για μέρες ή βδομάδες. Ήθελε να μείνει σε αυτό το σκοτεινό, γαλήνιο μέρος. Δεν ήταν έτοιμη να επιστρέψει στην ζοφερή πραγματικότητα.

Δυστυχώς αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ελέγξει.

Ένιωσε μια παρουσία μέσα στο δωμάτιο. Άνοιξε αργά τα βλέφαρα της. Τα παράθυρα της κουζίνας ήταν σκοτεινά. Δυο κεριά έκαιγαν πάνω στο τραπέζι και άλλο ένα πάνω στο πλαίσιο του σβηστού τζακιού. Οι μικρές πορτοκαλί φλόγες χόρευαν σαν νεράιδες μέσα στο σκοτάδι ρίχνοντας το απαλό τους φως στο δωμάτιο.

Ο Έρικ ήταν γονατισμένος στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι. Είχε αποκοιμηθεί δίπλα της με τα χέρια του να έχουν φτιάξει μια φωλιά για το κεφάλι του πάνω στο στρώμα. Δεν την είχε αφήσει. Το στήθος της φούσκωσε από χαρά αλλά ταυτόχρονα το στομάχι της σφίχτηκε από τις τύψεις.

Σήκωσε το καλό της χέρι και πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από τα ανακατεμένα μαλλιά του. Ίσως αυτή να ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχε να το κάνει. Μπορεί όταν θα ξυπνούσε να της έλεγε πως δεν ήθελε να τον αγγίξει ξανά μετά από αυτά που έκανε, τώρα που είχε τον χρόνο να σκεφτεί καθαρά δίχως την απειλή του θανάτου να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους.

Τα μάτια του πετάρισαν και άνοιξαν. Χρειάστηκαν μια στιγμή για να εστιάσουν πάνω της, αλλά όταν το έκαναν ο ύπνος χάθηκε αστραπιαία από μέσα τους. Άφησε το χέρι της να πέσει ανάμεσα τους και ορκιζόταν πως αυτό την πόνεσε περισσότερο από τα σπασμένα γυαλιά που είχαν ξεσκίσει το μπράτσο της.

«Έχεις τραυματιστεί;» τον ρώτησε. Η φωνή της ήταν ακόμα βραχνή από τον ύπνο.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, ζαλισμένος ακόμα από τον ύπνο. «Μονάχα γρατζουνιές και μελανιές. Το ίδιο και τα δίδυμα και η Αριάνα»

«Και ο Τομ;» Η εικόνα της Μπαστιάνας που έσκιζε το μάγουλο του άστραψε μπροστά στα μάτια της. Είχε χρησιμοποιήσει το ίδιο του το σπαθί για να τον εξευτελίσει. Απολάμβανε να παίζει με το μυαλό των άλλων. Το αίμα είχε τρέξει πάνω στο πρόσωπο και τον λαιμό του Κυνηγού και είχε βάψει κόκκινη τη λάμα του σπαθιού.

«Η Αριάνα φρόντισε το τραύμα του» την ενημέρωσε. «Στην αρχή δεν ήθελε να την αφήσει να χρησιμοποιήσει μαγεία πάνω του αλλά ο Τζέιμς και ο Γουίλ φρόντισαν να του επισημάνουν πως η ουλή θα τον έκανε πολύ άσχημο. Τώρα έχει μονάχα μια ροζ γραμμή αλλά ξεθωριάζει γρήγορα»

Ανακούφιση την πλημμύρησε . Αν είχε πάθει κάποιος κάτι εξαιτίας της δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της. Έψαξε το πρόσωπο του μέσα στο σκοτάδι. Το φως των κεριών αντανακλούσε πάνω στα καστανά μάτια του. Έψαξε μέσα τους για σημάδια θυμού ή κατηγορίας.

«Πως νιώθεις;» την ρώτησε. «Σχεδόν λιποθύμησες όταν φρόντιζαν την πληγή σου»

Ένιωθε λες και ένας οργισμένος όχλος την είχε χτυπήσει με ξύλινα ρόπαλα σε ολόκληρο το κορμί της αλλά το μόνο που είπε ήταν: «Καλύτερα»

«Είδα το δέρμα στο μπράτσο σου να επουλώνεται λες και ο χρόνος κυλούσε προς τα πίσω, πριν από τη μάχη» είπε βυθισμένος στη σκέψη. «Όλη μου τη ζωή άκουγα πως η μαγεία είναι κάτι σκοτεινό και επικίνδυνο που πρέπει να εξαλειφθεί από τον κόσμο. Είδα μια μάγισσα που ρουφάει τη ζωή μέσα από τους άλλους σαν παράσιτο για να διατηρηθεί νέα. Και είδα άλλες να χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους για να γιατρέψουν πληγές και να ανακουφίσουν άλλα άτομα από τον πόνο»

«Και σε τι συμπέρασμα καταλήγεις;» Σε ποια από τις δυο κατηγορίες με κατατάσσεις; ήταν η πραγματική ερώτηση.

Σήκωσε τους ώμους του. «Η μαγεία δεν είναι από μόνη της καλή ή κακή όπως και ένα σπαθί δεν είναι καλό ή κακό. Είναι και τα δυο εργαλεία. Κάποιοι επιλέγουν να τα χρησιμοποιήσουν για προστατεύσουν και να βοηθήσουν και άλλοι κάνουν κακό με αυτά. Αν οι άνθρωποι μπορούσαν να το δουν αυτό, να καταλάβουν πως μοιάζουμε περισσότερο απ' όσο νομίζουμε θα είχαμε γλιτώσει όλο αυτό το μίσος και την αιματοχυσία» Ξεφύσηξε και έτριψε τα μάτια του. Γένια λίγων ημερών κάλυπταν σαν σκιά τα μάγουλα και το πιγούνι του. «Αλλά ποιος είμαι εγώ για να κρίνω ανθρώπους και μάγισσες; Άλλωστε, είμαι μισός- μισός»

Μια σκέψη που δεν είχε περάσει από το μυαλό της ήρθε στην επιφάνεια. «Τα αδέλφια σου ξέρουν την αλήθεια για την μητέρα σας;»

«Μόνο ο Τομ, αλλά υποσχέθηκε πως θα μιλήσει σύντομα στον Γουίλ και τον Τζέιμς»

«Πως λες να αντιδράσουν;»

«Αν κρίνω από την συμπάθια που τρέφουν για την Αριάνα καλύτερα από εμένα και τον Τομ. Ποτέ τους δεν ένιωσαν μίσος για τις μάγισσες. Ίσως να μπορούσαν να διαισθανθούν κάτι που ο Τομ και εγώ αγνοούσαμε»

Σιωπή απλώθηκε και έμεινε να κρέμεται ανάμεσα τους, σαν ένα ζωντανό πλάσμα που περίμενε με περιέργεια να δει τι θα γινόταν στη συνέχεια.

«Προσπάθησα να σε βρω» του είπε. Όχι πως είχε σημασία. «Αλλά δεν τα κατάφερα»

«Δεν πειράζει. Σε βρήκα εγώ. Όπως τη μέρα στη γιορτή, θυμάσαι; Σε ξεχώρισα μέσα στο πλήθος και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως έπρεπε να πάω και να μιλήσω σε εκείνη την άγνωστη κοπέλα»

Ένα μικρό χαμόγελο άγγιξε τα χείλη της. «Θυμάμαι πως ήσουν μεθυσμένος»

Το αγόρι γέλασε σιγανά. «Ίσως λίγο»

Η έλλειψη θυμού του την μπέρδευε. Αν ο Άιζακ ήταν ακόμα εκεί και είχε μάθει τι είχε κάνει η τιμωρία της θα ήταν εξαιρετικά αυστηρή.

«Είχες δραπετεύσει» του είπε. «Γιατί γύρισες πίσω;»

«Σου το είπα. Δεν θα σε εγκατέλειπα»

«Μα γιατί; Σε πρόδωσα. Ήξερα πως η Μπαστιάνα είναι ένα τέρας κι όμως επέλεξα να την πιστέψω» Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της για να σπρώξει πίσω τα δάκρυα που απειλούσαν να βγουν στην επιφάνεια. «Είμαι μια ανόητη»

Τόσο ανόητη που είχε γίνει επικίνδυνη.

«Όχι» Έπιασε το χέρι της και το έσφιξε μέσα στο δικό του. «Δεν είσαι ανόητη. Έχεις μάτια που θέλουν να δουν το καλό στους άλλους και καρδιά που συγχωρεί. Συγχώρεσες εμένα. Συγχώρεσες τον Άιζακ. Είναι λογικό να θέλεις να συγχωρέσεις και την μητέρα σου και αυτό σε έκανε να μην σκέφτεσαι καθαρά»

«Δεν συγχώρεσα τον Άιζακ»

«Κι όμως. Κάθε φορά που τον αναφέρεις υπάρχει μεγάλη θλίψη στο βλέμμα σου αλλά όχι θυμός»

«Μπορεί να είναι επειδή κατά βάθος ξέρω πως έχει δίκιο» ψιθύρισε, με τις λέξεις να σκαλώνουν στον λαιμό της. «Η κόρη της Μπαστιάνας είναι επικίνδυνη»

«Ποτέ μη ξαναπείς κάτι τέτοιο» της είπε αυστηρά.

Ένα δάκρυ κύλησε από την γωνία του ματιού της και έτρεξε πάνω στο μάγουλο της. «Παραλίγο να σκοτωθείτε εξαιτίας μου»

«Παραλίγο να σκοτωθούμε εξαιτίας της Μπαστιάνας» την διόρθωσε. «Εσύ έσωσες τη ζωή μου στον λόφο παρόλο που ήξερες τι θα συνέβαινε αν αποκάλυπτες τις δυνάμεις σου. Προστάτευσες τον Τζέιμς και τον Γουίλ από τους λύκους παρόλο που δεν είχες καμία υποχρέωση να το κάνεις. Με προστάτευσες στο δάσος από τα Κόκκινα Δάκρυα»

«Δεν το χρειαζόσουν»

«Αλλά δεν το ήξερες» Σκούπισε τα δάκρυα της. «Είσαι καλό άτομο, Σελίν. Δεν έχεις καμία σχέση με αυτή τη γυναίκα. Το αίμα που κυλάει στις φλέβες σου δεν σε καθορίζει»

Ίσως να είχε δίκιο. Ακόμη κι αν η καταγωγή της επηρέαζε το ποια ήταν δεν ήταν μονάχα κόρη της Μπαστιάνας. Ήταν και κόρη του Τρίσταν. Μπορεί να ήταν εκείνος το καλό άτομο. Μπορεί το δικό του αίμα να της είχε δώσει μια ευκαιρία να αντισταθεί στο σκοτάδι της μητέρας της.

«Ξεκουράστηκες;» τον ρώτησε.

«Όχι ιδιαίτερα» παραδέχθηκε.

«Ξάπλωσε δίπλα μου»

Την κοίταξε διστακτικά. «Κι αν κάποιος μπει και μας δει;»

«Παραλίγο να πεθάνουμε από τα χέρια της παρανοϊκής μητέρας μου που θέλει να με χρησιμοποιήσει για να εισβάλει στις χώρες πέρα από την οροσειρά. Αργά ή γρήγορα η Σύναξη θα μάθει πως είμαι η κόρη της γυναίκας που εδώ και δεκαετίες δολοφονεί τους δικούς τους. Η γνώμη που θα σχηματίσουν για ΄μένα αν μας δουν ξαπλωμένους στο ίδιο κρεβάτι είναι το τελευταίο που με απασχολεί»

Πρέπει να είδε κάποια λογική στα λόγια της επειδή έβγαλε τις μπότες του και τις κλότσησε στην άκρη.

Η Σελίν έκανε στην άκρη για να δημιουργήσει χώρο -η κίνηση έκανε τους μύες της να διαμαρτυρηθούν- και ο Έρικ ξάπλωσε δίπλα της στο στρώμα. Το κρεβάτι ήταν στενό και τα σώματα τους σχεδόν ακουμπούσαν μεταξύ τους. Τα πρόσωπα τους απείχαν λίγα εκατοστά. Η έλλειψη χώρου δεν την ενοχλούσε, παρόλο που ήξερε πως η Αλίρα θα λιποθυμούσε αν έμπαινε εκείνη στη στιγμή στην κουζίνα και τους έβλεπε έτσι.

«Θα μπορούσα να ξυπνάω έτσι κάθε μέρα» του είπε. Ζεστό αίμα να κύλησε στα μάγουλα της αλλά έσπρωξε πίσω ντροπές και ανασφάλειες. Δεν της περίσσευε χρόνος για να τους τον αφιερώσει. «Με εσένα δίπλα μου. Να μιλάμε. Για πιο ευχάριστα θέματα, φυσικά»

Και οι δυο γέλασαν, αλλά ήταν πολύ σιγανό, πολύ σύντομο, λες και ένα βαρύ δυσοίωνο πέπλο είχε καλύψει τα πάντα. Αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να ξανανιώσει ποτέ ξέγνοιαστη.

Ο Έρικ έπιασε το χέρι της και έμπλεξε τα δάχτυλα του με τα δικά της. «Θέλω να γνωρίσεις τον πατέρα μου. Να δεις πως είναι μια πραγματική οικογένεια»

Τον κοίταξε με ένα μίγμα έκπληξης και απορίας. «Πως θα γίνει αυτό;»

«Άκουσα πως οι Κυνηγοί και οι μάγισσες έκαναν ανακωχή»

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.

«Είναι αλήθεια. Η Αλθία μας είπε ότι ο Ρόραν συναντήθηκε με τον Έιντεν Άρτσιναλντ. Είναι ένας Κυνηγός από το Νιου Μπάροου. Οι άνθρωποι τον επέλεξαν για αντιπρόσωπο. Είναι νέος και ανοιχτόμυαλος, ή τουλάχιστον έτσι έχω ακούσει. Συμφώνησαν να ενωθούν για να πολεμήσουν την Μπαστιάνα και τα τέρατα της»

«Αυτά είναι υπέροχα νέα»

Επιτέλους είχε συμβεί κάτι καλό. Ο Ρόραν είχε πετύχει το ακατόρθωτο. Ο Άιζακ και οι Πρεσβύτεροι δεν θα είχαν κάνει ποτέ ένα τόσο μεγάλο και τολμηρό βήμα. Θα επέλεγαν να ακολουθήσουν το γνώριμο μονοπάτι και θα συνέχιζαν να θυσιάζουν τους δικούς τους στην Μπαστιάνα επειδή αυτό ήταν το μικρότερο κακό στα μάτια τους. Ο Ρόραν είχε ξαναγράψει την ιστορία με αυτή τη συμμαχία. Διακινδύνευε πολλά περισσότερα αλλά και διεκδικούσε πολλά περισσότερα. Μια ζωή ελεύθερη από φόβο. Τους έδινε την ευκαιρία να διεκδικήσουν το μέλλον τους.

Της έλειπε. Ευχήθηκε να ήταν εκεί, να μπορούσε να τον αγκαλιάσει και να του εξιστορήσει όλα όσα είχαν συμβεί. Να μοιραστεί μαζί του αυτά που την βάραιναν όπως όταν ήταν παιδιά.

Αλλά αν δεν μπορούσε να έρθει εκείνος σε αυτή θα πήγαινε αυτή σε εκείνον. Μόλις μάζευε δυνάμεις θα πήγαινε να τον βρει.

«Σελίν» Η έκφραση του Έρικ ήταν προβληματισμένη. «Τι συνέβη ανάμεσα σε εσένα και την Μπαστιάνα; Σε πέταξε πάνω στα γυαλιά και κόπηκε και εκείνη, παρόλο που κανείς δεν την ακούμπησε ούτε κουνήθηκε από τη θέση της»

«Πιστεύω πως ήμαστε δεμένες» αποκρίθηκε. Δεν έβλεπε άλλη εξήγηση.

Τα φρύδια του έσμιξαν. «Τι σημαίνει αυτό;»

«Σημαίνει πως οτιδήποτε συμβεί στην μία θα συμβεί και στην άλλη. Σαν να ήμαστε το ίδιο άτομο. Είναι ξόρκια αίματος. Πολύ ισχυρά»

«Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο;»

Η οργισμένη φωνή της μητέρας της ήχησε στα αυτιά της:

«Άθλια ξωτικά! Σιχαμένα πλάσματα, μόνο εσείς χρησιμοποιείτε τέτοια χυδαία τεχνάσματα. Νομίζεται ότι μπορείτε να φανείτε πιο έξυπνα από εμένα;!»

«Τα ξωτικά» Γι' αυτό τα καταριόταν η Μπαστιάνα.

Έψαξε μέσα στις αναμνήσεις που είχε από τη νύχτα που είχαν περάσει στην πόλη των ξωτικών. Την γιορτή. Τη στοιχειωμένη μελωδία της μουσικής. Τα ξωτικά με τα πανέμορφα, παγωμένα πρόσωπα που χόρευαν στον ρυθμό της. Το φιλί με τον Έρικ πίσω από τα σπίτια. Το κρασί.

«Τρύπησα τα δάχτυλα μου στα αγκάθια που στόλιζαν το κύπελλο» θυμήθηκε. «Έτσι πήραν το αίμα μου»

Τα καστανά μάτια του Έρικ ήταν καρφωμένα στα σκούρα μπλε δικά της. «Και τι σημαίνει αυτό για 'σένα;»

«Δεν ξέρω» 


Αλλά είχε ένα προαίσθημα ότι θα μάθαινε σύντομα.

 

 

Φαίη