Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 25 - μέρος 2ο)

Ξύλινα σπαθιά χτυπούσαν μεταξύ τους και βέλη σφύριζαν καθώς έσκιζαν τον αέρα για να καρφωθούν πάνω σε πρόχειρα ζωγραφισμένους στόχους. Ο χαμηλός λόφος με την αρχαία βελανιδιά έριχνε τη σκιά του στον τόπο που Κυνηγοί και μάγοι είχαν ορίσει σαν ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στα χωριά και στο δάσος, μια επίπεδη έκταση καλυμμένη με πράσινο χορτάρι και ανθισμένα αγριολούλουδα που χόρευαν στο απαλό αεράκι.

Στη δυτική πλευρά του λιβαδιού, προς την κατεύθυνση των ανθρώπινων χωριών, οι Κυνηγοί είχαν στήσει μια σειρά από σκηνές φτιαγμένες από τραχύ καφέ ύφασμα. Πολλοί είχαν έρθει από μακριά και δεν ήταν πρακτικό να κάνουν καθημερινά το ταξίδι από και προς τα σπίτια τους.

Το γεγονός ότι οι σκηνές σχημάτιζαν ένα τοίχος ανάμεσα στο δάσος και τα χωριά τους δεν πέρασε απαρατήρητο.

Περίπου ογδόντα Κυνηγοί είχαν εγκατασταθεί στο λιβάδι και άλλες τόσες μάγισσες, που είχαν στήσει την δική τους κατασκήνωση μέσα στην ασφάλεια των ορίων του δάσους. Οι άνθρωποι περνούσαν λίγες μέρες στο λιβάδι διδάσκοντας τους ή περιπολώντας μέχρι να έρθουν νέοι άντρες για να τους αντικαταστήσουν.

Κάθε βράδυ οι μάγισσες τους βοηθούσαν να ανάψουν φωτιές για να μαγειρέψουν βραστό μέσα σε μεγάλες μαρμίτες που κρεμόντουσαν από ξύλινα στηρίγματα που έμοιαζαν με πυραμίδες, ή να ψήσουν σε σούβλες μπεκάτσες και λαγούς που είχαν πιάσει. Όταν το δείπνο ήταν έτοιμο καθόντουσαν μαζί και έτρωγαν, ασκιά με νερωμένο κρασί περνούσαν από χέρι σε χέρι, μια επιβράβευση για την κοπιαστική μέρα που είχαν περάσει. Ήταν οι μόνες πραγματικά ειρηνικές στιγμές που είχαν.

Δυστυχώς, τα πράγματα ήταν διαφορετικά κάτω από το φως του ήλιου. Ο Ρόραν περπατούσε στο λιβάδι, απολαμβάνοντας το δροσερό αεράκι που χτυπούσε το πρόσωπο του. Αυτό ήταν το δικό του είδος περιπολίας, ένα που έκανε καθημερινά. Δεν είχε τον νου του για εξωτερικές απειλές αλλά για εντάσεις που απειλούσαν διαρκώς να ξεσπάσουν ανάμεσα στις δυο ομάδες. Οι Κυνηγοί ήταν πειθαρχημένοι, τους το αναγνώριζε, και τις περισσότερες φορές μια διαταγή του Έιντεν ήταν αρκετή για να τους επιβάλει την τάξη. Το πρόβλημα ήταν όταν ο νεαρός αρχηγός τους δεν βρισκόταν κοντά τους.

Ένα αγριεμένο βλέμμα, ένα προσβλητικό σχόλιο, ένα χτύπημα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης που ήταν πιο δυνατό απ’ όσο χρειαζόταν, όλα ήταν μικρές σπίθες που μπορούσαν να μετατραπούν πολύ γρήγορα σε πυρκαγιά.

Οπότε ο Ρόραν έκανε τις περιπολίες του φροντίζοντας να σβήσει αυτές τις σπίθες πριν τους κάψουν όλους. Και οι δυο πλευρές φρόντιζαν να κρατούν εκείνον και τον Έιντεν διαρκώς απασχολημένους.

Προχώρησε προς το σημείο που ήταν στημένοι οι στόχοι. Ο Κυνηγός με το όνομα Άντριου -ο Ρόραν τον θυμόταν από την πρώτη τους συνάντηση όπου είχε εκφράσει την όχι και τόσο θετική άποψη του για τις μάγισσες- εξηγούσε στους νέους μαθητές του πως να υπολογίζουν την γωνία ρίψης σε συνδυασμό με το βάρος τους βέλους ή του μαχαιριού και της δύναμης του αέρα. Τουλάχιστον όσο δίδασκε έδειχνε πιο ήρεμος, απόλυτα συγκεντρωμένος σε αυτό παραμερίζοντας για μερικές ώρες έχθρες και αντιπάθειες. Τράβηξε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του και συνέχισε με μια επίδειξη των τεχνικών που περιέγραφε.

«Πάρτε από ένα μαχαίρι και μπείτε σε σειρά» τους είπε.

Δέκα μάγοι και μάγισσες έσπευσαν να πάρουν στιλέτα μέσα από ένα πλεκτό καλάθι και πήραν θέσεις μπροστά σε μια σειρά από στόχους. Δεν έδειχναν σημάδια δυσφορίας για το γεγονός ότι ένας άνθρωπος τους έδινε εντολές. Όλοι τους ήταν συγκεντρωμένοι και πρόθυμοι να μάθουν μέσα στο λιγοστό διάστημα που είχαν.

Επειδή ο χρόνος τελείωνε και όλοι το γνώριζαν. Απέφευγαν να αναφερθούν στην Μπαστιάνα, λες και είχαν κάνει κάποια σιωπηλή συμφωνία να κρατήσουν τη γυναίκα που μάστιζε τις ζωές τους μακριά από τις κουβέντες τους. Αλλά προετοιμάζονταν για την άφιξη της και ο Ρόραν ήλπιζε ότι θα την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη όταν θα αποφάσιζε να κάνει την κίνηση της.

«Χαλαρώστε τον καρπό σας και εκπνεύστε καθώς απελευθερώνετε το μαχαίρι» τους καθοδήγησε ο Άντριου. «Αν και το χέρι σας είναι εκείνο που κάνει την ρίψη ολόκληρο το σώμα σας πρέπει να την νιώσει. Οι ώμοι σας, η μέση σας, τα πόδια σας»

Πέρασε μπροστά από όλους τους, διορθώνοντας τη στάση του σώματος τους όπου ήταν αναγκαίο και δίνοντας επιπλέον οδηγίες σε όποιον τις χρειαζόταν.

Οι πιο εξοικειωμένοι με το τόξο εξασκούνταν σε μια διαφορετική σειρά στόχων λίγο πιο πέρα. Τα πράσινα μάτια του Ρόραν βρήκαν την Νάγια και το βλέμμα του εστίασε πάνω της. Μερικές ατίθασες τούφες είχαν ξεφύγει από την πλεξούδα της και ανέμιζαν γύρω από το πρόσωπο της σαν φλόγες. Το τόξο που κρατούσε στα χέρια της έδειχνε υπερβολικά μεγάλο σε σχέση με την λεπτοκαμωμένη φιγούρα της αλλά η κοπέλα το κρατούσε με σιγουριά. Σημάδεψε και άφησε την χορδή, ελευθερώνοντας το βέλος που καρφώθηκε στον στόχο μπροστά της. Δεν βρήκε το κέντρο αλλά ήταν μια αξιόλογη βολή. Η ικανοποίηση στο πρόσωπο της για τις επιδώσεις της που βελτιώνονταν μέρα με τη μέρα έφερε ένα μικρό χαμόγελο και στα δικά του χείλη.

Μάγοι και Κυνηγοί μάχονταν μέσα σε κύκλους από ασβέστη, είτε με ξύλινα σπαθιά που αντικαθιστούνταν γρήγορα από αληθινά είτε με μακριά κοντάρια. Οι γραμμές των κύκλων είχαν μουτζουρωθεί από τα βήματα εκείνων που έβγαιναν άθελα τους από τα όρια για να αποφύγουν ένα χτύπημα.

Συγκριτικά με άλλες μέρες η σημερινή κυλούσε ομαλά. Πριν από τρεις μέρες είχαν δοκιμάσει να κάνουν μια κοινή άσκηση, προετοιμασία για την περίπτωση επίθεσης. Δεν είχε καλή κατάληξη. Μόλις είδαν τις δυνάμεις των μαγισσών οι Κυνηγοί ξεσηκώθηκαν, φωνάζοντας πως ήταν έργα του Διαβόλου. Οι μάγισσες τους είχαν απαντήσει ότι απλά τις φοβόντουσαν. Το χτύπημα στην περηφάνια τους έριξε περισσότερο λάδι στη φωτιά. Βαριές απειλές εκτοξεύτηκαν και από τις δυο πλευρές. Ο Ρόραν είχε φοβηθεί ότι όχι μόνο θα διαλυόταν η εύθραυστη συμμαχία τους αλλά και πως θα κατέληγαν να έχουν νεκρούς. Με πολύ κόπο εκείνος, ο Έιντεν, και μερικοί λιγότερο θερμοκέφαλοι είχαν καταφέρει να ηρεμίσουν τα πνεύματα αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι βάδιζαν πάνω σε τεντωμένο σκοινί που μπορούσε να σπάσει ανά πάσα στιγμή.

Οι άνθρωποι δεν ήταν ευχαριστημένοι με αυτή τη συμμαχία, το ήξερε. Χωριά όπως το Γκρέυταουν και το Γκρίμσον Κρικ είχαν αρνηθεί τα προστατευτικά ξόρκια. Όταν επισκέπτονταν τις πόλεις τις έβρισκαν ερημωμένες. Οι κάτοικοι είχαν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους λες και ένας εχθρικός στρατός ή μια φρικτή επιδημία διάβαινε τους δρόμους τους. Οι Κυνηγοί που συνόδευαν τον Ρόραν και την ομάδα που είχε επιλέξει για να κάνουν τα ξόρκια ήταν πλήρως οπλισμένοι και σχημάτιζαν έναν σφιχτό κλοιό γύρω τους. Η Νάγια του είχε ψιθυρίσει στο αυτί ότι ήταν σχεδόν σαν να τους είχαν συλλάβει και τους οδηγούσαν στις φυλακές τους.

Στις φυλακές που είχαν ρίξει την Σελίν. Στο μέρος που την είχαν αφήσει να λιμοκτονήσει και είχαν γεμίσει το σώμα της με σημάδια και μελανιές.

Υπήρχαν μάγοι που αδιαφορούσαν για τους νόμους των Συνάξεων. Που πουλούσαν τις υπηρεσίες τους σε ανθρώπους που ανοιχτά καταδίκαζαν τη μαγεία αλλά πίσω από κλειστές πόρτες την χρησιμοποιούσαν για να προκαλέσουν κακοτυχία και δυστυχία σε άλλους. Σκορπούσαν στο διάβα τους ταραχή και καταστροφή, είτε για το χρυσάφι είτε επειδή υπήρχε κάτι εθιστικό στο να επιβάλλεσαι σε κάποιον πιο αδύναμο από εσένα. Τους έκανε να νιώθουν ισχυροί, κυρίαρχοι. Ήταν καθήκον του Συμβουλίου να τους σταματήσει και να τους στείλει στα βαθύτερα σημεία του δάσους, εκεί όπου δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν περισσότερο κακό. Ένα από τα πιο δύσκολα και συνάμα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα τους. Οι άνθρωποι είχαν δίκιο να φοβούνται αυτούς τους μάγους. Τα πτώματα που άφηναν πίσω τους ήταν αμέτρητα, οι επιδημίες που μπορούσαν να δημιουργήσουν από απλό καπρίτσιο τρομερές και οι συνέπειες τους τόσο φρικιαστικές που δεν τις χωρούσε ο νους.

Όμως παρόλο που τους καταλάβαινε ως ένα σημείο δεν μπορούσε παρά να νιώθει μια βαθιά πικρία και θυμό που αυτός ο φόβος και το μίσος εκτεινόντουσαν σε όλους τους μάγους. Τους καταδίκαζαν όλους χωρίς διακρίσεις. Οι άνθρωποι δεν είχαν εγκληματίες ανάμεσα τους; Όλοι τους ήταν έντιμοι νομοταγείς πολίτες, αλτρουιστές και καλόκαρδοι; Κάτι του έλεγε πως όχι αλλά φυσικά κανείς δεν έβλεπε τα σφάλματα των δικών του, μονάχα των άλλων.

Στιγμές όπως εκείνη που τα άσχημα συναισθήματα κουλουριαζόντουσαν σαν δηλητηριώδη φίδια στο στομάχι του έφερνε στο μυαλό του τη μια φωτεινή εξαίρεση που είχαν συναντήσει.

Ήταν στο πρώτο χωριό που είχαν επισκεφτεί, το πιο κοντινό στο δάσος. Εκεί που είχε πάει η Σελίν το βράδυ πριν ο πατέρας του ανακοίνωσε τον αρραβώνα τους στη Σύναξη. Το χωριό ήταν άδειο αλλά ο Ρόραν δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ένας απών όχλος ήταν καλύτερος από ένα θυμωμένο όχλο.

Η μυρωδιά του φόβου κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα, σαν αίμα και στάχτες. Είχε δει την καταστροφή του χωριού μέσα από τις αναμνήσεις της Σελίν, κτίρια που παραδίνονταν στις φλόγες όσο οι άνθρωποι έτρεχαν ουρλιάζοντας για να γλιτώσουν από τα τέρατα της Μπαστιάνας. Τα μαυρισμένα σπίτια με τις μισογκρεμισμένες σκεπές παρέμεναν σαν ουλές στην πόλη και ταυτόχρονα σαν μια υπενθύμιση του τι θα μπορούσε να ξανασυμβεί. Οι άνθρωποι είχαν γίνει μάρτυρες μιας φρικτής τραγωδίας. Προφανώς, στα μάτια τους οι μάγοι της Σύναξης ήταν το μικρότερο κακό γι΄ αυτό και κανείς δεν τους περίμενε στην άκρη του χωριού με αναμμένους πυρσούς και δρεπάνια.

Όμως οι άνθρωποι είχαν την τάση να ξεχνάνε και να αλλάζουν γνώμη γρήγορα. Ο Ρόραν ήθελε να κάνουν τα ξόρκια, κρατώντας έτσι το δικό τους μέρος της συμφωνίας, και να προχωρήσουν στο επόμενο χωριό χωρίς χρονοτριβές.

Ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν με κάρβουνο ρούνους προστασίας πάνω στους φράκτες και στα δέντρα γύρω από το χωριό. Αν κάποιος πλησίαζε έχοντας κακή πρόθεση θα προκαλούσαν σύγχυση στο μυαλό του και θα αποδυνάμωναν το σώμα του για να τον εμποδίσουν να εκπληρώσει τον σκοπό του. Θα έβλεπε οράματα με την καταστροφή του και μια ανεξήγητη αίσθηση κινδύνου θα τον οδηγούσε μακριά από το συγκεκριμένο μέρος. Κανονικά οι ρούνοι έπρεπε να χαραχθούν στο ξύλο της πόρτας και στα παράθυρα των σπιτιών αλλά οι άνθρωποι ήταν κάθετα αρνητικοί στην ιδέα να πλησιάσουν οι μάγοι τα σπίτια τους. Φοβόντουσαν πως μπορεί τα ξόρκια τους να τους έφερναν κακοτυχία και θάνατο. Οι ρούνοι από κάρβουνο που μπορούσαν να πλυθούν στην άκρη του χωριού ήταν πιο εύκολο να γίνουν αποδεκτοί.

«Μη μπεις στον κόπο» του είχε πει η Νάγια όταν ετοιμάστηκε να διαφωνήσει. «Δεν θα ακούσουν»

Είχε δίκιο. Έπνιξε τις διαμαρτυρίες του και έπιασε τη δουλειά. Αφού οι άνθρωποι δεν νοιαζόντουσαν που η αποτελεσματικότητα των ξορκιών θα μειωνόταν δεν θα νοιαζόταν ούτε κι εκείνος.

Δούλευαν για ώρες κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των Κυνηγών όταν ένας άντρας εμφανίστηκε μέσα από το χωριό και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Στην αγκαλιά του κρατούσε ένα παιδάκι, όχι μεγαλύτερο από ενός έτους, που κοιμόταν με το μελαχρινό του κεφαλάκι ακουμπισμένο στον ώμο του. Ο άντρας από την άλλη πρέπει να είχε την ηλικία του πατέρα του, κοντά στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του όπως μαρτυρούσαν τα γκρίζα μαλλιά του που κάποτε πρέπει να ήταν μαύρα και οι βαθιές ρυτίδες που είχε χαράξει ο χρόνος στο μέτωπο του και γύρω από τα μάτια του. Γκρίζα γένια κάλυπταν τα ρουφηγμένα μάγουλα του και οι ώμοι του ήταν κυρτοί από τις έγνοιες. Αλλά παρόλο που το πρόσωπο του ήταν κουρασμένο τα γαλάζια μάτια του ήταν καθαρά. Καρφώθηκαν πίσω από τους Κυνηγούς και έψαξαν τις μάγισσες.

Δυο Κυνηγοί μπήκαν μπροστά του και του έκλεισαν τον δρόμο πριν προλάβει να πλησιάσει περισσότερο. Ο Ρόραν άφησε τον ρούνο που σχεδίαζε στον φράκτη μισοτελειωμένο και ίσιωσε την πλάτη του για να δει τι συνέβαινε.

«Δεν μπορείς να περάσεις» είπε στον άντρα ο Μάντοκ, ένας ψηλός, μυώδης Κυνηγός με χέρια σαν κορμούς δέντρων και αγριωπή όψη. Η πυκνή μαύρη γενειάδα του και η απότομη βαριά φωνή του τον έκαναν να δείχνει ακόμα πιο εχθρικός.

«Πρέπει να μιλήσω με τις μάγισσες» επέμεινε ο άντρας.

Ο Ρόραν πλησίασε, παρατηρώντας τη σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά τους με περιέργεια. Αν η παρουσία του Μάντοκ δεν αρκούσε για να εκφοβίσει τον άντρα και να το στείλει τρέχοντας πίσω απ 'όπου ήρθε τότε ο λόγος που τον είχε οδηγήσει εκεί θα πρέπει να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.

«Απαγορεύεται, κύριε» είπε ο δεύτερος Κυνηγός, ένας λιγνός ξανθός άντρας που έδειχνε μικροσκοπικός σε σύγκριση με τον θηριώδη σύντροφο του. Ο Ρόραν δεν θυμόταν το όνομα του.

«Απαγορεύεται από ποιον;» ζήτησε να μάθει η Νάγια προσβεβλημένη. «Δεν κουβαλάμε ασθένειες ούτε είμαστε φυλακισμένοι»

«Γύρνα στη δουλειά σου, μάγισσα» είπε απότομα ο Μάντοκ.

«Μίλα της με περισσότερο σεβασμό» είπε ο Ρόραν και στάθηκε δίπλα της. «Και μη ξεχνάς πως είμαστε εδώ για να σας βοηθήσουμε να προστατεύσετε τους ανθρώπους σας. Εσείς μας το ζητήσατε. Μας χρειάζεστε»

Ένα χαμηλό, απειλητικό μουγκρητό ακούστηκε από τον λαιμό του Κυνηγού. Το αγριεμένο μαύρο βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα του Ρόραν σαν να ήθελε να του δείξει ποιος είχε τη δύναμη εκεί. Για εκείνον οι μάγισσες ήταν απλά μια ενόχληση που ήταν υποχρεωμένος να ανεχθεί προσωρινά.

Ο Ρόραν κράτησε ανυποχώρητος το βλέμμα του. Δεν θα υποτασσόταν. Η Σύναξη ήθελε αυτή τη συμμαχία αλλά οι άνθρωποι την είχαν ανάγκη περισσότερο. Αν ήθελαν να την κρατήσουν θα μάθαιναν να τους φέρονται σαν να είναι ίσοι, όσο δύσκολο κι αν τους ήταν.

«Σταμάτα, Μάντοκ» είπε ο Κυνηγός που ο Ρόραν δεν θυμόταν το όνομα του. «Ο Έιντεν είπε να μείνουμε μακριά από φασαρίες»

Ο άλλος Κυνηγός μουρμούρισε θυμωμένα κάτι που οι μάγοι δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία στο μυαλό του Ρόραν ότι δεν ήταν κολακευτικό για εκείνους.

Πήγε προς το μέρος τους και κοίταξε τους δυο Κυνηγούς περιμένοντας να κάνουν στην άκρη για να περάσει. Θα ήταν ψέμα αν έλεγε πως δεν πήρε μια μικρή ικανοποίηση όταν κουνήθηκαν για να του ανοίξουν τον δρόμο.

«Τι είναι αυτό που ζητάς;» ρώτησε τον άντρα με το μωρό.

Ο άντρας τον παρατήρησε προσεκτικά, εκτιμώντας την κατάσταση. «Είσαι ο αρχηγός τους;»

«Είμαι. Αλλά ποιος είσαι εσύ;» Τι μπορεί να ήθελε ένας άνθρωπος από τις μάγισσες, σε σημείο να είναι πρόθυμος να εναντιωθεί στους Κυνηγούς;

«Ρίτσαρντ Στόρμπορν» συστήθηκε βιαστικά. «Οι γιοι μου μπήκαν στο δάσος πριν από λίγες εβδομάδες. Τους έχετε δει; Είναι ζωντανοί;» Οι λέξεις εκτοξευόντουσαν τόσο γρήγορα από το στόμα του που ο Ρόραν ήταν εντυπωσιασμένος που δεν μπέρδεψε τα λόγια του.

Θα έπρεπε να το είχε καταλάβει. «Συναντήσαμε τον Έρικ» του απάντησε. «Δεν γνωρίζουμε για τους άλλους»

«Ο Έρικ είναι ζωντανός;» τον ρώτησε, με τα μάτια του να καθρεφτίζουν την αγωνία που ακουγόταν στην φωνή του. «Είναι καλά;»

«Ήταν καλά την τελευταία φορά που τον είδα».

Φαίη