Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 25 - μέρος 3ο)

Δεν του είπε ότι δεν ήξερε τι είχε συμβεί αφότου είχε φύγει από την Σύναξη με την Σελίν ή ότι δεν είχαν νέα τους από εκείνη τη μέρα. Ούτε ανέφερε τους κινδύνους που καραδοκούσαν στο μέρος που πήγαιναν. Αρνούνταν να σκεφτεί την πιθανότητα να έχει συμβεί κάτι κακό στον νεαρό Κυνηγό επειδή κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως έπαθε κακό και η Σελίν.

Ο άντρας συλλογίστηκε την απάντηση που του έδωσε, τα λόγια που είχε πει αλλά και όσα είχαν μείνει ανείπωτα.

«Αυτά είναι καλά νέα» είπε, περισσότερο στον εαυτό του για να τον πείσει παρά στον συνομιλητή του. Το να είσαι γονιός και να μην γνωρίζεις την τύχη των παιδιών σου ήταν απαίσιο πράγμα. Κοίταξε το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά του και στράφηκε ξανά προς τον ξανθό μάγο. «Ο ήλιος είναι καυτός και το ταξίδι σας πρέπει να ήταν μακρύ. Ελάτε στο σπίτι μου να ξαποστάσετε για λίγο»

«Οι μάγισσες απαγορεύεται να πλησιάσουν τα σπίτια» επενέβη ο Μάντοκ. Με κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του σκαρφάλωνε όλο και ψηλότερα στη λίστα με τους λιγότερο-αγαπημένους-Κυνηγούς του Ρόραν.

«Με ποιο δικαίωμα μου υπαγορεύεις ποιον θα βάλω μέσα στο σπίτι μου;» απαίτησε να μάθει.

«Γύρνα στη δουλειά σου, γέρο. Σκέψου το εγγόνι σου και μη γυρεύεις μπελάδες»

Ο Ρίτσαρντ μπορεί να ήταν μισός σε μέγεθος από τον Μάντοκ αλλά στεκόταν μπροστά του αγέρωχος, ένας άντρας που δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει για χάρη κανενός. «Δεν είσαι από το χωριό μου. Δεν έχεις δικαιοδοσία εδώ. Αλλά ακόμα κι αν είχες το σπίτι μου είναι δικό μου και θα καλέσω μέσα όποιον θέλω. Κατάλαβες;»

Ο Κυνηγός άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει αλλά ο Ρόραν τον πρόλαβε.

«Σε ευχαριστούμε για την προσφορά σου, καλέ κύριε. Θα μας έκανε καλό ένα διάλειμμα, έτσι δεν είναι Νάγια;»

Η κοκκινομάλλα ένευσε καταφατικά και κοίταξε τον Μάντοκ με βλέμμα νικήτριας. Αναρωτήθηκε αν τραβούσε υπερβολικά το σκοινί αλλά οι Κυνηγοί έπρεπε να καταλάβουν ότι οι μάγισσες δεν ήταν ζώα που μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν για να επωφεληθούν και να τα κρατούν περιορισμένα. Θα εγκατέλειπε τη θέση του στη Σύναξη προτού τους επιτρέψει να έχουν αυτή την εντύπωση.

Εξάλλου, κάτι του έλεγε πως είχαν πολλά να πουν με τον Ρίτσαρντ Στόρμπορν.

Έδωσε οδηγίες στους υπόλοιπους να συνεχίσουν με τα ξόρκια προστασίας και ακολούθησε τον πατέρα του Έρικ μαζί με την Νάγια. Προς μεγάλη του δυσαρέσκεια, αντιλήφθηκε πως ο Μάντοκ και ο άλλος Κυνηγός βάδιζαν πίσω τους.

Τα δέντρα είχαν κοπεί για να κάνουν χώρο για τα πέτρινα σπίτια. Στα μάτια του Ρόραν, που είχε περάσει τη ζωή του κάτω από τον ίσκιο τους, το χωριό των ανθρώπων έδειχνε γυμνό και επίπεδο. Τον έκανε να νιώθει περίεργα. Το χώμα είχε σκληρύνει από τα αμέτρητα βήματα που το είχαν πατήσει. Χορτάρι δεν φύτρωνε παρά μόνο κάποιο αδέσποτο κομμάτι πράσινο εδώ κι εκεί. Σωματίδια στάχτης χόρευαν στον αέρα. Το βλέμμα του έπεσε σε σκούρους λεκέδες πάνω στους τοίχους των σπιτιών, στο έδαφος, γύρω από τη βρύση του χωριού. Αίμα. Ένιωσε λύπη για τους κατοίκους που είχαν κρυφτεί μέσα στα σπίτια τους. Ακόμα κι εκείνοι που επέζησαν θα έμεναν για πάντα στιγματισμένοι από τον τρόμο εκείνης της νύχτας. Τώρα καταλάβαινε καλύτερα πως οι Κυνηγοί είχαν καταφέρει να παραμερίσουν, έστω και προσωρινά, το μίσος αιώνων και να πάρουν την δύσκολη απόφαση να ζητήσουν την βοήθεια τους.

Ο οικοδεσπότης τους έβγαλε ένα σιδερένιο κλειδί μέσα από το γιλέκο του και ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού. «Παρακαλώ» είπε στους δυο νεαρούς μάγους και τους έκανε νόημα να περάσουν μέσα. Έριξε ένα αυστηρό βλέμμα στους δυο Κυνηγούς. «Εσείς θα μείνετε εδώ. Δεν είστε προσκεκλημένοι» Μπήκε στο σπίτι και τους έκλεισε την πόρτα στο πρόσωπο.

Η σαστισμένη έκφραση στα πρόσωπα τους θα έμενε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του Ρόραν. Προσπάθησε να πνίξει το γέλιο του.

«Συμπαθώ αυτόν τον άνθρωπο» ψιθύρισε η Νάγια.

Το εσωτερικό του πέτρινου σπιτιού ήταν ευχάριστα δροσερό μετά την πολύωρη έκθεση στον ήλιο.

«Ακολουθήστε με» τους είπε ο Ρίτσαρντ και τους οδήγησε στην κουζίνα.

Η σιδερένια σόμπα ήταν σβηστή και οι κατσαρόλες κρεμόντουσαν τακτικά από γάντζους στον τοίχο περιμένοντας να χρησιμοποιηθούν. Πολυκαιρισμένα ξύλινα ντουλάπια και ένας πάγκος για την προετοιμασία του φαγητού καταλάμβαναν την δεξιά πλευρά του δωματίου. Πάνω στο πάγκο ακουμπούσε μια σκάφη για το πλύσιμο των πιάτων. Στο κέντρο του δωματίου δέσποζε ένα μακρόστενο τραπέζι με έξι καρέκλες. Το παράθυρο στον αριστερό τοίχο είχε μείνει ανοιχτό για να αερίζεται ο χώρος. Οι ξεθωριασμένες κίτρινες κουρτίνες του κυμάτιζαν απαλά και ματσάκια με αρωματικά βότανα ξεραίνονταν στο περβάζι, δίπλα σε δυο δερμάτινα βραχιόλια με τα ονόματα Τζέιμς και Γουίλ κεντημένα πάνω τους.

«Παρακαλώ, καθίστε» τους είπε. Άφησε προσεχτικά το κοιμισμένο μωρό μέσα σε ένα καλάθι στολισμένο με πολύχρωμες κορδέλες που ήταν πάνω στο τραπέζι.

Ο Ρόραν τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. Το ξύλο του τραπεζιού ήταν γεμάτο μικρά χτυπήματα και σημάδια που έλεγαν την ιστορία μιας οικογένειας που είχε περάσει αμέτρητες νύχτες τρώγοντας μαζί σε αυτή τη κουζίνα. Έπιασε τον εαυτό του να παρατηρεί τις μικρές λεπτομέρειες όπως τα κεντητά λουλούδια στις κουρτίνες, το μικρό σπάσιμο στο χείλος του βάζου με τις μαραμένες μαργαρίτες που στόλιζε το τραπέζι. Ήταν περίεργος να δει το σπίτι όπου είχε μεγαλώσει ο άνθρωπος που είχε φέρει τόση αναστάτωση στις ζωές τους.

Η Νάγια στάθηκε πάνω από το καλάθι του μωρού. «Τι γλυκό παιδί. Τα Πνεύματα να σε ευλογούν» είπε και στη συνέχεια στράφηκε προς το μέρος του οικοδεσπότη τους. «Δεν πιστεύω να είναι του Έρικ»

«Όχι, όχι» της απάντησε. «Είναι η κόρη του μεγαλύτερου γιου μου, του Τόμας»

Ο άλλος Κυνηγός που είχε χαθεί στο δάσος, θυμήθηκε ο Ρόραν φέρνοντας τα λόγια του Έιντεν στο μυαλό του, πιθανότατα για να αναζητήσει τον αδελφό του.

«Ευτυχώς» αποκρίθηκε η Νάγια και διάλεξε την καρέκλα στα δεξιά του Ρόραν για να καθίσει. «Μπορώ να έχω λίγο νερό;»

«Φυσικά» Ο Ρόραν τον παρακολούθησε να σπεύδει να πάρει ένα ποτήρι και να το γεμίζει με καθαρό νερό από μια πήλινη κανάτα. Οι κινήσεις του ήταν βιαστικές και νευρικές. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρώς καθώς έδινε το ποτήρι στη νεαρή μάγισσα.

«Ευχαριστώ»

«Θα φέρετε προβλήματα στο σπιτικό σας, κύριε» είπε ο Ρόραν. «Οι συγχωριανοί σας δεν θα δουν με καλό μάτι το ότι δεχθήκατε δυο μάγους»

Ο Ρίτσαρντ έκανε μια κίνηση με το χέρι του σαν να έδιωχνε κάτι που δεν ήταν σημαντικό και κάθισε απέναντι τους. «Εδώ και βδομάδες ψιθυρίζουν ότι μια μάγισσα μάγεψε το μυαλό του γιου μου και τον μετέτρεψε σε υποτακτικό της. Κάποιοι τον αποκαλούν προδότη. Ο άλλος μου γιος λιποτάκτησε για να πάει να τον βρει. Συμπάθα με αλλά δεν βλέπω πως το όνομα της οικογένειας μου μπορεί να αμαυρωθεί περισσότερο. Και για να είμαι ειλικρινής δεν δίνω δεκάρα για την γνώμη των συγχωριανών μου. Έχω σοβαρότερα προβλήματα» Τα γαλάζια μάτια του εστίασαν πάνω του γεμάτα ελπίδα αλλά και φόβο. «Είπατε πως είδατε τον Έρικ. Βρήκε το χωριό σας ή...»

Ή τον βρήκατε στο δάσος και τον συλλάβατε, θα μπορούσαν να είναι τα επόμενα λόγια του που έμειναν να κρέμονται ανάμεσα τους.

Ο Ρόραν αποφάσισε να βγάλει τον δύστυχο άντρα από το μαρτύριο του. «Η Σελίν του έδειξε τον δρόμο για την Σύναξη. Ο γιος σου έφερε την αδελφή μου πίσω στο σπίτι»

«Την αδελφή σου;» επανέλαβε, με την φωνή του να τρέμει στο τέλος. «Ο Έρικ δεν θα έβαζε ποτέ μια κοπέλα στη φυλακή αν είχε χρόνο για να σκεφτεί τι έκανε» βιάστηκε να υπερασπιστεί τον γιο του. «Είναι ένας καλός νεαρός, το ορκίζομαι»

«Το πιστεύω αυτό» του απάντησε ήρεμα για να του δείξει πως δεν σκόπευε να ζητήσει εκδίκηση . «Η Σελίν δεν θα ήταν ερωτευμένη μαζί του αν δεν ήταν»

Ήταν περίεργο να λέει αυτά τα λόγια χωρίς να νιώθει τίποτα, ούτε πόνο ούτε ζήλια.

Ο Ρίτσαρντ συλλογίστηκε προσεχτικά όσα άκουσε. «Τι απέγινε ο γιος μου;»

«Έμεινε μαζί μας για λίγο. Εκείνος και η Σελίν αποφάσισαν να ταξιδέψουν στο δάσος με την ελπίδα να βρουν πληροφορίες που θα μας βοηθήσουν να δώσουμε ένα τέλος σε αυτόν τον πόλεμο» Ανησυχούσε που η Σελίν δεν είχε στείλει μήνυμα όλον αυτόν τον καιρό. Η αγωνία του μεγάλωνε με κάθε μέρα που περνούσε.

Ακόμα κι αν έστειλε μήνυμα δεν θα μπορέσεις να το λάβεις αφού δεν είσαι στη Σύναξη, επισήμανε η λογική πλευρά του. Θα ήταν αναγκασμένος να περιμένει ώσπου κάποιος να του φέρει τα νέα.

«Όσο για τους άλλους δεν τους έχουμε δει» επανέλαβε.

Ο Ρίτσαρντ έμεινε σιωπηλός, προσπαθώντας να αφομοιώσει όλες τις νέες πληροφορίες.

«Πως επιβιώσατε από την επίθεση;» τον ρώτησε η Νάγια, με την προσοχή της στραμμένη στο μωρό που κοιμόταν.

«Οι δυο μικρότεροι γιοι εμφανίστηκαν από το πουθενά. Είπαν πως η κοπέλα που ελευθέρωσε ο Έρικ τους έκανε αόρατους και έτσι γλίτωσαν από τα δόντια των λύκων»

Α ναι, το ξόρκι που σε έκανε αόρατο, θυμήθηκε ο Ρόραν και ένα μικρό χαμόγελο άγγιξε τις άκρες των χειλιών του. Ήταν ένα από τα αγαπημένα της Σελίν όταν ήταν παιδιά. Το χρησιμοποιούσε συχνά για να ξεγλιστρήσει από το σπίτι και να κάνει φάρσες που συχνά την έβαζαν σε μπελάδες με τον πατέρα του αλλά πάντα το διασκέδαζε. Μια τσιμπιά νοσταλγίας τον διαπέρασε.

«Κλειδωθήκαμε στο κελάρι. Ο Τομ ήταν μαζί με τους άλλους Κυνηγούς την ώρα της επίθεσης αλλά δεν τραυματίστηκε, δόξα τον Θεό. Όταν όλα τελείωσαν και μας είπαν πως ήταν και πάλι ασφαλές να βγούμε έξω μου είπαν πως ο Έρικ το είχε σκάσει και κανένας δεν γνώριζε τι απέγινε. Προσευχόμουν κάθε μέρα να είναι καλά»

«Φαίνεται πως το αίμα μάγισσας στις φλέβες του τον βοήθησε να επιβιώσει στο δάσος» είπε η Νάγια και ήπιε μια γουλιά από το νερό της.

Τα γαλάζια μάτια του Ρίτσαρντ άνοιξαν διάπλατα. «Γνωρίζεται;» τους ρώτησε με ένα μίγμα έκπληξης και παγωμένου τρόμου.

Ο Ρόραν ένευσε. «Ξέρουμε πως η μητέρα του ήταν μάγισσα» επιβεβαίωσε. «Και ο Έρικ το γνωρίζει επίσης»

Ο ηλικιωμένος άντρας ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι και έκρυψε ντροπιασμένος το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του. «Ποτέ δεν θέλησα να πω ψέματα στα αγόρια μου. Η Βίβιαν επέμενε πως ήταν καλύτερο να ζήσουν μια ζωή μέσα στην άγνοια παρά μια ζωή μέσα στον φόβο και σεβάστηκα την επιθυμία της» Η φωνή του ήταν γεμάτη ενοχή. «Δεν θα με συγχωρέσουν που τους κράτησα την αλήθεια κρυφή»

«Αγαπάς τους γιους σου;» τον ρώτησε ο Ρόραν.

«Τι είδους ερώτηση είναι αυτή; Είναι τα παιδιά μου. Φυσικά και τους αγαπώ»

«Εκείνοι το ξέρουν αυτό;»

«Έτσι θέλω να πιστεύω»

«Τότε θα βρουν τη δύναμη να σε συγχωρέσουν για το ψέμα σου. Το παιδί πάντα θέλει να συγχωρέσει τον γονιό του»

Όσο θυμό κι αν κουβαλούσε μέσα του για τον πατέρα του του έλειπε. Δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει αυτό που είχε κάνει –αυτή την προδοσία απέναντι στην οικογένεια τους- αλλά ήθελε την στήριξη και την καθοδήγηση του. Ήθελε να τον ακούσει να του λέει πως το μονοπάτι στο οποίο οδηγούσε την Σύναξη ήταν το σωστό. Ότι ήταν περήφανος για εκείνον.

Η φωνή του Έιντεν που ερχόταν προς το μέρος του τον έβγαλε από τις σκέψεις του. «Που τρέχει ο λογισμός σου, μάγε; Σίγουρα όχι στην εξάσκηση αφού δεν έχεις πιάσει σπαθί ή κοντάρι εδώ και μέρες»

«Κάποιος πρέπει να διατηρεί την τάξη» του απάντησε.

«Θα κάνεις ένα διάλειμμα από την διατήρηση της τάξης. Το ίδιο κι εγώ. Δεν μπορούμε να βρισκόμαστε συνεχώς πάνω από τα κεφάλια τους λες και είναι παιδιά που χρειάζονται ντάντεμα. Πρέπει να μάθουν να παίζουν ήρεμα. Σήμερα θα εξασκηθούμε μαζί»

Είχε δίκιο, σκέφτηκε. Έπρεπε να δείξει στους δικούς του- αλλά και στους ανθρώπους- ότι τους εμπιστευόταν.

«Έλα» του είπε ο Έιντεν. «Ας σου βρούμε ένα σπαθί»

Περπάτησαν μαζί προς τις σκηνές, το σημείο που σηματοδοτούσε που ξεκινούσε η ουδέτερη ζώνη και ταυτόχρονα το εμπόδιο που είχε σκοπό να σταματήσει μάγισσες και ό,τι άλλο ζούσε μέσα στο δάσος από το να προχωρήσει προς τα χωριά τους.

«Καλή σου μέρα, Ντόμινικ» χαιρέτησε ο Έιντεν τον σγουρομάλλη Κυνηγό που καθόταν σε ένα σκαμνί έξω από την σκηνή που φύλασσαν τα όπλα.

Ο άντρας ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με ένα νεύμα του κεφαλιού του. Σταμάτησε να ακονίζει το σπαθί που κρατούσε και το άφησε πάνω στα γόνατα του. «Πως μπορώ να φανώ χρήσιμος;»

«Χρειαζόμαστε ένα σπαθί»

Ο Ντόμινικ κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω τον Ρόραν σαν να τον αξιολογούσε. «Τα ξύλινα σπαθιά είναι κοντά στους κύκλους» Υπήρχε κάτι ξεκάθαρα υποτιμητικό στον τόνο του. Ο Ρόραν δαγκώθηκε για να μη του απαντήσει.

«Το γνωρίζουμε αυτό, Ντόμινικ» αποκρίθηκε ο Έιντεν. «Είμαστε εδώ γιατί ψάχνουμε για ένα κανονικό σπαθί. Προφανώς. Πήγαινε να φέρεις μερικά»

Ο άντρας πήρε το σπαθί από τα γόνατα του και σηκώθηκε. Χάθηκε μέσα στη σκηνή και επέστρεψε κρατώντας τρία σπαθιά διαφορετικού μήκους και βάρους. Όλα είχαν απλές λαβές δίχως περιττά διακοσμητικά στοιχεία και καλοφροντισμένες λεπίδες.

«Δοκίμασε τα» τον πρότρεψε ο Έιντεν. «Δες πιο ταιριάζει καλύτερα στο χέρι σου»

Το πρώτο σπαθί ήταν υπερβολικά μακρύ και γλιστρούσε από το χέρι του. Το δεύτερο πολύ βαρύ. Είχε ένα προαίσθημα ότι θα κούραζε γρήγορα τον καρπό του οπότε απορρίφθηκε όπως και το προηγούμενο. Το τρίτο ισορροπούσε καλύτερα. Ήταν αρκετά βαρύ για να νιώθει σιγουριά ότι θα κατάφερνε να κάνει ζημιά στον αντίπαλο με ένα σωστό χτύπημα, αλλά όχι τόσο βαρύ που να ανησυχεί πως θα του φύγει από το χέρι.

«Αυτό» ανακοίνωσε.

«Εξαιρετικά» είπε ο Έιντεν και έδωσε τα άλλα δυο σπαθιά πίσω στον Ντόμινικ. «Ας πάμε κάπου που θα έχουμε ησυχία»

Βλέμματα ακολουθούσαν τους δυο ξανθούς άντρες καθώς διέσχιζαν τις σκηνές για να βγουν στην πίσω πλευρά. Εκεί δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος και θα μπορούσαν να εξασκηθούν ανενόχλητοι.

Ο Έιντεν τράβηξε το σπαθί του από το θηκάρι του και άρχισε να κάνει απαλές, αρμονικές κινήσεις με τον καρπό του λες και χάιδευε τον αέρα με την λεπίδα. «Νιώσε το βάρος του σπαθιού» τον ενθάρρυνε. «Κούνα το στο χέρι σου μέχρι να εξοικειωθείς μαζί του. Δεν είναι ένα ξένο σώμα αλλά μια προέκταση του εαυτού σου. Στη μάχη δεν είναι απλά ένα όπλο αλλά το μέσο που θα σε κρατήσει στη ζωή και θα προστατεύσει εκείνους για τους οποίους νοιάζεσαι»

Τα πρόσωπα της Σελίν, της Νάγιας, και της υπόλοιπης Σύναξης πέρασαν μπροστά από τα μάτια του. Θα έκανε τα πάντα για να τους προστατεύσει, είτε με μαγεία, είτε με σπαθί.

Άρχισε να μιμείται τις κινήσεις του Έιντεν, αν και με ξεκάθαρα λιγότερη χάρη. Στην αρχή η αίσθηση του σπαθιού ήταν αφύσικη στο χέρι του αλλά σιγά-σιγά άρχισε να τη συνηθίζει.

«Άνοιξε λίγο περισσότερο τα πόδια σου» του είπε ο Έιντεν. «Έτσι. Πρόσεχε την ισορροπία σου. Το τελευταίο που θέλεις είναι να πας να χτυπήσεις τον εχθρό και να βρεθείς πεσμένος στο έδαφος. Μην αφήνεις τον εαυτό σου ανοιχτό. Πολλοί κάνουν το λάθος να προστατεύουν μόνο τη μια πλευρά -συνήθως την πλευρά του καλού χεριού- και αφήνουν την άλλη εκτεθειμένη. Πάντα να παρατηρείς τον αντίπαλο σου για αυτές τις λεπτομέρειες»

«Να τον παρατηρώ ενώ ταυτόχρονα προσπαθώ να αποφύγω να με πετσοκόψει;»

«Ναι»

«Δεν ακούγεται καθόλου περίπλοκο» είπε σαρκαστικά.

«Οι μάχες σπάνια είναι απλές» αποκρίθηκε ο ξανθός Κυνηγός. «Η τεχνική είναι σαφώς σημαντική αλλά οι μικρές λεπτομέρειες μπορούν να κάνουν την διαφορά. Ψάξε για αδυναμίες. Κάποιος μπορεί να αποφεύγει να ρίξει το βάρος στο ένα πόδι ή να δυσκολεύετε να σηκώσει ψηλά το χέρι, που υποδεικνύει τραυματισμό στο γόνατο ή στον ώμο. Εκμεταλλεύσου την αδυναμία του άλλου. Και ποτέ μη τους αφήσεις να καταλάβουν τις προθέσεις σου. Να είσαι απρόβλεπτος»

Ο Ρόραν τινάχτηκε, έγειρε το σώμα του μπροστά και διέγραψε ένα ημικύκλιο με το δανεικό σπαθί. Ο Έιντεν πήδηξε στον αέρα μονάχα μια στιγμή προτού η μύτη προλάβει να αγγίξει τις μπότες του. Την ίδια κιόλας στιγμή που πάτησε ξανά στο έδαφος τινάχτηκε προς τα πίσω για να αποφύγει τη λεπίδα που πέρασε ξυστά από το στομάχι του.

Πήρε μια ανάσα και σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τον μάγο. «Δεν είχα τελειώσει!» διαμαρτυρήθηκε.

«Μου είπες να είμαι απρόβλεπτος» απάντησε ο Ρόραν, κοιτάζοντας ικανοποιημένος την ενοχλημένη έκφραση στο πρόσωπο του Κυνηγού. «Δεν το περίμενες αυτό, έτσι δεν είναι;»

Μια λάμψη πέρασε από τα γαλάζια μάτια του Έιντεν, σχεδόν σαν να διασκέδαζε. «Παίζεις βρόμικα, μάγε»

«Ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι είμαι ιππότης για να παίξω έντιμα»

«Ωραία» Σήκωσε το σπαθί του και πήρε θέση. «Χτύπα ξανά. Μη μου αφήνεις χρόνο να ανασυγκροτηθώ»

Οι δυο άντρες άρχισαν ένα χορό από επιθέσεις και αποκρούσεις. Ο Έιντεν του φώναζε οδηγίες ενώ ταυτόχρονα δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα. Ήξερε πως ο Κυνηγός ήταν μαλακός μαζί του αλλά και πάλι ένιωθε την περηφάνια να φουσκώνει μέσα στο στήθος του κάθε φορά που του κατάφερνε ένα χτύπημα. Το τραγούδι του ατσαλιού που συγκρουόταν με ατσάλι έπνιγε τους ήχους που ερχόντουσαν από την κατασκήνωση και το λιβάδι.

Ο Έιντεν χτύπησε τον καρπό του Ρόραν με την επίπεδη πλευρά της λεπίδας κλονίζοντας την λαβή του και στέλνοντας το όπλο του στο γρασίδι. Ο Ρόραν έπιασε τον καρπό του και έβρισε. Η αναπνοή του ήταν βαριά από την άσκηση και από τον ήλιο που είχε δυναμώσει. Στάλες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπο και στην πλάτη του μουσκεύοντας το πουκάμισο του.

«Ποτέ δεν φαντάστηκα ένας Κυνηγός θα με χτυπούσε με σπαθί και θα τον άφηνα να ζήσει» είπε, παλεύοντας να ξαναβρεί την ανάσα του. Ίσιωσε την πλάτη του και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του με την ανάστροφη της παλάμης του. Ευχόταν να μπορούσε να πάει στο ποτάμι για μια βουτιά αλλά αυτό το όνειρο ήταν καταδικασμένο να παραμείνει όνειρο.

«Και εγώ ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι θα εκπαίδευα έναν μάγο» Θηκάρωσε το σπαθί του. «Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις και θαύματα»

«Αν ήμασταν στο δάσος θα είχε βάλει τα δέντρα να σε στραγγαλίσουν»

«Δόξα τον Θεό που δεν είμαστε» απάντησε με προσποιητή ανακούφιση.

«Υπάρχουν κι άλλα ξόρκια»

«Αν με σκοτώσεις θα είσαι υποχρεωμένος να διαλύεις μόνος σου τους καβγάδες. Το χτύπημα της ήττας στη περηφάνια σου είναι τόσο μεγάλο που είσαι πρόθυμος να το υποστείς αυτό;»

Και μόνο η σκέψη του προκαλούσε πονοκέφαλο.

«Σε αυτή τη περίπτωση, το γεγονός ότι μπορώ να συνεννοηθώ μαζί σου έστω και σε βασικό επίπεδο σε έσωσε»

«Το ίδιο ισχύει και για 'σένα, μάγε»

Αν η Σελίν ήταν εκεί και τους άκουγε θα γελούσε. Ή θα καταλάβαινε. Ο Ρόραν συνειδητοποιούσε ότι μερικές φορές ήταν εύκολο να ξεχάσεις ότι ένα άτομο ήταν Κυνηγός. Στοιχημάτιζε την θέση του ότι αυτό είχε συμβεί και σε εκείνη με τον Έρικ.

«Είμαι περίεργος» είπε στον Έιντεν. «Πως ένας Κυνηγός αποφασίζει να πείσει τους υπόλοιπους Κυνηγούς να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους με τις μάγισσες και να ζητήσουν την βοήθεια τους;» Καταλάβαινε την αναγκαιότητα μιας τέτοιας απόφασης, ιδιαίτερα μετά από όσα είχε δει στα χωριά που επισκέφτηκαν, αλλά το πρώτο βήμα πρέπει να ήταν δύσκολο. Ήταν λες και ένας λύκος αποφάσιζε να πάει ενάντια στη φύση του και να γίνει φίλος με το ελάφι.

Ο Έιντεν χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε το σπαθί του σαν να συλλογιζόταν αν ήθελε να απαντήσει.

«Ο πατέρας μου ήταν μέθυσος» είπε τελικά. «Ήταν μέρα- νύχτα στην ταβέρνα χαλώντας τα λεφτά του στο κρασί αντί να φροντίζει να έχει η οικογένεια του φαγητό στο τραπέζι. Χτυπούσε την μητέρα μου. Η αδελφή μου παντρεύτηκε έναν άντρα με τα τριπλά της χρόνια για να φύγει και να γλιτώσει. Ένα βράδυ, καθώς γύριζε μεθυσμένος στο σπίτι έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι και πνίγηκε»

«Λυπάμαι»

«Εγώ καθόλου. Μας έκανε χάρη» Δεν υπήρχε ίχνος μεταμέλειας στο πρόσωπο του για αυτό που είχε ξεστομίσει. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα του Ρόραν. «Δεν έγινα Κυνηγός για να σκοτώνω μάγισσες. Όσο μένετε στο δάσος σας και δεν μας προκαλείτε προβλήματα δεν έχω λόγο να ενδιαφέρομαι για εσάς. Ο λόγος που έγινα Κυνηγός είναι για να προστατεύω αυτούς που δεν μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους, όπως η μητέρα μου. Και αν ο τρόπος για να το πετύχω είναι μια συμμαχία μαζί σας θα το κάνω δίχως δεύτερη σκέψη»

Ο Ρόραν το καταλάβαινε αυτό και το σεβόταν. Και εκείνος δεν είχε ενεργήσει με έναν παρόμοιο τρόπο όταν αποφάσισε να απαντήσει τις εκκλήσεις που είχαν αφήσει οι άνθρωποι δεμένες στα δέντρα;

«Ας πάμε να βρούμε κάτι να πιούμε» είπε ανάλαφρα ο Έιντεν λες και η προηγούμενη συζήτηση δεν είχε γίνει.

Ένα κέρας ήχησε. Ερχόταν από μακριά, από το δάσος.

Ένα δεύτερο κέρας ακούστηκε μέσα από την κατασκήνωση.

Οι δυο άντρες αντάλλαξαν ένα βλέμμα και άρχισαν να τρέχουν.

Κάποιος είχε σημάνει τον συναγερμό.

Κυνηγοί έβγαιναν από τις σκηνές αρπάζοντας όπλα και μάγοι εγκατέλειψαν τους κύκλους και τους στόχους για να τρέξουν προς το κέντρο του λιβαδιού. Ο Ρόραν άκουσε τους ανθρώπους να μουρμουρίζουν προσευχές στον Θεό τους καθώς τραβούσαν τα ξίφη τους ζητώντας του να τους χαρίσει δύναμη και ακρίβεια στα χτυπήματα τους. Τα μάτια του εστίασαν πέρα από την επίπεδη πράσινη γη, πάνω στο δάσος που δέσποζε στην απόσταση. Ένα τρομαγμένο σμήνος πουλιών ξεπρόβαλε μέσα από τις δεντροκορφές και πέταξε μακριά.

«Τοξότες!» φώναξε ο Έιντεν και οι Κυνηγοί που χειριζόντουσαν τα τόξα σχημάτισαν ένα τοίχος μπροστά τους. Με σταθερές, ακριβείς κινήσεις τράβηξαν τα βέλη από τις φαρέτρες τους και τα τοποθέτησαν στα τόξα. Σημάδεψαν μπροστά έτοιμοι να τα εξαπολύσουν.

Οι μάγισσες έφτιαξαν μια δεύτερη γραμμή πίσω από τους Κυνηγούς. Γονάτισαν πάνω στο απαλό χορτάρι και ακούμπησαν τα χέρια τους πάνω στη γη. Μικρές δονήσεις διαπερνούσαν τα δάχτυλα του Ρόραν που σύντομα μετατράπηκαν σε ισχυρούς κραδασμούς.

«Κρατήστε τις θέσεις σας!»



Φαίη