Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 27)

Οι λευκόχρυσες ακτίνες του ήλιου χτυπούσαν τα ήρεμα νερά της λίμνης κάνοντας την επιφάνεια να λαμπιρίζει λες και ήταν σπαρμένη με διαμαντόσκονη. Η Σελίν έκλεισε τα μάτια της και άφησε την ευχάριστη ζεστασιά τους να φιλήσει το πρόσωπο της.

«Είσαι σαν μια πολύ ευχαριστημένη γάτα» την πείραξε ο Έρικ.

Έβγαλε ένα σιγανό γουργουρητό από το βάθος του λαιμού της. Ήταν τόσο γελοίο που και οι δυο ξέσπασαν σε γέλια.

Ήταν ξαπλωμένοι πάνω στο χλωρό χορτάρι και η Σελίν είχε βολέψει το κεφάλι της πάνω στο στήθος του λες και ήταν μαξιλάρι. Ένα μαξιλάρι που ανεβοκατέβαινε ρυθμικά και δονούταν όταν γελούσε. Χάζευε τα λευκά, αφράτα σαν βαμβάκι σύννεφα που κινιόντουσαν τεμπέλικα στον ουρανό και αναρωτιόταν που θα είχαν πάνω στα δάχτυλα της αν μπορούσε να τα αγγίξει.

«Αυτό εκεί μοιάζει με κύκνο» είπε, δείχνοντας ένα μεγάλο που πλησίαζε την φωτεινή σφαίρα του ήλιου.

Ο Έρικ μισόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε προσεχτικά. «Όχι. Είναι ξεκάθαρα ένα ποτιστήρι»

«Άνθρωποι» μονολόγησε η μάγισσα. «Καμία φαντασία»

Τα κελαρυστά γέλια της Αριάνας και της Νάγιας ακουγόντουσαν από την άλλη μεριά της λίμνης. Είχαν δέσει τις φούστες των φορεμάτων τους σε μεγάλους κόμπους γύρω από τις γάμπες τους και είχαν μπει μέσα στο νερό μέχρι τους αστραγάλους. Η κάθε μια τους είχε πιάσει από ένα χέρι ενός απρόθυμου Ρόραν και τον τραβούσαν μέσα. Ο καημένος δεν είχε ελπίδα να ξεφύγει. Όμως παρά τις διαμαρτυρίες του τα μάτια του έλαμπαν παιχνιδιάρικα. Τα γέλια τους δυνάμωσαν καθώς τσαλαβουτούσαν στην όχθη, τινάζοντας νερά προς όλες τις κατευθύνσεις.

«Γουίλ!Τζέιμς!» φώναξε ο Τομ στα μικρότερα αδέλφια του που χοροπηδούσαν σαν αγριοκάτσικα πάνω στα καλυμμένα με βρύα και λειχήνες βράχια. «Κατεβείτε αμέσως από εκεί!»

Όπως ήταν αναμενόμενο, τα δίδυμα τον αγνόησαν και συνέχισαν το κυνηγητό τους. Ο Τομ κούνησε απελπισμένα το κεφάλι του. Η προσοχή του επέστρεψε στην κόρη του που μπουσουλούσε ανάμεσα στα χόρτα. «Οι θείοι σου θα με στείλουν στον τάφο πριν από την ώρα μου»

Το μωρό κοίταξε συνεπαρμένο μια στρουμπουλή μέλισσα και άπλωσε τα αφράτα χεράκια της για να την πιάσει. Ο πατέρας της πρόλαβε και την τράβηξε στην αγκαλιά του, αποτρέποντας την τραγωδία που θα ακολουθούσε αν η μικρή Άλις είχε μάθει με επώδυνο τρόπο ότι έπρεπε να αφήνει να μικροσκοπικά κίτρινα πλάσματα στην ησυχία τους.

Παραδίπλα, ο Ρίτσαρντ Στόρμπορν άνοιξε ένα καλάθι και έβγαλε από μέσα στρογγυλά ψωμάκια, κομμάτια τυρί και κόκκινα μήλα. Μια γυναίκα καθόταν δίπλα του. Ο ήλιος πιανόταν στα καστανόξανθα μαλλιά της κάνοντας τα να λάμπουν σαν φωτοστέφανο και ένα γνώριμο σημειωματάριο ήταν ανοιγμένο στη ποδιά της. Ο Ρίτσαρντ διέκοψε για μια στιγμή τη προετοιμασία του κολατσιού τους και άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο της που πίστευε πως κανένας δεν είδε. Το γλυκό πρόσωπο της γυναίκας φωτίστηκε.

Και ο Άιζακ ήταν εκεί. Κάπως αποκομμένος από τους υπόλοιπους –επειδή ήταν ο Άιζακ και του ταίριαζε περισσότερο να επιτηρεί παρά να αναμιγνύεται με τους άλλους- αλλά το πρόσωπο του είχε μια ηρεμία που η Σελίν είχε χρόνια να δει. Οι σκιές είχαν φύγει από τα μάτια του και τα χαρακτηριστικά του είχαν απαλύνει. Δίπλα του στεκόταν ένας ψηλός άντρας με χρυσά ξανθά μαλλιά. Οι λεπτομέρειες του προσώπου του άλλαζαν και θόλωναν όταν εστίαζε το βλέμμα της πάνω τους αλλά ήξερε, ένιωθε, ότι ήταν ο πατέρας της.

«Θέλεις να κολυμπήσουμε;» την ρώτησε ο Έρικ, παίζοντας με μια τούφα από τα μαλλιά της.

«Αργότερα» αποκρίθηκε τεμπέλικα. Είχαν όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά τους. Προς το παρών το μόνο που ήθελε ήταν να απολαύσει την όμορφη μέρα. Τα πάντα σε αυτό το μέρος την γαλήνευαν. Καιρό είχε να νιώσει τόσο χαλαρή, το μυαλό της ήρεμο και ξέγνοιαστο. Τα δάχτυλα του Έρικ χάιδεψαν τον λαιμό της και την έκαναν να ανατριχιάσει. Έβγαλε άλλο ένα μικρό γουργουρητό. Ίσως όντως να μεταμορφωνόταν σε γάτα.

«Λατρεύω αυτό το μέρος. Μπορούμε να ξανάρθουμε;»

«Μπορούμε να ερχόμαστε κάθε μέρα αν το θες»

«Θα μου άρεσε αυτό» του απάντησε και έκλεισε τα μάτια της.


Ο ήχος της καμπάνας έκανε το όνειρο να ραγίσει και να σπάσει σε κομμάτια που χάθηκαν στο βάθος του μυαλού της αφήνοντας πίσω μια πικρή αίσθηση, σαν να είχε χάσει κάτι πολύτιμο και αγαπημένο. Τα βλέφαρα της άνοιξαν και το βλέμμα της εστίασε πάνω στο μισοκοιμισμένο πρόσωπο του Έρικ. Είχαν μετακινηθεί μέσα στη νύχτα και η Σελίν είχε βρεθεί απλωμένη πάνω στο στήθος του, με τα άκρα τους να έχουν μπλεχτεί σε ένα κουβάρι. Το πρόσωπο του συσπάστηκε καθώς τον τραβούσαν βίαια από την αγκαλιά του ύπνου. Άνοιξε αργά τα καστανά μάτια του και την κοίταξε μπερδεμένος.

Η καμπάνα ήχησε ξανά διεκδικώντας τη προσοχή τους.

Ο ύπνος χάθηκε σαν ομίχλη που διαλύεται από το μυαλό τους, τα όνειρα που τον συνόδευαν έγιναν στάχτες που σκορπίστηκαν στον άνεμο. Η Σελίν τινάχτηκε από το κρεβάτι. Έτρεξε στο μπαούλο με τα ρούχα της και άρπαξε το πρώτο φόρεμα που βρήκε. Δεν είχε ξαναντυθεί τόσο γρήγορα στη ζωή της, οι κινήσεις της φρενιασμένες, τα χέρια της λειτουργούσαν από μόνα τους δίχως το μυαλό της να επεξεργάζεται τις κινήσεις ενώ το τραγούδι του συναγερμού καλούσε τις μάγισσες να τρέξουν. Ο νους της έτρεξε έξω από το σπίτι, στους δρόμους του χωριού και σε ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε κάνει τους σκοπούς να χτυπήσουν τις καμπάνες. Έχωσε τα πόδια της μέσα στις μπότες της και έκανε κόμπους τα κορδόνια χωρίς να μπει στη διαδικασία να τα δέσει σωστά. Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε τον Έρικ που άρπαζε τη θήκη με το σπαθί του. Είχε ρίξει το γιλέκο του πάνω από το πουκάμισο του και όπως και εκείνη δεν είχε μπει στον κόπο να το δέσει.

Ποδοβολητά ακούστηκαν στον διάδρομο έξω από το δωμάτιο της. Απ’ ότι φαίνεται ο Ρόραν και η Νάγια είχαν ετοιμαστεί πιο γρήγορα από εκείνους.

Κοίταξε αγχωμένη την ελαφριά ενδυμασία του Έρικ.

«Μην ανησυχείς για ‘μένα» της είπε γρήγορα, μαντεύοντας τις σκέψεις που είχε προδώσει το βλέμμα της. «Ξέρω να φυλάγομαι. Εξάλλου, μια πανοπλία θα έκανε τις κινήσεις μου αργές» πρόσθεσε, λες και η έλλειψη προστασίας δεν ήταν μεγάλο ζήτημα.

Έβαλε τα χέρια της στον λαιμό του και τον τράβηξε πάνω της. Τα χείλη τους συγκρούστηκαν, όχι τα τρυφερά, αργά φιλιά που είχαν ανταλλάξει το προηγούμενο βράδυ αλλά κάτι βαθύ, άγριο και γεμάτο απόγνωση.

«Πρόσεχε» του ζήτησε ξέπνοα, με τα χείλη της να απέχουν μια ανάσα από τα δικά του. «Υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις»

Ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό της. «Το υπόσχομαι»

Ήταν μάταιο να ευχηθεί να είχαν περισσότερο χρόνο για να προετοιμαστούν καλύτερα. Είχε πιστέψει πως η Μπαστιάνα θα περίμενε μέχρι να γλείψει τις πληγές της και να ανασυνταχθεί, αλλά όχι. Χρόνια ολόκληρα ονειρευόταν τις χώρες πέρα από τα βουνά, περίμενε και σχεδίαζε. Και τώρα η υπομονή της είχε εξαντληθεί. Το αν εκείνοι ήταν έτοιμοι ή όχι δεν είχε απολύτως καμία σημασία.

Συνειδητοποίησε καθυστερημένα πως είχε φορέσει το λευκό φόρεμα που της είχε δωρίσει η Αλίρα. Εκείνο που είχε φορέσει τη πρώτη φορά που συνάντησε τον Έρικ στον λόφο και που ο Ρόραν νόμιζε πως θα γινόταν το νυφικό της.

Είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή από τότε.

Έτρεξαν στον κάτω όροφο. Η πόρτα του σπιτιού έχασκε ορθάνοιχτη αφού ο Ρόραν και η Νάγια δεν την είχαν κλείσει μέσα στη βιασύνη τους. «Μια στιγμή» είπε στον Έρικ και έτρεξε στην κουζίνα. Επέστρεψε κρατώντας ένα μακρύ μαχαίρι σφιχτά μέσα στο χέρι της. Τον κοίταξε και ένευσε. «Έτοιμη»

Βγήκαν μαζί έξω. Η μέρα είχε μόλις χαράξει και η ανατολή έβαφε τον ουρανό με ροζ, κόκκινα, και πορτοκαλί χρώματα. Οι μάγισσες είχαν ξεχυθεί στους δρόμους του χωριού, άλλοι ντυμένοι και άλλοι με παλτά πρόχειρα ριγμένα πάνω από τα νυχτικά τους. Αντάλλασσαν μικρές και γρήγορες φράσεις με επείγοντα τόνο, κανένας δεν σπαταλούσε χρόνο σε μεγάλες κουβέντες, προσπαθώντας να καταλάβουν τι συνέβαινε για να οργανωθούν. Ένας σήκωσε ψηλά το χέρι του που έτρεμε, και έπειτα άλλος ένας, και άλλος ένας.

Η Σελίν κοίταξε προς την κατεύθυνση που έδειχναν και το πρόσωπο της χλόμιασε.

Μαύρα σχήματα πετούσαν από πάνω τους στον ματωμένο ουρανό, σαν όρνεα που ετοιμαζόντουσαν να επιτεθούν στο πληγωμένο ζώο. Ήταν πολύ μεγάλα για να είναι πουλιά. Ο Έρικ δίπλα της έβρισε δυνατά.

Ποτέ άλλοτε στην ιστορία οι δράκοι δεν είχαν απομακρυνθεί τόσο από τις φωλιές τους.

«Φαίνεται πως η Μπαστιάνα είναι αποφασισμένη για όλα» είπε βαρύθυμα η κοπέλα.

Ένα αντικείμενο έπεσε από τον ουρανό και έσκασε στο έδαφος μερικά μέτρα μπροστά τους με έναν υγρό γδούπο. Εκ πρώτης όψεως ήταν ένα γκρίζο κουβάρι. Αλλά όταν κοίταξε καλύτερα χολή ανέβηκε στον λαιμό της.

Δεν ήταν κουβάρι ή μπάλα, αλλά ένα κομμένο κεφάλι. Το δέρμα ήταν γκρίζο και γεμάτο αυλακιές σαν την επιφάνεια μιας σταφίδας, το στόμα διαστρεβλωμένο σε μια ατελείωτη σιωπηλή κραυγή. Ήξερε σε ποιον ανήκε. Πριν από όχι και τόσο καιρό ένα στέμμα στόλιζε τα άλλοτε μαύρα-μπλε μαλλιά του. Τώρα το κρανίο του είχε ανοίξει σαν σπασμένο αυγό και τα μυαλά του χυνόντουσαν στο χώμα.

«Μα τα Πνεύματα» μουρμούρισε πνιχτά. Αν η μητέρα της είχε κλέψει τις δυνάμεις των ξωτικών… Αρρωστημένος, πρωτόγονος φόβος έκανε το στομάχι της να συσπάται. Κάλυψε το στόμα της με το χέρι της λες και αυτό θα την εμπόδιζε να βγάλει ό,τι είχε φάει το προηγούμενο βράδυ.

«Πρέπει να βρω τους αδελφούς μου» είπε ο Έρικ κοιτάζοντας το αποτρόπαιο θέαμα, προσπαθώντας να συγκρατήσει την φρίκη του.

Διέταξε τον εαυτό της να μείνει ψύχραιμη και ένευσε καταφατικά. «Και τον Ρόραν» Έπρεπε να οργανώσουν πως θα αντεπιτεθούν. Αλλά ένα βήμα τη φορά. Ο πρώτος τους στόχος ήταν να φτάσουν στο σπίτι της Αλθίας και στους υπόλοιπους Στόρμπορν.

«Ακολούθησε με» του είπε και ξεκίνησαν να τρέχουν, με εκείνη να τον οδηγεί στους δρόμους του χωριού την ώρα που το χάος ξεδιπλωνόταν γύρω τους.

Λυκόμορφα πλάσματα είχαν πλημυρίσει τους δρόμους της Σύναξης και χιμούσαν σε μάγους που όμως για κακή τους τύχη είχαν μάθει να αμύνονται. Και όχι μόνο με μαγεία. Ορισμένοι κρατούσαν στα χέρια τους ανθρώπινα σπαθιά και τόξα που είχαν πάρει από τους Κυνηγούς. Περισσότερα από ένα κείτονταν νεκρά στο έδαφος.

Αλλά οι λύκοι δεν ήταν το μεγαλύτερο τους πρόβλημα. Οι δράκοι πετούσαν χαμηλότερα τώρα. Φιγούρες ίππευαν στις ράχες τους, οι εξόριστοι όπως τους αποκαλούσαν στη Σύναξη ή οι μάγοι που αναζητούσαν έναν νέο, ελεύθερο τρόπο ζωής όπως υποστήριζε η Μπαστιάνα. Τα όμορφα, τρομαχτικά κτήνη βούτηξαν προς το έδαφος και άρπαξαν όποιο μάγο ή μάγισσα βρέθηκε στο δρόμο τους μέσα στα νύχια τους.

Ένας καφέ δράκος άρπαξε τον Πίττερ και τον σήκωσε στον αέρα. Η Ρεάννα που ήταν μάρτυρας στη σκηνή έπεσε γρήγορα στα γόνατα και άγγιξε τη γη. Η Σελίν είδε τα χείλη της να κινούνται γρήγορα, χωρίς σταματημό για ανάσα, και οι μαγικές λέξεις ξεχυνόντουσαν από μέσα τους.

Χλωρές ρίζες ξεπήδησαν από το έδαφος και τυλίχτηκαν γύρω από τον δράκο πριν προλάβει να πάρει ύψος. Το πλάσμα τινάχτηκε και άρχισε να χτυπάει μανιασμένα τα φτερά του για να ελευθερωθεί από τα δεσμά, ρίχνοντας κάτω τον Πίττερ. Ο άντρας έπιασε τα πλευρά του βογγώντας, με μια πονεμένη έκφραση να ζαρώνει το πρόσωπο του. Η Ρεάννα έτρεξε κοντά του και τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του. Στηρίχθηκε πάνω της, με το ένα χέρι του γύρω από τους ώμους της, και έτρεξαν μακριά για να αναζητήσουν ασφάλεια.

Δυστυχώς οι εξόριστοι ήταν καλύτεροι στο να αποφεύγουν τα ξόρκια τους απ’ ότι οι λύκοι και η τέχνη του πολέμου ήταν ακόμα άγνωστη στα μέλη της Σύναξης. Οι δράκοι άρχισαν να τους αρπάζουν με ευκολία λες και ήταν παιχνίδι, και τους έπαιρναν μακριά. Οι κραυγές τους αντηχούσαν στο ορίζοντα καθώς χανόντουσαν στα βαθύτερα σημεία του δάσους, εκεί όπου μια πεινασμένη βασίλισσα τους περίμενε στο κάστρο της. Οι μάγισσες σκορπίστηκαν και έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στα πιο πυκνοκτισμένα σημεία του χωριού, εκεί όπου η πρόσβαση ήταν πιο δύσκολη για τα ιπτάμενα θηρία.

Με την άκρη του ματιού της η Σελίν έπιασε μια μαυροντυμένη φιγούρα να γλιστράει ανάμεσα στα σπίτια του Ντέρεκ και της Σιρίν, αλλά όταν γύρισε το κεφάλι της για να κοιτάξει καλύτερα είχε χαθεί.

Ο Έρικ σχεδόν έπεσε πάνω στη πόρτα της θεραπεύτριας και άρχισε να βροντοχτυπά το γερασμένο ξύλο. «Αλθία! Άνοιξε!» Η έκφραση του ήταν ψύχραιμη, αλλά δεν κατάφερε να μασκαρέψει όλη την αγωνία του που φαινόταν στα γρήγορα, δυνατά χτυπήματα της γροθιάς του.

Η κλειδαριά άνοιξε με ένα κλικ και τα δίδυμα πετάχτηκαν έξω, με τον Τομ να ακολουθεί.

«Δόξα τον Θεό, είστε καλά» είπε ο Έρικ και αγκάλιασε σφιχτά τα μικρότερα αδέλφια του. Η ανακούφιση στην φωνή του ήταν σαν να είχε αφήσει μια ανάσα που κρατούσε.

«Μπείτε γρήγορα μέσα και κλείστε την πόρτα!» τους φώναξε η Αλθία και έβαλε τα ζαρωμένα χέρια της στους ώμους των αγοριών.

Ένας θυμωμένος βρυχηθμός τράβηξε την προσοχή τους. Γύρισαν τα κεφάλια τους και αντίκρισαν έναν δράκο να έχει στριμώξει την Αλίρα. Ένα ιριδίζον ημιδιάφανο πλέγμα την περιτύλιγε. Ο δράκος γύμνωσε απειλητικά τα δόντια του αλλά δεν πλησίασε περισσότερο. Χαμήλωσε την κοιλιά του στο έδαφος και ο αναβάτης του γλίστρησε από τη πλάτη του. Ο μάγος, ένας ψηλός άντρας με λευκόχρυσα μαλλιά, προχώρησε προς το μέρος της εγκλωβισμένης μάγισσας για να σπάσει το όποιο ξόρκι είχε επικαλεστεί για να την προστατεύσει.

Ο Έρικ τράβηξε ένα μαχαίρι από την μπότα του και το εκσφενδόνισε με μια σίγουρη κίνηση του καρπού του. Η λάμα καρφώθηκε στη πλάτη του μάγου και ο άντρας κατέρρευσε αιμόφυρτος στο έδαφος. Ο δράκος, ασυγκίνητος για την πτώση του αναβάτη του αλλά και για την Αλίρα, άνοιξε τα φτερά του και απογειώθηκε.

«Οι δράκοι δεν θέλουν να μας πολεμήσουν» παρατήρησε η Σελίν.

«Θα ξαφνιαστείς αλλά αυτό δεν με παρηγορεί ιδιαίτερα» αποκρίθηκε ο Τομ με το βλέμμα του καρφωμένο στον ουρανό και το σπαθί του έτοιμο στο χέρι του. «Τι στη…»

Η φράση του έμεινε ημιτελής. Πύρινες μπάλες έπεσαν σαν πεφταστέρια από τον ουρανό. Γλώσσες φωτιάς ξεπήδησαν στα σημεία που προσγειώθηκαν, γλείφοντας δέντρα και στέγες σπιτιών. Η όξινη μυρωδιά του καπνού έκαψε τα ρουθούνια τους. Τα μέλη της Σύναξης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα τις κρυψώνες τους και να αναζητήσουν καταφύγιο σε πιο ανοιχτά μέρη. Οι εξόριστοι τους ξετρύπωναν λες και ήταν ποντίκια αφήνοντας τους εύκολη λεία για τους δράκους.

Οργή έκανε το αίμα στα μηνίγγια της Σελίν να σφυροκοπά. Κατέστρεφαν το σπίτι της και σκότωναν την οικογένεια της για τις φιλοδοξίες μιας γυναίκας. Ένας παγωμένος αέρας χτύπησε τα μάγουλα της, τόσο διαφορετικός από την φωτιά που έκαιγε κάτω από το δέρμα της.

Ο άνεμος δυνάμωσε, τόσο που τα κλαδιά των δέντρων και οι φλόγες άρχισαν να χορεύουν στον ξέφρενο ρυθμό του. Τα μαλλιά της πέταξαν προς όλες τις κατευθύνσεις μαστιγώνοντας το πρόσωπο της. Βαριά μολυβένια σύννεφα έτρεχαν προς το μέρος τους σκεπάζοντας τον ουρανό σαν παχιά κουβέρτα μετατρέποντας τη μέρα σε νύχτα και το καλοκαίρι σε χειμώνα. Τα πρόσωπο της έτσουζε από το κρύο που περνούσε μέσα από τα ρούχα της και δάγκωνε το δέρμα της, αλλά η νεαρή μάγισσα δεν μπορούσε να δώσει σημασία ή να νοιαστεί.

Το μόνο που υπήρχε μέσα στο μυαλό της ήταν ο θυμός, η συντριπτική επιθυμία να εξαφανιστούν όλοι τους από το χωριό της. Το δέρμα της κόντευε να εκραγεί από τη δύναμη του μίσους που ένιωσε εκείνη τη στιγμή για τη γυναίκα που την έφερε στον κόσμο και τον πόνο της ραγισμένης καρδιάς της.

Λεπτοί κρύσταλλοι από πάγο σχηματίστηκαν στα φτερά των δράκων σαν ιστοί. Όσοι πετούσαν πιο ψηλά, εκεί που ο παγετός ήταν πιο έντονος, γκρεμίστηκαν από τον ουρανό. Τα σύννεφα άστραψαν και εξαπέλυσαν δέσμες λευκού και μοβ φωτός, χτυπώντας ανελέητα δράκους και εξόριστους. Νέες εστίες φωτιάς άναψαν εκεί όπου έπεσαν οι αστραπές αλλά τι ήταν λίγη ακόμα καταστροφή;

Τα αυτιά της βούιζαν. Ήθελε να σταματήσουν όλοι και όλα. Θα έδινε τα πάντα για μια στιγμή ησυχίας. Περισσότεροι κεραυνοί έπεσαν φωτίζοντας την σκοτεινή ανατολή και τραντάζοντας τη γη κάτω από τα πόδια τους. Μια ξαφνική ζαλάδα την χτύπησε και παραλίγο να χάσει την ισορροπία της παρόλο που δεν είχε μετακινηθεί. Το στομάχι της γύριζε σαν τρελό σαν να προσπαθούσε να δραπετεύσει από το σώμα της.

Ζεστά χέρια ακούμπησαν τους ώμους της. «Σταμάτα, παιδί μου» της είπε η Αλθία.

Η μεταλλική γεύση του αίματος γέμισε το στόμα της. «Δεν μπορώ»

Κάτι είχε σπάσει μέσα της. Ένα φράγμα που συγκρατούσε όλα όσα κόχλαζαν μέσα της τόσο καιρό. Πως μπορούσε να εμποδίσει αυτόν τον ορμητικό χείμαρρο; Η μαγεία τριζοβολούσε βαριά στην ατμόσφαιρα.

«Σελίν» είπε απαλά ο Έρικ και πήρε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια του. «Μπορείς να το ελέγξεις

Μια σταγόνα αίμα κύλησε από τη μύτη της. Έκλεισε τα μάτια της. «Δεν μπορώ» επανέλαβε πνιχτά. Δεν ήξερε πως. Ήταν τόσο θυμωμένη, τόσο πληγωμένη. Πονούσε. Δεν ήξερε πόσο ακόμα μπορούσε να αντέξει αυτόν τον εφιάλτη και είχε κουραστεί να παλεύει.

«Μπορείς» της είπε με σιγουριά στη φωνή του. «Είσαι αρκετά δυνατή για να τα καταφέρεις»

Κούνησε δυστυχισμένα το κεφάλι της. «Δεν είμαι δυνατή. Είμαι μια δειλή» Ήθελε να τελειώσουν όλα.

«Σου έχω πει ποτέ ψέματα;»

Άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε να κοιτάζει μέσα στα καστανά δικά του που της ανταπέδιδαν το βλέμμα, σταθερά και έντονα. Για μια στιγμή ο χρόνος σταμάτησε, η φασαρία της μάχης σώπασε και ο κόσμος γύρω τους ξεθώριασε, μίκρυνε, αφήνοντας μέσα του μονάχα αυτούς τους δύο.

«Όχι»

«Τότε πίστεψε με όταν σου λέω ότι είσαι το πιο θαρραλέο άτομο που ξέρω. Και είσαι δυνατή. Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα, αρκεί να το θελήσεις»

Έκρυψε το πρόσωπο της στο στήθος του και έκλεισε ξανά τα μάτια της. Πάρε βαθιές ανάσες και ηρέμησε, είπε στον εαυτό της, ενώ τα λόγια του επαναλαμβανόντουσαν στο μυαλό της. Έλεγξε τον εαυτό σου. Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει. Τίποτα δεν είχε τελειώσει μέχρι να εξασφαλίσει ότι ο Έρικ και η οικογένεια της ήταν ασφαλείς.

Οι κεραυνοί σταμάτησαν να πέφτουν και αντικαταστάθηκαν από ψιλή βροχή. Το νερό τσιτσίριζε με έναν παραπονεμένο ήχο καθώς συναντιόταν με τη φωτιά. Οι δροσερές σταγόνες είχαν μια καθαρτική αίσθηση πάνω στο φλογισμένο δέρμα της. Η ροή της ενέργειας στέρεψε και σταμάτησε να ρέει από μέσα της αφήνοντας μια βαριά κούραση στα άκρα της.

«Πρέπει να βρούμε τον Ρόραν» είπε ξανά, με πιο επείγοντα τόνο αυτή τη φορά. Ήταν επιτακτική ανάγκη να βρουν τον αδελφό της και τους Πρεσβύτερους. Όσο έμεναν διασκορπισμένοι και ανοργάνωτοι η Μπαστιάνα είχε το πλεονέκτημα.

Ο Τομ στράφηκε προς την Αλθία. «Πάρε τα αγόρια και κρυφτείτε. Κλειδώστε την πόρτα και μην ανοίξετε σε κανένα»

«Θα έρθουμε μαζί σας» διαμαρτυρήθηκε ο Γουίλ.

«Μπορούμε να βοηθήσουμε» υποστήριξε ο Τζέιμς, με τα γαλάζια μάτια του να πηγαίνουν από τον Τομ στον Έρικ. «Ίσως να μη ξέρουμε πώς να χειριζόμαστε σπαθί όπως εσείς αλλά σίγουρα υπάρχει κάτι που να μπορούμε να κάνουμε. Δεν είμαστε δειλοί για να κρυφτούμε»

Ο Τομ ακούμπησε από ένα χέρι στον ώμο κάθε δίδυμου και το πρόσωπο του μαλάκωσε. «Δεν είσαστε δειλοί. Πρέπει να μείνετε εδώ για να προστατεύσετε την Αλθία. Οι θεραπευτές είναι πολύτιμοι και δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε την ασφάλεια της σε κανέναν άλλο, καταλάβατε;»

Τα αγόρια έμειναν αμίλητα, οι εκφράσεις τους ασυνήθιστα σοβαρές.

«Είστε η δεύτερη γραμμή άμυνας μας» συνέχισε ο Τομ. «Ακόμα κι αν μάγοι, άνθρωποι και Κυνηγοί αποτύχουν ξέρω πως εσείς είστε ικανοί να στείλετε αυτούς τους αναθεματισμένους πίσω από ‘κει που ήρθαν»

«Μπορούμε να το κάνουμε αυτό» επιβεβαίωσαν τα αγόρια με ένα σοβαρό, κοφτό νεύμα του κεφαλιού.

«Ωραία. Αυτή είναι η πρώτη και τελευταία φορά που σας δίνω την άδεια να σπείρετε χάος. Αλλά προς το παρών θέλω να προσέχετε την Αλθία»

«Εντάξει» είπε ο Τζέιμς, με μια μικρή νότα δισταγμού να χρωματίζει την φωνή του. «Αλλά υποσχέσου ότι θα γυρίσετε σύντομα»

«Σου δίνω τον λόγο μου» είπε ο Τομ και ανακάτεψε στοργικά τα μαύρα μαλλιά του αδελφού του, μια κίνηση που σε οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες θα είχε προκαλέσει την δυσαρέσκεια του αγοριού, όχι όμως τώρα. «Θα είμαστε ξανά μαζί πριν το καταλάβετε. Και θα πάμε στον πατέρα, και θα του πείτε πόσο γενναίοι ήσασταν»

Τα τέσσερα αδέλφια αγκαλιάστηκαν. Έμειναν έτσι για μια παρατεταμένη στιγμή, διστάζοντας να αποχωριστούν το ένα το άλλο, αλλά δεν είχαν επιλογή. Τα δίδυμα ήταν τα πρώτα που απομακρύνθηκαν για να ακολουθήσουν την Αλθία μέσα στο σπίτι.

«Είθε τα Πνεύματα να σας φυλάνε» τους είπε η θεραπεύτρια και η μορφή της χάθηκε πίσω από την πόρτα που έκλεινε. Το βαρύ κλικ της κλειδαριάς έσπασε το ξόρκι της μικρής ανάπαυλας που είχαν χαρίσει στους εαυτούς τους.

«Ξέρεις που μπορεί να βρίσκεται ο Ρόραν;» την ρώτησε ο Έρικ.

«Μπορώ να τον βρω» αποκρίθηκε.

Η μαγεία ήταν έντονη στην ατμόσφαιρα. Συγκεντρώθηκε και αναζήτησε το οικείο αποτύπωμα της μαγείας του Ρόραν. Το γνώριζε από τότε που ήταν παιδιά και το ξεχώρισε γρήγορα ανάμεσα στις τόσες άλλες ενέργειες που μπλέκονταν και στροβιλιζόντουσαν μεταξύ τους σε έναν χαοτικό χορό.

«Ακολουθήστε με»

Η βροχή είχε δυναμώσει. Μούσκευε το ύφασμα της φούστας της κάνοντας τη να μπλέκεται άβολα ανάμεσα στα πόδια της και πιανόταν στις βλεφαρίδες της. Παρόλα αυτά άνοιξε το βήμα της και ακολούθησε το νήμα της ενέργειας του Ρόραν. Την οδήγησε στο ανατολικό κομμάτι του χωριού, όπως το είχε φανταστεί. Εκεί βρισκόντουσαν τα περισσότερα σπίτια. Ο Ρόραν θα ήταν εκεί που τον είχαν μεγαλύτερη ανάγκη.

Τα δέντρα ταλαντεύτηκαν άγρια και τα πράσινα φύλλα τους ξεκόλλησαν από τα κλαδιά. Υψώθηκαν στον ουρανό, μια μάζα που άλλαζε συνεχώς σχήμα. Η μαγεία των Πρεσβύτερων παλλόταν γύρω τους. Σαν σμήνος από μανιασμένα πουλιά επιτέθηκαν σε έναν δράκο με φολίδες στο βαθύ χρυσό χρώμα του μελιού. Χτυπούσαν το κεφάλι του και μπλεκόντουσαν στα φτερά του μετατρέποντας το πέταγμα και τη διατήρηση της ισορροπίας του σε άθλο. Η αναβάτρια του, μια εξόριστη με μακριά πύρινα μαλλιά γλίστρησε από την πλάτη του. Πρόλαβε να αφήσει μια τρομοκρατημένη κραυγή προτού το σώμα της τσακιστεί πάνω στη σκληρή γη. Ο δράκος προσγειώθηκε άτσαλα και τίναξε απελπισμένα τον λαιμό του, τα φτερά και την ουρά του για να διώξει τα μαγεμένα φύλλα. Το ρύγχος του είχε γεμίσει με λεπτά, ρηχά κοψίματα. Η μορφή του συρρικνώθηκε, άλλαξε με την ελπίδα ότι τα φύλλα θα έχαναν το ενδιαφέρων τους αν έμοιαζε περισσότερο με άνθρωπο παρά με θηρίο. Το μακρύ ρύγχος, τα νύχια, και τα λέπια χάθηκαν, αφήνοντας πίσω έναν ψηλό άντρα με μαλλιά σαν λιωμένο χρυσάφι.

Παρά τη βροχή και τις προσπάθειες της Σύναξης να θέσουν υπό έλεγχο τις φωτιές πολλά σπίτια παρέμεναν παραδομένα στις φλόγες. Ο βροντερός ήχος δοκαριών που έπεφταν και του ξύλου που σκάει από την θερμότητα τους ανάγκασε να σταματήσουν απότομα. Η σκεπή του σπιτιού της Ρεάννας γκρεμίστηκε, παίρνοντας μαζί της ένα μεγάλο κομμάτι του πέτρινου τοίχου. Η πόρτα έλειπε, ξυλλωμένη από τους μεντεσέδες της και παραπεταμένη κάπου ή στάχτη σκορπισμένη στους ανέμους. Ένα μαύρο σχήμα ξεχώρισε μέσα από τη τρύπα που κάποτε ήταν η είσοδος, μια μαύρη φιγούρα που ολοένα και πλησίαζε. Οι πορτοκαλί γλώσσες της φωτιάς δεν την άγγιζαν. Τραβιόντουσαν μακριά λες και προσπαθούσαν να ξεφύγουν.

Ο Έρικ και ο Τομ σήκωσαν τα όπλα τους.

Ένας άντρας ξεπρόβαλε μέσα από τη πύρινη λαίλαπα. Το μακρύ, γενειοφόρο πρόσωπο του ήταν σκληρό, τα χαρακτηριστικά του αγριεμένα και τραχιά. Τα χλωμά γαλάζια μάτια του ήταν στενεμένα. Της θύμιζε ένα επικίνδυνο φίδι γεμάτο δηλητήριο. Το γεμάτο κακία βλέμμα του τους εντόπισε και καρφώθηκε πάνω της, σαν τη γάτα που κοιτάζει το ποντίκι.

Αγνόησε τους δυο νεαρούς στο πλευρό της. Δεν διαισθανόταν μαγεία στο αίμα τους, του ήταν άχρηστοι. Κινήθηκε προς το μέρος τους με γοργά, σίγουρα βήματα, επικεντρωμένος στο θήραμα του.

Σήκωσε το χέρι του και αργές, μακρόσυρτες λέξεις σαν το σύρσημο ενός φιδιού ξεχύθηκαν από τα χείλη του.

Ένας εκτυφλωτικός πόνος, λες και κάποιος κάρφωσε πυρακτωμένες βελόνες μέσα στα αυτιά της την δίπλωσε στα δύο και έκανε φωτεινά στίγματα να χορέψουν μπροστά στα μάτια της. Η Σελίν ούρλιαξε και κάλυψε τα αυτιά της. Η δική της μαγεία τυλίχτηκε γύρω της σαν ζωντανή ασπίδα προσπαθώντας να αποκρούσει την επίθεση.

«Βγες από το κεφάλι μου!» φώναξε.

Ο εξόριστος παραπάτησε προς τα πίσω σαν να τον έσπρωξαν. Ο Έρικ είχε ήδη κινηθεί προς το μέρος του. Το σπαθί του αγοριού που είχε υποτιμήσει καρφώθηκε στο στομάχι του, διαπερνώντας μύες και όργανα, και βγήκε από την άλλη μεριά.

«Είσαι άνθρωπος» είπε σοκαρισμένος, με έναν τόνο θυμηδίας στη φωνή του, σαν να υπήρχε κάτι διεστραμμένα αστείο στο γεγονός ότι ένας αδύναμος άνθρωπος κατάφερε να πληγώσει έναν μάγο.

Ο Έρικ τράβηξε την λεπίδα και ο άντρας έπεσε στα γόνατα, κρατώντας αδύναμα το στομάχι του για να εμποδίσει να σπλάχνα του να χυθούν στο χώμα. Το σπαθί σάρωσε τον αέρα με μια σβέλτη κίνηση του χεριού του και ο Έρικ αποτελείωσε τη δουλειά αποκαλώντας το κεφάλι του μάγου από τους ώμους του.

Η Σελίν απέστρεψε το βλέμμα της. Μέσα σε ένα πρωί είχε δει αρκετά κομμένα κεφάλια για την υπόλοιπη ζωή της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ίσωσε τη πλάτη της. Υπήρχε αίμα στις παλάμες της.

Μια σπαρακτική κραυγή οδύνης και ένας τρομερός, ζωώδης ήχος που δεν θα μπορούσε να ανήκει σε άνθρωπο έσκισε σαν βέλος τον θόρυβο της μάχης. Μια τεράστια μαύρη σκιά πέρασε από πάνω τους κρύβοντας τον λιγοστό ήλιο. Ισχυρές ριπές αέρα τους χτύπησαν κάνοντας τους να χάσουν στιγμιαία την ισορροπία τους και ο εκκωφαντικός θόρυβος των γιγάντιων φτερών που χτυπούσαν υπερβολικά κοντά έστειλαν νέες μαρτυρικές σουβλιές αγωνίας στα ευαίσθητα αυτιά της. Ένιωθε τα τύμπανα της έτοιμα να σκάσουν.

«Πέστε κάτω!» φώναξε ο Τομ.

Ο Έρικ την έπιασε από τη μέση πριν εκείνη προλάβει να αντιδράσει και την έριξε μαζί του στο έδαφος. Τα γαμψά νύχια του δράκου που προσγειωνόταν πέρασαν ξυστά πάνω από τα κεφάλια τους. Η πτώση τους ήταν άχαρη και τράνταξε τα κόκαλα της. Φοβήθηκε πως οι φρεσκογιατρεμένες πληγές στο μπράτσο της ξανάνοιξαν. Μια φευγαλέα ματιά στο λασπωμένο δεξί μανίκι της κατεύνασε την ανησυχία της. Το ύφασμα είχε σκιστεί αλλά το δέρμα από κάτω ήταν άθικτο.

Ο Έρικ την τράβηξε ξανά στα πόδια της και απότομα στο πλάι για να μη συνθλιφτούν από τα χοντρά σαν κορμούς μπροστινά πόδια του δράκου. Έσκυψαν ξανά για να αποφύγουν τα ανοιχτά φτερά και το μυτερό οστό που ξεπρόβαλε από την άρθρωση και την αγκαθωτή ουρά που μπορούσε να τσακίσει τον θώρακα ενός άντρα με ευκολία.

Ο δράκος μετακινούνταν διαρκώς αναγκάζοντας τους να χορεύουν σαν τρελοί γύρω του πασχίζοντας να αποφύγουν να χτυπηθούν από κάτι, χωρίς να τους αφήνει χρόνο για ανάσα. Έχασε κάθε αίσθηση προσανατολισμού. Βορράς και νότος μπλέχτηκαν μεταξύ τους. Δεν κατάλαβε πότε ή πως ο Έρικ χάθηκε από δίπλα της. Με κάποιο τρόπο είχε βρεθεί μπροστά από το σπίτι της Ρεάννας, με τον δράκο να σχηματίζει ένα συμπαγή τοίχο από ρουμπινένιες φολίδες ανάμεσα σε εκείνη και τα αγόρια.

Η κραυγή ακούστηκε ξανά. Αυτή τη φορά εντόπισε την πηγή της. Μια γυναίκα ήταν γονατισμένη στο χώμα και κρατούσε το ακέφαλο σώμα του μάγου στην αγκαλιά της κλαίγοντας σπαρακτικά. Σήκωσε το κεφάλι της και το βλέμμα της καρφώθηκε πάνω στη Σελίν. Το κοκκινισμένα κατάμαυρα μάτια της γυάλισαν με το πυρακτωμένο μίσος που μονάχα ο πιο βαθύς πόνος της ψυχής μπορούσε να γεννήσει.

Ένα αόρατο κύμα ενέργειας την χτύπησε κατάστηθα. Η ορμή του σήκωσε τα πόδια της από το έδαφος και την τίναξε προς τα πίσω σαν να μη ζύγιζε τίποτα, εκσφενδονίζοντας τη μέσα στο φλεγόμενο σπίτι. Προσγειώθηκε στη πλάτη της. Η σύγκρουση έδιωξε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια της αφήνοντας την να παλεύει να πάρει ανάσα.

Το δεξί της μανίκι είχε πιάσει φωτιά, μικρές πορτοκαλί φλόγες έγλειφαν το μαυρισμένο ύφασμα. Το ένστικτο λειτούργησε πριν από το μυαλό και η κοπέλα βάλθηκε να κοπανάει τις φλόγες με το αριστερό χέρι ώσπου έσβησαν. Σίγουρα το κατακόκκινο δέρμα της παλάμης της έτσουζε και πονούσε αλλά προς το παρών μπορούσε να συγκεντρωθεί μονάχα στο να στείλει αέρα στα πνευμόνια της. Εισέπνευσε μια μικρή, κοφτή ανάσα, περισσότερο καπνό πάρα οξυγόνο. Αμέσως γύρισε στο πλάι και μια κρίση βήχα τράνταξε ολόκληρο το κορμί της. Προσπάθησε ξανά. Όξινος καπνός έκαψε τον λαιμό της και έφερε δάκρυα στα μάτια της.

Γύρω της οι φλόγες καταβρόχθιζαν με μανία το σπίτι. Μαυρισμένα δοκάρια έπεφταν από τη μισογκρεμισμένη οροφή. Σπίθες χόρευαν στον αέρα και τολύπες πυκνού μαύρου καπνού υψωνόντουσαν προς τον ουρανό.

Είχε βρεθεί στη Κόλαση.

Το δέρμα της καλύφθηκε από ένα μίγμα ιδρώτα και ρυπαρής στάχτης. Πίσω από τη θολή κουρτίνα των δακρύων που είχαν μαζευτεί στα ερεθισμένα μάτια της ξεχώρισε μια μορφή που διάβηκε το κατώφλι. Μονάχα ένας τρελός θα έμπαινε ηθελημένα σε αυτό το μέρος αλλά η μάγισσα αδιαφόρησε για το χάος. Με τα μαύρα μαλλιά και τα σκούρα ρούχα της έμοιαζε με δαίμονα. Ή με μια τιμωρό που είχε έρθει να την τιμωρήσει για τα κρίματα της. Κρίνοντας από την έκφραση στο πρόσωπο της, η Σελίν ήξερε βαθιά μέσα της πως όποια εντολή κι αν είχε δώσει η Μπαστιάνα να μη την πειράξουν –όχι από αγάπη αλλά από αυτοσυντήρηση- δεν ίσχυε μέσα σε αυτό το κατεστραμμένο σπίτι.

Ανασηκώθηκε όπως μπορούσε. Το οξύ τράβηγμα σε μυς που δεν γνώριζε ότι είχε την ενημέρωνε πως η πλάτη της είχε μετατραπεί σε μια τεράστια μελανιά.

Αόρατα χέρια άρπαξαν τον λαιμό της και τον έσφιξαν στερώντας τον λιγοστό πολύτιμο αέρα που είχε καταφέρει να τραβήξει. Έπεσε ξανά πίσω και έπιασε τον λαιμό της. Τα νύχια της χώθηκαν στο δέρμα αφήνοντας πίσω κόκκινα, θυμωμένα σημάδια την ώρα που η δική της μαγεία πάλευε να αντισταθεί στην επίθεση. Όμως η ενέργεια της είχε ξοδευτεί στους κεραυνούς και στη καταιγίδα. Τα λιγοστά ψήγματα που απέμεναν ίσα που αρκούσαν για να μην επιτρέψει στην εξόριστη να συνθλίψει τη τραχεία της.

Η μάγισσα έσκυψε δίπλα της και στηρίχθηκε στις φτέρνες της. Την παρατήρησε χωρίς βιασύνη γνωρίζοντας πως αργά ή γρήγορα ήταν αναπόφευκτο οι άμυνες της να υποχωρήσουν. Οι φλόγες αντανακλούσαν πάνω στα κατάμαυρα μάτια της δίνοντας τους μια νέα, τρομαχτική διάσταση.

«Δεν σας μαθαίνουν να πολεμάτε» μονολόγησε, αφού φυσικά δεν περίμενε απάντηση από μια κοπέλα που πνιγόταν. «Το Συμβούλιο σας θέλει αδύναμους. Και αφήσατε τους εαυτούς σας να γίνουν ακριβώς αυτό. Αξιοθρήνητα πλάσματα» έφτυσε. «Ποια τρέλα σας έκανε να πιστεύεται ότι μπορείτε να αντισταθείτε;»

Μαύρο απλώθηκε στις άκρες της όρασης της. Πανικός την γράπωσε τα νύχια του. Δεν ήξερε αν ήταν ο καπνός ή το σκοτάδι που απειλούσε να την τραβήξει στα βάθη του από τα οποία δεν θα επέστρεφε ποτέ. Το έσπρωξε μακριά και αγκιστρώθηκε πάνω από όποια ίνα θέλησης είχε απομείνει μέσα της. Δεν θα πέθαινε σε αυτό το μισογκρεμισμένο σπίτι με το γεμάτο μίσος βλέμμα της εξόριστης να είναι η τελευταία της εικόνα από αυτόν τον κόσμο.

Αν πίστευε πως ήταν αδύναμη επειδή δεν ήξερε να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της τότε εκείνη ήταν ανόητη που είχε μάθει να βασίζεται υπερβολικά σε αυτές.

Πίεσε τις ξέπνοες, στραγγαλισμένες λέξεις να βγουν από τα χείλη της.

«Δεν… δεν χρειάζομαι μαγεία.. για να σε νικήσω»

Μια ελαφριά μπερδεμένη έκφραση χαράχτηκε στο πρόσωπο της γυναίκας.

Έσφιξε το μαχαίρι που με κάποιο μυστήριο τρόπο είχε καταφέρει να μείνει στο χέρι της. Το θεώρησε σημάδι από τα Πνεύματα. Ακόμα την προστάτευαν.

Η εξόριστη δεν περίμενε μια επίθεση που δεν συμπεριλάμβανε μαγεία. Η λεπίδα έσκισε τον λαιμό της απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένας πίδακας από αίμα πιτσίλισε το πρόσωπο της Σελίν και η μάγισσα σωριάστηκε στο πάτωμα σαν σακί.

Το σφίξιμο στο λαιμό της χάθηκε, και μα τα Πνεύματα, ήταν η πιο ωραία αίσθηση που είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της. Όμως ακόμα χρειαζόταν αέρα και δεν θα τον έβρισκε εκεί. Σύρθηκε έξω από το σπίτι. Όσο κι αν ήθελε να κάνει αξιοπρεπή έξοδο από τη σκηνή δεν είχε τη δύναμη ή το κουράγιο να σηκωθεί στα πόδια της.

Ο φρέσκος αέρας χτύπησε το ιδρωμένο πρόσωπο της και η δροσερή βροχή ξέπλυνε το αίμα και την κάπνα. Ήθελε να κλάψει από την ανακούφιση. Αντ’ αυτού, διπλώθηκε ξανά και άφησε το στομάχι της να βγάλει πικρή χολή πάνω στο χορτάρι, η απόπειρα του σώματος της να αποβάλει τον δηλητηριώδη καπνό που είχε εισπνεύσει και το σοκ επειδή είχε αφαιρέσει τη πρώτη της ζωή. Όταν οι σπασμοί υποχώρησαν πήρε την πιο βαθιά ανάσα που μπορούσε κι ας ήξερε πως θα ακολουθούσε βίαιος βήχας. Ήταν σίγουρη πως τα πνευμόνια της αιμορραγούσαν.

Με πρόσωπο χλωμό και αναπνοή ακόμα ακανόνιστη, σηκώθηκε σε ασταθή πόδια. Το θέαμα που αντίκρισε έκανε την καρδιά της να χτυπήσει σε έναν νέο πανικόβλητο ρυθμό.

Ο Έρικ και ο Τομ έτρεχαν γύρω από τον κόκκινο δράκο αποφεύγοντας και δίνοντας χτυπήματα. Το σώμα του θηρίου προστατευόταν από μια πανοπλία φτιαγμένη από σκληρές, αδιαπέραστες φολίδες αλλά ματωμένες χαρακιές διέτρεχαν τα φτερά του σαν μακάβριες φλέβες. Ο Τομ κύλησε στο έδαφος για να μη λιωθεί σαν μυρμήγκι από τα μπροστινά πόδια του δράκου –και τα σουβλερά νύχια στα άκρα του- την ίδια στιγμή που ο Έρικ έσκυψε για να αποφύγει το αριστερό φτερό. Το γαμψό καρφί στην άρθρωση πέρασε σαν δρεπάνι πάνω από το κεφάλι του. Με την ορμή του χτυπήματος να τον έχει προσπεράσει αλλά ταυτόχρονα το φτερό να μην έχει προλάβει να απομακρυνθεί πολύ, κινήθηκε με ταχύτητα και κάρφωσε το σπαθί του στην ευαίσθητη μεμβράνη σκίζοντας την απ’ άκρη σ’ άκρη.

Ο οργισμένος, θρηνητικός βρυχηθμός του δράκου για το αχρηστευμένο φτερό του αντήχησε σε όλο το χωριό. Το κεφάλι του τινάχτηκε απότομα προς το μέρος του αγοριού και τα στενεμένα φιδίσια μάτια του καρφώθηκαν πάνω του. Με σβελτάδα και ευκινησία που έδειχναν παράταιρες σε ένα πλάσμα του δικού του μεγέθους του χίμηξε όπως η γάτα χιμάει στο ποντίκι. Το σπαθί πέταξε από το χέρι του. Τον έριξε στο έδαφος και τον καθήλωσε εκεί με τα μπροστινά του πόδια. Το νύχια του έσκισαν το γιλέκο του, κουρελιάζοντας το πουκάμισο και χαράζοντας το μαλακό δέρμα από κάτω. Το πρόσωπο του Έρικ συσπάστηκε . Ζεστό, φρέσκο αίμα κύλησε πάνω στο στήθος του.

Η Σελίν άρχισε να τρέχει. Η εξάντληση και ο πόνος του κορμιού της ξεχάστηκαν, χάθηκαν από το μυαλό της όπως η πρωινή πάχνη εξαφανίζεται κάτω από τον ήλιο. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ο Έρικ, να φτάσει κοντά του.

Όμως πριν προλάβει να το κάνει ένας δεύτερος δράκος, μαύρος σαν νύχτα δίχως αστέρια ή φεγγάρι, προσγειώθηκε μπροστά της. Η τεράστια μάζα από μυς και κοφτερά δόντια έκλεισε τον δρόμο της αποκόβοντας την από το αγόρι που ήθελε απελπισμένα να φτάσει.

Ο κόκκινος δράκος άνοιξε τα σαγόνια του και η αναπνοή του έκανε τα μαύρα μαλλιά του Έρικ να κυματίσουν. Το αγόρι τεντώθηκε όσο περισσότερο γινόταν σε μια απόπειρα να πιάσει το πεσμένο ξίφος του. Τα δάχτυλα του σχεδόν άγγιζαν την λαβή αλλά όχι αρκετά. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν απειροελάχιστη αλλά θα μπορούσε να είναι ολόκληρα μίλια.

Ο Τομ χτύπησε τον πίσω αστράγαλο του τέρατος κρατώντας το σπαθί και με τα δυο του χέρια σαν να ήταν τσεκούρι και ρίχνοντας όλη του τη δύναμη στο χτύπημα. Η λεπίδα θάφτηκε βαθιά μέσα στη σάρκα του. Ο δράκος βρυχήθηκε ξανά και τίναξε την αγκαθωτή ουρά του. Χτύπησε τον Τομ στο στήθος και τον πέταξε μακριά. Ο Κυνηγός έπεσε στο χώμα και έμεινε εκεί.

«Τομ!» φώναξε ο Έρικ, παλεύοντας μανιασμένα να πιάσει το σπαθί.

Η προσοχή του δράκου επέστρεψε σε εκείνον. Άνοιξε ξανά τα γεμάτα με κοφτερά δόντια σαγόνια του και ετοιμάστηκε να χτυπήσει.

Τα δάχτυλα του Έρικ έπιασαν την λαβή.

Σήκωσε το σπαθί και το πρόταξε μπροστά του την ώρα που ο δράκος κατέβαζε με φόρα τον λαιμό του. Δεν πρόλαβε να σταματήσει. Η λεπίδα πέρασε μέσα από τα ανοιχτά σαγόνια του και καρφώθηκε στο πίσω μέρος του λαιμού του.

Ο δράκος τινάχτηκε σαν ψάρι που είχε πιαστεί στο αγκίστρι. Η πίεση στο στήθος του Έρικ χαλάρωσε και το αγόρι κατάφερε να συρθεί μακριά. Ο νεκρός δράκος κατέρρευσε τραντάζοντας τη γη κάτω από τα πόδια τους.

Ο Έρικ δεν σταμάτησε για να επιθεωρήσει τα τραύματα του. Δεν έδειχνε να έχει επίγνωση του κουρελιασμένου πουκαμίσου του ή του στήθους του που αιμορραγούσε. Έτρεξε στο μέρος που είχε πέσει ο αδελφός του και γονάτισε δίπλα του.

Η Σελίν ένιωσε την ενέργεια να πάλλετε στην ατμόσφαιρα. Ο μαύρος δράκος άλλαξε μπροστά της και πήρε τη μορφή ενός μελαχρινού άντρα με όμορφο, σημαδεμένο πρόσωπο. Τα λαμπερά μάτια του, που διατηρούσαν την κάθετη κόρη στο κέντρο τους, καρφώθηκαν οργισμένα πάνω στον νεαρό Κυνηγό. Ένα βαθύ, απειλητικό γρύλισμα ανέβηκε στον λαιμό του.

«Δρακοκτόνε»

Το βλέμμα του στάθηκε για λίγο πάνω στον νεκρό σύντροφο του και στη συνέχεια η προσοχή του εστίασε πάνω στη Σελίν. Η υποψία ενός χαμόγελου έκανε το δέρμα στο κατεστραμμένο μάγουλο του να τεντωθεί. «Σου το είχα πει πως μια μέρα οι δρόμοι μας θα ξανασυναντηθούν, μικρή μάγισσα» της είπε, με τη φωνή του να μετατρέπεται στο υγρό βελούδο που θυμόταν.

Κράτησε το έδαφος της, αρνούμενη να υποχωρήσει σπιθαμή ή να δείξει φόβο. «Ήξερες» Τα λόγια της ήταν μια κατηγορία, και παρά τη προσπάθεια της να κρύψει τον πόνο της σακατεμένης ψυχής της η φωνή της ράγισε. «Ήξερες από τη πρώτη στιγμή ποια ήμουν και το κράτησες κρυφό»

«Οι μυρωδιές σας μοιάζουν» ήταν η μόνη απάντηση που της χάρισε. «Το ίδιο και τα μάτια σας αλλά εκείνης είναι ψυχρά σαν τον χειμωνιάτικο πάγο στις κορυφές των βουνών»

Έσφιξε το μαχαίρι μέσα στη γροθιά της, τόσο δυνατά που οι αρθρώσεις της άσπρισαν. «Τι εντολή σου έδωσε; Να με πας πίσω στο φαράγγι ή βρήκε τρόπο να λύσει το ξόρκι και είναι πλέον ελεύθερη να με ξεφορτωθεί;» Σαν ένα αντικείμενο που ανακάλυπτε πως δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει και της ήταν άχρηστο οπότε το μόνο που έμενε ήταν να το πετάξει.

Το βλέμμα του την μελέτησε με ενδιαφέρων. «Η εντολή που μας δόθηκε ήταν να σε παραδώσουμε αβλαβή σε εκείνη. Ωστόσο, ξέχασε να διευκρινίσει το πότε» Κοίταξε το μαχαίρι στο χέρι της. «Πες μου μικρή μάγισσα, θα έχει κάποια διαφορά αν επιλέξω να καθυστερήσω;»

Η ψυχρή συνειδητοποίηση έκανε το πρόσωπο της να σκληρύνει, μια παγερή, ατάραχη μάσκα από πάγο που δεν αποκάλυπτε τίποτα παρόλο που μέσα της όλα κατέρρεαν.

Αλλά το ήξερε, έτσι δεν είναι; Για ποιο άλλο λόγο είχε πάρει το μαχαίρι εφόσον είχε τις δυνάμεις της για να αμυνθεί;

Δεν το είχε πάρει για να προστατεύσει τον εαυτό της.

Το είχε πάρει για να προστατεύσει όλους τους υπόλοιπους.



Ο Τομ κείτονταν στο έδαφος με το πρόσωπο του προς τα κάτω. Ο Έρικ έπεσε στα γόνατα δίπλα του. Τα άκρα του ήταν βαριά από την κούραση, η ανάσα του σκάλωνε στα πνευμόνια του και έστελνε σουβλιές πόνου στα πλευρά του, το σκισμένο δέρμα στον θώρακα και το στομάχι του έτσουζε. Αλλά αγνόησε τα πάντα λες και το σώμα που ούρλιαζε εκλιπαρώντας για μια μονάχα στιγμή ανάπαυσης ανήκε σε κάποιον άλλο.

Γύρισε ανάσκελα τον αδελφό του με προσεχτικές κινήσεις. Μια κατάρα σχεδόν βγήκε από τα χείλη του αλλά πίεσε τον εαυτό του να κρατήσει μια ουδέτερη έκφραση.

Τρεις μεγάλες πληγές από τον αριστερό του ώμο μέχρι το δεξί πλευρό, ανοιγμένες από τα ανελέητα καρφιά του δράκου χώριζαν το στέρνο του στα δυο. Και ήταν βαθιές. Ένα ρυάκι από αίμα κυλούσε σταθερά από τη κάθε μια ποτίζοντας το πουκάμισο του. Στο σημείο που είχε πρωτοπέσει υπήρχε ένας τεράστιος σκουροκόκκινος λεκές πάνω στο χώμα.

Έβγαλε ό,τι είχε απομείνει από το γιλέκο του με άκαμπτα, άχρηστα δάχτυλα. «Κάνε κουράγιο, Τομ» Πίεσε το κουρελιασμένο ύφασμα πάνω στο στήθος του για να σταματήσει την αιμορραγία.

Αλλά δεν είχε αρκετά χέρια για όλες τις πληγές.

Τα βλέφαρα του Τομ ήταν κλειστά, το πρόσωπο του τρομαχτικά χλωμό. Και το αίμα εξακολουθούσε να ρέει. Κόκκινες φυσαλίδες έβγαιναν από τις γωνίες του στόματος του.

«Μη τολμήσεις να εγκαταλείψεις» τον απείλησε και πίεσε περισσότερο το ύφασμα.

Οι μάγισσες μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Είχε παρακολουθήσει την Αλθία και την Αριάνα να γιατρεύουν το ξεσκισμένο και σπαρμένο με γυαλιά μπράτσο της Σελίν. Μπορούσαν να φτιάξουν και αυτό.

Έπρεπε να μπορέσουν.

Αίμα κύλησε μέσα από τα δάχτυλα του, έχοντας ήδη μουλιάσει το πουκάμισο. Είχε ακόμα ανάγκη τον μεγαλύτερο αδελφό του. Σε ποιον άλλο θα στρεφόταν όταν είχε ανάγκη από καθοδήγηση; Ήταν το σταθερό στήριγμα της οικογένειας του. Τον χρειαζόντουσαν. Και ο πατέρας τους; Περίμενε όλα τα αγόρια του να επιστρέψουν ξανά στο σπίτι.

«Ανάθεμα Τομ, πάλεψε!» του φώναξε. Τα χέρια του έτρεμαν από τη πίεση που ασκούσε. Δεν τα ένιωθε, λες και ήταν ξύλινα. «Τομ! Η κόρη σου σε περιμένει στο σπίτι» τον εκλιπάρησε με τη φωνή του να ραγίζει.

Δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι ο αδελφός του γλιστρούσε μακριά τους, πηγαίνοντας σε ένα μέρος όπου εκείνοι δεν μπορούσαν να τον φτάσουν.

Τα μάτια του Τομ δεν άνοιξαν αλλά τα χλωμά χείλη του κινήθηκαν αργά. «Πρόσεχε τους» ψιθύρισε σιγανά το τελευταίο του αίτημα πριν φύγει από αυτόν τον κόσμο, αφήνοντας τον Έρικ υπεύθυνο για την οικογένεια τους.


Το βλέμμα της πάγωσε πάνω στη σκυφτή φιγούρα του Έρικ που τραβούσε το άψυχο σώμα του αδελφού του στην αγκαλιά του. Κάθε ίνα του κορμιού της, κάθε ένστικτο της φώναζε να τρέξει κοντά του. Να γονατίσει δίπλα του και να τυλίξει τα χέρια της γύρω του. Να μοιραστεί μαζί του τον πόνο του για τον χαμό του Τομ.

Όμως έμεινε ριζωμένη στη θέση της.

Μπορούσε να δώσει ένα τέλος και έπρεπε να το κάνει τώρα προτού χάσει το κουράγιο της. Ήταν η μόνη ευκαιρία που είχε, είπε στον εαυτό της. Επειδή τώρα, όσο απαίσιο κι αν ακουγόταν, ο Έρικ ήταν απασχολημένος και δεν θα έσπευδε να την σταματήσει. Ούτε ο Ρόραν ή η Νάγια. Καλύτερα. Η αγάπη τους για εκείνη θα ήταν η καταστροφή τους.

Το μόνο για το οποίο μετάνιωνε ήταν πως δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να τους αποχαιρετήσει. Να πει στον Ρόραν πόσο τον αγαπούσε και πως θα γινόταν σπουδαίος ηγέτης. Ήδη ήταν. Να αγκαλιάσει την Αριάνα και τη Νάγια και να τους πει ότι ήταν οι καλύτερες φίλες που θα μπορούσε να ζητήσει. Να πει στον Έρικ… Υπήρχαν τόσα που ήθελε να του πει.

Ήθελε να του πει πως ο λίγος χρόνος που είχαν περάσει μαζί ήταν οι πιο σημαντικές και ευτυχισμένες μέρες της ζωής της. Την είχε κάνει να δει τον κόσμο με διαφορετικά μάτια. Μαζί του είχε ανακαλύψει μια διαφορετική πλευρά το εαυτού της, πιο δυνατή και ατρόμητη απ΄ όσο είχε πιστέψει ποτέ ότι ήταν.

Ίσως ήταν καλύτερα που δεν της δώθηκε η ευκαιρία να τους αποχαιρετήσει επειδή ήξερε πως αν έβλεπε την αγάπη στα βλέμματα τους θα έμπαινε σε πειρασμό να μείνει μαζί τους, και δεν ήταν σίγουρη πως θα έβρισκε το θάρρος να κάνει αυτό που έπρεπε.

Ακούμπησε τη μύτη του μαχαιριού πάνω από την καρδιά της και έπιασε γερά τη λαβή και με τα δυο χέρια, έτοιμη να σπρώξει τη λεπίδα μέσα στο στήθος της. Αλλά τη τελευταία στιγμή δίστασε.

«Φοβάμαι» εξομολογήθηκε.

Το μαχαίρι έτρεμε στα χέρια της. Η ιδέα ότι θα πέθαινε την τρομοκρατούσε τόσο που παρέλυε, λες και είχε πέσει μέσα σε μια λίμνη με παγωμένο νερό. Δεν ήταν έτοιμη να αποχωριστεί αυτόν τον κόσμο, αλλά τι σημασία είχε; Κάτι κυλούσε στα μάγουλα της αλλά δεν ήξερε αν ήταν βροχή ή δάκρυα.

Τα λαμπερά, μαύρα σαν όνυχας μάτια του δράκου την παρατηρούσαν με ενδιαφέρων, σαν να ήταν κάποιου είδους πλάσμα που συναντούσε για πρώτη φορά και η ασυνήθιστη συμπεριφορά της του κινούσε τη περιέργεια. «Οι άνθρωποι νιώθουν διαρκώς φόβο» είχε σχεδόν με απάθεια, σαν να δήλωνε απλά ένα γεγονός. «Είναι στη φύση τους»

«Μπορεί» του απάντησε και πήρε μια βαθιά ανάσα που έκανε λίγα για να την ηρεμίσει. «Αλλά είναι στη φύση μας και να βρίσκουμε τη δύναμη να τον ξεπερνάμε»

Μπορούσε να το κάνει. Για χάρη όλων όσων αγαπούσε θα έβρισκε τη δύναμη να κάνει αυτό που έπρεπε, να δώσει ένα τέλος σε αυτή την τρέλα και να τους σώσει.

Κοίταξε για μια τελευταία φορά τον Έρικ. «Συγνώμη» ψιθύρισε.

Συγνώμη που ενέργησε κρυφά από εκείνον. Συγνώμη που τον εγκατέλειπε την ώρα που την είχε περισσότερο ανάγκη. Συγνώμη που δεν έσπρωξε το μαχαίρι πριν χάσουν τον Τομ.

Η καρδιά της σχίστηκε στα δυο πριν την διαπεράσει η λεπίδα.

Ένα τρομερό κάψιμο που την παρέλυσε και της έκλεψε την ανάσα απλώθηκε από το στήθος της σε ολόκληρο το κορμί της. Άκουσε κάποιον να φωνάζει αλλά μπορεί και να το φαντάστηκε. Τα γόνατα της λύγησαν και δυνατά χέρια την έπιασαν προτού σωριαστεί στο έδαφος, αλλά δεν τα ένιωσε.

Περίεργο, ο εκτυφλωτικό πόνος ξεθώριασε γρήγορα αφήνοντας τη μουδιασμένη, ελαφριά, και άδεια.

«Έχεις καρδιά δράκαινας, μικρή μάγισσα» της είπε ο δράκος και την χαμήλωσε απαλά πάνω στο χορτάρι. «Και γι’ αυτό δεν θα σε αφήσω να πεθάνεις μόνη»

Τα λόγια του ερχόντουσαν από κάπου μακριά, ένα μέρος που εκείνη πλέον αδυνατούσε να φτάσει. Μαύρο εισέβαλε στις άκρες των θολωμένων ματιών της και μέσα σε ένα καρδιοχτύπι κατάπιε όλο το φως.

Η τελευταία της σκέψη πριν αφήσει τον εαυτό της να βυθιστεί ολοκληρωτικά στο σκοτάδι ήταν η ευχή να επιστρέψει στη λίμνη από το όνειρο της.


Δεν του δόθηκε χρόνος για να θρηνήσει τον αδελφό του.

Είδε τη Σελίν να σηκώνει το μαχαίρι. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι θα το χρησιμοποιούσε ενάντια στον δράκο που τώρα φορούσε ανθρώπινη σάρκα και στεκόταν απέναντι της. Αντ’ αυτού έστρεψε την λεπίδα προς τον εαυτό της.

Και τότε κατάλαβε. Τι ανόητος που ήταν! Πως ήταν δυνατόν να μην τον βάλει σε σκέψεις η κίνηση της να αρπάξει ένα μαχαίρι όταν μπορούσε να χρησιμοποιήσει μαγεία;

Ανόητε, ανόητε, ανόητε, καταράστηκε ξανά και ξανά τον εαυτό του.

Άφησε το σώμα του Τομ και σηκώθηκε γρήγορα στα πόδια του.

«Σελίν, όχι!» της φώναξε αλλά η φωνή του χάθηκε μέσα στη φασαρία.

Ένα νέος πανικός που δεν είχε ξανανιώσει τον πλημμύρισε, το είδος που τον παρέλυε από τον τρόμο και ταυτόχρονα του έδινε φτερά σπρώχνοντας τον να τρέξει γρηγορότερα απ΄ όσο είχε τρέξει ποτέ στη ζωή του.

Ο χρόνος επιβραδύνθηκε. Κάθε λεπτομέρεια της στιγμής έγινε απόλυτα ξεκάθαρη και χαράχτηκε για πάντα στο μυαλό του σαν κάψιμο από πυρακτωμένο σίδερο: Τα σκούρα μπλε μάτια της Σελίν έκλεισαν σφιχτά. Τα μικρά χέρια της έσπρωξαν με όλη τους τη δύναμη το μαχαίρι προς τα μπρος. Η λεπίδα βυθίστηκε βαθιά μέσα στο χλωμό δέρμα της μέχρι τη λαβή και τα χείλη της μισάνοιξαν αφήνοντας τον αέρα να δραπετεύσει από μέσα της.

«Όχι!» ούρλιαξε το αγόρι. «Όχι, όχι, όχι!»

Ποτέ δεν θα κατάφερνε να σβήσει αυτή τη σκηνή από τη μνήμη του.

Τα γόνατα της Σελίν λύγισαν. Ο δράκος την έπιασε και την ακούμπησε στο γρασίδι.

Ο Έρικ τον έσπρωξε μακριά –τι σημασία είχε που μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα ιπτάμενο τέρας ικανό να τον ξεσκίσει μέσα σε μια στιγμή;- και για δεύτερη φορά μέσα σε μια μέρα έπεσε στο έδαφος δίπλα σε έναν αγαπημένο που απειλούσε να χαθεί για πάντα. Σκληρό χώμα και μικρές πέτρες γρατζουνούσαν τα γόνατα του. Είχε φτάσει πολύ αργά. Την τράβηξε στην αγκαλιά του κοιτάζοντας το μαχαίρι που ξεπρόβαλλε από το στήθος της σαν να τον κορόιδευε.

Το φόρεμα της ήταν περισσότερο κόκκινο παρά λευκό, αίμα και βροχή ανακατεύονταν και έσταζαν πάνω στο χώμα βάφοντας το χορτάρι. Το χρώμα γύρω από το μαχαίρι ήταν σχεδόν μαύρο. Το χρώμα του θανάτου. Ποτέ πριν δεν φανεί λιπόψυχος στη θέα του αίματος αλλά τώρα η μεταλλική μυρωδιά ανακάτευε άγρια το στομάχι του.

Άγγιξε το αφύσικα χλωμό πρόσωπο της αναζητώντας σημάδια ζωής. Οι μικρές φλέβες πάνω στα ακίνητα βλέφαρα της ήταν πιο έντονες από ποτέ δημιουργώντας ασθενικές σκιές. Μπορούσε ακόμα να ακούσει την ανάσα της, ένα ανεπαίσθητο σφυριχτό ήχο σαν να ρουφούσε νερό μαζί με τον αέρα. Ή αίμα. Αλλά ένας μικρός σπόρος ελπίδας άνθισε μέσα του. Ίσως από κάποιο θαύμα είχε αστοχήσει και δεν είχε τρυπήσει την καρδιά. Τα Πνεύματα στα οποία πίστευε ή όποια δύναμη κυβερνούσε αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί να ήταν τόσο σκληρή ώστε να του έπαιρνε δυο άτομα που αγαπούσε μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Έπρεπε να καλέσει βοήθεια. Έπρεπε…

Η Σελίν σταμάτησε να αναπνέει και ο κόσμος του διαλύθηκε σε θρύψαλα σαν γυαλί που σπάει. Γύρω του δράκοι βρυχόντουσαν και χτυπούσαν τα φτερά τους, πληγωμένοι και ετοιμοθάνατοι βογκούσαν από τον πόνο, και λύκοι γρύλιζαν απειλητικά. Κι όμως μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία η ησυχία της ανάσας της ήταν το μόνο που άκουγε.

«Σταματήστε!» ούρλιαξε, ξέροντας ότι ακουγόταν σαν ένας άντρας που είχε χάσει τα λογικά του. «Σταματήστε!»

Γιατί πολεμούσαν; Ποιος ήταν ο λόγος που ο αδελφός του και η Σελίν είχαν χάσει τις ζωές τους;

Την έσφιξε στην αγκαλιά του προσέχοντας να μη την πονέσει, παρόλο που ήξερε πως πλέον βρισκόταν σε ένα μέρος όπου δεν υπήρχε πόνος. Είχε καρφώσει ένα μαχαίρι στην καρδιά της για να τους προστατεύσει. Επειδή εκείνοι είχαν αποτύχει να βρουν εγκαίρως έναν διαφορετικό τρόπο να σταματήσουν την Μπαστιάνα. Την είχαν απογοητεύσει.

Ο λαιμός του έκλεισε από δάκρυα που δεν τολμούσε να αφήσει ελεύθερα. Επειδή αν τους θρηνούσε θα σήμαινε πως είχαν χαθεί πραγματικά. Δεν ήταν ένα κακό όνειρο από το οποίο θα ξυπνούσε, θα ήταν αληθινό. Ο κόσμος του διαλυόταν κομμάτι κομμάτι και το χειρότερο ήταν πως εκείνος το παρακολουθούσε αμέτοχος, μουδιασμένος, χωρίς δύναμη να το σταματήσει. Ο Τομ ήταν νεκρός. Η Σελίν είχε πάρει μόνη της τη ζωή της. Άπλωσε το χέρι του και παραμέρισε απαλά μια καστανή μπούκλα από το μέτωπο της. Το αίμα της που είχε βάψει τα χέρια του άφησε μια μουτζουρωμένη γραμμή πάνω στον κρόταφο της.

Γενναίο, ανόητο κορίτσι γιατί το έκανες;

Η μάχη άρχισε να διαλύεται γύρω τους. Οι δράκοι, απελευθερωμένοι από την επήρεια της Μπαστιάνας, έριξαν τους αναβάτες από τις ράχες τους και πέταξαν μακριά. Οι εξόριστοι αποπειράθηκαν να τους υποτάξουν ξανά μόνο και μόνο για να βρεθούν κομμένοι στα δυο ή αιμόφυρτοι στο έδαφος. Τα θηρία εξαφανίστηκαν, ακολουθούμενα από τους τρομαγμένους λύκους που χάθηκαν ανάμεσα στα δέντρα. Αυτή η μάχη δεν ήταν δική τους και δεν ενδιαφερόντουσαν να τη δώσουν. Αποδιοργανωμένοι, οι εξόριστοι έχασαν το μεγαλύτερο πλεονέκτημα τους και δεν άργησαν να αναχαιτιστούν από τους μάγους της Σύναξης. Όσοι ήταν σε θέση να τρέξουν το έβαλαν στα πόδια ενώ οι τραυματίες ακινητοποιήθηκαν.

Κέρδιζαν τη μάχη αλλά ο Έρικ ένιωθε αποστασιοποιημένος. Δυσκολευόταν να χαρεί ή να νοιαστεί. Κάτι μέσα του είχε συρρικνωθεί και είχε μαυρίσει. Φοβόταν πως αυτό το κάτι ήταν η καρδιά του.

Θα έπρεπε να βοηθήσει στον περιορισμό των εξόριστων ή στο σβήσιμο της φωτιάς, ή να τρέξει στο σπίτι της Αλθίας και να ανακοινώσει τα νέα στον Γουίλ και τον Τζέιμς και στη συνέχεια να παρηγορήσει τα μικρότερα αδέλφια του. Θα έπρεπε να κάνει κάτι, οτιδήποτε. Αλλά δεν ήταν έτοιμος να αφήσει τη Σελίν. Όχι ακόμα.

«Θα έπρεπε να είχαμε περισσότερο χρόνο» ψιθύρισε.

Άκουσε βήματα στο υγρό χορτάρι πίσω του. Λίγες στιγμές αργότερα μια φιγούρα καλυμμένη με έναν βαρύ μαύρο μανδύα γονάτισε δίπλα τους. Άντρας, αν έκρινε από το ψηλό σωματότυπο με τους φαρδιούς ώμους που διαγραφόταν κάτω από το ταλαιπωρημένο ύφασμα. Το πρόσωπο του ήταν κρυμμένο μέσα στις σκιές της κουκούλας. Αν ήταν φίλος ή εχθρός, δεν είχε τρόπο να το ξεχωρίσει.

Ο ξένος τράβηξε πίσω τη κουκούλα αποκαλύπτοντας αιχμηρά χαρακτηριστικά, μια τραχιά μπερδεμένη γενειάδα, και βαθουλωμένα πράσινα μάτια. Ο Έρικ τον γνώριζε κι ας μην τον είχε συναντήσει ποτέ. Τον είχε δει μέσα στις αναμνήσεις της Σελίν.

«Είσαι ο Άιζακ»

Ο μάγος δεν είπε λέξη για να επιβεβαιώσει τη ταυτότητα του. Το βλέμμα του ήταν εστιασμένο στην ακίνητη μορφή της Σελίν. Άπλωσε το χέρι του, έπιασε γερά τη λαβή του μαχαιριού, και με μια απότομη κίνηση την τράβηξε από το στήθος της. Η λεπίδα άνοιξε περισσότερο το δέρμα όπως βγήκε και το λιγοστό ζεστό αίμα που είχε απομείνει μέσα στην κοπέλα ανέβλυσε από τη πληγή.

«Σταμάτα!» του φώναξε. Γιατί δεν την άφηναν να αναπαυθεί επιτέλους; Δεν είχε υποφέρει αρκετά; Έγειρε το σώμα του μπροστά της για να την κρύψει από το βλέμμα του μάγου και να τον εμποδίσει να την πληγώσει περισσότερο.

Ένα μακρινό κομμάτι του μυαλού του αναγνώριζε πως φερόταν παράλογα. Δεν μπορούσε να την προστατεύσει. Είχε αποτύχει, όπως απέτυχε και να βοηθήσει τον Τομ.

Μια ψιλή γυναικεία κραυγή ακούστηκε και η Αριάνα έπεσε στο έδαφος μπροστά τους. Τα κρυστάλλινα μπλε μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά, καρφωμένα πάνω στη φίλη της. Κάλυψε το στόμα της με το τρεμάμενο χέρι της και έπνιξε μια δεύτερη κραυγή. Το όμορφο ανοιχτογάλανο φόρεμα της ήταν λερωμένο και ο ποδόγυρος είχε σκιστεί σε ένα δυο σημεία. Οι μαύρες μπούκλες των μαλλιών της ήταν άγριες και μπερδεμένες. Η αναπνοή της επιταχύνθηκε και έγινε ρηχή, ο λαιμός της έκλεισε από τους λυγμούς που τράνταζαν το μικροκαμωμένο σώμα της. Χοντρά δάκρυα κύλησαν πάνω στα μάγουλα της καθώς θρηνούσε για τη φίλη που είχε χάσει.

«Συγκράτησε τον εαυτό σου» τη διέταξε ο Άιζακ. «Δεν έχουν χαθεί όλα ακόμα»

Ήταν τρελός. Πως ήταν δυνατόν να ξεστομίζει κάτι τέτοιο; Δεν είχε δει το μαχαίρι που ο ίδιος τράβηξε από την καρδιά της Σελίν και τώρα κείτονταν παραπεταμένο στο χορτάρι; Η ματωμένη λεπίδα έλαμπε χλευαστικά κάτω από το φως του ήλιου που ξεπρόβαλε μέσα από τα γκρίζα σύννεφα που είχαν αρχίσει να διαλύονται.

Ο Άιζακ έπιασε το χέρι της νεκρής και άπλωσε το άλλο στην Αριάνα. «Φέρ’ την πίσω» της είπε.

Η κοπέλα τον κοίταξε με ένα μίγμα σοκ και φόβου, σαν να είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί και η ίδια πως ο μάγος πρέπει να είχε χάσει τα λογικά του. «Τι;»

Έπιασε το χέρι της αφού εκείνη ήταν απρόθυμη να το δώσει από μόνη της. «Πάρε την ενέργεια μου» της είπε, κοιτώντας τη σταθερά με το ύφος ενός άντρα που περίμενε οι εντολές του να εκτελεστούν χωρίς πολλές κουβέντες. «Διοχέτευσε τη στη Σελίν»

Το πρόσωπο της Αριάνας πάνιασε. «Ε- εγώ δεν…» τραύλισε τρομοκρατημένη.

«Ξέρω για τι είσαι ικανή οπότε μη προσπαθείς να με γελάσεις» την έκοψε, ωστόσο ο τόνος του ήταν ήπιος. «Τώρα βιάσου. Η ψυχή παραμένει στο σώμα μονάχα για λίγο»

Ελπίδα άνθισε μέσα στο άδειο στήθος του Έρικ, μικρή και ντελικάτη σαν αγριολούλουδο. Δίσταζε να αναγνωρίσει την ύπαρξη της από φόβο πως κάτι θα την συνέθλιβε.

Η Αριάνα κοίταζε μια τον Άιζακ και μια τη Σελίν τρέμοντας ολόκληρη. «Δεν έχω ξανακάνει τίποτα παρόμοιο»

«Δεν πειράζει» την καθησύχασε ο μεγαλύτερος μάγος. «Θα σε βοηθήσω»

«Πως θα ξέρω πότε να σταματήσω;»

«Δεν θα σταματήσεις»

«Μα… Θα πεθάνεις»

«Το ξέρω» ήταν η μοναδική απάντηση που έδωσε. Η φωνή του δεν έκρυβε φόβο ή αγωνία. Μονάχα αποδοχή.

Οι μάγισσες ήταν υπηρέτες της Φύσης, σκέφτηκε ο Έρικ φέρνοντας στο μυαλό του όλα όσα του είχε πει η Σελίν. Και η Φύση απαιτούσε ισορροπία.

Μια ζωή για μια ζωή.

«Προσπάθησες να τη σκοτώσεις» είπε, γιατί παρόλο που δεν είχε πρόθεση να τον σταματήσει δεν μπορούσε να μη εκφράσει την απορία που τριγύριζε στο μυαλό του. «Γιατί να το κάνεις αυτό για εκείνη;»

«Επειδή είναι η κόρη μου» Πόνος και μεταμέλεια έκαναν το πρόσωπο του να συσπάται. «Όλα αυτά τα χρόνια είχα απαγορέψει στον εαυτό μου να την αγαπήσει επειδή φοβόμουν πως θα μας πρόδιδε όπως είχε κάνει η Μπαστιάνα. Αλλά έκανα λάθος. Ένα τρομερό λάθος. Η Σελίν δεν θυμίζει σε τίποτα τη μητέρα της. Την απογοήτευσα με τόσους πολλούς τρόπους αλλά αυτή τη φορά θα κάνω το σωστό» Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την Αριάνα. «Που είναι ο Ρόραν;»

«Τον είδα κοντά στις βρύσες» του απάντησε με φωνή που έτρεμε, ακόμα σοκαρισμένη. «Δεν έδειχνε να έχει τραυματιστεί»

«Ήθελα να τον δω» είπε, χωρίς να απευθύνεται συγκεκριμένα σε κάποιον. «Πες του ότι λυπάμαι. Πες του πως είμαι περήφανος για ‘κείνον» Η ατσάλινη αποφασιστικότητα επέστρεψε στο βλέμμα του. «Ξεκίνα. Είμαι έτοιμος»

Η Αριάνα έκλεισε σφιχτά τα βλέφαρα της και το πρόσωπο της μετατράπηκε σε μια μάσκα έντονης συγκέντρωσης. Ο Έρικ μπορούσε να νιώσει τις απαλές δονήσεις της μαγείας στην ατμόσφαιρα. Δυσκολευόταν να κατανοήσει πως ακριβώς λειτουργούσαν οι δυνάμεις που έλεγχαν την ουσία της ζωής, ή γιατί τις κατείχε η Αριάνα, αλλά προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του να κάνουν το θαύμα για το οποίο ήλπιζε.

Το δέρμα του Άιζακ χλόμιασε, γέμισε βαθιές ρυτίδες και στίγματα την ώρα που η πληγή στο στήθος της Σελίν άρχισε να επουλώνεται. Τα μαλλιά του άσπρισαν και αραίωσαν. Η άλλοτε περήφανη κορμοστασιά του σκέβρωσε. Το χέρι που κρατούσε η Αριάνα έμοιαζε να ανήκει σε σκελετό, τυλιγμένο με δέρμα λεπτό σαν χαρτί. Ο άντρας που είχε αναθρέψει τη Σελίν και είχε παίξει τόσο καθοριστικό ρόλο στη ζωή της έπεσε στο πλάι και σωριάστηκε στο έδαφος. Το πρόσωπο του είχε γίνει αγνώριστο αλλά υπήρχε κάτι γαλήνιο στην έκφραση του. Δεν χρειάστηκε να ελέγξουν για να ξέρουν πως δεν ανέπνεε πια.

Μια ανεπαίσθητη κίνηση από το στήθος της Σελίν, τόσο μικρή που ίσως και να τη φαντάστηκε, έκανε την ελπίδα του Έρικ να σκιρτήσει μέσα του. Έφερε το αυτί του πάνω από την καρδιά της, εκεί που τώρα αντί για μια τρύπα που έχασκε μακάβρια υπήρχε ροζ, λείο δέρμα.

Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, ικέτεψε ό,τι ιερό υπήρχε.

«Λειτούργησε;» ρώτησε η Αριάνα με την αγωνία να ξεχειλίζει από τη φωνή της.

Ένας μικρός χτύπος, σαν το διστακτικό πρώτο φτερούγισμα ενός πουλιού που ετοιμαζόταν να πετάξει για πρώτη φορά, τον έκανε να κλείσει να μάτια του και να αφήσει ελεύθερη την ανάσα που κρατούσε.

Τα βλέφαρα της Σελίν πετάρισαν και νέα δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια της Αριάνας. Η ανάσα του Έρικ σκάλωσε στον λαιμό του. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί πως ανέπνεαν.

Χωρίς να ανοίξει τα μάτια της η Σελίν ψιθύρισε βραχνά. «Δεν είμαι στη λίμνη»

Η καρδιά του φούσκωσε τόσο πολύ που πονούσε, ήταν έτοιμη να βγει από το στήθος του. Η Αριάνα τα είχε καταφέρει. Έσφιξε την Σελίν μέσα στην αγκαλιά του και έκρυψε το πρόσωπο του στα μαλλιά της αφήνοντας δάκρυα πόνου, θρήνου και ανακούφισης να κυλήσουν.

«Τελείωσε» είπε, εισπνέοντας το άρωμα της και θυμίζοντας ξανά και ξανά στον εαυτό του ότι ήταν ακόμα εδώ. «Όλα τελείωσαν»

Φαίη