Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 30: Το Ξεκίνημα του Ταξιδιού)

Ο κρύος αέρας που υπήρχε στο βουνό τους χτυπούσε με δύναμη καθώς κατέβαιναν από το μονοπάτι του. Ο Μιχάλης έπρεπε να ελέγχει αρκετές φορές την περιοχή μπροστά του για να μην παρεκκλίνει από το μονοπάτι και πέσει. Είχαν πάντως καλύψει μεγάλη απόσταση και θα έφταναν πολύ σύντομα στην πεδιάδα κάτω από το βουνό. Σιγά-σιγά είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται το πρώτο φως της ημέρας, μέσα από το ομιχλώδες τοπίο στα υψηλότερα σημεία του βουνού.

Όσο κατέβαιναν, το σκέφτηκε και αποφάσισε να μιλήσει στον Νίκο για το διαμάντι και όσα είχαν συμβεί.

«Απίστευτο» σχολίασε εκείνος στο τέλος, «κάτι είχα ψιλιαστεί φυσικά. Και τι σκοπεύεις να κάνεις;»

«Να πάω στο κάστρο του Ερυθρού Ηγέτη, να πάρω το διαμάντι και να βοηθήσω τον Δημήτρη, το φύλακα του, να δραπετεύσει»

Ο Νίκος δε γέλασε, όπως θα περίμενε ο Μιχάλης. Παρέμεινε απλώς αμίλητος.

«Θα πάω σίγουρα» είπε ο Μιχάλης μετά, «σου το λέω για να ξέρεις απλώς, δε σου ζητάω να έρθεις. Ξέρω ότι είναι πολύ επικίνδυνο»

Ο Νίκος γύρισε και τον κοίταξε. «Πλάκα μου κάνεις; Αυτό είναι ότι καλύτερο μπορούσα να φανταστώ. Επόμενη στάση λοιπόν, μετά το δασάκι, το κάστρο του Ερυθρού Ηγέτη»

Ο Μιχάλης γέλασε λιγάκι, γνωρίζοντας πως όλα αυτά που έλεγαν έτσι απλά ήταν πάρα πολύ δύσκολα, αν όχι ακατόρθωτα. Μετά θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει.

«Μήπως ξέρεις που είναι το Σπήλαιο της Φωτιάς;»

«Πώς σου ήρθε αυτό τώρα;»

«Είχα ακούσει κάποιον να το αναφέρει, όταν τριγυρνούσα στη χώρα»

Ο Νίκος έμεινε για λίγο σκεφτικός, κοιτώντας τον ουρανό που φωτιζόταν από το φως της ημέρας σιγά-σιγά, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι.

«Κάτι έχω ακούσει για αυτό, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Νομίζω πάντως ότι είναι στα δυτικά της χώρας, κοντά στο μέρος που πρέπει να πάμε»

«Ας πάμε και εκεί τότε»

«Για ποιο λόγο;»

«Νομίζω ότι κάτι ψάχνουν εκεί οι Ηγέτες ή οι υπηρέτες τους. Δε θα ήταν καλύτερα να τους σταματήσουμε;»

«Εννοείς να πάμε εκεί και να μπλέξουμε για κάτι που νομίζεις;»

«Βασικά... ναι»

«Μέσα. Θα ήθελα λίγους μπελάδες, να σου πω την αλήθεια. Δε θέλω να κάθομαι άλλο άπραγος»

Ίσως να κατάλαβε πως δεν ήθελε να τα πει όλα ο Μιχάλης. Δεν το συνέχισε πάντως και τελείωσαν εκεί τη συζήτηση, συνεχίζοντας την πορεία τους.

Δυο μέρες χρειάστηκαν για να φτάσουν στην πεδιάδα και να δουν τη Ραμόνα. Μόλις πλησίασαν την περιοχή, έκοψαν τον ρυθμό τους. Με το μυαλό του ανοιχτό ο Μιχάλης εντόπισε πολλούς μάγους, οι οποίοι από ότι κατάλαβε ήταν Χιζέρκα, να περιπολούν τη γύρω περιοχή.

«Ασ’ τους να μας ελέγξουν» του είπε ο Νίκος μόλις πλησίασαν λίγο περισσότερο, «θα πιστέψουν πως ψάχνουμε τους λίθους. Λίγο πριν μπούμε θα βάλουμε τους μανδύες» πρόσθεσε αναφερόμενος σε κάτι μανδύες που τους έδωσε ο Κώστας.

Ο Μιχάλης ένιωσε λίγο μετά κάποιον να ελέγχει το μυαλό του και όσα κουβαλούσαν μαζί τους. Δεν κράτησε πολύ και έτσι έφτασαν στα προάστια της πόλης ανενόχλητοι, μέχρι που ο Νίκος του έκανε νόημα να φορέσει το μανδύα. Μόλις το έκανε και προχώρησαν μέσα στην πόλη.

Δεν πρόλαβαν να κάνουν λίγα βήματα μέσα στην πόλη και είδαν να έρχεται κατά πάνω τους ένας άνδρας πάνω σε ένα μαύρο άλογο. Φορούσε εκείνα τα ρούχα που συνήθιζαν να φοράνε οι Χιζέρκα, και είχε ένα πολύ άγριο και εχθρικό βλέμμα. Εισχώρησε κατευθείαν στα μυαλά τους, τόσο γρήγορα και μυστικά που ο Μιχάλης δε θα προλάβαινε να προστατέψει τις αναμνήσεις του από το Ελέστερ και τις υπόλοιπες που δεν έπρεπε να δει ο άνδρας, αν δεν ήταν απροσπέλαστο το μυαλό του. Δε φάνηκε όμως να το αντιλαμβάνεται εκείνος, λες και η μαγεία του διαμαντιού έδινε ψεύτικες πληροφορίες. Μόλις βρήκε τις γυάλινες μπάλες στα σακίδιά τους, τους άφησε.

«Για ποιο λόγο ήρθατε εδώ;»

«Είμαστε σε αποστολή και απλώς περνάμε από αυτή την πόλη» του απάντησε ο Νίκος.

Ο άνδρας έμεινε να τους κοιτάζει λίγο, έστω και αν δεν έβλεπε τίποτα από αυτούς, και στη συνέχεια έκανε στην άκρη για να περάσουν. Τα δύο αγόρια ξεκίνησαν προς τα εκεί, ακούγοντας κάτι τελευταίο από τον άνδρα.

«Να είστε γρήγοροι»

Συνέχισαν μετά προς τα μέσα, αρχίζοντας να βλέπουν τι συνέβαινε σε αυτήν την πόλη, κάτι που σίγουρα συνέβαινε και στις άλλες, ένα θέαμα που δεν τους άρεσε σίγουρα.

Άνθρωποι κουρελιασμένοι, με πάρα πολλές πληγές, προχωρούσαν από εδώ και από εκεί μεταφέροντας αντικείμενα προς διάφορες κατευθύνσεις, καθοδηγούμενοι με τη βία από κάποιους Χιζέρκα, οι οποίοι έδειχναν να ευχαριστιούνται πολύ αυτό που έκαναν.

Τα μαγαζιά που υπήρχαν στους δρόμους ήταν κλειστά. Υπήρχαν επίσης και πάρα πολλές υλικές ζημιές στα κτήρια της πόλης, τόσες που θα έλεγε κανείς πως είχε γίνει πόλεμος εκεί, κάτι που λογικά ίσχυε και στην πραγματικότητα, αφού οι πολίτες θα πρέπει να είχαν αντισταθεί. Εκείνη τη στιγμή δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση, πράγμα αναμενόμενο από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν.

Ο Μιχάλης είχε σταθεί και παρατηρούσε τους μάγους εκεί να κινούνται γρήγορα, προσπαθώντας έτσι να αποφύγουν μερικά από τα συνεχή χτυπήματα των Χιζέρκα, με μαστίγια ή με απλή μαγεία. Ένιωσε το Νίκο δίπλα του να τον τραβάει για να συνεχίσει, νιώθοντας την ανησυχία του για το γεγονός ότι είχαν κοντοσταθεί εκεί. Προχώρησαν στη συνέχεια με γρήγορο βήμα, προσπαθώντας να αποφεύγουν τα σημεία με πολύ κόσμο, περνώντας από διάφορα άδεια στενά. Πέρασαν και μπροστά από το θεραπευτήριο, το οποίο ήταν γεμάτο από μάγους που βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση, κάτι που κατάλαβε ο Μιχάλης ανοίγοντας το μυαλό του και περιεργαζόμενος το χώρο.

Συνέχισαν την πορεία τους μέσα από διάφορα στενά, μέχρι που έφτασαν σε ένα μικρό και έρημο και έμειναν παγωμένοι στη θέση τους. Στο άλλο άκρο υπήρχαν δύο άνδρες, ο ένας πεσμένος στο έδαφος, βουτηγμένος στα αίματα και σφαδάζοντας και ο άλλος όρθιος με το χέρι του προς τον πεσμένο και την παλάμη του στραμμένη σε αυτόν. Δε χρειάστηκε να περάσει ούτε μια στιγμή για να καταλάβει ο Μιχάλης ότι τον βασάνιζε, προκαλώντας πόνους σε όλους τους μύες του πεσμένου άνδρα.

Ο τύπος που ήταν όρθιος μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία τους σταμάτησε και γύρισε να τους κοιτάξει με ένα ειρωνικό ύφος. Τους χαμογέλασε μετά και πλησίασε προς το μέρος τους.

«Μην τριγυρνάτε σε τέτοια μέρη, για να μην πάθετε κι εσείς τίποτα» τους είπε και μετά έφυγε, σφυρίζοντας ευχαριστημένος.

Ο Μιχάλης έμεινε παγωμένος να κοιτάζει τον πεσμένο άνδρα να μένει ακίνητος και να τινάζεται ανά μικρά διαστήματα, δείχνοντας πως υπέφερε. Γύρισε προς το μέρος του Νίκου, που ήταν επίσης ακίνητος, και πρέπει να κοίταζε αποσβολωμένος το θέαμα του άνδρα.

Μία σκέψη του ήρθε στο μυαλό, θυμούμενος μια ανάλογη εμπειρία που είχε πριν λίγο καιρό με κάποιον που υπέφερε, και πλησίασε προς το μέρος του άνδρα, ο οποίος δεν έδειξε να τον καταλαβαίνει και συνέχισε να υπομένει τον πόνο του. Θυμούμενος πως είχε καταφέρει να θεραπεύσει τη Γιάννα στο κλουβί της συμμορίας του Έκτορα, προσπάθησε να το κάνει και με εκείνον, στο στήθος του, όπου υπήρχε μία μεγάλη πληγή. Ελευθέρωσε μαγεία από μέσα του και τη μετέφερε προς τα εκεί, νιώθοντας ένα μικρό κάψιμο στο χέρι του.

Μετά από λίγο ένιωσε ο τραυματισμένος άνθρωπος σταμάτησε να τινάζεται. Γύρισε αργά το κεφάλι του προς το σημείο του Μιχάλη.

«Ευχαριστώ» τον άκουσε να ψελλίζει αδύναμα και μετά έγειρε το κεφάλι του και έκλεισε τα μάτια του, καθώς λιποθύμησε.

Ο Μιχάλης έμεινε σύξυλος να τον κοιτάζει απορώντας αν τα είχε καταφέρει, μέχρι που ένιωσε κάποιον να τον ακουμπά στον ώμο. Γύρισε και είδε έναν με μαύρο μανδύα και ξαφνιάστηκε, ενώ χρειάστηκε να περάσουν μερικές στιγμές για να θυμηθεί πως ήταν ο Νίκος.

«Έχεις τρελαθεί, ρε; Θα μας καταλάβουν. Πάμε γρήγορα να φύγουμε από εδώ»

Ο Μιχάλης δεν αντέδρασε και κίνησε βιαστικά να τον ακολουθήσει, βγαίνοντας από το στενάκι και συνεχίζοντας βιαστικά το δρόμο τους για την άλλη πλευρά της πόλης, από όπου θα έβγαιναν και θα συνέχιζαν την αποστολή τους. Συνάντησαν μερικούς ακόμη, αλλά δεν μίλησαν και πάλι σε κανέναν, μέχρι που έφτασαν στα προάστια της πόλης και συνάντησαν δύο άνδρες, πάνω σε μαύρα άλογα και την κλασική ενδυμασία των υπηρετών των Ηγετών.

«Γρήγορα, εξαφανιστείτε» τους είπε ο ένας από τους δύο, καθώς παραμέριζαν για να περάσουν τα δύο αγόρια οι δυο τους.

Εκείνοι έκαναν αυτό που τους είπαν και κίνησαν βιαστικά προς τα έξω, σε σημείο που έφτασαν να τρέχουν, μέχρι που άρχισαν να απομακρύνονται από την πόλη και τους ήλεγξαν υπηρέτες των Ηγετών που περιφρουρούσαν την περιοχή. Αφού προστάτεψε τις περισσότερες αναμνήσεις του ο Μιχάλης, τους άφησε να δουν το μυαλό του και μετά συνέχισε μαζί με το Νίκο προς το σημείο που έδειχνε το δράνο. Αυτή τη φορά άρχισαν να τρέχουν προς το δάσος που υπήρχε κοντά στην πόλη από την άλλη πλευρά της, μέχρι που μπήκαν μέσα του και άρχισαν να περπατάν ήρεμα. Σταμάτησαν μόλις έφτασαν βαθιά μέσα του.

Έβγαλαν τους μανδύες που φορούσαν και τους έβαλαν και οι δύο μέσα στα σακίδιά τους, καθώς κάθισαν για να φάνε και να ξεκουραστούν, μετά από την εμπειρία που είχαν μόλις.

«Έκανες μεγάλη βλακεία» του είπε σε μια στιγμή ο Νίκος, «παραλίγο να μας καταλάβουν. Την επόμενη φορά δε νομίζω να είμαστε τόσο τυχεροί»

«Το ξέρω, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω εκείνον τον άνδρα έτσι»

«Κατάλαβα γιατί το έκανες, αλλά δεν μπορούμε να ρισκάρουμε έτσι. Έχουμε μια αποστολή και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί μέχρι να την τελειώσουμε»

Συμφώνησε μαζί του, αφού το σκεφτόαν πιο καθαρά πλέον. Ίσως έπρεπε να γίνει πιο σκληρός, ώστε να μπορέσουν να βγάλουν την αποστολή τους εις πέρας.

Η υπόλοιπη διαδρομή δεν είχε κάτι το απρόοπτο, με τα δύο αγόρια να έχουν κάνει γρηγορότερο το βήμα τους, προσπαθώντας να τελειώνουν το πέρασμα από εκείνη την περιοχή. Διανυκτέρευσαν σε ένα μικρό δάσος που βρήκαν, όπου αποκοιμήθηκαν σύντομα.

Ένας απότομος ήχος και ένα μικρό σφύριγμα τον έκαναν να τιναχτεί από τον ύπνο του. Στην αρχή δεν κατάλαβε αν έβλεπε όνειρο ή αν είχε ξυπνήσει, αλλά μόλις το χτύπησε το αεράκι που υπήρχε στο δάσος, συνειδητοποίησε που βρισκόταν και πως ήταν ακόμη νύχτα. Δίπλα του αισθάνθηκε το Νίκο όρθιο και σηκώθηκε και εκείνος παραξενεμένος, ανοίγοντας το μυαλό του για να καταλάβει τι συνέβαινε.

Αισθάνθηκε την παρουσία πολλών ανθρώπων γύρω από το σημείο που βρισκόταν, να κάνουν βόλτες στο δάσος. Έκλεισε απότομα το μυαλό του για να μην τον καταλάβουν και στράφηκε δίπλα του, στον Νίκο, ο οποίος ήταν ακίνητος τόση ώρα.

«Έχουμε παρέα» του είπε εκείνος ψιθυριστά, τόσο που με δυσκολία τον άκουσε.

Παναγιώτης Βάβαλος