Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 29: Το Τέλος της Παραμονής στο Ελέστερ)

Το απόγευμα που ξύπνησε δεν μπορούσε να μείνει κλεισμένος στο δωμάτιο. Αυτό το πάθαινε πάντα όταν είχε άγχος, δηλαδή να μην άντεχε να μείνει σε κλειστό χώρο και προτιμούσε να κάθεται έξω και να τον χτυπά καθαρός αέρας. Αυτό όμως έγινε ακόμη χειρότερο μετά την κράτησή του στο Χίελθ, αφού είχε αποκτήσει κακή αίσθηση για τους κλειστούς χώρους.

Θέλησε να βγει έξω και να περπατήσει λίγο στο χωριό, αλλά οι υπεύθυνοι του ξενώνα δεν τον άφησαν. Έτσι, έμεινε στον κεντρικό θάλαμο, μέχρι που βράδιαε και ερήμωσε. Μόλις πήρε το σακίδιό του και γύρισε, βρήκε μία από τους υπεύθυνους να στέκεται δίπλα στην πόρτα.

«Τα μάτια σου δεκατέσσερα και να μην εμπιστεύεσαι κανέναν» άκουσε να του λέει μόλις πέρασε από δίπλα της.

Ο Μιχάλης γύρισε και την κοίταξε, κλείνοντας ελαφρά το κεφάλι του, δείχνοντας πως θα έκανε αυτά που του είπε. Δεν είπε τίποτα και μετά έφυγε από εκεί, ρίχνοντας πάλι μία τελευταία ματιά, με την πόρτα μετά να κλείνει πίσω του.

Ήξερε που έπρεπε να πάει. Θυμόταν πως δεν έπρεπε να τον καταλάβει κανείς και έτσι έψαξε με τα μάτια και το μυαλό τη γύρω περιοχή, επιβεβαιώνοντας τελικά πως δε βρισκόταν κανείς εκεί. Το χωριό ήταν σκοτεινό και το μόνο που έβλεπε ήταν η αντανάκλαση του φεγγαριού στη λίμνη. Τη θαύμασε λίγο ακόμη, πριν συνεχίσει την πορεία του προς την είσοδο της κρυμμένης περιοχής.

Δεν άργησε να φτάσει εκεί, όπου συνάντησε τους φρουρούς που την πρόσεχαν. Ο ένας από τους δύο μετακινήθηκε προς τα δεξιά του, ανοίγοντας χώρο για τη μικρή σήραγγα.

Εκείνη εντελώς σκοτεινή και άρχισε να κινείται ίσια, όπου γνώριζε πως έφτανε στο πέρασμα που καλυπτόταν από τα δύο πελώρια δέντρα. Δεν πέρασε πολλή ώρα, μέχρι που κατάλαβε ανοίγοντας το μυαλό του πως έφτασε εκεί. Μόλις σταμάτησε, άκουσε έναν αργό ήχο, ο οποίος κατάλαβε πως παράγονταν από τα δέντρα που μετακινούνταν για να ανοίξουν την είσοδο της σπηλιάς. Μόλις άνοιξε εκείνη μπήκε αρκετό φως μέσα, που ανάγκασε τον Μιχάλη να καλύψει τα μάτια του. Με το μυαλό του όμως αισθάνθηκε την απουσία τριών ανθρώπων.

Αφού συνήθισε το φως, άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τον Νίκο μαζί με τον Κώστα, αλλά και με τη Μαρία. Το φως προερχόταν από μία μικρή λάμπα, που έβγαζε όμως πολύ φως, την οποία κρατούσε ο Κώστας. Δίπλα του στεκόταν ο Νίκος, με ένα σακίδιο όπως του Μιχάλη και αποφασιστικό ύφος, ενώ από το χέρι τον κρατούσε η Μαρία, η οποία είχε βουρκωμένα μάτια.

«Είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε ο Κώστας.

«Ναι»

«Ωραία. Θα ξεκινήσετε από εδώ, θα κατέβετε το βουνό και θα συνεχίσετε προς το δασάκι. Θα πάτε με τα πόδια, γιατί πια ελέγχουν όλους τους ιππείς, και επομένως δεν μπορείτε να πάρετε κάποιο άλογο. Όσο θα ταξιδεύετε, θα παριστάνεται υπηρέτες των Ηγετών που ψάχνουν τους κρυμμένους λίθους. Για αυτό το λόγο χρησιμοποιούν παιδιά στην ηλικία σας κι έτσι δε θα σας δώσουν ιδιαίτερη σημασία. Θα χρειαστείτε απλώς αυτά μαζί σας»

Μόλις σταμάτησε έκανε μία κίνηση με το χέρι του και εμφάνισε από το πουθενά δύο γυάλινες μικρές μπάλες στις κορυφές των οποίων ήταν σχεδιασμένο στο σύμβολο των Ηγετών. Ο Νίκος πήρε αμίλητος το δικό του και το τοποθέτησε στο σακίδιό του, κάτι που έκανε αμέσως μετά και ο Μιχάλης.

«Τα πράγματα εκεί έξω» άρχισε να λέει ο Κώστας, «είναι πιο δύσκολα και πιο επικίνδυνα από ό,τι πιστεύετε. Τα λάθη δε συγχωρούνται, για αυτό να προσέχετε πολύ, αλλά και να αποφεύγετε τα μπλεξίματα»

Ο Νίκος αμέσως μετά είπε κάτι στη Μαρία, που δεν κατάφερε να ακούσει ο Μιχάλης, και την αγκάλιασε. Μετά από λίγο την άφησε και έκανε μεταβολή ξεκινώντας να κατηφορίζει το βουνό. Ο Μιχάλης χαιρέτησε με μία χειραψία τον Κώστα και χαμογέλασε στη Μαρία.

«Μην ανησυχείς» της είπε, «θα φροντίσω να επιστρέψει πίσω σώος και αβλαβής» και μετά τη χτύπησε φιλικά στον ώμο, «θα τα πούμε ξανά» απευθυνόμενος στον Κώστα και ακολούθησε και αυτός το Νίκο.

Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό από τότε που το φως εξαφανίστηκε, όπως και οι δύο που είχαν απομείνει πίσω. Τώρα, τα δύο αγόρια ήταν μόνα τους και ακολουθούσαν την πορεία, που θα τους οδηγούσε σε εκείνο το δασάκι.

Ξεκίνησαν λοιπόν, έχοντας γρήγορο ρυθμό, παρά το γεγονός ότι περπατούσαν στο σκοτάδι. Φυσικά, είχαν και οι δύο τα μυαλά τους ανοιχτά και καταλάβαιναν ακριβώς τι υπήρχε γύρω τους. Από ένα σημείο και μετά ο ήχος του καταρράκτη χάθηκε και άκουγαν μόνο το νερό στο ποτάμι που κυλούσε ορμητικά.

Η περιπέτεια λοιπόν ξεκινούσε.

Παναγιώτης Βάβαλος