Η Αλίσια βγήκε από την πόρτα του συνοδηγού ενθουσιασμένη.
«Αλίσια, χαλάρωσε!» είπε η Αμάντα γελώντας.
«Δεν μπορώ. Το πιστεύεις ότι φτάσαμε στον τελικό;»
«Ηρέμησε! Δεν χρειάζεται να δείχνεις τόσο πολύ στον Τόμσεν ότι τον γουστάρεις».
«Δεν χρειάζεται να γίνεσαι τόσο κακιά ,αλλά ξέρω γιατί φέρεσαι έτσι» είπε περπατώντας με την κολλητή της προς το γήπεδο.
«Γιατί;»
«Γιατί το δικό μου αγόρι είναι ο Αρχηγός της Ομάδας ενώ ο δικός σου όχι!»
Η Αμάντα γέλασε. «Με τον Ντέκλαν δεν είναι κάτι σοβαρό. Αλλά
και πάλι, καλύτερα που δεν είναι αρχηγός γιατί όλες θα ήθελαν να μου τον
κλέψουν».
«Καμία δεν θα μου κλέψει τον Τζόρτζ. Θυμήσου τα λόγια μου
Αμάντα Σίμονς… εγώ τον Τζoρτζ Τόμσεν θα τον παντρευτώ!»
«Αν δε σε σκοτώσει ο πατέρας σου που ήρθες στον αγώνα ενώ δεν σε άφησε» της είπε η Αμάντα γελώντας.
«Μπορούμε να πάμε από τα αποδυτήρια;» την ρώτησε με παρακλητικό ύφος.
Η Αμάντα κοίταξε την κολλητή της. «Όχι!»
«Μα είμαι το γούρι του Τζoρτζ».
«Τέτοια σου λέει και σε ρίχνει;»
«Έλα…. Σε παρακαλώ; Πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ!».
«Καλά!» της είπε εκνευρισμένη.
Κατευθύνθηκαν προς τα αποδυτήρια όπου βρήκαν τον προπονητή του σχολείου τους να στέκεται σαν Κέρβερος έξω από την πόρτα. «Πάλι εδώ εσύ;» δυσανασχέτησε ο προπονητής.
«Μπορώ να δω τον Τζόρτζ;» είπε η Αλίσια.
«Όχι!» της απάντησε αυστηρά.
«Ελάτε κύριε. Είμαι το γούρι του. Θέλετε να χάσουμε;»
Ο προπονητής κοίταξε τις δύο φίλες αυστηρά, γύρισε πίσω του και φώναξε δυνατά. «Τόμσεν!»
Ο Τζόρτζ εμφανίστηκε με τη στολή του. Με το που είδε την Αλίσια γούρλωσε τα μάτια του. «Τι κάνεις εδώ;» είπε γεμάτος έκλπηξη.
«Είναι ο τελικός. Όλο το σχολείο είναι εδώ!» απάντησε η Αλίσια αγκαλιάζοντας τον.
«Ο πατέρας σου ξέρει ότι είσαι εδώ;» τη ρώτησε καχύποπτα.
«Ε… φυσικά» απάντησε αμήχανα.
«Αλίσια!» διαμαρτυρήθηκε. «Ο πατέρας σου με μισεί ήδη και εσύ του δίνεις έναν επιπλέον λόγο να με σκοτώσει;»
«Τζόρτζ, ο πατέρας μου δεν θέλει να σε σκοτώσει, απλά είναι υπερπροστατευτικός! Εξάλλου, όλοι το έχουν σκάσει για να έρθουν εδώ».
«Εντάξει, πάω πάσο!» είπε.
«Εσείς οι δύο τελειώνετε!» είπε με ύφος έντονο ο προπονητής.
Ο Τζόρτζ συνοφρυώθηκε. «Θα σε δω στο τέλος του αγώνα. ΟΚ;»
Η Αλίσια του χαμογέλασε γλυκά. «ΟΚ» είπε φιλώντας τον.
«Σ’ αγαπάω!» της ψιθύρισε τρυφερά.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω» του απάντησε.
Ο διαιτητής σφύριξε για τελευταία φορά .Ήταν πλέον γεγονός: το Λύκειο Μπέικερσφιλντ ήταν ο φετινός νικητής. Η Αλίσια με τη λήξη του αγώνα, σηκώθηκε από τις κερκίδες για να πάει στον Τζόρτζ, όμως εκείνος είχε χαθεί από το γήπεδο.
«Ωχ όχι!» είπε τρομοκρατημένη.
«Τι έγινε;» ρώτησε η Αμάντα.
«Νομίζω πως συμβαίνει!» είπε τρέχοντας προς τα αποδυτήρια.
Βρήκαν τον Τζόρτζ κάτω από μια ντουζιέρα να βαριανασαίνει.
Όλες οι ντουζιέρες και οι βρύσες στα αποδυτήρια είχαν ανοίξει ορμητικά.
Η Αλίσια έτρεξε κοντά του. «Τζόρτζ» του είπε κλείνοντας την ντουζιέρα.
«Τζόρτζ!» επανέλαβε κλείνοντας το πρόσωπό του με τα χέρια της.
Ο Τζόρτζ άνοιξε τα μάτια του που είχαν αλλάξει το χρώμα τους σε έντονο γαλάζιο.
«Δεν μπορώ. Δεν θέλω αυτή την ζωή!» της είπε απεγνωσμένος.
«Αμάντα…το βραχιολάκι!» είπε αγχωμένη η Αλίσια.
Η Αμάντα έβγαλε ένα κίτρινο φωσφοριζέ βραχιολάκι από την τσέπη της και το πέρασε στο χέρι του Τζόρτζ.
«Μωρό μου, δεν θέλω να μπλεχτούμε... δεν θέλω να μπλεχτούμε σε όλη αυτή την τρέλα» είπε με λυγμούς.
«Το ξέρω. Το ξέρω» του είπε προσπαθώντας να τον καθησυχάσει.
«Μετά την αποφοίτηση… έλα να φύγουμε μαζί… σε παρακαλώ» της είπε με παρακλητικό ύφος.
«Και τι θα κάνουμε με τις δυνάμεις μας; Δεν μπορούμε να φοράμε τα βραχιόλια για όλη μας τη ζωή»
«Μόνο αυτά έχουμε. Δεν έχουμε άλλη επιλογή».
«Κι όμως έχετε!» είπε μια φωνή από την πόρτα.
Οι τρεις τους γύρισαν τρομαγμένοι.
«Ποια είσαι εσύ;» ρώτησε η Αμάντα φοβισμένη.
«Με λένε Άννα. Είμαι Ανεξάρτητη μάγισσα. Μπορώ να σας βοηθήσω!»
Σχεδόν μισή ώρα μετά είχαν φτάσει έξω από ένα σπίτι.
«Δώστε μου μισό λεπτό» είπε η Άννα βγαίνοντας από το αυτοκίνητο.
«Μπορούμε να την εμπιστευτούμε;» ρώτησε προβληματισμένη η Αμάντα που οδηγούσε.
«Φαίνεται καλή» απάντησε η Αλίσια.
«Σοβαρά τώρα; Το ότι σου φαίνεται για καλός άνθρωπος θεωρείς ότι είναι σοβαρός λόγος για να την εμπιστευτούμε;» ρώτησε εκνευρισμένη η Αμάντα.
« Φαίνεται να θέλει πραγματικά να μας βοηθήσει» είπε ο Τζόρτζ.
«Κι αν είναι τρελή; Αν θέλει να μας σκοτώσει; Ξέρετε τι θα κάνει με τις Δυνάμεις σας;»
«Αμάντα…» είπε νευριασμένος ο Τζόρτζ. «Δικές μας είναι οι Δυνάμεις ό,τι θέλουμε τις κάνουμε!».
Η Αμάντα έμεινε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα. «Αν συμβεί κάτι… το οτιδήποτε… θα σας κρίνω μέχρι να παντρευτώ!».
«Ω Θεέ μου!» είπε τρομαγμένη η Αλίσια. «Δηλαδή για πάντα;»
«Δεν πρόκειται να σου απαντήσω».
Η Άννα εμφανίστηκε στην βεράντα του σπιτιού και τους έκανε νόημα να περάσουν μέσα.
«Ελπίζω να μην το μετανιώσουμε» είπε η Αμάντα βγαίνοντας από το αυτοκίνητο.
«Συγγνώμη που σας έκανα να περιμένετε» απολογήθηκε η Άννα. «Ελάτε μέσα».
Ακολούθησαν την Άννα στο σαλόνι.
«Είστε σίγουροι πως θέλετε να το κάνετε;» ρώτησε η Άννα.
«Ναι» απάντησε ο Τζόρτζ.
«Το έχεις ξανά κάνει αυτό; Να πάρεις τις Δυνάμεις ενός Χαρισματικού;» ρώτησε η Αμάντα.
«Φυσικά. Δεν θα σας το πρότεινα αν δεν το είχα κάνει» απάντησε η Άννα.
Εκείνη δεν θα την εμπιστευόταν τόσο εύκολα. «Και ζουν όλοι;»
«Αμάντα!» την επίπληξε ο Τζόρτζ.
Η Άννα χαμήλωσε το βλέμμα της. «Το καταλαβαίνω ότι δεν μπορείτε να εμπιστευτείτε εύκολα κάποιον που μόλις γνωρίσατε. Ούτε κι εγώ θα το έκανα».
Η Αμάντα κοίταξε δύσπιστα την Άννα. «Και τότε γιατί μας βοηθάς;»
Η Άννα κοίταξε την Αλίσια και τον Τζόρτζ. «Ξέρω πως είναι να νιώθεις απροστάτευτος και φοβισμένος για αυτό θέλω να βοηθήσω».
«ΟΚ. Θα ξεκινήσω εγώ» είπε ο Τζόρτζ.
«Να σας προειδοποιήσω ότι για δυο με τρεις μέρες θα είστε άρρωστοι. Ζαλάδες, πονοκέφαλο ίσως πυρετό» τους προειδοποίησε η Άννα.
Ο Τζόρτζ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ας τελειώνουμε με αυτό».
«Δώσε μου το χέρι σου» είπε η Άννα. «Έτοιμος;» τον ρώτησε.
Ο Τζόρτζ της έγνεψε καταφατικά.
Η Άννα ήταν έτοιμη να αρχίσει όταν είδε μια σκιά στην πόρτα.
«Αγάπη μου... πήγαινε για ύπνο» είπε τρυφερά η Άννα. «Είναι αργά».
Η Αλίσια, ο Τζόρτζ και η Αμάντα γύρισαν για να δουν σε ποιον μιλούσε.
Ήταν ένα αγοράκι γύρω στα έξι.
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ» είπε λυπημένο.
«Πήγαινε στο δωμάτιο και διάλεξε το αγαπημένο σου παραμύθι. Θα έρθω σε λίγο. Εντάξει;»
«Εντάξει» είπε και έφυγε.
«Έχεις γιο;» ρώτησε έκπληκτη η Αμάντα.
«Ναι» απάντησε.
Η Αμάντα την κοίταξε ακόμα πιο μπερδεμένη. Η Άννα φαινόταν πολύ μικρή, σχεδόν στην ηλικία τους. «Πότε τον έκανες; Στα πέντε;»
«Στα δεκαεπτά» απάντησε η Άννα.
Η Αλίσια κοίταξε αυστηρά την Αμάντα. «Δεν είμαστε εδώ για να την βομβαρδίσουμε με προσωπικές ερωτήσεις».
«Κάν' το!» είπε αποφασισμένος ο Τζόρτζ.
Η Άννα πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να ψέλνει κάτι στα λατινικά.
Ο Τζόρτζ ένιωσε όλο του το σώμα να καίγεται. Κάθε κύτταρο του πονούσε. Έχανε ένα κομμάτι του εαυτού του, ένιωθε την Δύναμη του να φεύγει από το σώμα του μια για πάντα. Προσπαθούσε να μην φωνάξει, ενώ ο πόνος γινόταν όλο ένα και μεγαλύτερος.
«Πονάει. Σταμάτα!» είπε η Αλίσια φοβισμένη.
«Όχι... πρέπει να... την αφήσεις... σε παρακαλώ» είπε ο Τζόρτζ αγκομαχώντας.
Αν δεν τελείωνε τη διαδικασία θα πέθαινε. Λίγα δευτερόλεπτά αργότερα η Άννα σταμάτησε, δίνοντας τέλος στο μαρτύριό του.
«Πρέπει να πάει στο αυτοκίνητο. Ίσως λιποθυμήσει» είπε στην Αλίσια και την Αμάντα.
Πήγαν τον Τζόρτζ στο αυτοκίνητο και επέστρεψαν στο σπίτι.
«Θα είναι σίγουρα καλά;» ρώτησε τρομαγμένη η Αλίσια.
«Δεν είστε οι πρώτοι Χαρισματικοί από τους οποίους έχω αντλήσει τις Δυνάμεις, απλά θα είστε άρρωστοι για μερικές μέρες».
Η Αλίσια κάθισε απρόθυμα στον καναπέ απέναντι από την Άννα.
«Είσαι σίγουρη πώς θες να το κάνεις αυτό;»
Η Αλίσια πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ναι».
«Άπαξ και αντλήσω τις Δυνάμεις σου δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν θα μπορέσεις να τις έπάρεις ξανά πίσω. Αυτή η απόφαση θα καθορίσει όλη σου την ζωή. Για αυτό σε ρωτάω... είσαι σίγουρη για αυτό; Μπορεί με τον Τζόρτζ να χωρίσετε και να αλλάξεις γνώμη. Η επιλογή είναι δική σου. Λοιπόν; Είσαι σίγουρη;»
Η Αλίσια έμεινε κοκκαλωμένη για λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν καταδικασμένη να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της με τις συνέπειες της επιλογής της. Είτε είναι σωστή είτε όχι. Το μόνο πράγμα που ήξερε ήταν ότι αγαπούσε τον Τζόρτζ τόσο πολύ που δεν την ένοιαζε αν θα είναι Χαρισματική. Πήρε μια βαθιά ανάσα αποφασισμένη. «Αυτές οι Δυνάμεις μόνο μπελάδες θα φέρουν... πρέπει να τις ξεφορτωθώ. Ναι, είμαι σίγουρη» είπε δίνοντας το χέρι της στην Άννα.
Αγγίζοντας το χέρι της, η Άννα ένιωσε έναν ηλεκτρισμό να διαπερνά το σώμα της. Πρώτη φορά έβλεπε ένα τόσο έντονα φορτισμένο όραμα: στάχτη, φωτιά… ένα τεράστιο κτήριο, οι τοίχοι γεμάτοι καπνιά… Είδε ένα άλλο κτήριο καμένο συθέμελα. Πτώματα παντού. Και το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν δύο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
«Έμς.... Σ' αγαπώ!» είπε το αγόρι φοβισμένο.
«Κι εγώ σ' αγαπάω Μάικ!» είπε η κοπέλα με λυγμούς φιλώντας τον. Γύρισε το πρόσωπο της και κοίταξε τον νεαρό που στεκόταν μπροστά τους. «Θα καείς στην κόλαση για ότι έχεις κάνει Γκρέγκ» ούρλιαξε.
«Προς το παρόν οι μόνοι που θα καούν είστε εσείς. Τα χαιρετίσματα μου στον Θεό... αν όντως υπάρχει.»
Τα σώματα τους τυλίχτηκαν στις φλόγες και τα δυο παιδιά κάηκαν ζωντανά.
Η Άννα επανήλθε στην πραγματικότητα τρομαγμένη.
«Τι συνέβη;» ρώτησε η Αμάντα.
Η Άννα τις κοίταξε τρομοκρατημένη. «Πρόσεχε την Έμιλι».
«Τι;» ρώτησε μπερδεμένη η Αλίσια.
Η Αμάντα κοίταξε μπερδεμένη την Άννα.«Πώς ξέρεις τη μητέρα της;»
«Τι είδες;» ρώτησε φοβισμένη η Αλίσια.
«Μην μου δίνετε σημασία. Ένα ανόητο όραμα ήταν. Δεν είχε καμία σχέση με εσάς». είπε η Άννα πιάνοντας το χέρι της Αλίσια.
Η Αλίσια κοίταξε επίμονα την Άννα. Δεν την εμπιστευόταν. Και σίγουρα μετά από αυτό που μόλις έγινε, είχε δίκιο που ήταν καχύποπτη.«Είσαι σίγουρη πως δεν έχει καμία σχέση με εμάς;»
Η Άννα κοίταξε τις δύο κοπέλες χαμογελώντας τους όσο πιο πειστικά μπορούσε. «Αλήθεια. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε».
«Θα φροντίσω εγώ για αυτό» σκέφτηκε αρχίζοντας να αντλεί τις Δυνάμεις της Αλίσια.
Rene Rafael