Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 3)

Έχετε παρατηρήσει ποτέ πώς μεταμορφώνονται οι χώροι ανάλογα με την ψυχική μας διάθεση; Πώς αντανακλώνται όλες οι επιθυμίες και τα συναισθήματά μας πάνω στους επίπεδους τοίχους κάνοντάς τους να καμπυλώνουν στο άπειρο; Το πώς το απαραίτητο οξυγόνο για να ζήσεις καταντά δηλητηριώδες αέριο που σε πνίγει, σε σκοτώνει; Ότι το μυαλό μπορεί και ζωντανεύει τους δαίμονες που θεωρούσες ότι κάποτε τους είχες εξορίσει και σκοτώσει μία και καλή; Ότι το σωστό και η αλήθεια μπερδεύονται με το λάθος και το ψέμα, με τρόπους απροσδιόριστους που ποτέ σου δεν είχες φανταστεί ότι μπορούν να συνυπάρχουν;

Ότι σε κάνει επιτέλους να δεις πιο καθαρά;

Δεν είχε μείνει τίποτα πια, τα είχε γαμήσει όλα σε άλλη μια ηλίθια έκρηξη του εγωισμού της. Παγιδευμένη σε ένα εφιαλτικό αδιέξοδο, καθισμένη στο πάτωμα κάτω από το παράθυρο και κοιτώντας με μια αγωνιώδη προσμονή την πόρτα.

Το αλκοόλ την είχε θολώσει. Νικημένη, ένιωθε την ανάγκη να παραδοθεί και να τα ομολογήσει όλα. Έφταιγε. Ήθελε όσο τίποτα άλλο την συγχώρεση και η Βικτώρια ήταν η μόνη που μπορούσε να της την δώσει. Δεν την ένοιαζε καθόλου πια αν αυτό το εκλάμβανε σαν αδυναμία, αρκεί να γυρνούσε πίσω ή έστω να σήκωνε το αναθεματισμένο τηλέφωνο.

Έσφιξε το κινητό στα χέρια της και κοίταξε τη μαύρη οθόνη. Μια άδεια, νεκρή οθόνη, δίχως ίχνος ελπίδας που παρέμενε κλειστή. Πληκτρολόγησε για άλλη μια φορά το νούμερο της Βικτώριας περιμένοντας πίσω από κάθε εφιαλτικό κουδούνισμα να ακούσει την φωνή της.

Στο όγδοο χτύπημα η κλήση απαντήθηκε και η Αρετή τινάχτηκε όρθια, κάνοντας το τηλέφωνο να ταλαντευτεί επικίνδυνα στα χέρια της.

«Βικτώρια!» ούρλιαξε σχεδόν στο ακουστικό. «Βικτώρια! Πού είσαι;»

Πέρασαν μερικά τρομακτικά χιλιοστά του δευτερολέπτου ώσπου να ακουστεί η φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής. Κάτι όμως πήγαινε λάθος. Η γυναίκα που απάντησε δεν ήταν η Βικτώρια. Για μια στιγμή νόμισε πως μέσα στην σύγχυσή της το μυαλό τής έπαιζε ένα άσχημο παιχνίδι. Όμως όχι, αυτήν δεν ήταν η Βικτώρια.

«Ποιος είναι;» ρώτησε καχύποπτα.

Το δωμάτιο γέμισε από τρομακτικές σκιές και έναν ανυπόφορο βόμβο. Η όρασή της θόλωσε και το κινητό της έπεσε από τα χέρια στην απέλπιδα προσπάθειά της να πιαστεί από κάπου.

Φως. Ένα εκτυφλωτικό λευκό, σαν να της τρυπούσαν τις κόρες των ματιών. Φως, φωτιά, πόνος. Λευκός πόνος.

Σωριάστηκε στα σκληρά πλακάκια. Τα πνευμόνια της αναζητούσαν απεγνωσμένα αέρα. Αρνούνταν να το πιστέψει, το μυαλό της ήταν ανίκανο να αφομοιώσει την πληροφορία.

«Λυπάμαι, μα η φίλη σας είχε ένα ατύχημα με την μηχανή. Έφτασε νεκρή στο νοσοκομείο».

Η θερμοκρασία έπεσε απότομα. Άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα καθώς η φρικτή συναίσθηση των γεγονότων τρύπωνε σαν ύπουλο σκουλήκι στο μυαλό της.

«Εγώ την σκότωσα. Εγώ φταίω».

Μια αυθόρμητη κραυγή έσκισε την ησυχία της νύχτας. Ο ενοχλητικός βόμβος είχε χαθεί και τη θέση του πήραν ουρλιαχτά και αναφιλητά. Τα μάτια της, που είχαν μείνει τόσα χρόνια στεγνά, άνοιξαν ξανά. Ένα απίστευτο απόθεμα από δάκρυα που κρατούσε φυλακισμένα, ξεχύθηκαν αβίαστα πια. Όλος ο πόνος και η οδύνη που έκρυβε μέσα της βρήκαν διέξοδο τελικά, χωρίς όμως την επιθυμητή λύτρωση.

Προσπάθησε να κουνηθεί, μα όλο της το σώμα είχε μουδιάσει. Τα μάτια της αδυνατούσαν να εστιάσουν στο χώρο. Οι τοίχοι, τα έπιπλα, τα αντικείμενα, είχαν στήσει έναν τρελό χορό γύρω της.

«Την σκότωσα! Την σκότωσα! Την σκότωσα!»

Μια σουβλιά διαπέρασε το κρανίο της, κάνοντάς τη να μπήξει τα νύχια στο κεφάλι της. Σήκωσε απεγνωσμένη το κεφάλι της. Ο χώρος είχε σκοτεινιάσει με έναν πολύ δυσοίωνο τρόπο. Οι φωτογραφίες γύρω της την είχαν κυκλώσει προκαλώντας της ασφυξία. Όλα τα πρόσωπα είχαν μεταμορφωθεί σε γκροτέσκες μορφές που την κάρφωναν με τα απειλητικά τους βλέμματα. Το διαμέρισμα συρρικνώνονταν και γινόταν μια μέγγενη που την συνέθλιβε. Η πόρτα απείχε λίγα μόλις μέτρα μακριά της, μα το να την φτάσει δεν της έδινε την ευκαιρία να διαφύγει.

Στηρίχθηκε όσο πιο καλά μπορούσε, ακουμπώντας τις γροθιές της στο πάτωμα. Ρουθούνισε αγριεμένη, απελπισμένη. Όχι, δεν είχε νόημα αν φτάσει ως την πόρτα. Δεν υπήρχε τίποτα πίσω της, παρά μόνο ένα απύθμενο σκοτάδι έτοιμο να την καταπιεί και όχι η βοήθεια στην οποία ήλπιζε. Ό,τι ήταν κάποτε σημαντικό για εκείνη ανέπνεε και γελούσε μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Και τώρα υπήρχε μόνο η σιωπή. Μια νοσηρή, επικίνδυνη σιωπή.

Με υπεράνθρωπη προσπάθεια στάθηκε ξανά στα πόδια της ασθμαίνοντας. Τα μάτια της, που ήταν ακόμα υγρά, εστίασαν στην φωτογραφία που απεικόνιζε την ίδια, στον τοίχο απέναντί της. Είχε ελαφρώς σκυμμένο το κεφάλι. Δεν κοιτούσε τον φακό και ήταν από τις ελάχιστες φορές που τα αγκυλωμένα της χείλη σχημάτιζαν ένα υποτυπώδες χαμόγελο.

Όλη της η απελπισία συγκεντρώθηκε στην γροθιά της και την κοπάνησε με όση δύναμη ποτέ δεν πίστευε ότι είχε. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε όλο της το σώμα σαν ηλεκτρική εκκένωση. Τα δάχτυλά της γέμισαν αίματα από τα θραύσματα που είχαν σφηνωθεί στη σάρκα της. Ούρλιαξε πιο δυνατά αυτή τη φορά. Έσφιξε τα δόντια καθώς χοντρές στάλες ιδρώτα σχηματίζονταν στο μέτωπό της. Πήρε ένα μεγάλο κομμάτι γυαλιού που είχε μείνει γαντζωμένο στο ξύλινο πλαίσιο της κορνίζας και ξάπλωσε μέσα στην ορειχάλκινη μπανιέρα. Έπειτα, με αργές και υπολογισμένες κινήσεις χάραξε τις φλέβες στον αριστερό της καρπό.

Ηλίας Στεργίου