Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 4)

Χώνουν τα νύχια οι δαίμονες, βαθιά την ψυχή μας
Ντυμένα με κατάθλιψη, τα λευκά πρόσωπά τους

Ο Δήμος σε εγρήγορση στεκόταν μπροστά στην εστία με τα πόδια ελαφρώς λυγισμένα και τα χέρια προτεταμένα. Τα μάτια του αεικίνητα σάρωναν το γήπεδο, μα στην πραγματικότητα όλη του η προσοχή ήταν επικεντρωμένη στα δεξιά. Η ένταση της μουσικής στο τέρμα, μα δεν ήταν οι στίχοι από τους Εν Λευκώ που τον αποσπούσε από την μπάλα που πλησίαζε επικίνδυνα την εστία του.

Γελάν δυνατά, μα είναι σειρήνες

Και εγώ μονάχος, έχω ξεμείνει από κατάρτια

Μπορούσε να ξεχωρίσει τη φωνή της παρά την βαβούρα που επικρατούσε από όλους αυτούς που είχαν μαζευτεί στις τσιμεντένιες κερκίδες. Μια φωνή δυνατή, με λεξιλόγιο λιμενεργάτη, στολισμένη με γαλλικά των νοτίων προαστίων, όπως έλεγε γελώντας τρανταχτά.

«Μαλάκα, η Ελένη έβγαλε είκοσι παρά ένα. Σοβαρά τώρα; Εγώ θα ντρεπόμουν αν ήμουν στην θέση της. Δεν θα με έκανα ούτε εγώ παρέα!»

Ακούμπησε το κινητό από το οποίο ακουγόταν το τραγούδι δίπλα της και έβγαλε τα σύνεργα να στρίψει τσιγάρο. Οι φίλες της κουνούσαν ρυθμικά το κεφάλι τους στο ρυθμό της ραπ μουρμουρίζοντας σιγανά τα λόγια.


Μας στοιχειώνει αυτό, που το όνομα του δε λέμε

Δε μπορώ να το προφέρω γιατί δεν ξέρω ποιο είναι

Είμαι εγώ; Είσαι εσύ; Είμαστε όλοι μαζί

αυτό το τέρας που ζει στην αθέατη πλευρά της σελήνης


«Εγώ έβγαλα έντεκα και τέσσερα», συνέχισε. «Ευτυχώς, βλάκα, πέρασα οριακά. Εκατόν δεκατρείς απουσίες. Στις εκατόν δεκατέσσερις έμενα».

Νέα γέλια ακούστηκαν, με το δικό της να καλύπτει των υπολοίπων. Η Στέφη ήταν η ψυχή της παρέας και έκανε τα πάντα με θόρυβο. Όπως ακριβώς και με τους κτύπους της καρδιάς του Δήμου κάθε φορά που το βλέμμα της έπεφτε πάνω του.

Προσπαθούσε να μην καρφώνεται. Δεν ήθελε με τίποτα να καταλάβει η Στέφη ότι την κοιτούσε. Περισσότερο, δε, να καταλάβει ότι την γούσταρε και μάλιστα τρελά. Ότι ζήλευε που την έβλεπε να μιλάει με άλλους, ακόμα και με τις φίλες της. Που γελούσε και δεν ήταν αυτός η αιτία. Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει μέσα στα δερμάτινα γάντια του. Ήταν μέσα Ιουνίου, προχωρημένο απόγευμα μα δεν ήταν αυτή η αιτία που ανέβαζε παλμούς. Σκούπισε το μέτωπό του και προσπάθησε να την αγνοήσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Η Στέφη ήταν συνομήλικη και συμμαθήτριά του στο Λύκειο. Είχε καστανόξανθα μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδες στο πλάι του κεφαλιού, κεχριμπαρένια μάτια και έναν ασημένιο κρίκο στο αριστερό της ρουθούνι. Φορούσε μια κοντή μπλούζα που άφηνε τη μέση της ακάλυπτη, και δυο απαλές καμπύλες να διαγράφονται στο ύψος του στήθους, σημάδια μιας άγουρης νιότης. Το κοντό ξεβαμμένο τζιν παντελόνι με τα κρόσσια αναδείκνυε δυο όμορφα γυμνασμένα πόδια.

Δεν πρόλαβε καν να τη δει. Άκουσε μόνο ένα ελαφρύ σφύριγμα και η μπάλα πέρασε ξυστά στο αυτί του, καταλήγοντας στα δίχτυα πίσω του. Ένα δυνατό σούσουρο ακούστηκε ανακατεμένο με βρισιές και ο Δήμος συνειδητοποίησε ότι μόλις έφαγε το πρώτο του γκολ. Δεν ήταν όμως τόσο αυτό που τον έκανε να τσαντιστεί όσο το ότι η Στέφη γύρισε και τον κοίταξε. Και γελούσε. Μαζί του.

Ένιωσε τα μάγουλά του να παίρνουν φωτιά και τα νεύρα του να χτυπάνε κόκκινο. Έσφιξε αγανακτισμένος τις γροθιές του και πήγε ντροπιασμένος να πάρει τη μπάλα. Ένιωσε ένα γερό σκούντημα στον ώμο και γύρισε ξαφνιασμένος.

« Πού είχες το μυαλό σου, ρε φλώρε;»

Προσπάθησε να τον αγνοήσει και ο Λευτέρης τον σκούντηξε ξανά, αυτή τη φορά πιο δυνατά.

«Δε μ’ ακούς, ρε μαλάκα; Έφαγες γκολ, το κατάλαβες;»

Το στενό μουσούδι του συμπαίκτη του είχε αλλοιωθεί από μια έκφραση μίσους. Τα μικρά μαύρα του μάτια μαρτυρούσαν πως ήταν πρόθυμος να φτάσει πολύ πιο μακριά από μια απλή λεκτική αντιπαράθεση και έψαχνε να βρει απλά την αφορμή.

«Παράτα με, ρε!»

Ο Λευτέρης τσιτώθηκε άγρια. Τέντωσε το κορμί του και τού όρμησε. Πριν όμως προλάβει να κλιμακωθεί το κακό τα πέντε άτομα της ομάδας τους μπήκαν στη μέση και τους χώρισαν.

«Κόφτε το, ρε!» φώναξε ο Πάνος, που εκτελούσε χρέη αρχηγού. «Πάτε καλά, ρε; Χαλαρώστε! Θα πλακωθείτε για βλακείες;»

Ο Λευτέρης αγριοκοίταξε τον Δήμο και ετοιμάστηκε να του επιτεθεί πάλι. Το βλέμμα του Πάνου, ο οποίος τον περνούσε ένα κεφάλι τον απέτρεψε. Χαμογέλασε χαιρέκακα και τον σημάδεψε με το δάχτυλο. Σκούντηξε με δύναμη έναν συμπαίκτη του που βρισκόταν δίπλα του καθώς αποχωρούσε από το γήπεδο.

«Ξεκόλλα, ρε συ Δήμο; Πας και μπλέκεσαι με τον Λευτέρη; Δεν ξέρεις ότι ξύνεται για καυγά;»

«Πας καλά, ρε; Αυτός μου την έπεσε!»

Ο Πάνος στράβωσε το στόμα του σε μια αποδοκιμαστική έκφραση. Σήκωσε τα χέρια σα να του έλεγε πως παραιτούνταν και έφυγε για ν’ ανακατευτεί με την υπόλοιπη ομάδα. Γύρισε το κεφάλι για να διαπιστώσει πως η Στέφη ήταν απασχολημένη λικνίζοντας το κορμί της στον ρυθμό της μουσικής και φωνάζοντας στα υπόλοιπα κορίτσια της παρέας της.

Το σκορ δεν άλλαξε και το γκολ εκείνο καθόρισε την έκβαση του παιχνιδιού, υπέρ των αντιπάλων. Επικράτησαν πανηγυρισμοί και γιουχαΐσματα καθώς οι επόμενες ομάδες αυτού του άτυπου τουρνουά έμπαιναν στο τερέν. Έφτυσε αγανακτισμένος και πήγε προς τη γωνία όπου είχε τον σάκο με τα πράγματά του. Είδε τον Λευτέρη σε κάποια απόσταση από την άλλη μεριά του φράχτη, τη στιγμή που έβγαζε τα γάντια του.

«Θα σε πετύχω», τον άκουσε να του λέει.

«Θα μου τα κάνεις αέρα, ηλίθιε!»

Ο Λευτέρης έτριψε τη μύτη του με την ανάποδη της παλάμης του. Φάνηκε να γρυλλίζει κάποια βρισιά, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Άρπαξε τον σάκο του και τον πέρασε στους ώμους. Χαιρέτησε τους συμπαίκτες του και πήγε προς το ποδήλατό του, που το είχε παρκαρισμένο κοντά στην πύλη του γηπέδου, μαζί με τα υπόλοιπα. Ο ήλιος θα αργούσε ακόμα λίγο να δύσει, κόντευε οκτώ. Ήταν μια καλή ευκαιρία να γράψει μερικά χιλιόμετρα ποδηλατώντας για να εκτονωθεί. Οι φλέβες στον λαιμό του είχαν φουσκώσει και, αν δεν το έκανε, νόμιζε πως θα εκρήγνυνταν.

«Ωραίος αγώνας».

Ο Δήμος πάγωσε. Η Στέφη ήταν εκεί και τον περίμενε, μα ήταν τόση η θολούρα του που πιο πολύ την άκουσε όταν του μίλησε παρά την είδε. Ανασκουμπώθηκε προσπαθώντας να το παίξει άνετος και κουλ. Κούνησε τάχα ανέμελα το κεφάλι και τα ιδρωμένα καστανά μαλλιά του τινάχτηκαν με σπασμωδικές κινήσεις. Προσπάθησε να καταλάβει αν τον κορόιδευε ή το εννοούσε αλλά η ταραχή του ήταν κακός σύμβουλος. Τον πλησίασε κι άλλο, το κορμί της ανέδιδε μια θέρμη, τα μαλλιά της μύριζαν σαπούνι και κάποιο φρούτο που αδυνατούσε να συλλάβει εκείνη την στιγμή, καθώς οι παλμοί της καρδιάς του ανέβηκαν κατακόρυφα.

«Θα πάμε για μπύρες στο δασάκι», του είπε.

«Δεν πίνω», ήταν η αυθόρμητη απάντησή του χωρίς να δώσει χρόνο στον εαυτό του να το σκεφτεί. Βλαστήμησε από μέσα του για την βλακεία που ξεστόμισε.

Η Στέφη γέλασε δυνατά, αφήνοντας να φανούς δυο σειρές κατάλευκα δόντια. Η ανάσα της μύριζε φτηνό καπνό και αλκοόλ. Πλατάγισε τα χείλη της και τον κοίταξε με νόημα. Έπειτα, έβγαλε από την τσέπη της ένα σφαιρικό κόκκινο γλειφιτζούρι και το έβαλε στο στόμα. Το έπαιξε μερικά δευτερόλεπτα με την γλώσσα της.

«Αν αποφασίσεις να αφήσεις αυτές τις φλωριές, ξέρεις πού θα με βρεις».

Τού έκλεισε το μάτι και έφυγε γελώντας, αφήνοντάς τον σαστισμένο.

Πορτοκάλι.

Η μυρωδιά των μαλλιών της ήταν πορτοκάλι.

Ηλίας Στεργίου