Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 5)

Μαριονέτες φριχτές, στο θέατρο του παραλόγου
Σέρνονται εγκλωβισμένες
Σε όνειρα λευκά δίχως τέλος

Η μεγάλη φωτιά που είχα ανάψει φώτιζε τον, κατά τ’ άλλα, σκοτεινό χώρο. Οι Εν Λευκώ ακουγόταν στη διαπασών από ένα ηχείο Bluetooth συνδεμένο ασύρματα με κάποιο κινητό και οι περισσότεροι νεαροί κουνούσαν εκστασιασμένοι το κεφάλι στο ρυθμό της μουσικής, με τις μπύρες στο χέρι. Είχε ψύχρα και το ποτάμι που κυλούσε μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα δίπλα τους έκανε την υγρασία αισθητή.

Οι πιο πολλοί ήταν συμμαθητές και γνωστοί του αλλά υπήρχαν και άγνωστες φάτσες που τις έβλεπε για πρώτη φορά. Αυτό ήταν κάτι που του προκαλούσε μια κάποια ανασφάλεια, μα όλες του οι αναστολές αίρονταν κατά κάποιο τρόπο στην ιδέα πως θα ήταν και η Στέφη εκεί. Δεν τις πολυγούσταρε αυτές τις φάσεις. Δεν έβρισκε κάτι το ουσιαστικό στο να μαζεύονται ένα τσούρμο έφηβοι και να γίνονται λιώμα από το ποτό. Γενικά δεν έβρισκε τίποτα το ουσιαστικό στο να βγαίνεις από το σπίτι εάν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος. Δεν τα γούσταρε όλα αυτά, ήθελε την ησυχία του, να λιώνει στο pc σπάζοντας τα νεύρα της μάνας του που του φώναζε συνέχεια στα μούτρα πως ήταν ένα αντικοινωνικό πλάσμα, όπως ακριβώς και ο πατέρας του.

Χαμογέλασε στη σκέψη. Ώρες-ώρες καταντούσε σπαστική με τις φωνές και τις νουθεσίες της, αλλά κατά βάθος είχε την πλάκα του. Βέβαια, όταν το πράγμα ξέφευγε, αρκούσε να κλείσει την πόρτα αγνοώντας την επιδεικτικά και να χαθεί στον κόσμο του, πράγμα που γινόταν σχεδόν καθημερινά.

Δεν είχε όρεξη για βόλτα αυτό το βράδυ, αλλά τα πράγματα είχαν ξεφύγει για τα καλά στο σπίτι και, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα, πήρε το ποδήλατο και την κοπάνησε χωρίς να τους πει κουβέντα.

Ο πατέρας του χωμένος στην ασφάλεια της πολυθρόνας κοιτούσε σιωπηλός τη μάχη που διεξάγονταν ανάμεσα σ’ αυτόν και στη μάνα του Δήμου τηρώντας ουδέτερη στάση στο όλο θέμα, γεγονός που την φούρκιζε ακόμα περισσότερο. «Πες κάτι και εσύ, τι κάθεσαι και κοιτάς;»

Τον πήγαινε τον γέρο του. Αν μη τι άλλο αυτός του έσπαζε λιγότερο τα αρχίδια, κρατώντας χαμηλό προφίλ και τις απαραίτητες αποστάσεις . Δεν ήταν τόσο ότι τον κατανοούσε όσο ότι είχε τον τρόπο να καλμάρει λίγο την τεταμένη ατμόσφαιρα, με το να μη συμμετέχει σχεδόν ποτέ.

Αυτή τη φορά όμως δεν τα είχε καταφέρει. Αντάλλαξε βαριές κουβέντες με τη μάνα του, κουβέντες που δεν εννοούσε ούτε αυτή αλλά ούτε και εκείνος, μα και οι δύο ήταν πολύ εγωιστές για να το παραδεχτούν.

Η Στέφη καθόταν κοντά στη μεγάλη φωτιά και το πρόσωπό της έπαιρνε μια παράξενη πορτοκαλί ανταύγεια καθώς οι φλόγες, τις οποίες κοιτούσε εκστασιασμένη, φαίνονταν να γλύφουν την επιδερμίδα της. Κουνούσε ελαφρά το κεφάλι της στον ρυθμό της μουσικής, στα χέρια της κρατούσε ένα κουτάκι μπύρα. Μόλις τον αντιλήφθηκε, τα χείλη της σχημάτισαν ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Τελικά δεν είσαι και τόσο φλώρος», φώναξε τόσο δυνατά που η φωνή της υπερκάλυψε την μουσική.

Αρκετά κεφάλια γύρισαν και κοίταξαν αδιάφορα προς το μέρος του. Ακόμα λιγότερα το κούνησαν σαν μια ένδειξη χαιρετισμού για να γυρίσουν ξανά στις προηγούμενες ασχολίες τους.

Την πλησίασε δειλά και την χαιρέτησε αμήχανα. Τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη για καλωσόρισμα και, χωρίς να τον ρωτήσει, έβγαλε μια μπύρα από το μικρό φορητό ψυγειάκι. Την κοίταξε με αβεβαιότητα.

Ο Έμινεμ ακούστηκε από την τσέπη του και έβγαλε απρόθυμα το κινητό του. Μόρφασε σαν είδε τον αριθμό κλήσης και το έβαλε βιαστικά ξανά στην τσέπη του, αγνοώντας την κλήση.

«Γαμώτο», έκανε σιγά μέσα από τα σφιγμένα του δόντια.

Η Στέφη τον κοίταξε με περιπαικτικό ύφος σουφρώνοντας τα χείλη της.

«Σε ψάχνει η μανούλα;»

Προτίμησε να την αγνοήσει και να μην απαντήσει στο δηκτικό της σχόλιο. Η αποστροφή του για το αλκοόλ δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο ο πιθανός εξευτελισμός στα μάτια της αν δεν έπινε. Πήρε το κουτάκι από τα χέρια της θιγμένος. Η γεύση της του φάνηκε απαίσια και κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να μην το δείξει, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Η παρουσία της Στέφης, όμως, ήταν ο καταλύτης για να την κάνει υποφερτή. Εκείνη έβαλε τα γέλια, μα δεν είπε κάτι.

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, κοιτάζοντας τα κλαδιά να γίνονται παρανάλωμα του πυρός. Ο Δήμος ένιωθε να φουντώνει και να ζεσταίνεται και ήταν σίγουρος πως δεν έφταιγε η φωτιά. Κάτι το ότι στεκόταν δίπλα στην Στέφη, τόσο κοντά που τα σώματά τους σχεδόν αγγίζονταν, κάτι η μπύρα που άρχισε να του φέρνει μια διφορούμενη ναυτία, κάτι το άρωμα της που έκανε την ζάλη ακόμα εντονότερη.

Μετά το μεγαλειώδες σόλο της κιθάρας, η ένταση της μουσικής έπεσε και ο ρυθμός χαλάρωσε. Η Στέφη έγειρε το κεφάλι της και ακούμπησε μαλακά πάνω στο μπράτσο του. Όλο του το σώμα τέθηκε σε συναγερμό και οι μυς του σφίχτηκαν απότομα, λες και τον είχε ακουμπήσει πυρωμένο σίδερο. Τα μαλλιά της χάιδεψαν το μάγουλό του και αντιστάθηκε στον πειρασμό να τα αγγίξει. Ανάσανε γρήγορα και ήπιε μια μεγάλη γουλιά για να συνέλθει, μα το ξεθυμασμένο υγρό έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα.

Από την άλλη, η Στέφη έδειχνε να είναι βυθισμένη σε μια μακάρια νηφαλιότητα. Είχε κλειστά τα μάτια και μουρμούριζε κάτι το ακατάληπτο, κάτι που δεν μπορούσε να κατανοήσει ο μισομεθυσμένος του εγκέφαλος. Ένιωθε αθάνατος, τα σώματα τους αγγίζονταν, η επιδερμίδα της ήταν ζεστή και λεία. Η μπύρα εκείνη τη στιγμή έπαψε να του φαίνεται τόσο χάλια. Αισθανόταν και ηλίθιος ταυτόχρονα που το σώμα του είχε πετρώσει και τού ήταν αδύνατον να κάνει την παραμικρή κίνηση. Από την άλλη όμως φοβόταν ακόμα και να ανασάνει, μην τυχόν και χαλάσει τη στιγμή, μήπως κάνει κάτι το χαζό που θα το ερμήνευε με λάθος τρόπο και όλα πήγαιναν κατά διαόλου. Η γλώσσα του είχε δεθεί κόμπος και τα φωνήεντα άρχισαν να μπερδεύονται με τα σύμφωνα μέσα στο στόμα του. Το σπάσιμο όμως ήρθε από αλλού.

«Ε Στέφη!»

Η Στέφη σήκωσε το κεφάλι της αργά. Δε φαινόταν να τη νοιάζει που κάποια την είχε δει σε αυτή τη στάση, σε αντίθεση με τον Δήμο που ένιωσε την γη να ανοίγει για να τον καταπιεί. Ήταν ένοχος για κάτι που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει και η Στέφη έμοιαζε να απολαμβάνει τα σχεδόν παιδιάστικα καμώματά του.

«Ει!» ανταπέδωσε μόλις γνώρισε την φίλη της. «Ε μαλάκα μου! Από πού ξεφύτρωσες εσύ;»

«Από καμιά μήτρα φαντάζομαι!»

Τρανταχτά γέλια και από τις δύο τον έκαναν να σταθεί ένα βήμα πιο πέρα. Η νεαρή, που του ήταν γνωστή καθώς την είχε δει μερικές φορές στο προαύλιο του σχολείου, δεν έχασε την ευκαιρία και χώθηκε σφήνα ανάμεσά τους. Η ταραχή του μεγάλωσε καθώς τον κάρφωσε με το βλέμμα της, ενώ σήκωνε το μπουκάλι για να πιει από την μπύρα της.

Ακόμα και από την ελάχιστη πείρα που διέθετε καταλάβαινε πως η ποσότητα του αλκοόλ που κυλούσε στις φλέβες της ξεπερνούσε κατά πολύ τα επιτρεπτά όρια. Του χαμογέλασε λάγνα και κόλλησε πάνω του.

«Και πώς είπαμε ότι σε λένε εσένα;»

Τραύλιζε ελαφρώς, μα τα μάτια της παρέμεναν καρφωμένα πάνω του, κάτι που δεν άρεσε στην Στέφη. Την έσπρωξε δυνατά και τον άρπαξε από το μπράτσο.

«Εξαφανίσου!» της γρύλλισε μέσα από τα δόντια και εκείνη πισωπάτησε χωρίς δεύτερη κουβέντα, με τα χέρια σηκωμένα σε αμυντική στάση. Έμεινε να την κοιτάζει, μέχρι που χώθηκε σε μια παρέα κοριτσιών.

Τον τράβηξε με τρόπο που έδειχνε ότι δεν σήκωνε αντίρρηση και απομακρύνθηκαν προς την καρδιά του δάσους, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Την ακολούθησε σιωπηλός, υποταγμένος στη θέλησή της. Τον τρόμαζε και τον εξίταρε ταυτόχρονα που είχε πάρει αυτή την πρωτοβουλία. Αναρωτιόταν μόνο πού θα κατέληγε αυτή η βόλτα τους στα σκοτεινα.

Είχαν απομακρυνθεί αρκετά, οι ήχοι που έφταναν ως εκεί ήταν ένα συνονθύλευμα από νότες και μπερδεμένες φωνές. Άφησε το χέρι του και ακούμπησε με την πλάτη της πάνω στον χοντρό κορμό ενός γέρικου πλάτανου. Έγλειψε τα χείλη της χαρούμενη ενώ ο Δήμος κατέβαζε και τις τελευταίες γουλιές από την μπύρα. Είχε αποκτήσει άλλη γεύση τώρα, πιο ανεκτή. Στα μάτια της τρεμόπαιζαν ακόμα οι φλόγες και το γέλιο της τώρα έβγαινε πιο συγκρατημένο.

«Σου έχουν πει πως έτσι όπως έχεις τα μαλλιά σου μοιάζεις με κουνουπίδι;»

Της φάνηκε τόσο αστείο που ξεκαρδίστηκε και πάλι. Ευτυχώς που η νύχτα πρόσφερε τέλεια κάλυψη και έτσι δεν μπόρεσε να το δει που είχε κοκκινίσει μέχρι τις φτέρνες από την ντροπή. Τον κάρφωσε με τα μάτια της κάνοντάς τον να νιώσει ακόμα πιο αμήχανα. Δυσκολευόταν να μείνει ακίνητη, το σώμα της λικνίζονταν ελαφρά με ένα μεθυσμένο ρυθμό.

Του άρπαξε τα χέρια και τον έφερε κοντά της. Είχε πιει λιγότερο από εκείνη, μα νόμιζε πως τα πόδια του ήταν καμωμένα από λάστιχο. Οι φωνές και τα γέλια έσβηναν καθώς το πρόσωπό της πλησίαζε το δικό της. Τα χείλη της είχαν σχεδόν ακουμπήσει τα δικά του όταν ο Έμινεμ έκανε ξανά το θαύμα του.

«Γαμώτο, ρε μάνα!» είπε πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η Στέφη γέλασε ξανά, τόσο δυνατά που έχασε την ισορροπία της. Την τελευταία στιγμή άπλωσε τα χέρια και την άρπαξε. Την τράβηξε με δύναμη και την κόλλησε στο στήθος του.

«Ένα από τα καλά του να είσαι τερματοφύλακας».

«Αν ήσουν τόσο σβέλτος και στο παιχνίδι, μπορεί και να κερδίζατε».

Ένιωσε τον εγωισμό του να θίγεται. Την έσφιξε πιο πολύ πάνω του και την φίλησε με πάθος στα χείλη. Η ανάσα της μύριζε καπνό και αλκοόλ, η γλώσσα του κινήθηκε άγαρμπα να βρει την δική της.

Πριν προλάβει να το κάνει, η Στέφη τον απώθησε, ακούμπησε το ένα της χέρι στο δέντρο, το άλλο στην κοιλιά της και ξέρασε το περιεχόμενο του στομαχιού της στο γρασίδι. Την κοίταξε σαστισμένος, χωρίς να ξέρει τι να κάνει.

«Fuck» μούγκρισε καθώς έπιασε το κεφάλι της.

Έκανε μια κίνηση αποδοκιμασίας με το χέρι της και άρχισε να απομακρύνεται. Έκανε να την ακολουθήσει μα τον απέτρεψε. Δεν ήταν και το καλύτερο θέαμα να τη βλέπει έτσι. Αποφάσισε να την αφήσει στην ησυχία της για να συνέλθει λίγο. Ακούμπησε με την σειρά του στο δέντρο και αφέθηκε να τον κατακλύσει ένα χαζοχαρούμενο συναίσθημα. Είχε φιλήσει τη Στέφη, μια φαντασίωσή του είχε πραγματοποιηθεί. Εντάξει, δεν ήταν ακριβώς όπως το είχε ονειρευτεί τόσες και τόσες φορές στα άγρυπνα βράδια του, μα η αρχή είχε γίνει. Ένιωθε ανάλαφρος, τα πόδια του δεν πατούσαν στο χώμα και ο νους του φτερούγιζε μακριά.

Άκουσε βήματα να πλησιάζουν και η καρδιά του σφίχτηκε, είχε γυρίσει. Γύρισε να της μιλήσει μα το μόνο που πρόλαβε να δει, ήταν μια γροθιά να έρχεται με φόρα στο πρόσωπό του. Ο πόνος ήταν απίστευτος. Το κεφάλι του τραντάχτηκε και έπεσε με δύναμη στο χώμα. Η όρασή του θόλωσε, το στόμα του είχε γεμίσει από την μεταλλική γεύση του αίματος. Οι κλωτσιές στο στομάχι και στα πλευρά του ήρθαν απανωτές. Άπλωνε τα χέρια του σπασμωδικά σε όλο του το σώμα προσπαθώντας να προφυλαχτεί. Έπιασε στα τυφλά το πόδι που τον χτυπούσε και το τράβηξε με δύναμη. Άκουσε τον αντίπαλό του να πέφτει στο έδαφος και εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή για να σηκωθεί και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.

Στάθηκε όρθιος, προσπαθώντας να μείνει ακίνητος, υψώνοντας τις γροθιές του σε θέση άμυνας. Το κεφάλι του κουδούνιζε με έναν απαίσιο ήχο, τα πάντα γυρνούσαν σε έναν εφιαλτικό ρυθμό. Αγνόησε το αίμα που κυλούσε στο πηγούνι και προσπάθησε να εντοπίσει τον αντίπαλό του μέσα στο σκοτάδι.

«Θα πεθάνεις, ρε μαλακισμένο!»

Αναγνώρισε τη φωνή του Λευτέρη και έστρεψε το σώμα του προς την πηγή του ήχου. Όλο του το σώμα τσιτώθηκε και μπήκε σε συναγερμό. Δεν έβλεπε τον εχθρό του, η όραση του ήταν ακόμα θολή, βασιζόταν περισσότερο στην ακοή του για να προστατευτεί. Ακούστηκε ένας απροσδιόριστος μεταλλικός ήχος και βήματα να πλησιάζουν γρήγορα. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ο Λευτέρης τον άρπαξε από τον λαιμό και, σχεδόν αμέσως, ένιωσε την ατσάλινη λεπίδα του σουγιά να χώνεται χαμηλά στην κοιλιά του.

Ηλίας Στεργίου