Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 6)

 «Ο χειρότερός μου φόβος είναι η μοναξιά. Η πιο απόκρυφη ελπίδα μου είναι ο θάνατος».

Αν είχε το κουράγιο να γράψει, κάπως έτσι θα ξεκινούσε το ημερολόγιό της. Κάθε της μέρα θα ήταν μια ευχή να έβρισκε την θέληση να τελειώνει μια και καλή με την μιζέρια που αποκαλούσε πλέον καθημερινότητα.

Οι κουρτίνες άφηναν μια μικρή χαραμάδα από όπου μια πολύ λεπτή λωρίδα φωτός από την κολώνα του απέναντι δρόμου έσπαζε αμυδρά το σκοτάδι του δωματίου. Ακόμα και αυτή η ελάχιστη αχτίδα όμως ήταν ικανή να της φέρει αφόρητη δυσφορία. Καθετί που δεν κουβαλούσε το σκοτάδι πάνω του ήταν ένα αβάσταχτο μαρτύριο για αυτήν. Κοιμόταν απροσδιόριστα πολλές ώρες μα αυτό δεν ήταν ικανό να της δώσει το κουράγιο να σηκωθεί και να το τακτοποιήσει. Όλη της η δύναμη είχε στραγγίσει από μέσα της, είχε καταντήσει πια ένα ταλαιπωρημένο σακί από δέρμα και κόκαλα, απαλλαγμένο από κάθε ίχνος ζωής.

Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία, η μάνα της προφανώς έλειπε. Ήταν η ευκαιρία της να ικανοποιήσει τις απολύτως αναγκαίες σωματικές της λειτουργίες. Έπρεπε να πάει στην τουαλέτα και η σκέψη ότι θα έπεφτε πάνω στη μάνα της τής προκαλούσε ανείπωτο τρόμο.

Ήταν δύο μήνες που είχε επιστρέψει στο πατρικό της η Αρετή. Είχε γλιτώσει σαν από θαύμα, όταν η νοικάρισσα του κάτω ορόφου άκουσε τις φωνές από το διαμέρισμά της και κάλεσε την αστυνομία. Ακολούθησε μια πολύ δύσκολη περίοδος στην οποία πήρε την αναπόφευκτη απόφαση να γυρίσει πίσω. Ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει το δριμύ κατηγορώ της μάνας της και όλα τα πικρόχολα εξευτελιστικά της σχόλια, μα δεν είχε άλλη επιλογή. Κατάπιε την περηφάνια της, που δεν βρήκε την δύναμη να πεθάνει και γύρισε κακήν κακώς ηττημένη στο σπίτι.

Η μάνα της δεν της είπε τίποτα όταν την είδε σε αυτό το κακό χάλι στην εξώπορτα. Δεν ήταν αυτά που είπε, όχι. Ήταν κάτι πολύ χειρότερο. Ήταν όλα αυτά που δεν ξεστόμισε, το σκληρό της ύφος και το βλέμμα που της έδειχνε το πόσο σωστή βγήκε στις προβλέψεις για την κατάντια της.

Κλείστηκε στο δωμάτιό της αρνούμενη να βγει. Στην αρχή περιοριζόταν στους κυρίως χώρους του σπιτιού, μα τα μάτια της μάνας της ήταν πολύ βαριά για την αδύναμη, νικημένη κράση της. Σταμάτησε να τρώει, έλιωνε μέρα με την μέρα, έχοντας καταντήσει ένα φάντασμα του εαυτού της. Τις περισσότερες ώρες τις περνούσε σε εμβρυακή στάση πάνω στο κρεβάτι με τα παντζούρια κλειστά και τις κουρτίνες τραβηγμένες. Το φως ήταν μια απαγορευμένη παρουσία που έπρεπε να μείνει πάση θυσία έξω από το άβατο του δωματίου. Ήταν πια μια σκιά που ίσως να προκαλούσε και τον οίκτο αν την έβλεπε οποιοσδήποτε άλλος εκτός από την μάνα της.

Το δικό της βλέμμα ήταν μια συγκαλυμμένη απέχθεια και αποστροφή. Η σιωπή της ήταν η ετυμηγορία της ενοχής για ό,τι συνέβη στη ζωή τους. Για την κατάντια τους, για το ότι πέθανε ο πατέρας της από καρκίνο στα δεκαπέντε της. Ποτέ δεν την κατηγόρησε ανοιχτά, μα έβλεπε το μίσος που έσταζε από τα μάτια της. Θεωρούσε πως αυτή ήταν η αιτία, η ρίζα του κακού. Το ενοχλητικό, επίμονο και άχρηστο αγριόχορτο. Πάντα της ήταν θρασίμι και πνεύμα αντιλογίας. Η νέμεσις, η κατάρα της.

Ήλπιζε με όλη της την ψυχή να της μιλήσει, να της φωνάξει και να την κατηγορήσει, ανοιχτά πια, να σπάσει αυτό το απόστημα με το δηλητήριο που μεγάλωνε μέσα της. Μα όχι, επέμενε σε αυτή την θανατερή σιωπή γιατί η μάνα της γνώριζε καλά πως τα λόγια πια δεν έκαναν δουλειά. Μόνο με την σιωπή της θα κατάφερνε μεγαλύτερη ζημιά.

Το μόνο φωτεινό παράδειγμα σε όλη αυτή την υπόθεση, ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Τάσος. Ο Τάσος, ο οποίος έγινε μεγάλος και τρανός. Η όαση στην θλίψη της. Το μέτρο σύγκρισης, ο σωστός, ο κανονικός. Ο Τάσος, που έφυγε από αυτήν την πόλη και γλίτωσε. Ο Τάσος, με τη σπουδαία του δουλειά στην Αθήνα, με τα λεφτά και τα ταξίδια του. Και μόνο η ανάκληση του ονόματός του της έφερνε μια άσχημη αναγούλα. Ποτέ δεν μπόρεσε να βρει κοινό σημείο επαφής με τον αδερφό της. Κάποτε νόμιζε πως απλά τον αγνοούσε, μα με το πέρασμα του χρόνου συνειδητοποίησε πως τον μισούσε. Και αυτόν και όλα όσα αντιπροσώπευε. Το αυτάρεσκο ύφος του, τη σιγουριά, το εξασφαλισμένο μέλλον με τις λαμπρές προοπτικές. Το καλό παιδί, ο υποδειγματικός νέος που όλες οι μάνες θα θέλανε για την κόρη τους. Μια φορά την είχε αποκαλέσει, πάνω στα νεύρα του, «αποτυχημένη έκτρωση». Ποτέ δεν κάθισε να αναλύσει το βάθος αυτής του της δήλωσης, μα ξαφνικά ευχήθηκε, αν αλήθευε αυτό, το επίθετο να άλλαζε και να γινόταν «πετυχημένη».

Έβαλε όση δύναμη μπορούσε να βρει και ανακάθισε το κρεβάτι. Το σώμα της έστειλε κύματα πόνου παντού από τις κράμπες. Ένιωσε τα κόκαλα να τρίβονται μεταξύ τους και το στομάχι της διπλώθηκε στα δύο. Είχε ξεχάσει πόσες ώρες είχε να βάλει κάτι στο στόμα της. Το ένιωθε στεγνό σαν γυαλόχαρτο, τα χείλη της ήταν ξερά και σκασμένα.

Πήρε τον χρόνο της να σηκωθεί, πράγμα που της φάνηκε εξαιρετικά επώδυνο. Ψηλάφισε τους τοίχους και με αργά, αβέβαια βήματα, έφτασε στην πόρτα. Ένιωσε μικρές καυτές βελόνες να καρφώνονται στα μάτια της από το έντονο φως των λαμπτήρων που φώτιζε αβίαστα το σπίτι. Της πήρε λίγη ώρα για να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση και συνέχισε την πορεία της προς το μπάνιο.

Οι μυρωδιές από το φαγητό που κόχλαζε στην κατσαρόλα μαζί με τη βαριά οσμή από το λιβάνι έκανε το στομάχι της κουβάρι. Προσπέρασε το τραπεζάκι του χολ πάνω στο οποίο ήταν παρατημένο ένα φυλλάδιο «Η φωνή του Κυρίου». Σκέφτηκε, με μια απέλπιδα προσπάθεια να χαμογελάσει, πως ο εξορκισμός του κακού είχε αποτύχει με την άφιξή της στο σπίτι. Η εικόνα που αντίκρισε στον καθρέφτη του μπάνιου ήταν κάτι παραπάνω από καταθλιπτική. Το δέρμα της είχε καλύψει μια νεκρική χλομάδα και η φαρδιά μπλούζα της Βικτώριας κρεμόταν πάνω στο υποσιτισμένο της κορμί. Τα άλλοτε περήφανα μάτια της είχαν καταντήσει δύο βαθουλωμένες μαύρες τρύπες. Ο δυναμισμός της είχε μετουσιωθεί στην απόλυτη παραίτηση.

Έβρεξε τα χείλη της με λίγο νερό και ανατρίχιασε με τη δροσιά του. Ένιωσε να ανακτά για λίγο τον εαυτό της. Πήγε ως την κουζίνα και στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Ήταν μια δροσερή νύχτα και έξω στον δρόμο άνθρωποι κάθε λογής περπατούσαν, μιλούσαν και γελούσαν. Την έπιασε το παράπονο. Ήθελε να κλάψει, μα ήξερε πως τα δάκρυα είχαν στερέψει εδώ και καιρό.

Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και η μάνα της εμφανίστηκε στο κατώφλι. Ξαφνιάστηκε που την βρήκε να στέκεται μπροστά της και, για μερικά δευτερόλεπτα, έμειναν να κοιτάζονται αμίλητες. Έπειτα από μια άβολη σιωπή, το πρόσωπο της μάνας της σκυθρώπιασε πάλι και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Μπήκε στην κουζίνα και την αγνόησε. Ακούμπησε την σακούλα που κρατούσε στον πάγκο και έσκυψε πάνω από την κατσαρόλα.

Ένας λυγμός στάθηκε στον λαιμό της Αρετής. Τύλιξε τα χέρια γύρω από την κοιλιά της και απέμεινε στην θέση της, εκλιπαρώντας σιωπηλά να την προσέξει. Ήταν όμως άδικος κόπος, η Αρετή δεν υπήρχε πουθενά για την μάνα της.

«Πες κάτι, γαμώτο», ψέλλισε. «Βρίσε με αν θέλεις, οτιδήποτε, αλλά πες μου κάτι. Σε παρακαλώ».

Η μάνα της έσφιξε τις γροθιές της, μα δεν γύρισε να την κοιτάξει. Η Αρετή μπορούσε να νιώσει την ένταση να ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα, την ανάσα της να βγαίνει οργισμένη, σφυριχτή.

«Γιατί γύρισες;» έφτυσε τις λέξεις γεμάτη χολή. «Δεν φτάνουν οι πίκρες και οι ντροπές που μας χάρισες τόσα χρόνια;»

Γύρισε και την κοίταξε. Το μίσος ξεχείλισε από τα σβησμένα της μάτια καθώς έπεσαν πάνω στους χαραγμένους της καρπούς.

«Ούτε μια δουλειά δεν είσαι ικανή να κάνεις σωστά».

Το πάτωμα χάθηκε κάτω από τα πόδια της. Το είχε ξεστομίσει τελικά καθαρά. Άλλη μια απογοήτευση που δεν κατάφερε να κόψει τις φλέβες της σωστά. Το μυαλό της κατέκλυσε παράνοια. Η μάνα της είχε δίκιο. Δεν ήταν παρά ένα παράσιτο που έμενε προσκολλημένο σε ανυποψίαστους αθώους, προκειμένου να απομυζήσει όσο περισσότερο αίμα μπορούσε. Μια σιχαμερή βδέλλα ήταν και τίποτα παραπάνω.

Όταν ανέκτησε την επαφή με την πραγματικότητα, η μάνα της είχε γυρίσει πάνω από την κατσαρόλα και ανακάτευε το περιεχόμενό της με νευρικές κινήσεις. Χάιδεψε με μια αδέξια κίνηση το μέτωπό της, παραμερίζοντας μια τούφα. Το σαγόνι της κινήθηκε σπασμωδικά, μα το μόνο που κατάφερε να ξεστομίσει ήταν ένα ξεψυχισμένο «Μαμά» σε μια απέλπιδα προσπάθεια για προσοχή, η οποία όμως έπεσε στο κενό.

Μάζεψε ό,τι μπορούσε από τα κομμάτια της, την προσπέρασε και έφυγε από το σπίτι.

Ηλίας Στεργίου