Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 7)

«Γαμώτο!»

Η φωνή της Στέφης τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι και να τον αποσπάσει για λίγο από τον πόνο. Έτρεξε και έσκυψε από πάνω του, έτσι όπως ήταν γονατισμένος κρατώντας σφιχτά την κοιλιά του. Το βοήθησε να σηκωθεί αλλά δεν του ήταν εύκολο. Κάθε του κίνηση, του προκαλούσε αβάσταχτο πόνο.

«Τι έγινε εδώ πέρα;»

Ο Δήμος μόρφασε, καθώς προσπάθησε να σταθεί.

«Ο Λευτέρης» είπε, ασθμαίνοντας με το κεφάλι του βαρύ και το κορμί του να τραντάζεται από σουβλιές πόνου. «Μου την έπεσε ο μπάσταρδος».

Η Στέφη φάνηκε να ξεσουρώνει απότομα. Έβγαλε το κινητό της και το χρησιμοποίησε σαν φακό για να εξετάσει την κατάστασή του. Ένα σκισμένο χείλος, το αριστερό μάτι μελανιασμένο και ελαφρώς πρησμένο. Κοίταξε χαμηλά. Η μπλούζα του είχε μουλιάσει από το αίμα.

Του σήκωσε την μπλούζα και εξέτασε το τραύμα.

«Είσαι τυχερός, σε πήρε πολύ ξώφαλτσα. Το σκίσιμο βέβαια είναι αρκετά μεγάλο, αλλά αμελητέο. Πίεζέ το μέχρι να σταματήσει και θα ζήσεις για να δεις άλλη μια μέρα να ξημερώνει».

Κοίταξε γύρω της προφανώς για να τον εντοπίσει, μήπως και κινούνταν κάπου κοντά τους. Εκτός όμως από τους φασαριόζους πιτσιρικάδες που διασκέδαζαν πιο πέρα, δεν υπήρχε κανείς άλλος. Ήταν ασφαλείς.


Ο Δήμος ανάσαινε με κόπο. Κάθε του εισπνοή του προκαλούσε πόνο στο στήθος, μα προσπαθούσε πολύ να μην το δείξει. Έσφιγγε τα δόντια, για να συγκρατήσει τα δάκρυα, που ανέβαιναν στα μάτια έχοντας στραμμένο το κεφάλι του προς την αντίθετη κατεύθυνση.

«Έλα χαλάρωσε» του είπε βλέποντας την έντασή του. «Δεν νομίζω πως θα έχουμε άλλες εκπλήξεις σήμερα».

Αναθεμάτιζε τον εαυτό του. Είχε υποστεί μια ταπεινωτική ήττα πέφτοντας χαμηλά στα μάτια της. Τον πλημμύρισε σιχασιά και ντροπή. Το μόνο που ήθελε αυτή την στιγμή, ήταν να εξαφανιστεί από προσώπου γης για να αποφύγει τα όποια χλευαστικά σχόλια θα συνόδευαν αυτή την επίθεση την επόμενη μέρα από γνωστούς και συμμαθητές του. Μα πιο πολύ τον ένοιαζε για εκείνη. Όταν μετά το αρχικό σοκ, θα άρχιζε πάλι να γελά με αυτό τον σκληρό της τρόπο. Όχι, αυτό ήταν κάτι που δεν θα το άντεχε.

Δεν του μίλησε. Την άκουσε να ψαχουλεύει την τσάντα της, μα δεν τόλμησε να γυρίσει.

«Ξεκόλλα ρε, τελείωσε. Πήρες το πρώτο σου παράσημο στην μάχη».

Προσπάθησε να χαμογελάσει μα του ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Κοίταξε την πληγή του. Μια ξεραμένη αηδιαστική κρούστα είχε αρχίσει να σχηματίζεται μα το καλό ήταν πως η αιμορραγία είχε σταματήσει και αυτό τον καθησύχασε κάπως. Ρούφηξε την μύτη του και πέρασε το μπράτσο του πάνω από τα μάτια του. Όλα καλά.

Η Στέφη κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά της ένα τσιγαρόχαρτο με καπνό επάνω του. Έγλειψε την μια του άκρη και με μια πρωτοφανή επιδεξιότητα το έστριψε σε έναν τέλειο κύλινδρο. Το έβαλε στο στόμα κι το άναψε, μια γλυκερή μυρωδιά έφτασε ως τα ρουθούνια του. Ρούφηξε με λαχτάρα τον καπνό και τον κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα στα πνευμόνια της, Έπειτα έγειρε πίσω το κεφάλι της και τον άφησε ελεύθερο.

«Ωραίο πράμα μου έδωσε ο καριόλης».

Ξέσπασε σε ένα ασυγκράτητο χαχανητό βάζοντας το χέρι της μπροστά από την μύτη της. Έπεσε ανάσκελα στο χώμα και άρχισε να γελά ανεξέλεγκτα, γεγονός που τον πικάρισε ελαφρώς και τον παραξένεψε ταυτόχρονα. Είχε απλωμένα τα χέρια της σαν να προσπαθούσε να αγκαλιάσει κάποιον αόρατο τεράστιο άνθρωπο.

«Έλα δίπλα μου. Είναι γαμάτα!»

Παρόλο τον πόνο του, δεν ήθελε να χάσει αυτή την ευκαιρία. Με πολύ κόπο γονάτισε και ξάπλωσε στο πλάι της. Οι σουβλιές μετακινήθηκαν αμέσως στην πλάτη του, μόλις ακούμπησε στο έδαφος μα έπνιξε το μουγκρητό. Ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, δέσποζε ένα τεράστιο χλομό φεγγάρι μέσα από ένα άνοιγμα των κλαδιών. Αν ήταν διαφορετική περίπτωση, μπορεί και να το απολάμβανε. Τώρα απλά το υπέμεινε.

«Πονάς πολύ;» τον ρώτησε σαν να διάβασε τις σκέψεις του.

«Έχω ζήσει και καλύτερες μέρες» είπε σιγανά με πρόθεση να ακουστεί σαν αστεϊσμός, μα το πιο πιθανό ήταν πως δεν ήταν και τόσο πετυχημένη η προσπάθειά του.

Τράβηξε άλλη μια τζούρα και μετά το έτεινε προς το μέρος του.

«Δεν καπνίζω».

«Έλα! Μην κάνεις σαν κανένας φλώρος! Αυτό δεν είναι κανονικό τσιγάρο.»

Γύρισε στο πλάι το κεφάλι και την κοίταξε παραξενεμένος.

«Και τι είναι;»

«Φάρμακο. Πίστεψέ με, θα νιώσεις πολύ καλύτερα αν δοκιμάσεις».

Το πήρε διστακτικά στο χέρι του και το έφερε κοντά στο πρόσωπό του. Η αλήθεια είναι ότι δεν έμοιαζε με αυτά που κάπνιζε η μάνα του. Μια σιχαμερή συνήθεια που απεχθάνονταν μα τώρα οι περιστάσεις ήταν διαφορετικές. Ο καπνός του είχε μια διαφορετική μυρωδιά, πιο ελκυστική.

«Θα το καπνίσεις ή θα του κάνεις ερωτική εξομολόγηση;»

Το έφερε στα χείλη του και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Ένιωσε το κάψιμο στο λαιμό και στα πνευμόνια καθώς τον έπιανε ακατάσχετος βήχας.

Η Στέφη άρχισε να χτυπιέται κρατώντας την κοιλιά από τα γέλια.

«Με το μαλακό ρε! Θέλει ρέγουλα το πράμα!»

Σκούπισε τα δακρυσμένα της μάτια.

«Έχεις πολλά να μάθεις ακόμα μικρέ» του είπε, καθώς του το πήρε από το χέρι.

Ότι και αν είχε μέσα αυτό που κάπνισε, είχε άμεση επίδραση. Μια γλυκιά ζάλη χαλάρωσε όλο του το κορμί και ανταπέδωσε το χαμόγελο στο φεγγάρι που του έκλεινε το μάτι από πάνω του.

«Ωωω» έκανε μόνο.

Η Στέφη συμφώνησε μαζί του κουνώντας το κεφάλι της. Γύρισε στο πλάι και τον φίλησε με πάθος, φυσώντας ταυτόχρονα τον καπνό μέσα στο στόμα του. Ο Δήμος τον κατάπιε λαίμαργα ξεχνώντας τις προηγούμενες παρενέργειες. Οι αναστολές του είχαν αρθεί και ο πόνος ως δια μαγείας είχε εξαφανιστεί. Την θέση του είχε πάρει μια όμορφη γλυκιά θολούρα και το μυαλό του ήταν απασχολημένο στην προσπάθεια να βρει την γλώσσα της.

Το χέρι του πήγε στην γυμνή κοιλιά της και ανέβηκε μέσα από την μπλούζα χωρίς εκείνη να του προβάλλει την παραμικρή αντίσταση. Έβγαλε ένα μικρό βογγητό πόθου μόλις έπιασε το στήθος της και κόλλησε ακόμα περισσότερο πάνω του. Οι πράξεις του υποκινούνταν πλέον από ορμές που δεν μπορούσε και ούτε ήθελε να ελέγξει. Ένα πρωτόγνωρο πάθος που δεν πίστευε ποτέ ότι έκρυβε μέσα του είχε φανερωθεί ξαφνικά και η Στέφη ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμη να του το ανταποδώσει.

Το γόνατό της χώθηκε ανάμεσα στα πόδια του. Βρήκε το επίμαχο σημείο που γύρευε και άρχισε να το τρίβει. Ο Δήμος σταμάτησε για μια στιγμή βαθιά μέσα στα μάτια. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει από έξαψη, τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα. Η ζαλάδα είχε γίνει ακόμα πιο έντονη, βυθίζοντάς τον σε μια πυρετική παραζάλη.

«Σ’ αγαπώ».

Οι λέξεις βγήκαν αυθόρμητα από το στόμα του χωρίς να το σκεφτεί. Τα μάτια της Στέφης ξαφνικά σκοτείνιασαν και έσφιξε τα χείλη της τόσο δυνατά που σχημάτισαν μια λεπτή κόκκινη γραμμή. Έπειτα, χωρίς να πει τίποτα, τινάχτηκε όρθια και εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι.

Ηλίας Στεργίου