Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 8)

Ο δροσερός αέρας έκανε τα μάγουλά της να πάρουν χρώμα και τα σώμα της να αναθαρρήσει λίγο. Περπατούσε με δυσκολία μα σιγά-σιγά, έβρισκε τον ρυθμό της. ήταν ακόμα πολύ αδύναμη μα ο προορισμός της δεν απείχε και πολύ ακόμα. Το μόνο που έπρεπε να κάνει, ήταν λίγη υπομονή και κουράγιο και σύντομα όλα θα τελείωναν οριστικά πια. Μια και καλή.

Το ποτάμι που διέσχιζε το δασάκι της πόλης δεν απείχε πολύ από το σπίτι της. Ουσιαστικά, τους χώριζε μια μεγάλη κατηφόρα, γεγονός που την διευκόλυνε να διανύσει την απαιτούμενη διαδρομή χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Μόλις τελείωνε, αμέσως μετά την στροφή, ξεκινούσε ο χωματόδρομος, χαμένος μέσα στα πεύκα που κατέληγε στην παλιά πέτρινη γέφυρα που δεν χρησιμοποιούνταν πια. Η κατασκευή της νέας, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, την βόλευε αφάνταστα. Θα πήγαινε, θα τέλειωνε την δουλειά της και κανείς δεν θα το έπαιρνε χαμπάρι. Το πιο πιθανό, ξέροντας την μάνα της, δεν θα την έψαχνε καν περνώντας έτσι στο πάνθεον όλων αυτών που εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν κανένα σημάδι ζωής. Όχι ότι είχε καμία σημασία πλέον.

Ότι όμως της είχε φανεί εύκολο στην αρχή, καθώς πλησίαζε, γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Όχι από κάποιου είδος μεταμέλειας. Όχι. Δεν ήταν το μυαλό της έτοιμο να την προδώσει αλλά το ίδιο της το σώμα. Τα βήματα της βάραιναν όλο και περισσότερο και η θέληση της να πεθάνει, κινδύνευε να ναυαγήσει από την απόφασή της να αφήσει το σώμα της υποσιτισμένο.

Οι κράμπες στο στομάχι ήρθαν να κάνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Είχε διανύσει τον μισό χωματόδρομο. Ο ήχος του τρεχούμενου νερού ανακατεύονταν με την μυρωδιά του ρετσινιού, το δροσερό αεράκι έκανε το δέρμα της να ανατριχιάζει. Από κάπου μακριά, σβησμένες χαρούμενες φωνές χανόταν μέσα από τα κλαδιά των δέντρων.

Το πέτρινο ρείθρο της γέφυρας φάνηκε γεμίζοντάς την ανακούφιση. Τα είχε καταφέρει, της απέμειναν λίγα μόλις μέτρα μέχρι το κέντρο της όπου η κοίτη του ποταμού βάθαινε και η πτώση της από εκεί θα της εξασφάλιζε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πάτησε πάνω στην σαθρή πέτρα και ζύγιασε το βήμα της σαν να φοβόταν ότι θα σωριαστεί κάτω από το βάρος του λιπόσαρκου κορμιού της.

Βημάτισε αργά, με αβέβαια βήματα και στάθηκε δίπλα από την κοντή κουπαστή που της έφτανε λίγο πια πάνω από τα γόνατα. Λικνίστηκε απαλά από την αδυναμία της, καθώς κοίταξε με δέος τα μαύρα νερά να στροβιλίζονται από κάτω της με την δυσοίωνη απόχρωση που τους έδινε το χλομό φως του φεγγαριού από πάνω της.

Είχε φτάσει στο τέλος του ταξιδιού της. Αρκούσε μόνο μια ύστατη προσπάθεια, ένα μικρό σπρώξιμο και θα έπεφταν οι τίτλοι του τέλους. Κάποιοι μάλιστα, θα ξυπνούσαν το πρωί ανακουφισμένοι μόλις διαπίστωναν πως είχαν απαλλαγεί από ένα επίμονο βραχνά.

«Έχω ακούσει πως τα νερά του Αλιάκμονα είναι παγωμένα, ακόμα και αυτή την εποχή του χρόνου».

Γύρισε ξαφνιασμένη. Από την απέναντι μεριά, μόλις μερικά μέτρα μακριά της, ένας άγνωστος στεκόταν και κοίταζε και αυτός το ποτάμι από κάτω του. Το βλέμμα του είχε έναν προσποιητό προβληματισμό καθώς στράβωνε επιδεικτικά το σαγόνι του.

«Αλήθεια, θα πρέπει να σκεφτείς σοβαρά να αλλάξεις την γκαρνταρόμπα σου».

Κοίταξε μπερδεμένη την τεράστια μπλούζα που φορούσε προσπαθώντας να αφομοιώσει όλες τι πληροφορίες που λάμβανε. Προσπάθησε να βρει έστω για λίγο την παλιά της αυτοκυριαρχία και τσαμπουκά. Η παλιά γνώριμη Αρετή αναδύθηκε για λίγο μέσα από το κακομοιριασμένο πλάσμα που στεκόταν με το ζόρι όρθια και του σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο του χεριού.

«Θα πηδήξω» του είπε, σαν να τον απειλούσε.

Αυτός έγειρε με προσοχή πάνω από την άκρη και αναρίγησε.

«Εγώ στην θέση σου δεν θα το έκανα πάντως».

Τον κοίταξε θυμωμένη, μπερδεμένη. Ήταν τόσο αδύναμη που θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή και ο νεαρός με το γοητευτικό χαμόγελο την καθυστερούσε επικίνδυνα.

«Πίστεψέ με που στο λέω, η ελεύθερη πτώση είναι μαγευτικά εθιστική, η απόλυτη ψευδαίσθηση της ελευθερίας μέχρι την στιγμή που το σώμα σου θα βρει το έδαφος. Το έχω δοκιμάσει και το ξέρω».

Έκανε μια απότομη κίνηση χτυπώντας δυνατά τις παλάμες του μιμούμενος τον ήχο της κρούσης, κάνοντάς την να αναπηδήσει ελαφρά. Έπειτα, χωρίς να βιάζεται, έβγαλε ένα πακέτο από την τσέπη του και πήρε ένα τσιγάρο. Της το πρότεινε. Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, τα μάτια της έμεναν καρφωμένα πάνω του χωρίς να έχει την δύναμη να τα τραβήξει. Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους, το έβαλε στα χείλη του και το άναψε. Αφού τράβηξε μια ρουφηξιά γύρισε ξανά στο κενό μπροστά του.

«Αν το ήθελες πραγματικά, θα το είχες κάνει».

«Δεν ξέρεις τίποτα για μένα» του γρύλλισε.

«Τι λες να συστηθούμε τότε;»

Έμεινε να τον κοιτά μη ξέροντας τι να του απαντήσει. Ήταν τρελός, ναι σίγουρα. Αυτό ήταν. Τα γόνατά της λύγισαν και ταλαντεύτηκε επικίνδυνα πάνω από το κενό. Ο άγνωστος αποδείχτηκε αρκετά σβέλτος, με ένα τίναγμα την έφτασε και την άρπαξε από την μέση γλυτώνοντας την από την βουτιά.

Μάζεψε όλη την δύναμη που της είχε απομείνει και τον απώθησε. Σωριάστηκε σαν άδειο τσουβάλι στο πέτρινο κατάστρωμα βγάζοντας έναν σιγανό υπόκωφο αναστεναγμό. Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει, ήταν το κεφάλι του στεφανωμένο από το τεράστιο καλοκαιριάτικο φεγγάρι να στέκεται από πάνω της. Της θύμισε έντονα αυτές τις εικόνες που κουβαλούσε κατά καιρούς η μάνα της στο σπίτι κάθε Κυριακή. Τις αγγελικές εκείνες μορφές μα με την μόνη διαφορά πως αυτή την φορά, δεν μύριζε λιβάνι και θυμίαμα.

Από το δασάκι δίπλα τους, οι Εν Λευκώ, έφταναν στην κορύφωση του τραγουδιού τους μαζί με τους νέους που τους συνόδευαν με όλη την ένταση της φωνής τους:

«Λευκές σιωπές μέσα στο αίμα μου

Με εξορίζουν στον παράδεισο…»

Ηλίας Στεργίου