Σαρκοφάγα σκουλήκια βγαίνουν απ’ τα κουφέτα
στις λευκές μπονμπονιέρες που ‘ναι ψέμα γεμάτες
τα κοιτάζω και δε μ’ ενδιαφέρει πού πάνε,
ξέρω θα καταλήξουν λιχουδιά για τις γάτες.
Στα δωμάτια πάνω ανατρέφω μια αράχνη
τρέφεται με σκοτάδι, συνεχώς μεγαλώνει
τ’ απογεύματα κλαίει και τα βράδια με ψάχνει
όταν χτίζω κρυφά ένα κελί στο σαλόνι.
Το μικρό απ’ τα σκουλήκια χτίζει ένα κουκούλι
και τυλίγεται μέσα να γεμίσει με ελπίδα
μα τα βράδια του κόβει λίγο λίγο μεδούλι
μία άρρωστη, γαλακτερή νυχτερίδα.
Πόσο θέλει να φάει κι η αράχνη εμένα
Μα δεν ξέρει το πώς, αν δε φτιάξει ιστό
Και κρατάω το στόμα μου πάντα κλειστό
Και κρατάω το στόμα μου για πάντα κλειστό.
στις λευκές μπονμπονιέρες που ‘ναι ψέμα γεμάτες
τα κοιτάζω και δε μ’ ενδιαφέρει πού πάνε,
ξέρω θα καταλήξουν λιχουδιά για τις γάτες.
Στα δωμάτια πάνω ανατρέφω μια αράχνη
τρέφεται με σκοτάδι, συνεχώς μεγαλώνει
τ’ απογεύματα κλαίει και τα βράδια με ψάχνει
όταν χτίζω κρυφά ένα κελί στο σαλόνι.
Το μικρό απ’ τα σκουλήκια χτίζει ένα κουκούλι
και τυλίγεται μέσα να γεμίσει με ελπίδα
μα τα βράδια του κόβει λίγο λίγο μεδούλι
μία άρρωστη, γαλακτερή νυχτερίδα.
Πόσο θέλει να φάει κι η αράχνη εμένα
Μα δεν ξέρει το πώς, αν δε φτιάξει ιστό
Και κρατάω το στόμα μου πάντα κλειστό
Και κρατάω το στόμα μου για πάντα κλειστό.