Ο Δίδυμος της Αφροδίτης Σφακιανού

Στο δικό μου παράλληλο σύμπαν επικρατούσε σκοτεινιά. Αυτή η συνηθισμένη, η ανηλεής σκοτεινιά, η φτιαγμένη θαρρείς για να με κρατά ακούσια φυλακισμένο ανάμεσα στα μικρομέγαλα κλουβιά της, μακριά από το φως που τόσο επιθυμούσα. Η ζωή να με προσπερνά αδιάφορα κι εγώ καταδικασμένος να την κοιτώ να απομακρύνεται έχοντας για μοναδική μου συντροφιά τα θεριά. Πλάι μου. Μπροστά μου. Παντού γύρω μου. Και πόσο τα φοβόμουν... Τι κι αν τα σίδερα που τα συγκρατούσαν ήταν φτιαγμένα από ατσάλι αλύγιστο; Αν κάποια μέρα τύχαινε να βγουν από το βάρβαρο σκοτάδι τους, αλίμονο σε εκείνους που θα βρισκόντουσαν στον δρόμο τους. Αλίμονο και σε εμένα που θα έχανα τη πολύχρονη μάχη μαζί τους, να τα κρατώ καλά φυλακισμένα στα δεσμά της φαντασίας μου.
 
 «Βοήθεια!»

Ξύπνησα ιδρωμένος, σχεδόν μούσκεμα. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας και με την καρδιά μου να καλπάζει ξέφρενα, ψηλάφισα με τα δάχτυλά την κοιλιακή μου χώρα σίγουρος πως θα έβρισκα εκεί τη φρικιαστική κατακόκκινη τρύπα του ονείρου. Το ίδιο καταραμένο όνειρο κάθε βράδυ.

«Εφιάλτης ήταν!»

Η άγνωστη φωνή ακούστηκε σχεδόν δίπλα μου.

Τρομαγμένος τεντώθηκα για να ανοίξω το μικρό φωτάκι ακριβώς πάνω από το σιδερένιο προσκέφαλο. Το μονίμως άδειο κρεβάτι πλάι στο δικό μου ήταν πλέον κατειλημμένο.

«Μάλλον θα σε ξύπνησα με τις φωνές μου…» απάντησα στον άντρα που με κοιτούσε κουκουλωμένος σχεδόν κάτω από την γκρίζα –πανομοιότυπη με τη δική μου– κουβέρτα. «Βλέπω συνέχεια άσχημα όνειρα που με τρομάζουν» συνέχισα ρίχνοντας κάμποσες αναγνωριστικές ματιές στο λεπτό του πρόσωπο.

«Δεν κοιμόμουν. Δεν μπορώ. Είναι το πρώτο μου βράδυ εδώ».

Κούνησα το κεφάλι μου με συγκατάβαση.

«Θα συνηθίσεις» του είπα. Αν αντέξεις, θα συνηθίσεις.

«Η ώρα είναι τέσσερις το ξημέρωμα» τον άκουσα να μου λέει λες και με ενδιέφερε να μάθω. «Με λένε Θωμά, εσένα;»

«Ευτύχη».

«Τι ωραίο όνομα.. Δεν ταιριάζει με αυτό το μέρος».

«Δε χρειάζεται να μιλάς ψιθυριστά. Οι δυο μας είμαστε μέσα στο δωμάτιο» τον καθησύχασα. Κοιτούσε τριγύρω με δυσπιστία.

«Φοβάμαι».

«Όλοι φοβόμαστε στην αρχή».

«Κι εσύ φοβόσουν;»

«Κι εγώ».

«Ευτύχη, νυστάζω» μου πέταξε ξαφνικά και τράβηξε τη μάλλινη κουβέρτα πάνω από το κεφάλι του.

Δεν του απάντησα. Νύσταζα κι εγώ. Έσβησα το φωτάκι και ξάπλωσα με την ελπίδα να μπορέσω να κοιμηθώ. Μόνο εκείνες οι ώρες προσέφεραν γαλήνη στην ψυχική μου ευαλωτότητα. Τις υπόλοιπες φρόντιζαν τα ξωτικά με τις πράσινες στολές να με κρατούν σε «ευεργετική» καταστολή πότε με την πολυφαρμακία τους και πότε με τις θεραπευτικές και καθόλου αναχρονιστικές εμπειρίες καθήλωσής μου στο κρεβάτι. Ένιωθα άσχημα κάθε φορά που με έδεναν. Τους παρακαλούσα να μην το κάνουν. Τους παρακαλούσα να με αφήσουν να πάω στο μπάνιο.

Μας ζωοποιούσαν. Για το καλό μας. Πάντα για το καλό μας.



Δύο εβδομάδες μετά.



«Ευτύχη;»

Άνοιξα τα μάτια μου αμέσως.

«Επιτέλους γύρισες!» αναφώνησα με ανακούφιση μόλις τον είδα να παίρνει τη γνωστή θέση του στο κρεβάτι. Πρώτα έβγαζε και τοποθετούσε με την ίδια πάντα ψυχαναγκαστική ακρίβεια τις λευκές παντόφλες του σε συγκεκριμένο σημείο κι ύστερα ξάπλωνε στην ίδια πάντα εμβρυακή θέση με το βλέμμα του διαρκώς προς τα εμένα. Έτσι συνήθιζε να κοιμάται ο αδερφός μου. Αυτήν τη στάση είχε διαλέξει και στον θάνατό του.

«Άργησες σήμερα».

«Το ξέρω, φίλε μου. Τώρα όμως είμαι εδώ. Στη θέση μου!»

«Θα μου πεις πού εξαφανίζεσαι κάθε μέρα;»

«Δεν εξαφανίζομαι. Όταν εσύ βγαίνεις στην αυλή, εμένα τα ξωτικά με πάνε στο δωμάτιο με τις ζωγραφιές. Ξέρεις, πρώτα με ρωτάνε και ύστερα με βάζουν να ζωγραφίζω τις απαντήσεις μου. Δεν είμαι καλός όμως στη ζωγραφική και μόνο κάτι μαύρα σύμβολα σκαρώνω επάνω στα χαρτιά».

«Δεν καταλαβαίνω γιατί σε πάνε εκεί κάθε μέρα, ίδια ώρα…»

«Μέρος της θεραπείας λέει η Νεφέλη. Για το καλό μου…»

«Μέρος της χαύνωσης θες να πεις».

«Όπως θες πες το» μου απάντησε, ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους.

Βολεύτηκα καλύτερα στο κρεβάτι μου και τον κοίταξα θυμωμένος.

«Δε σε εξαγριώνει καθόλου αυτό που γίνεται εδώ μέσα; Όλα αυτά που μας κάνουν;»

Εκείνος συνέχιζε να με κοιτά με το συνηθισμένο αγαθιάρικο βλέμμα του. Τη ζήλευα τόση ηρεμία στο πρόσωπό του. Μα και την απαξιούσα.

«Δεν είμαι εγώ αυτός που θα αλλάξει τον κόσμο, Ευτύχη. Η κοινωνία εκεί έξω είναι βαθιά ανεπιθύμητη. Το ίδιο και τούτος ο μικρόκοσμος» είπε δείχνοντας με το χέρι του το άψυχο δωμάτιο. «Δεν υπάρχει ιδανική ανθρώπινη συμβίωση. Ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν θα υπάρξει. Ο σύγχρονος κόσμος, δυστυχώς, βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση οδηγούμενος με μαθηματική ακρίβεια στο δυστοπικό του αδιέξοδο».

Πρώτη φορά τον άκουγα να μιλάει έτσι. Σαν να μιλούσε κάποιος άλλος για λογαριασμό του. Ο Θωμάς, που ήξερα εγώ όλες αυτές τις μέρες, ήταν ένα αγαθό ανθρωπάκι που πάλευε καθημερινά με τα δικά του θεριά, τα οποία συνήθως του αποδιοργάνωναν τον λόγο και τον ωθούσαν στο να επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις για ώρες ολόκληρες. Συμφωνούσα όμως με τη μαυρίλα που περιέγραφε. Γι’ αυτό άλλωστε προσπάθησα ανεπιτυχώς δύο φορές να απαλλαγώ από το σκοτάδι της.

«Η ζωή είναι τόσο άθλια που δεν αξίζει τον κόπο να την εγκαταλείψεις Ευτύχη».

Τι στον διάβολο; Την σκέψη μου διάβαζε ή τα ψυχοφάρμακα της Νεφέλης αποστράγγιζαν κάθε απομεινάρι λογικής μέσα μου;

«Κάποιος ποιητής το είχε πει και μου άρεσε!» πρόσθεσε ανέμελα υποκρινόμενος πως δεν αντιλήφθηκε την κατήφεια στο κατάλευκο πρόσωπό μου.

Σωπάσαμε για λίγο. Ύστερα χαμήλωσα το κεφάλι και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Αυτοκτονικός ιδεασμός».

Πρώτη φορά ομολογούσα δυνατά σε κάποιον την αρρώστια μου και ντρεπόμουν πολύ.

«Αυτό ήταν το πόρισμα για την αφεντιά μου, όταν με έκλεισαν εδώ μέσα με εισαγγελική εντολή. Αρχικά, ήρθε και μου χτύπησε την πόρτα η κατάθλιψη. Μπήκε μέσα απρόσκλητη και ύπουλα ξεκίνησε το ταξίδι της στα πιο βαθιά υπόγεια του μυαλού μου. Ήταν τότε που βρήκα νεκρό τον δίδυμο αδερφό μου σε εκείνο το βρομόσπιτο. Ένα μικρό διαμέρισμα που είχαμε ενοικιάσει όταν πρωτοήρθαμε στην Αθήνα από το χωριό μας, ορφανά, με την ελπίδα μιας καινούριας ζωής. Εγώ ήμουν ο δυνατός. Ο Μηνάς ήταν ο ευαίσθητος».

Έκανα μια αναγκαία παύση. Η αναφορά στον αδερφό μου ανέβασε δάκρυα στα μάτια μου και δεν ήθελα με τίποτα να τα αφήσω να κυλήσουν. Ετούτη η πολυτέλεια δε μου άξιζε. Ένιωσα όμως το βλέμμα του Θωμά να με αγκαλιάζει σφιχτά, γεμάτο κατανόηση και συνέχισα.

«Τον βρήκα πεταμένο και κουλουριασμένο σαν μωρό. Γυμνό και σεξουαλικά κακοποιημένο. Τον είχαν ποτίσει τα ρεμάλια με την ανάσα του θανάτου. Κυριολεκτικά». Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. «Ένα ισχυρό ναρκωτικό που σε ναρκώνει ακαριαία. Η αστυνομία είπε πως τον βίασαν δύο άτομα μετά θάνατον… Είναι μια κάποια παρηγοριά να ξέρω πως δεν έζησε αυτή τη βαναυσότητα επάνω στο κορμί του…»

Τα μάτια του Θωμά γυάλισαν. Μα δε μιλούσε. Δε με διέκοπτε. Με άφηνε να ελευθερώσω τον πόνο μου.

«Όλη μου η ύπαρξη μπήκε σε καταστολή. Μαζί με την κατάθλιψη γεννήθηκε και η απελπισία κι αυτή, πίστεψέ με, είναι ο χειρότερος εχθρός. Τις επόμενες μέρες που ακολούθησαν του θανάτου του, διαγνώστηκα με μετατραυματική ψύχωση κι ύστερα ακολούθησαν οι διαταραχές ψευδαισθήσεων και η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά».

Ανάσανα βαθιά. Όλη μου η ενήλικη ζωή διατυπωμένη σε λίγες μόνο φράσεις. Πρώτη φορά ειπωμένη σε κάποιον ξένο. Σε κάποιον άνθρωπο γενικά.

«Λύγισα. Παραδόθηκα στη συντριπτική αίσθηση του φόβου και άφησα τα μαύρα γρανάζια του μυαλού να τυλίξουν τη ζωή μου στα σκοτεινά χέρια τους».

«Που έμαθες να μιλάς τόσο όμορφα;» με διέκοψε απότομα εκνευρίζοντάς με αρχικά. Παρ’ όλα αυτά, η άσχετη ερώτησή του αποφόρτισε κάπως ευχάριστα τη συζήτηση. Ή μάλλον την εξομολόγησή μου.

«Έγραφα!» του απάντησα χαμογελώντας. Μία λέξη! Μία λέξη κι όμως ξεστομίζοντάς την ένιωσα για λίγο σημαντικός, ένα συναίσθημα από χρόνια ξεχασμένο. «Από μικρός, η μεγάλη μου αγάπη ήταν το διάβασμα. Ό,τι καλές μνήμες έχω είναι με ένα βιβλίο στο χέρι. Ούτε δέκα χρονών δε θα ήμουν όταν ξεκίνησα να γράφω τις δικές μου μικρές ιστορίες, βαθιά επηρεασμένες από τους κλασσικούς λογοτέχνες, που μου άρεσε να μελετάω. Ας ήταν καλά ο δάσκαλος του διπλανού χωριού που με άφηνε να κάθομαι με τις ώρες στη βιβλιοθήκη του σχολείου». Ένα μικρό, υπερβολικά μικρό φωτάκι άναψε ξαφνικά στο βάθος του ταλαιπωρημένου μου μυαλού. «Σ’ ευχαριστώ, φίλε μου. Άθελά σου μου θύμισες ποιος ήμουνα κάποτε. Και ποιος ήθελα να γίνω…»

«Το μυαλό δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης, Ευτύχη. Αλλάζει τον δρόμο του γρήγορα και μπορεί να σε προδώσει πολύ εύκολα. Το σημαντικό είναι τα έχεις καλά με ετούτη εδώ…» μου είπε ακουμπώντας τη παλάμη του στο μέρος της καρδιάς χωρίς να εγκαταλείψει δευτερόλεπτο την εμβρυακή του θέση. «Εδώ μέσα έχεις κρύψει και διπλοκλειδώσει τον Ευτύχη, που κάποτε ονειρευόταν να γίνει διάσημος συγγραφέας».

«Δεν είπα ποτέ πως ήθελα να γίνω διάσημος συγγραφέας!»

«Το φώναξαν τα μάτια σου!»

«Ξέρεις είναι περίεργο αυτό που συμβαίνει μαζί σου. Σε ξέρω τόσο λίγο κι όμως νιώθω πως γνωριζόμαστε από καιρό, πως είσαι δικός μου άνθρωπος. Κατά κάποιον τρόπο, μου θυμίζεις τον αδερφό μου! Έτσι πίστευε κι εκείνος. Φαντάσου πως απ’ όταν ήρθαμε στην Αθήνα συνήθιζε να συστήνεται σαν τον δίδυμο αδερφό ενός εκκολαπτόμενου και μελλοντικά διάσημου συγγραφέα!»

«Σου έχω εμπιστοσύνη».

Πάλι λοξοδρομούσε της συζήτησης.

«Για ποιο πράγμα;»

«Πως θα ανακαλύψεις τη χαμένη σου δύναμη ως άνθρωπος και θα βρεις τρόπο να βγάλεις στην επιφάνεια τον παλιό σου εαυτό, ελευθερώνοντάς τον από το βαθύ σκοτάδι που εσύ ο ίδιος τον καταδίκασες».

Πάλι μιλούσε σαν να ήταν άλλος.

«Ευτύχη, θα μου κάνεις μία χάρη;»

Χαμογέλασα. Συνεχώς μου ζητούσε χάρες. Πότε να του δανείσω την κουβέρτα μου γιατί κρύωνε και πότε να κάνω ησυχία γιατί ήθελε να κοιμηθεί.

«Θα μου διαβάζεις κάθε πρωί τις ιστορίες σου;»

«Τι;»

«Θέλω κάθε πρωί να ακούω αυτά που έγραφες τότε» συνέχισε στον ίδιο τόνο, σχεδόν αδιάφορα, λες και μου ζητούσε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο.

«Δεν υπάρχουν. Τα έχω κάψει».

«Υπάρχουν. Υπάρχουν εδώ» είπε ακουμπώντας πάλι το στήθος του.

Δεν του απάντησα. Με κούρασε. Έστρεψα το κεφάλι μου από την αντίθετη πλευρά και με τη γλώσσα μου μάζεψα λίγα σάλια, που άρχισαν να τρέχουν από τις άκρες των χειλιών μου. Ο οργανισμός μου αποζητούσε τη ζάχαρη. Κοίταξα το ρολόι απέναντι. Η Νεφέλη θα έκανε την εμφάνισή της από λεπτό σε λεπτό για να μας ποτίσει με τα ψυχοφάρμακά της. Τα χρειαζόμουν, για να σταματήσω τις σπαστικές κινήσεις των άκρων μου και να καταπολεμήσω το άγχος μου. Έτσι έλεγε αυτή. Και είχε πείσει κι εμένα.

«Το παρελθόν είναι το μεγαλύτερο μέλλον σου».

«Τι είπες;»

Ο Θωμάς ήταν ήδη κουκουλωμένος μέχρι τα αυτιά και δύσκολα τον άκουγα.

«Νυστάζω…»

Αναστέναξα. Τον άφησα να κοιμηθεί μέχρι που άνοιξε την πόρτα η Νεφέλη. Μπούκαρε μέσα σαν εχθρικός εισβολέας, αρματωμένη με την ηλίθια πράσινη στολή της και τη μονίμως μουτρωμένη κακάσχημη μούρη της, κρατώντας κλασσικά την τσίγκινη πιατέλα γεμάτη χαπάκια και σύριγγες ανάμεσα στα χοντρά της χέρια. Για πρώτη φορά ύστερα από τέσσερα χρόνια τόλμησα να κρατήσω ένα από τα τρία μικροσκοπικά χαπάκια κάτω από τη γλώσσα μου.



Τρεις μήνες μετά.



Ο ήλιος σήμερα έλαμπε έξω από το παράθυρο φωτίζοντας με αισιοδοξία το θλιβερό γκρίζο χρώμα του δωματίου. Είχα ανοίξει τα μάτια μου από νωρίς και είχα πιάσει ήδη τα πολύτιμα σύνεργα στο χέρι. Μολύβι και χαρτί. Το ένα να σχεδιάζει γράμματα και το άλλο να τα αποτυπώνει καλλιγραφικά επάνω του – ναι! Ένα από τα ταλέντα της προηγούμενης ζωής μου ήταν και η καλλιγραφία. Έριχνα κάθε τόσο κλεφτές ματιές προς το μέρος του Θωμά. Κάθε πρωί η ίδια τελετουργία. Εγώ να ξυπνώ από τα χαράματα, για να γράφω τις μικρές ιστορίες μου, κι εκείνος να τις ακούσει σαν η ώρα πήγαινε εννιά. Ήταν λες και είχε ρυθμιζόμενο ρολόι μέσα του και συχνά τον πείραζα γι’ αυτό! Διακόπταμε σαν εμφανιζόταν το πράσινο ξωτικό και συνεχίζαμε μέχρι τη στιγμή που έπρεπε εκείνος να φύγει για το δωμάτιο με τις ζωγραφιές κι εγώ να βγω έξω στον καθαρό αέρα.

Τα χάπια είχα σταματήσει να τα καταπίνω και ως δια μαγείας εξαφανίστηκε η τρομερή υπογλυκαιμία, που με ταλαιπωρούσε με τα συμπτώματά της. Το ίδιο και το έντονο στρες. Το ίδιο και η αδυναμία μου να επιβληθώ στο μυαλό και το σώμα μου. Για πρώτη φορά, ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού στην ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου, αισθανόμουν και πάλι άνθρωπος. Βήμα βήμα τη φορά. Λίγο λίγο κάθε μέρα. Και όλα τα χρωστούσα στον φίλο μου, τον Θωμά. Εκείνος, με έναν μαγικό τρόπο, με βοήθησε να βρω τον τρόπο να κυνηγήσω και να φωτίσω μόνο τα λευκά κομμάτια της σκέψης μου, αφήνοντας μέσα στο σκότος τα αντίστοιχα μαύρα. Εκεί όπου ανήκαν.



Την επόμενη μέρα.



Πρώτα άκουσα τα βήματα και το τρίξιμό της πόρτας και ύστερα την ενοχλητική φωνή της. Άνοιξα τα μάτια μου και ανακάθισα ιδρωμένος στο κρεβάτι πετώντας την κουβέρτα από πάνω μου.

«Τι ώρα είναι;» ρώτησα τη Νεφέλη προσπαθώντας να συνέλθω από το απότομο ξύπνημα.

«Σε πλάκωσαν τα σκεπάσματα σήμερα, Ευτύχη!» μου αποκρίθηκε σαρκαστικά, διασκεδάζοντας με την τρομαγμένη εικόνα μου.

«Πού είναι ο Θωμάς;» ζήτησα επιτακτικά να μάθω μόλις είδα στρωμένο το δικό του κρεβάτι. Η καρδιά μου δεν έλεγε να ηρεμήσει από τους άγριους χτύπους της.

«Σήμερα είναι η τυχερή σου μέρα!» συνέχισε στον ίδιο τόνο, σαν να μην άκουσε ποτέ την ερώτησή μου. «Θα έρθει ο γιατρός να σε δει και πού ξέρεις; Ίσως μας αποχαιρετήσεις σύντομα! Είμαι σίγουρη πως θα σου λείψουμε, ε, Ευτύχη;» συμπλήρωσε ξεσπώντας σε γέλια.

«Πού είναι ο Θωμάς;» φώναξα δυνατά κερδίζοντας επιτέλους την προσοχή της.

«Ποιος Θωμάς, ρε ψυχάκια;» αντέδρασε αμέσως εκείνη, χτυπώντας με δύναμη την παλάμη της στο κομοδίνο δίπλα μου. Ό,τι πράγματα κρατούσε στα χέρια της έπεσαν άτσαλα στην επιφάνεια του μικρού επίπλου.

«Ο τρόφιμος δίπλα μου!» ξαναφώναξα έντρομος και πετάχτηκα όρθιος.

Το σαρδόνιο βλέμμα της μου λύγισε τα πόδια.

Τα λόγια της μου τα έκοψαν.

«Μόνος σου κοιμάσαι, βρε κακομοίρη, τόσους μήνες σε τούτο το κωλοδωμάτιο! Μόνος σου μιλάς με τις ώρες και μόνος σου διαβάζεις τα κατεβατά που γράφεις όλη μέρα. Μόνος σου! Όχι με τον… Θωμά!» Η γκρίζα της μορφή ξέσπασε σε γέλια.

Τι στο καλό μου έλεγε αυτή η γυναίκα;

Έτρεξα στο κομοδίνο του και το άνοιξα με δύναμη. Κενό. Το ίδιο και το ντουλάπι του.

«Σε μία ώρα να είσαι έτοιμος. Θα περάσεις επιθεώρηση» μου ανακοίνωσε ξερά σοβαρεύοντας απότομα. Μου χάρισε ένα τελευταίο βλέμμα ψεύτικου οίκτου και βγήκε από το δωμάτιο.

Μόνος μου; Τόσο καιρό…



Άνοιξα με χέρια που έτρεμαν το προσωπικό μου συρτάρι. Τα γραπτά μου ήταν όλα εκεί μέσα. Τα μολύβια μου επίσης. Ανακουφίστηκα. Τουλάχιστον αυτά δεν ήταν της φαντασίας μου, σκέφτηκα.

Η καρδιά μου σταμάτησε. Της φαντασίας μου;

Η συνειδητοποίηση ήρθε απότομα και έσκασε σαν βόμβα μέσα μου ακρωτηριάζοντας την ψυχή και το σώμα μου. Ο Θωμάς δεν υπήρξε ποτέ; Ούτε το δωμάτιο με τις ζωγραφιές;

Κι εγώ με ποιον μιλούσα πού να πάρει;

Τα αμέτρητα ερωτήματα που στοίχειωσαν το μυαλό μου ξεχάστηκαν μόλις το βλέμμα μου έπεσε στο περιοδικό της Νεφέλης, που ήταν πεταμένο επάνω στο κομοδίνο μαζί με τα χάπια μου και το ποτήρι με το νερό. Έκανα το γύρω του κρεβατιού και το πήρα στα χέρια μου. Η σελίδα, που ήταν τυχαία ανοιγμένο, έγραφε με μεγάλα γράμματα:

«Η προέλευση των ονομάτων και η σημασία τους»

Την παγωμένη ανατριχίλα που απλώθηκε στη ραχοκοκαλιά μου την ονόμασα ένστικτο. Τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς μου τις ονόμασα ελπίδα. Και τα αστείρευτα δάκρυα στα μάτια μου τα ονόμασα λύτρωση.

Ανάμεσα σε άλλα…

Θωμάς: ο δίδυμος αδελφός.

Μηνάς: αυτός που στέλνει μήνυμα.

Νεφέλη: αυτή που φέρνει το σκότος.



Στο δικό μου παράλληλο σύμπαν επικρατούσε πλέον το φως. Αυτό το διάχυτο, εσωτερικό φως, φτιαγμένο από τις πιο σκοτεινές μάχες των θεριών του μυαλού. Το ολόδικό μου φως. Η αναγέννησή μου. Κι ήταν τόση δυνατή ετούτη η αναγέννηση, που ηχούσε στους ανθρώπους δίπλα μου. Μπροστά μου. Παντού γύρω μου. Αυτή ήταν η επόμενη μέρα μου. Η επόμενη ζωή μου βασικά. Ένας διάσημος πλέον συγγραφέας, με δική του οικογένεια και διασημότερο έργο του τον δίδυμο, μια ιστορία εμπνευσμένη από εκείνους… για εκείνους.

Μηνά και Θωμά, αφιερωμένο.



Σφακιανού Αφροδίτη

Επιμέλεια: Έλενα