Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 34)

Η Αρετή μπήκε κλοτσώντας την πόρτα ρουθουνίζοντας. Ο Γιάννης δεν φάνηκε να ταράζεται. Φαινόταν απασχολημένος με κάτι που κρατούσε στα χέρια του έτσι όπως ήταν καθισμένος στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ. Πήγε από πάνω του μα ήταν τόση η οργή της που για μερικά δευτερόλεπτα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο θυμός της γινόταν ακόμα πιο μεγάλος καθώς έβλεπε να την αγνοεί ενώ προσπαθούσε να σφίξει την ζώνη γύρω από το μπράτσο του. Τον χτύπησε δυνατά στον ώμο και μόνο τότε φάνηκε να την προσέχει.

«Είσαι ηλίθια; Τι έπαθες;»

«Με άφησες! Με παράτησες!»

Συνέχισε να τον χτυπά, ακόμα πιο δυνατά. Της έπιασε τα χέρια και τα έσφιξε. Οι αδύναμοι καρποί της χάθηκαν μέσα στις τεράστιες χούφτες του. Ήταν δυνατός και την πονούσε. Έκανε μια προσπάθεια να ελευθερωθεί μα της ήταν αδύνατον. Την τράνταξε μια φορά δυνατά και την έσπρωξε βίαια. Προσγειώθηκε με δύναμη στο φθαρμένο τσιμέντο και έβγαλε ένα μικρό βογκητό.

Ο Γιάννης γύρισε ξανά στην προηγούμενη ασχολία του σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Χοντρές στάλες ιδρώτα είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο μέτωπό του.

«Μην ξεχνάς πως εγώ κάλεσα το ασθενοφόρο».

«Που ήσουν τόσες μέρες; Χέστηκες για το που ήμουν ή αν ζούσα!»

Δεν της απάντησε. Ήταν με το να προσπαθεί να ανάψει τον αναπτήρα. Η φλόγα δεν έλεγε να εμφανιστεί και το πρόσωπό του χαράχτηκε από μια βαθιά επικίνδυνη ρυτίδα.

«Μπορεί να πέθαινα μαλάκα!»

«Όλοι θα πεθάνουμε κάποια μέρα» είπε καθώς ο αναπτήρας τελικά ανταποκρίθηκε και του έδωσε την πολυπόθητη φωτιά. Το κουτάλι με το λευκό υγρό άρχισε να κοχλάζει και η αγωνία της προσμονής έγινε έκδηλη στα μάτια του.

Η Αρετή σκούπισε τα χείλη της με την ανάποδη της παλάμης της. Σηκώθηκε από το πάτωμα και τίναξε την σκόνη από το παντελόνι της.

«Μόνο κούφια λόγια είσαι και αμπελοφιλοσοφίες του κώλου. Όταν όμως έρχεται η ώρα της αλήθειας, απλά κρύβεσαι πίσω από μια σύριγγα! Αποπροσωποποίηση μια φρικτής κατάστασης που δεν γουστάρεις να αντιμετωπίσεις!»

Έχωσε την σύριγγα στο υγρό και τράβηξε το έμβολο.

«Ένα τίποτα είσαι ρε, βυθισμένο στην απόγνωση!»

Ο Γιάννης χαμογέλασε κάτι που την εκνεύρισε ακόμα περισσότερο.

«Εγώ ζω με δανεικό χρόνο που μόλις άρχισε να μετρά αντίστροφα ενώ εσύ γαμημένε μπάσταρδε καταστρέφεις ότι πιο πολύτιμο θα μπορούσε ποτέ να σου δοθεί με αυτές τις μαλακίες που κάνεις!»

Δάγκωσε την δερμάτινη άκρη της ζώνης και τράβηξε με δύναμη. Η φλέβα φούσκωσε μπροστά του μα φάνηκε να διστάζει για λίγο. Το κορμί του τραντάχτηκε δυνατά από ένα σπασμό που του διέλυσε κάθε ενδοιασμό που θα μπορούσε να έχει. Έχωσε την ατσάλινη βελόνα στην τρυφερή σάρκα και πίεσε ελαφρά. Τράβηξε το έμβολο και η σύριγγα γέμισε με αίμα. Ελευθέρωσε τη άκρη της ζώνης και άδειασε όλο το περιεχόμενο στη φλέβα.

Το σώμα του χαλάρωσε και το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Έπεσε ανάσκελα στον καναπέ και το αριστερό του χέρι έμεινε να κρέμεται δίπλα του. Το ταξίδι του είχε μόλις αρχίσει μέσα από το ξέσπασμα ενός ασταμάτητου χαχανητού.

Η Αρετή ήξερε πως ήταν πλέον μάταιο να συνεχίσει την αντιπαράθεση. Ήταν αλλού τώρα, κάπου μακριά και όμορφα. Πισωπάτησε και ακούμπησε αποκαρδιωμένη με την πλάτη στον τοίχο. Έκλεισε το στόμα με το χέρι της σε μια προσπάθεια να μην κλάψει. Ήταν χαμένη. Όλα γύρω της κινούνταν με ασύλληπτες ταχύτητες σαν ταινία σε fast forward. Η ανακοίνωση του επικείμενου και αναπόφευκτου θανάτου της την είχε χτυπήσει σαν νταλίκα με σπασμένα φρένα ακριβώς στο στήθος. Όλα διαλύθηκαν εν ριπή οφθαλμού. Τι νόημα είχε πια το οτιδήποτε; Ένας άνθρωπος με ημερομηνία λήξης, ένα ελαττωματικό προϊόν, άχρηστο, αχρείαστο. Όλοι πια δικαιώνονταν, όλοι αυτοί που την έδειχναν με το δάχτυλο. Είχε βγάλει αληθινές τις προσδοκίες τους.

Ήθελε να κλάψει και να γελάσει ταυτόχρονα. Ο θάνατος την είχε χτυπήσει ήδη και είχε βρει κέντρο την ψυχή της. Ότι δεν κατάφεραν όλοι με τις πράξεις τους, το κατάφερε η ίδια σαν ειρωνεία στο εαυτό της.

Μισούσε όλο τον κόσμο. Όλοι εκεί έξω, γελούσαν, ερωτεύονταν, αγαπούσαν, έκαναν έρωτα. Εκείνη δεν είχε μέλλον παρά μόνο μια σκοτεινή τρύπα, μια σήραγγα που οδηγούσε κατευθείαν στην άβυσσο. Όλοι αυτοί εκεί έξω θα συνέχιζαν να υπάρχουν ενώ αυτή σε λίγο θα περνούσε για πάντα στην ανυπαρξία.

Κοίταξε τον Γιάννη που είχε καταβυθιστεί σε έναν δικό του κόσμο και ένιωσε ζήλια, φθόνο. Αυτός τουλάχιστον δεν προσποιούνταν, ήταν αληθινός σε έναν ψεύτικο κόσμο. Τον πλησίασε και γονάτισε δίπλα του. Έψαξε στις τσέπες του και βρήκε ένα λευκό χαρτάκι διπλωμένο. Το πήρε και το κράτησε σφιχτά στην χούφτα της. Μάζεψε και τα υπόλοιπα απαραίτητα σύνεργα και κουλουριάστηκε κοντά στα πόδια της.

Τα χέρια της έτρεμαν, προσπαθούσε με αβέβαιες κινήσεις να επαναλάβει όλη την διαδικασία. Έχωσε το ατσάλι στην φλέβα της και μια σπίθα αντιφέγγισε στα μάτια της.

«Γενέθλιος θάνατος» είπε ο Γιάννης. «Υγρό ηλιοβασίλεμα, ο αγιασμός των κολασμένων».

Τα λόγια του αντήχησαν παράξενα στα αυτιά της και το δέρμα της μυρμήγκιασε. Τίποτα δεν θα την σταματούσε πια, ήταν αποφασισμένη να περάσει στην απέναντι πλευρά με τους δικούς της όρους.

Καθώς το κορμί της έπεφτε στο παγωμένο τσιμέντο, η φωνή του Γιάννη ακούστηκε για άλλη μια φορά πριν βυθιστεί στη λήθη:

«Μόλις κέρδισες επάξια έναν χορό με τον διάβολο»

Ηλίας Στεργίου