Ο Iσλανδικός Γρίφος, Little_writer03

«Που πήγαν όλοι;» ρώτησε ο Avan.

«Εξαφανίστηκαν...»

«Και τώρα;»

*1 βδομάδα πριν*

«Επιτέλους!» αναφώνησα γεμάτος ενθουσιασμό. Είχα κουραστεί τόσο πολύ και η ώρα ήταν ήδη περασμένη. Έψαχνα για εισιτήρια προς το εξωτερικό. Τελικά, έκλεισα χωρίς δεύτερη σκέψη τις τρείς τελευταίες αεροπορικές θέσεις για Ισλανδία και μάλιστα σε πάρα πολύ καλές τιμές. Μπορεί να μην ήταν αυτός ο προορισμός που είχαμε στο μυαλό μας αλλά θεώρησα πως ήταν καλύτερα από το να μην πάμε πουθενά. Βλέπετε όλα τα υπόλοιπα που βρήκα είτε δεν είχαν διαθέσιμα εισιτήρια είτε ήταν πολύ ακριβά.

Πήρα τους φίλους μου τηλέφωνο και τους ανακοίνωσα το νέο. Θα πηγαίναμε εγώ, ο Avan και ο Ricky. Το σκεφτόμασταν από την αρχή του Λυκείου και περιμέναμε πώς και πώς να ενηλικιωθούμε για να κάνουμε αυτό το πολυπόθητο ταξίδι. Θα ήταν τέλεια!

[...]

Οι μέρες μετρούσαν αντίστροφα μέχρι την ημέρα που θα φεύγαμε. Όταν έφτασε, λοιπόν, η ώρα φτιάξαμε βαλίτσες και τις φορτώσαμε στο αυτοκίνητο. Υστέρα, περάσαμε γρήγορα-γρήγορα τον βαρετό έλεγχο του αεροδρομίου και επιβιβαστήκαμε στο αεροπλάνο. Σε αντίθεση με το αεροδρόμιο, υπήρχε ελάχιστος κόσμος μέσα στο αεροπλάνο. Περίπου εκατό άτομα. Έτσι καθίσαμε σε μια τυχαία τριάδα και φυσικά πρόλαβα παράθυρο. Η διαδικασία της απογείωσης ξεκίνησε και εμείς είχαμε ήδη ξεκινήσει να σκεφτόμαστε τις μέρες μας στην Ισλανδία. Κοπέλες, Μπαρ, φαγητό και ποτά θα μας περίμεναν να τα γευτούμε. Ξαφνικά όταν έσβησε η φωτεινή επιγραφή για τις ζώνες, ένας κύριος σηκώθηκε από τα πίσω καθίσματα και κατευθυνόμενος προς το μπροστινό μέρος του αεροπλάνου με κοίταξε με ένα τόσο άγριο και ψυχρό βλέμμα που μου έμεινε χαραγμένο στο μυαλό για καιρό. Ήταν ένας ψηλόλιγνος και με γκρίζα μαλλιά άνδρας, όμως πολύ καλοστεκούμενος για την ηλικία του. Υστέρα κάθισε πάλι στην θέση του, περίπου δυο σειρές πίσω από εμάς, χωρίς να σταματήσει να με κοιτάει με το ίδιο βλέμμα. Προτίμησα να μην δώσω σημασία. Ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει. Ήταν φυσικό, μιας και οι πέντε ώρες ακόμα ταξίδι μου φαινόντουσαν βουνό. Έτσι ξεκίνησα να βλέπω διάφορα όνειρα.

 

[...]

 

 

«Ε! Ρε! Ξύπνα. Φτάσαμε. Δέσε την ζώνη σου» μου φώναξε ο Avan

«Ε; Τι;»

« Την ζώνη σου, λέω. Κατεβαίνουμε».

« Ε... Ναι...»

 

[...]

 

«Θα κατέβεις ή θα μείνεις εκεί να σκέφτεσαι;»

« Ε;»

«Προσγειωθήκαμε. Τι έχεις και είσαι στον κόσμο σου σήμερα; Συμβαίνει κάτι;»

«Ναι. Θα σου εξηγήσω μετά».

Εκείνη την ώρα πέρασε και ο κύριος από τον διάδρομο και με κοίταξε για άλλη μια φορά. Καθώς έφευγε, λίγα μετρά πιο πέρα, του έπεσε κάτι από την τσέπη. Του φωνάξαμε, αλλά δεν μας άκουσε. Ήταν ένα κουτί φτιαγμένο από πολύ καλής ποιότητας ξύλο που όμως δεν φαινόταν να ανοίγει από πουθενά. Οι γωνιές του ήταν σαν γωνίες τρισδιάστατου παζλ, ενώ στις τέσσερις πλευρές αναγράφονταν αλληλουχίες αριθμών με κάποια κενά αναμεσά τους. Στο πάνω μέρος του κουτιού υπήρχε πάνω αριστερά ένας μοχλός και στο κέντρο ένα μικρό ηλεκτρονικό παραλληλόγραμμο, το οποίο άναβε όταν γυρνούσε ο μοχλός. Τέλος, καταφέραμε να μάθουμε τι έλεγε η βάση του κύβου με έναν απλό αναγραμματισμό: « Δουλειά σου είναι να ενώσεις όλες τις δυνάμεις του παζλ και τότε μια από αυτές θα σε επιλέξει». Δεν ήξερα τι σήμαινε ακριβώς. Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Κάτι με τράβαγε παρόλα αυτά, σαν κάτι να μου έλεγε πως έπρεπε να μάθω τι εννοεί.

«Ξεκόλλα πια από τον κύβο. Θα τον πάμε στα απολεσθέντα.  Τι έχεις πάθει σήμερα; Φέρεσαι πολύ περίεργα» είπε ο Avan.

«Τίποτα δεν έχω πάθει παράτα με πια. Και τον κύβο θα το πάρω εγώ». Βγήκαμε από το αεροπλάνο και μέσω ενός διαδρόμου που είχαν φτιάξει, πήγαμε στο κτήριο του αεροδρομίου. Εκεί περιμέναμε για τις βαλίτσες. Όλα φαίνονταν να καθυστερούν τόσο πολύ. Η αναμονή ήταν τόσο αποχαυνωτική! Τέλος πάντων, επιτέλους πήραμε τις βαλίτσες μας και βγήκαμε έξω. Η πρώτη μας εντύπωση για την Ισλανδία ήταν...

«Πωω χιόνι!» αναφώνησε ο Avan.

«Θα πεθάνω από το κρύο» είπε ο Ricky

Πήραμε το τοπικό λεωφορείο μέχρι το ξενοδοχείο, λόγω χαμηλού Budget, και έτσι κάναμε και μια φευγαλέα βόλτα στο Ρέικιαβικ. Μετά από πολλά στενά και κεντρικούς δρόμους φτάσαμε. Περάσαμε από ένα τεράστιο γωνιακό σουπερμάρκετ με μπλε νέον φώτα, ύστερα στρίψαμε δεξιά και βρεθήκαμε μπροστά από το ξενοδοχείο, το οποίο βρισκόταν στο πρώτο στενό ενός από τους πιο εμπορικούς δρόμους της πρωτεύουσας. Έτσι αποφασίσαμε να πάμε στο δωμάτιο, να τακτοποιηθούμε και μετά να εξερευνήσουμε την πόλη.

 Γενικότερα είχα κόλλημα με τους γρίφους και τα παζλ. Ήταν η αγαπημένη μου ασχολία. Μου άρεσε να ψάχνω πράγματα, να παρατηρώ μικρές λεπτομέρειες και τέλος να τους λύνω. Έτσι, τον κύβο τον είχα πάντα μαζί μου μέσα στην τσάντα πλάτης. Όταν καθίσαμε στην καφετέρια τον έβγαλα και τον ακούμπησα πάνω στο τραπέζι.

«Τι λέτε να είναι;»

«Δεν ξέρω. Δεν με ενδιαφέρει και δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρει ούτε εσένα» είπε ο Ricky.

«Και τι θα το κάνουμε;»

« Θα το πάμε αύριο στην αστυνομία, θα το κρατήσουμε, ξέρω ‘γω τι θα κάνουμε! Άσε το κάπου τέλος πάντων». Τότε ήρθε και η σερβιτόρα. Ήταν πανέμορφη, ψηλή, ξανθιά και με όμορφα μάτια. Ακούμπησε τους καφέδες πάνω στο τραπέζι με τελευταίο τον δικό μου όπου και καταλάθος ακούμπησε ο καφές την μια μεριά του κύβου.

*Ντιν*

«Άναψε!» είπα και τινάχτηκα από την θέση μου.

« Κάτσε κάτω παιδί μου, μας κοιτάνε όλοι...» μου φώναξε ο Avan.

Κάθισα κάτω και ακουμπούσα συνεχώς τον καφέ στον κύβο. Λογικά ήταν η υψηλή θερμοκρασία που τον έκανε να ανάψει. Άρα το ένα ήταν η θερμότητα. Μετά από λίγο τον ακούμπησα στην άκρη και κάθισα με τους φίλους μου, οι οποίοι ήταν στον κόσμο τους γιατί " η σερβιτόρα ήταν..." Τέλος, αφού οι φίλοι μου έφαγαν την μεγαλύτερη χυλόπιτα από κοπέλα του εξωτερικού, φύγαμε. Παρόλα αυτά μου είπε στην πόρτα ότι της φάνηκα συμπαθητικός και πως της αρέσαν και εκείνης οι γρίφοι. Ύστερα έφυγε γρήγορα για να συνεχίσει το σερβίρισμα.

Το ταξίδι ήταν εξ αρχής περίεργο, ειδικά με εκείνο τον γέρο, όμως μπορεί να είναι απλά η ιδέα μου. Χωρίς να δώσω πολύ σημασία ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα σαν τούβλο. Εξάλλου αύριο είναι μια καινούργια μέρα.

 

*Παρασκευή 5 Ιουλίου*

 

Το πρωί ήμασταν όλοι ξεκούραστοι. Ξυπνήσαμε κατά τις 10:20, ντυθήκαμε και κατεβήκαμε στον πρώτο όροφο για πρωινό.

«Είναι κανείς εδώ;» Ο μπουφές δεν ήταν στρωμένος και το προσωπικό δεν ήταν πουθενά. Έτρεξα σαν σφαίρα στην ρεσεψιόν όμως ούτε εκεί ήταν κανείς. Όλα ήταν άδεια και απείραχτα. Μέχρι και τα κλειδιά ήταν όλα στην θέση τους, σαν να μην είχε μείνει ποτέ κανείς άλλος εδώ. Κοίταξα έξω. Ήταν απίθανο κι όμως αληθινό. Δεν ήταν κανείς ούτε στο κεντρικό δρόμο. Κάνεις δεν υπήρχε πουθενά!

«Νομίζω ότι ήμαστε μόνοι μας» είπα κοιτώντας τον Ricky.

«Δεν υπάρχει ούτε ρεύμα» μας ενημέρωσε ο Avan.

«Αυτός ο καταραμένος ο κύβος φταίει! » είπε ο Ricky

« Άσε τον κύβο τώρα και συγκεντρώσου. Εγώ θα πάρω το σακίδιο και θα πάω να τον γεμίσω τρόφιμα. Εσείς προσπαθήσετε να πάρτε κάποιον τηλέφωνο!»

« Ναι γιατί όλοι θα τρέξουν να σώσουν τρία ενήλικα γομάρια από μια εντελώς απομακρυσμένη χώρα από την Ευρώπη. Λογικό!» είπε ειρωνικά. Ευτυχώς όμως μου απέσπασε ο Avan την προσοχή με την ερώτηση του κάνοντας μου νόημα με τα μάτια να ηρεμίσω. 

«Και που θα πάμε;»

«Να λύσουμε τον κύβο.»

« Α καλά. Εδώ ο κόσμος καίγεται και εσύ στον χαβά σου, έτσι;»

« Αν έχεις καμία καλύτερη λύση πες την και σε εμάς. Εγώ λέω ότι αν όντως φταίει ο κύβος τότε αυτός μπορεί να μας ξεμπλέξει. Οπότε κουνήσου!» Έτρεξα στην κουζίνα ενώ οι άλλοι δυο προσπαθούσαν να πάρουν τηλέφωνο. Όμως, υπήρχε ένα πρόβλημα. Έπρεπε να έχουμε συνδεθεί στον πάροχο της χώρας...

«Το σακίδιο είναι έτοιμο».

« Ωραία. Ας ηρεμίσουμε και ας φάμε κάτι για τώρα, κυρίως πράγματα ψυγείου. Τι ξέρουμε για τον κύβο;» ρώτησε ο Avan

« Όχι και πολλά. Η μια πλευρά είναι η θερμότητα. Λογικά πρέπει να βάλουμε κάτι ζεστό πάνω».

« Τα νούμερα τι είναι;»

« Δεν ξέρω ».

«Τέλεια! Άμα δεν ξέρεις και εσύ...»

 «Σκάσε ρε Ricky πια! Εγώ πιστεύω ότι είναι κάποιο άθροισμα ή κάτι τέτοιο".

«Εγώ νομίζω πως είναι κάτι σαν ένα βίντεο που είχα δει, που κάποια νούμερα μοιάζουν με γράμματα αν τα γυρίσεις ανάποδα, για παράδειγμα το πέντε μοιάζει με το S».

« Και τι θα βγει με αυτό;» ρώτησε ο Avan.

 «Λέξη» απάντησα.

Κάναμε πολλούς συνδυασμούς, όμως τίποτα από αυτά δεν έβγαινε. Είχαμε ξεκινήσει από την μια πλευρά που ξέραμε και αν δεν έβγαινε το γράμμα Τ, απλά αλλάζαμε τακτική. «Μήπως είναι άλλη γλώσσα; Αρχαία Ελληνικά, ας πούμε».

«Καλά καθίστε εσείς, εγώ πάω να προσπαθήσω να μπω στο ίντερνετ μπας και μιλήσω με το δέκα μου».

«Ποιο;»

«Την κοπέλα του μωρέ, την Jessica».

« Α... Και γιατί την φωνάζει έτσι;»

«Από τότε μωρέ με τα hashtag που το ένα είναι το Α, το δύο το Β και... κάτσε τι;» Ο Avan κοντοστάθηκε για ένα λεπτό και με κοίταξε απότομα.

«Αυτό είναι ρε. Οι αριθμοί λογικά αντιπροσωπεύουν ένα γράμμα. Το πιο απλό δεν σκεφτήκαμε!»

«Αχ, αν δεν ήμουν και εγώ...»

 

...

«Πάλι δεν βγαίνει τίποτα».

« Κάνε το σε όλους τους αριθμούς μέχρι το τέλος».

« Κ Ε Λ Β Ι Ν...»

« Είναι αυτός που ασχολήθηκε με την θερμότητα. Συνέχισε» με παρότρυνε ο Avan.

«20 15 18 16 5 4 15».

« T O R P E D O».

«Ναι δεν έχω ιδέα τι είναι» είπα.

«Ούτε εγώ. Μετά;»

«Snart».

«Ούτε αυτό ξέρω τι είναι. Το τελευταίο;»

«Το τελευταίο... 25 15 21».

«You; Εγώ; Αυτό δεν βγάζει νόημα...»

« Δεν έχει Wi-Fi» πετάχτηκε ο Ricky.

«Κατά τα άλλα εγώ είμαι στον κόσμο μου».

« Εσύ μας έφερες εδώ, εσύ πήρες τον κύβο, εσύ να μας ξεμπλέξεις».

«Εγώ τουλάχιστον κάνω κάτι για να φύγουμε ζωντανοί. Δεν μιλάω με την γκόμενα».

« Άντε παρατά μας. Εγώ φεύγω από εδώ».

«Στο δ***** , του φώναξα καθώς έβγαινε από το ξενοδοχείο».

«Αχ ασ' τον. Έχει εκνευριστεί, λες και δεν τον ξέρεις. Ασ’ τον να ξεθυμάνει».

«Καλά! Προσπάθησε σε λίγο να τον πάρεις τηλέφωνο. Εγώ θα κλείσω το δικό μου για να έχουμε μπαταρία σε περίπτωση ανάγκης».

...

 

Δεν μπορούσαμε και πάλι να τον πάρουμε τηλέφωνο και η μπαταρία του Avan τελείωνε σιγά- σιγά. Έτσι πήραμε το σακίδιο πλάτης και φύγαμε. Δεν ήταν στον κεντρικό δρόμο. Δεν μπορεί να είχε πάει μακριά. Πρώτων ήταν με τα πόδια, μιας και δεν ξέρει να οδηγεί και δεύτερον δεν ήξερε καλά την πόλη. Λογικά πήγε για φαγητό ή για να βρει κάποιο τρόπο να φύγει.

Όπως περπατούσαμε μέσα από τα στενά βάλαμε ως σημείο συνάντησης το Σούπερ Μάρκετ που είχαμε δει και χωριστήκαμε. Εγώ πήγα δεξιά. Έστριψα σε μερικά στενά και ύστερα ανέβηκα τον κεντρικό δρόμο. Στην ελπίδα μου να βρω κάποιον, κοιτούσα την κάθε λεπτομέρεια. Ξαφνικά, πέτυχα την καφετέρια που είχαμε καθίσει. Εκεί, βρήκα καθισμένη σε μια γωνίτσα την κοπέλα που μας σέρβιρε χθες. Την πλησίασα.

«Επιτέλους ένας άνθρωπος!» Δεν είπε τίποτα παρά μόνο με αγκάλιασε με μια απότομη κίνηση.

«Dicella. Χάρηκα».

«Και εγώ. Είναι και ένας φίλος μου. Μας περιμένει στο σούπερ μάρκετ».

«Αχ ευτυχώς νόμιζα ότι ήμουν μονή!»

Προχωρήσαμε μαζί μέχρι το σημείο συνάντησης.

«Βρήκες και άλλον; Αχ κάπου σε ξέρω» είπε ο Avan.

« Η σερβιτόρα από την καφετέρια χθες».

«Ναι σωστά. Da..., De...»

«Dicella».

«Α, ναι η κοπέλα από την οποία έφαγα πόρτα. Εσύ πως και δεν εξαφανίστηκες μαζί με όλους τους άλλους;»

«Δεν έχω ιδέα. Εσείς πως και δεν εξαφανιστήκατε μαζί με όλους τους άλλους;» επανέλαβε την ερώτηση με ειρωνεία.

« Εμείς έχουμε τον κύβο».

«Ε, εγώ έχω αυτό». Τότε έβγαλε ένα ατόφιο χρυσό δαχτυλίδι από την τσέπη της με ένα καταγάλανο πετράδι πάνω.

«Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά τα δυο;»

«Δεν ξέρω. Θα μάθουμε όμως. Να σε ρωτήσω, Dicella, ξέρεις μήπως ποιος είναι ο Snart ή ο Torpedo;»

« Ο Snart αν είναι αυτός που ξέρω είναι κακός από έναν ήρωα της Marvel. Leonard Snart λέγετε ή Captain Cold. Ναι, είμαι λίγο καμένη σε αυτά».

« Και εμένα μ’ αρέσουν αυτά» πετάχτηκα.

«Γλυψηματία...» μου είπε ο Avan με ένα ύφος γεμάτο υπονοούμενα. «Ωραία αρά έχουμε πάγο, θερμότητα, εσένα, και αυτό το περίεργο. Τι στο καλό είναι;»

« Θα μπορούσαμε να μάθουμε στην Βιβλιοθήκη, αλλά ξέρετε Ισλανδικά;»

«Ναι, ου άπταιστα!»

«Κατάλαβα. Καλά, θα κάνω εγώ την μετάφραση».

Ευτυχώς η Dicella ήταν μόνιμος κάτοικος και ήξερε καλά την πόλη. Περπατήσαμε ξανά για αρκετά μέτρα μέχρι που φτάσαμε στο κτήριο της βιβλιοθήκης. Εκείνη ανέβηκε τα λίγα σκαλιά και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα. «Είναι κλειδωμένα».

«Ας’ το πάνω μου». Ο Avan ήξερε τα πάντα όσον αφορά τις διαρρήξεις. Όταν ήταν οκτώ ο πατέρας του απολύθηκε από το εργοστάσιο που δούλευε. Ήταν μεγάλος σε ηλικία και ήταν δύσκολο να βρει δουλειά αλλού. Έτσι, αναγκάστηκε να κλέβει για να συντηρήσει την οικογένειά του. Ξεκίνησε αρχικά απλό μικροπράγματα όπως ένα κρουασάν από ένα περίπτερο, επαιτεία, γάλα απλό το σούπερ μάρκετ κ.α. Όταν μεγάλωσε ο Αvan του έμαθε τα μυστικά του, όμως του έμαθε και κάτι πολύ σημαντικό, να το κάνει μόνο για την επιβίωσή του. «Άνοιξε».

«Μπράβο ρε Avan! Τι θα κάναμε χωρίς εσένα!»

«Προχώρα μωρέ».

Χαμογέλασε και με έσπρωξε ελαφρά. Έπειτα, χωριστήκαμε για να κερδίσουμε χρόνο. Κοιτάξαμε όλα τα ράφια, όλους τους διαδρόμους. Είχε περάσει περίπου κανά τετράωρο κάπως έτσι μέχρι που βρήκε η Dicella ένα βιβλίο για πλάσματα του βυθού. Ξεφύλλιζε και ξεφύλλιζε και ξεφύλλιζε, ώσπου έφτασε σε μια εικόνα που της έκανε εντύπωση, ενώ δίπλα διάβασε την λέξη που ψάχναμε: Torpedo. «Δεν είναι άνθρωπος. Είναι ψάρι! είπε τελικά».

Τρέξαμε και οι δυο να το δούμε και υστέρα ξεχυθήκαμε πάλι στους διαδρόμους και τα ράφια για περισσότερες πληροφορίες.

«Το βρήκα νομίζω!» αναφώνησα μετά από μερικά λεπτά. Όταν άνοιξα το βιβλίο το είδα. Προσπάθησα να διαβάσω τα σχετικά κείμενα αλλά δεν κατάλαβα και πολλά, οπότε φώναξα την Dicella.

«Ήταν το ψάρι που ενέπνευσε τον Volta να δημιουργήσει την Βολταϊκή στήλη».

«Α! Ναι ρε συ, την βολταϊκή στήλη. Μα πόσο χαζός είμαι!»

«Δηλαδή την μπαταρία. Χρειαζόμαστε ηλεκτρισμό».

«Τέλεια. Είμαστε χαμένοι από χέρι. Δεν υπάρχει πουθενά ηλεκτρισμός στο νησί. Όλες οι γραμμές έχουν κοπεί» είπε ο Avan.

«Ναι...» Είχαμε απελπιστεί. Είχαμε τα πάντα εκτός από το τελευταίο στοιχείο. Τόσος κόπος για το τίποτα. Δεν θα φύγουμε ποτέ και ποτέ τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Καθίσαμε σε έναν από τους πάγκους της βιβλιοθήκης και σκύψαμε όλοι το κεφάλι. Ξαφνικά, αναλαμπή! Πετάχτηκα πάνω όπως ποτέ άλλοτε. «Το κινητό μου! Το είχαμε κλείσει για να έχουμε μπαταρία, θυμάσαι;»

« Είσαι θεός». Μου άρπαξε την τσάντα και άρχισε να ψάχνει μανιωδώς. Τελικά, βρήκε το κινητό σε μια από τις θήκες. Το έβγαλε, άνοιξε το πίσω μέρος και έβγαλε την αποσπώμενη μπαταρία. «Φέρε μου τον κύβο».

Έβγαλα από την τσάντα μου τον κύβο και αμέσως ακούμπησε την μπαταρία στην μια μεριά. Κλείσαμε όλοι τα ματιά με αγωνιά και... «Τίποτα» είπε απογοητευμένα ο Avan.

«Πως τίποτα;»

« Ε, τίποτα».

«Μήπως πρέπει να τα βάλουμε όλα ταυτόχρονα;»

Κοιταχτήκαμε για λίγο. «Που θα βρούμε όμως τώρα κάτι τόσο ζεστό;»

«Δεν ξέρω. Ίσως αν βράσουμε κάτι, σαν εκείνο τον καφέ».

«Θέλει ηλεκτρισμό».

«Ποσό είχε η μπαταρία;» ρώτησε η Dicella.

«70% νομίζω, δεν την είχα χρησιμοποιήσει πολύ».

«Θα πάρουμε λίγο από αυτήν».

«Ρισκάρουμε πολύ έτσι».

« Ε, οι πιθανότητες είναι 50- 50».

«Και στο "εσύ" τι θα βάλουμε;» ρώτησα.

« Δεν ξέρω. Λογικά θέλει κάτι με συναισθηματική αξία» είπε και κοίταξε το μεταλλικό δαχτυλίδι που φορούσα.

«Δεν υπάρχει περίπτωση. Ξέρεις πολύ καλά πως αυτό το δαχτυλίδι δεν το δίνω».

«Ακριβώς επειδή το ξέρω σου λέω να το δώσεις».

«Δεν υπάρχει περίπτωση».

«Δώσε’ το μου».

« Όχι».

 «Δώσε το μου είπα!»

«Όχι!»

«Έλα, σε παρακαλώ. Μην κάνεις σαν μωρό. Δώσε το δαχτυλίδι μπας και γίνουν όλα όπως πριν» μου είπε η Dicella.  Σάστισα. Τους κοίταξα στα ματιά. Ήταν το μόνο πράγμα που θα έδινα μέχρι και τη ζωή μου γι’ αυτό. Ήταν το μόνο πράγμα που είχα από την αδερφή μου πριν... φύγει. Τα πράγματα όμως ήταν σοβαρά.

«Εντάξει». Έβγαλα το δαχτυλίδι από το χέρι μου και του το έδωσα. Εκείνος με την σειρά του το έβαλε στην τσέπη του και προχωρήσαμε.

«Την μας έχει μείνει τώρα;» ρώτησε η Dicella.

 «Πάγος και θερμότητα».

«Μπορώ να φέρω λίγο χιόνι αν θέλετε. Είναι ό,τι πιο εύκολο».

«Ναι, πήγαινε και τα λέμε σε 30 λεπτά στην καφετέρια που γνωριστήκαμε».

«Εντάξει». Έτρεξε να πάει σε κάποιο αυτοκίνητο, ενώ εμείς ξεκινήσαμε να πάμε στην καφετέρια. Δεν ήταν μακριά αλλά τα στενά μας μπέρδευαν αρκετά.

 

[...]

 

«Βάλε την μπαταρία εδώ» λέει ο Avan.

«Τι έφτιαξες ρε;»

«MacGyver τι νόμιζες. Ρε βάλε την μπαταρία εκεί».

 Είχαν περάσει περίπου 25 λεπτά. Έβαλα την μπαταριά, βάλαμε νερό στην συσκευή και ξεκίνησε σιγά-σιγά να βράζει. Τότε εμφανίστηκε και η Dicella κρατώντας μια μεγάλη χιονόμπαλα. «Ήρθα και εγώ».

 «Ωραία, βγάλε από την τσέπη μου το δαχτυλίδι και από την τσάντα τον κύβο και την μπαταρία».

«Μάλιστα».

Όλα τα αντικείμενα ήταν ακουμπισμένα πάνω στο τραπέζι. Όταν το νερό επιτέλους έβρασε, πήραμε όλοι από εάν στο χέρι και με γρήγορες κινήσεις τα ακουμπήσαμε στις αντίστοιχες πλευρές του κύβου. Τότε εμφανίστηκε ένα εκτυφλωτικό λευκό φως από μέσα, καθώς άνοιγαν οι πλευρές εμφανίζοντας σταδιακά μια θήκη και ένα ψηφιακό ρολόι να μετράει αντίστροφα.

10, 9, 8, 7,...

«Το μπλε πετράδι του δαχτυλιδιού σου Dicella γρήγορα!» φώναξε ο Avan.

H Dicella έχωσε το χέρι στην τσέπη της και κρατώντας το δακτυλίδι με το πετράδι το έβαλε στην θήκη του κουτιού. Τότε ένοιωσα ένα τίναγμα να με διαπερνά. Ήταν ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Ήταν τόσο έντονο που ήθελα να τιναχτώ ολόκληρος, όμως το σώμα μου το ένοιωθα να έχει παραλαλήσει. Το χέρι μου είχε παραμείνει ακουμπισμένο στον κύβο, σαν να είχε κολλήσει. Μέσα σε δευτερόλεπτα έπεσα στα γόνατα χωρίς να μπορώ να το συγκρατήσω και ξαφνικά όλα πάγωσαν κυριολεκτικά. Το πάτωμα έγινε σαν πίστα πατινάζ ενώ ο κύβος έγινε κι αυτός ένα πυκνό παγάκι. Τότε ήταν που μπόρεσα να τραβήξω το χέρι μου.

«Α!»

«Είσαι εντάξει;»

«Ναι. Νομίζω. Τι έγινε;»

«Νομίζω ότι τελικά πήρες την δύναμη του πάγου» απάντησε η Dicella.

«Ναι...»

«Μην ακουμπήσεις τίποτα» μου φώναξε ο Avan.

Είχα μείνει σαστισμένος. Φοβόμουν τόσο πολύ. Κι αν πάγωνα τα πάντα; Κι αν πάγωνα και τους φίλους μου; «Δεν... δεν ξέρω να το χειριστώ».

«Απλώς μην ακουμπήσεις τίποτα».

«Ωραία και τώρα τι να κάνω;»

«Τώρα πρέπει να βρούμε τον Ricky και να φύγουμε».

«Είναι κι άλλος;» ρώτησε η Dicella.

«Ναι. Άλλος ένας».

«Τώρα μπορεί να έχει πάει μακριά».

«Ελπίζω πως όχι».

«Θα φάμε χρόνο».

«Σε τρέχει κάνεις;»

«Δεν ξέρω...»

 

[...]

Στην διαδρομή βρήκαμε ένα μαγαζί με γάντια. Σπάσαμε την τζαμαρία και πήραμε ένα ζευγάρι για μένα. Η υπόλοιπη και η επόμενη μέρα πέρασαν έτσι, ψάχνοντας τον Ricky μέσα σε μια ξένη πόλη. Κοιτάξαμε πρώτα-πρώτα στα λιμάνια και στα αεροδρόμια. Ύστερα, πήραμε την πόλη σπιθαμή προς σπιθαμή, όσο μπορέσαμε τουλάχιστον.

«Ricky!!»

«Ricky!!»

« Ricky!»

 «Δεν νομίζω ότι θα τον βρούμε ποτέ» είπε ο Avan απογοητευμένος.

«Λες να είναι καλά;»

«Ε δεν υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις. Ή έχει γυρίσει πίσω, ή ...»

«Σταματά».

« Εγώ λέω να φύγουμε. Αλλά εγώ που θα πάω; Εγώ εδώ μένω».

«Μπορείς να έρθεις μαζί μας».

«Μα που θα...»

«Σε εμένα. Θα σε φιλοξενήσω εγώ».

«Δεν ξέρω…»

«Θα ήταν τιμή μου να έχω μια τόσο όμορφη κοπέλα σπίτι μου» είπα και πήγα να την αγκαλιάσω.

« Μη!» μου φώναξε ο Avan

«Α, ναι σωστά».

«Νομίζω με έπεισες. Εξάλλου φοβάμαι να μείνω εδώ μονή μου».

Το βλέμμα της...

Τα μάτια της...

Τα χείλι της...

«Εμ...» ξερόβηξε Avan.  «Δεν θέλω να σας διακόψω αλλά μήπως λέω, μήπως να τελειώνετε μπας και γυρίσουμε πίσω;»

«Ε ναι... Τι να κάνω;»

«Πάμε στο λιμάνι και θα σου πω». Εγώ και η Dicella περπατούσαμε μαζί διπλά- διπλά. Ήταν τόσο όμορφη.

 

*Στο λιμάνι*

 

«Σκύψε και ακούμπησε το νερό. Πρόσεχε μόνο μην πέσεις γιατί θα παγώσεις μέσα εκεί».

«Είναι πολύ βαθύ, δεν φτάνω».

« Με καμία σκάλα;»

«Που θα την στερεώσω;»

«Σωστά».

«Έχω μια ιδέα αλλά δεν ξέρω αν θα βγει» είπε η Dicella.

«Τι;»

«Φέρε έναν κουβά με νερό».

«Νομίζω κατάλαβα που το πας».

 

[...]

 

«Ωραία και τώρα;»

«Βγάλε τα γάντια και εγώ θα ρίξω το νερό στο λιμάνι και εσύ θα το ακουμπήσεις καθώς πέφτει. Αλλά πρέπει να το κάνεις γρήγορα».

«Δεν θα πέτυχει».

«Δεν χάνεις τίποτα να το δοκιμάσεις. Έλα».

Και όντως. Καθώς εκείνη έριχνε το νερό εγώ το ακουμπούσα και άρχισε σιγά-σιγά να παγώνει. Τελικά, ένα μικρό μέρος της θάλασσας πάγωσε και εγώ με ένα άλμα προσπάθησα να προσγειωθώ στο παγωμένο σημείο.

«Άγγιξε γρήγορα το νερό και τραβά το χέρι σου!» φώναξε ο Avan

 

[...]

 

Η θάλασσα πάγωνε όσο περπατούσαμε πάνω της. Είχαμε ξεκινήσει για να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα μας. Περπατούσαμε και περπατούσαμε πάνω στο παγωμένο νερό. Είχε περάσει τουλάχιστον 1 ώρα και εμείς είχαμε μόνο την ελπίδα να βρεθούμε σε ζεστότερο κλίμα.

 

[...]

 

«Ποιοι είστε εσείς;»

«Πάλι καλά που μας βρήκατε. Σας παρακαλώ μπορείτε να μας πάρετε μέσα στην βάρκα σας;» ρώτησε ανακουφισμένος ο Avan.

« Πως βρεθήκατε μέσα στην μέση του πουθενά;»

«Πολύ μεγάλη ιστορία. Σας παρακαλώ μόνο αν μπορείτε να μας πάτε κάπου στην στεριά».

«Ανεβείτε στην βάρκα με προσοχή».Ανεβήκαμε στην βάρκα και εγώ φόρεσα τα γάντια μου. Από εκείνη την ώρα και μετά δεν ανταλλάξαμε καμία κουβέντα. Τον κοιτούσα ξανά και ξανά όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ από που τον ήξερα. Πρέπει να γνωριζόμασταν φυσιογνωμικά. Μας πήγε μέχρι την στεριά. Εκεί μας είπε ποια χωρά είναι και ευτυχώς από εκεί και πέρα ήταν πολύ πιο εύκολο να πάμε στην πατρίδα μας μιας και οι χώρες αυτές συνορεύαν. Τέλος, έφυγε και εκείνος με την σειρά του αφήνοντας μας να βρούμε μονοί μας τον υπόλοιπο δρόμο για την επιστροφή.

 

*Στο λεωφορείο*

 

«Άρα τώρα εσύ δεν μπορείς να βγάλεις τα γάντια;»

«Δεν ξέρω... Πολύ φοβάμαι όμως πως ναι».

«Ευτυχώς που μας πήρε εκείνος ο κύριος, αλλά φαινόταν πολύ περίεργος» επενέβη η Dicella.

«Ο γέρος;»

«Ποιος γέρος;»

«Αυτός από το αεροπλάνο που του έπεσε ο κύβος. Αυτός ήταν ο κύριος στην βάρκα».

« Αποκλείεται. Λογικά θα μοιάζουν».

« Όχι αυτός ήταν ορκίζομαι!»

 

* Ταυτοχρόνως*

 

«Δεν τελειώσαμε εμείς οι δυο. Η δύναμη της Λευκής Τίγρης θα γίνει δική μου!» είπε τραβώντας τα κουπιά του...

 

Σημείωμα του Συγγραφέα:

Ευχαριστώ πολύ που διαβάσατε την ιστορία μου.

Ποιος ήταν όμως ο πρωταγωνιστής; Ούτε το όνομα δεν λέει.

Ποια είναι η πατρίδα του;

Φανταστείτε!

Εσείς, λοιπόν, τι θα κάνατε στην θέση του; 


Επιμέλεια: Αλεξάνδρα Κική