Άνοιξε τα μάτια της απότομα. Το βλέμμα της ταλαντεύτηκε αρκετή ώρα στο σκοτάδι μέχρι η όρασή της να συνηθίσει. Πήρε μία βαθιά ανάσα και ανάγκασε τον εαυτό της να σηκωθεί. Η μυρωδιά που κυριαρχούσε στο δωμάτιο που βρισκόταν θύμιζε φορμόλη και αντισηπτικό - της προκαλούσε ναυτία.
Η γυναίκα με τα μπλε μάτια σήκωσε τη σύριγγα. Το δολοφονικό χαμόγελό της φανέρωνε ότι το διασκέδαζε.
"Μη φοβάσαι. Δε θα πονέσει πολύ."
Η Cora ανοιγόκλεισε τα μάτια της και έπιασε το μέτωπό της. Το κεφάλι της πονούσε πολύ. Ένιωθε ότι θα σπάσει. Κοίταξε γύρω της και προσπάθησε να καταλάβει που βρίσκεται.
Ήταν ξαπλωμένη πάνω σ’ ένα κρεβάτι σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο σκόνη, μούχλα και υγρασία. Από το μοναδικό παράθυρο στα δεξιά της λίγες ακτίνες διέλυαν τη μονοτονία του σκοταδιού και μπορούσε να διακρίνει δύο ξεχαρβαλωμένες καρέκλες, ένα σπασμένο τραπεζάκι, μερικές καρτέλες ασθενών, χρησιμοποιημένες σύριγγες και μάσκες, όλα διάσπαρτα στο μικρό δωμάτιο.
Πώς βρέθηκα εδώ, σκέφτηκε και προσπάθησε να θυμηθεί κάτι, οτιδήποτε που θα τη βοηθούσε να καταλάβει γιατί, βρισκόταν σε εκείνο το δωμάτιο. Όμως, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε γιατί δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε.
Πανικός την κατέβαλε. Έσυρε τα πόδια της στην άκρη του κρεβατιού και σηκώθηκε όρθια. Ή μάλλον προσπάθησε. Τα γόνατα της λύγισαν και θα βρισκόταν τώρα στο βρώμικο πάτωμα αν δεν είχε πιαστεί από το κρεβάτι.
Με λίγη προσπάθεια ακόμα, συγκέντρωσε δυνάμεις και στάθηκε όρθια. Περπάτησε μέχρι την πόρτα και γύρισε το πόμολο. Ήθελε απεγνωσμένα να βγει έξω από εκείνο το απαίσιο δωμάτιο. Ίσως κατάφερνε να πάρει απαντήσεις.
Η μεταλλική πόρτα του μικροσκοπικού δωματίου άνοιξε. Δύο ζευγάρια δυνατά χέρια την άρπαξαν με τη βία.
Ο πονοκέφαλος είχε αρχίσει να χειροτερεύει. Έκλεισε τα μάτια της ενώ έκανε μερικά άχαρα βήματα μπροστά. Έπρεπε να ηρεμήσει. Έπρεπε να συγκεντρώσει δυνάμεις ώστε να καταφέρει να απαντήσει τις ερωτήσεις που στριφογύρισαν στο κεφάλι της.
Ο διάδρομος του νοσοκομείου δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση από το δωμάτιο που είχε ξυπνήσει. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ρωγμές, παράξενες ζωγραφιές, σκόνη και μούχλα. Διάφορα νοσοκομειακά εργαλεία ήταν πεταμένα σε πολλά σημεία. Η ατμόσφαιρα ήταν απνοπνικτική. Η αίσθηση της ναυτίας ήταν πιο έντονη.
Έπρεπε να βγει από εκεί μέσα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κοίταξε δεξιά και αριστερά αλλά δεν είδε κάποια πιθανή έξοδο. Τότε η απελπιστικά ύποπτη ησυχία που επικρατούσε διαταράχτηκε. Η Cora άκουσε φασαρία μερικούς διαδρόμους παρακάτω. Και πυροβολισμούς. Αυτό ήταν ό,τι ήθελε για να πανικοβληθεί.
Κουνούσε χέρια και πόδια για να τους αντισταθεί. Αλλά κατάφερε μόνο να τους εκνευρίσει. Εκείνοι την μετέφεραν στην αίθουσα που μισούσε.
Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά, καθώς ο πόνος χειροτέρευε. Έπιασε το κεφάλι της και στήριξε το σώμα της στον τοίχο. Ξαφνικά εικόνες άρχισαν να κατακλύζουν το κεφάλι της. Μία γυναίκα με μπλε μάτια να βρίσκεται από πάνω της. Δύο άντρες να τη συγκρατούν πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Αίμα, το δικό της αίμα, να κυλά στο πρόσωπό της, θαμπώνοντας τη. Όμως, όλα αυτά δεν σήμαιναν τίποτα γι’ αυτή.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Το σώμα της ήταν πλέον αδύναμο να τη συγκρατήσει, με αποτέλεσμα να συρθεί πάνω στον κρύο και βρώμικο τοίχο μέχρι να ακουμπήσει το πάτωμα. Οι πυροβολισμοί ακούγονταν πιο δυνατά που σήμαινε ότι ο κίνδυνος πλησίαζε. Εκείνη όμως ένιωθε πολύ αδύναμη να κάνει οτιδήποτε.
Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στην επιφάνεια του τοίχου και προσπάθησε να πάρει σταθερές αναπνοές. Έπρεπε να ηρεμήσει. Άνοιξε λίγο τα μάτια της και κοίταξε προς την κατεύθυνση που ακούγονταν οι πυροβολισμοί. Διέκρινε μία σκιά να πλησιάζει. Όχι, όχι σκιά. Ένα αγόρι. Κρατούσε ένα όπλο στο αριστερό του χέρι και έτρεχε για να ξεφύγει από... κάτι.
Το αγόρι σταμάτησε μόλις, είδε την Cora. Ψιθύρισε κάτι στον εαυτό του και την πλησίασε γρήγορα. Φαινόταν γύρω στα είκοσι. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και γεμάτα σκόνη. Στο μέτωπο και το δεξί μάγουλό του είχε κοψίματα. Τα χείλη του ήταν σκισμένα και το αίμα είχε ξεραθεί. Η γκρι μπλούζα που φορούσε είχε σκιστεί σε μερικά σημεία. Στο μπράτσο του έτρεχε ακόμη λίγο αίμα από μία πληγή που δεν είχε περιποιηθεί ακόμη.
«Χαίρομαι που συνήλθες» της είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Προσπάθησε να κρύψει την ένταση που έκρυβαν τα καστανά μάτια του για να μην την αγχώσει. «Δεν έχουμε χρόνο όμως. Πρέπει να σε πάρω από εδώ».
Το αγόρι τη βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνη όμως ξέφυγε από το κράτημά του και έκανε μερικά βήματα πίσω. Στηρίχτηκε στον τοίχο για να μην καταρρεύσει πάλι. «Γιατί να σε εμπιστευτώ; Πες μου ποιος είσαι πρώτα!» του φώναξε με όση δύναμή της είχε απομείνει. Γι' αυτήν, ήταν μονάχα ένας άγνωστος. Δεν ήξερε αν μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Πρώτη φορά τον έβλεπε. Και δεν ήταν διατεθειμένη να ρισκάρει τη ζωή της.
Το αγόρι ξεφύσησε και κοίταξε προς την κατεύθυνση από όπου είχε έρθει. Ακούγονταν βήματα και κραυγές που έμοιαζαν ανθρώπινες. «Δεν μπορώ να σου τα εξηγήσω όλα εδώ γιατί, δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να φύγουμε, γιατί, αλλιώς θα είμαστε νεκροί και οι δύο πολύ σύντομα. Σε παρακαλώ Cora, εμπιστεύσου με».
Κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του. «Πώς ξέρεις το όνομά μου!» γρύλισε.
"Δεν μπορώ να σου εξηγήσω τώρα. Όμως, έχεις τον λόγο μου, θα σου πω τα πάντα. Τώρα πρέπει να φύγουμε προτού-"
Η πρόταση του διακόπηκε από τα ουρλιαχτά και τις κραυγές των πλασμάτων που φάνηκαν στο τέλος του διαδρόμου και τους πλησίαζαν απειλητικά. Έμοιαζαν με ανθρώπους. Κάποτε πρέπει να ήταν. Τώρα, μερικά σημεία του δέρματός τους έλειπαν, αφήνοντας τον σκελετό τους σε κοινή θέα, ή είχαν σαπίσει. Τα μάτια τους είχαν λιώσει και στο δέρμα τους κυριαρχούσαν το κόκκινο, το μοβ, το μπλε και το μαύρο χρώμα. Ένα πηχτό, σχεδόν μαύρο υγρό -που πρέπει να ήταν αίμα - κυλούσε στο πρόσωπο τους και το περίεργα διαμορφωμένο σώμα τους.
«Τρέξε!» φώναξε το αγόρι και έπιασε την Cora από το χέρι. Η Cora δεν προέβαλε αντίσταση και μαζί άρχισαν να τρέχουν για να ξεφύγουν από τα αηδιαστικά πλάσματα που τους κατεδίωκαν.
«Τι είναι αυτά τα πλάσματα;» ρώτησε η Cora καθώς διέσχιζαν με μεγάλη ταχύτητα τους διαδρόμους και τα δωμάτια του παλιού νοσοκομείου.
«Τους αποκαλούμε Μολυσμένους.» εξήγησε το αγόρι. Σταμάτησε μπροστά από μία κλειστή πόρτα και την κοίταξε για μια στιγμή. «Είναι σαν ζόμπι μόνο πιο γρήγορα και στοχεύουν για την καρδιά.» Έπεσε με τον ώμο του πάνω στην πόρτα και εκείνη άνοιξε. «Έλα.» της είπε ανασαίνοντας γρήγορα και άρχισαν πάλι να τρέχουν.
Ύστερα από λίγα λεπτά καταδίωξης, βρέθηκαν μπροστά από την έξοδο - δύο ψηλές πόρτες από αλεξίσφαιρο γυαλί με θέα έναν παραμελημένο κήπο. Το αγόρι προσπάθησε να τις ανοίξει αλλά ήταν κλειδωμένες. Γύρισε από την άλλη προσπαθώντας να δει αν υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος διαφυγής αλλά ο δρόμος ήταν πλέον κλειστός. Μία ομάδα από περίπου είκοσι Μολυσμένους κατευθύνονταν γρήγορα προς το μέρος τους.
«Υπέροχα.» μουρμούρισε ειρωνικά το αγόρι. Σταμάτησε και στάθηκε προστατευτικά μπροστά από την Cora. Πήρε το όπλο που είχε περασμένο στον ώμο του, έβγαλε την ασφάλεια και έριξε σε μερικά, είτε σκοτώνοντας τα είτε τραυματίζοντας τα. Ουρλιαχτά και πνιχτές κραυγές ακούγονταν από τα στόματά τους.
Όμως, οι Μολυσμένοι ακόμη τους πλησίαζαν. Και το αγόρι έμεινε από σφαίρες.
Έβρισε μέσα από τα δόντια του, αλλά δεν έδειξε να πανικοβάλλεται πολύ. Έβαλε το όπλο του στην θήκη στον ώμο του και έβγαλε τα μαύρα γάντια του φορούσε - όλα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
«Τι κάνουμε τώρα;» φώναξε φοβισμένη η Cora, καθώς οι Μολυσμένοι τους περικύκλωναν κοιτούσε δεξιά και αριστερά μήπως βρει έναν τρόπο να ξεφύγουν αλλά μπορούσε να δει μόνο τους ζωντανούς νεκρούς που ήθελαν να γευματίσουν τις καρδιές τους.
«Άναψε το!» της φώναξε το αγόρι και της έδωσε κάτι.
«Ένας αναπτήρας;» απόρησε η Cora, εξετάζοντας το μικρό μεταλλικό αντικείμενο που της έδωσε. «Πώς θα μας βοηθήσει ένας αναπτήρας;» φώναξε στα όρια της απελπισίας.
«Απλά κάν'το!»
Κοίταξε γύρω της τα πλάσματα που ήταν μόνο λίγα μέτρα μακριά τους. Η αποκρουστική μυρωδιά που εξέπεμπαν όξυνε τον πονοκέφαλό της. Κράτησε τον αναπτήρα μπροστά από το αγόρι και τον άναψε, ελπίζοντας να γίνει κάτι και να σωθούν. Δεν είχε άλλη επιλογή.
«Πέσε κάτω!» της φώναξε το αγόρι ενώ ταυτόχρονα με το χέρι του ακούμπησε τη μικρή φλόγα του αναπτήρα.
Η Cora έσκυψε προτού ένα κύμα φωτιάς την κάψει ζωντανή. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε μπροστά της. Στις παλάμες του αγοριού βρίσκονταν φλόγες που δεν φαινόταν να τον καίνε. Αυτό σχημάτισε έναν κύκλο φωτιάς γύρω τους με επιδεξιότητα και άρχισε να ρίχνει κύματα φωτιάς στους Μολυσμένους. Φαίνεται ότι τα ζόμπι φοβόντουσαν τις πορτοκάλι φλόγες. Σύντομα τα φριχτά ουρλιαχτά τους και η μυρωδιά του καμένου δέρματος έκαναν τη ναυτία της Cora να επανέλθει.
Οι φλόγες έσβησαν όταν όλοι οι Μολυσμένοι ήταν πλέον νεκροί ή έτρεχαν να γλιτώσουν. Το αγόρι χρησιμοποιώντας τα χέρια του έσβησε και την τελευταία και έπειτα πλησίασε την Cora. «Είσαι καλά;»
«Π-Πώς το έκανες αυτό;» τον ρώτησε, χωρίς να μπορεί να βρει κάποια λογική εξήγηση. Στάθηκε όρθια και τίναξε τα ρούχα της. Άρχισε να βήχει. Ο καπνός της φωτιάς την ενοχλούσε. Ο πονοκέφαλος είχε επιστρέψει μαζί με τη ναυτία. Η όρασή της θόλωσε για μια στιγμή.
«Σταματήστε! Σας παρακαλώ!» φώναξε. Ένα γυναικείο γέλιο ακούστηκε από κάπου κοντά της. Ένιωσε ένα τσίμπημα στο χέρι της και ο πόνος αυξήθηκε.
«Cora;» ρώτησε ανήσυχα το αγόρι και πήγε κοντά της. Έβαλε το χέρι του στον ώμο της. «Είσαι καλά;»
Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει. Παρατήρησε ότι τα έντονα κάστανα ματιά του της έμοιαζαν ξαφνικά οικεία. «Ναι... Καλά είμαι. Πώς... πώς το έκανες αυτό;» επανέλαβε και ανοιγόκλεισε τα μάτια της.
Το αγόρι χαμογέλασε. «Θα σου εξηγήσω. Τώρα όμως πρέπει να φύγουμε από εδώ. Υπάρχουν κι άλλοι Μολυσμένοι που θα έκαναν τα πάντα για δύο φρέσκες και ζουμερές καρδιές.» Εξέτασε λίγο το χώρο προσπαθώντας να βρει κάποια πιθανή διέξοδο. «Νομίζω ότι υπάρχει μία έξοδος λίγους διαδρόμους παρακάτω. Έχω ξαναπεράσει από εδώ. Έλα.» της είπε και κίνησε να φύγει.
«Περίμενε.» του φώναξε η Cora και το αγόρι γύρισε να την αντικρίσει. «Δεν μου έχεις πει ακόμη το όνομα σου».
«Aidan.» της απάντησε με ένα αχνό χαμόγελο.
Ανταπέδωσε το χαμόγελο, δίχως να ξέρει το λόγο που ένιωθε έτσι απέναντι του. Ήταν σαν να τον ήξερε, σαν να τον είχε γνωρίσει ξανά στο παρελθόν. Μόνο που δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα από το παρελθόν της. Το ένστικτό της όμως της έλεγε ότι δεν κινδυνεύει πλέον που είναι μαζί του.
Ο Aidan κατάλαβε το προβληματισμένο ύφος της. «Ξέρω, θέλεις απαντήσεις. Και για το ποιος είμαι και γιατί, βρίσκεσαι εδώ. Πρέπει όμως να είμαστε ζωντανοί για να σου εξηγήσω. Που σημαίνει ότι πρέπει να βγούμε από εδώ».
«Ναι. Έχεις δίκιο.» μουρμούρισε η Cora, γνέφοντας καταφατικά.
«Ακολούθησε με».
Ο Aidan οδήγησε την Cora μέσα από άδειους και αχανείς διαδρόμους. Ύστερα από αρκετή ώρα περιπλάνησης στο ερειπωμένο νοσοκομείο, ελέγχοντας το κάθε τους βήμα, κατάφεραν να βρουν μία ξεχαρβαλωμένη πόρτα προσωπικού και να βγουν από το νοσοκομείο.
Όλη αυτή την ώρα κανένας τους δεν μιλούσε.O Aidan, βυθισμένος στις σκέψεις του, προχωρούσε μπροστά. Οι κινήσεις του ήταν μετρημένες και ελεγχόμενες - δεν ήθελε να ξεκινήσει κι άλλο κυνηγητό με Μολυσμένους. Συχνά έριχνε ανησυχητικές ματιές στην Cora για να βεβαιωθεί ότι είναι καλά. Μπορεί να μην τον θυμόταν, αλλά θα έκανε τα πάντα για να την κρατήσει ασφαλή.
Η Cora προσπαθούσε να αγνοήσει τον πονοκέφαλο και τη ναυτία που της προκαλούσε αυτό το μέρος. Όμως ο σωρός από ερωτήσεις που χρειάζονταν απάντηση δεν την άφηνε να ηρεμήσει. Ακολουθούσε τον Aidan, που προπορεύονταν λίγα μέτρα μπροστά της, προσπαθώντας να οργανώσει τις σκέψεις της.
«Έλα.» της είπε ανοίγοντας την πόρτα λίγο περισσότερο. «Πρέπει να βρούμε σύντομα ένα μέρος να κρυφτούμε. Θα ξεκινήσει η περιπολία σε λίγο.» ενημέρωσε ο Aidan, μπερδεύοντας τη περισσότερο.
«Ποια περιπολία;» αναρωτήθηκε καθώς ακολούθησε τον Aidan έξω από το προσωρινό κατάλυμα των Μολυσμένων.
Ο Aidan δεν της απάντησε. Προχώρησε μπροστά και ταυτόχρονα φόρεσε ξανά τα γάντια του. Βρέθηκαν στην πίσω πλευρά του νοσοκομείου, σε ένα σοκάκι κάποιας έρημης - πλέον - πόλης. Η Cora κοίταξε γύρω της, έκπληκτη και μπερδεμένη ταυτόχρονα.
Τα κτίρια ήταν όλα κατεστραμένα. Τζάμια σπασμένα, τοίχοι γκρεμισμένοι, συντρίμμια βρίσκονταν όπου και αν κοιτούσε. Ο ουρανός είχε ένα απαλό κίτρινο χρώμα που έμοιαζε πολύ με την σκόνη που υπήρχε παντού και κάλυπτε τα πάντα. Ο αέρας ήταν αποπνικτικός και η μυρωδιά του θανάτου ήταν πολύ έντονη.
«Τι συνέβη εδώ;» ρώτησε τρομοκρατημένη τον Aidan που συνέχιζε την πορεία του, χωρίς να δείχνει καθόλου ξαφνιασμένος με την κατάσταση γύρω του.
«Όχι μόνο εδώ. Παντού.» απάντησε αόριστα. «Έλα. Πρέπει να βρούμε καταφύγιο». Κοίταξε τον ουρανό προσπαθώντας να διακρίνει τον ήλιο πίσω από τα κίτρινα σύννεφα σκόνης. «Σε λίγο θα δύσει ο ήλιος και θα ξεκινήσει η βραδινή περιπολία».
«Μου χρωστάς κάποιες εξηγήσεις!» παραπονέθηκε η Cora και έτρεξε να τον προλάβει.
«Ναι, το ξέρω. Λίγη υπομονή χρειάζεται μόνο. Η παλιά βιβλιοθήκη είναι κοντά. Εκεί πάμε. Και εκεί θα μιλήσουμε.» της είπε ήρεμα και συνέχισε να περπατά.
Η Cora ξεφύσησε και τον ακολούθησε. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στην ερειπωμένη πόλη. Δεν φαινόταν πουθενά κάποιο ίχνος ζωής, πέρα από εκείνη και τον Aidan. Ίσως κάπου εκεί έξω υπάρχουν κι άλλοι Μολυσμένοι. Όμως ήταν βέβαιη ότι οι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει την πόλη πριν πολύ καιρό.
Πρέπει να πέρασαν μόνο μερικά λεπτά όταν, ο Aidan σταμάτησε έξω από ένα παλιό κτίριο καλυμμένο από κίτρινη σκόνη. Μία σκουριασμένη επιγραφή βρισκόταν πάνω από εκεί που κάποτε ήταν η είσοδός. Ελάχιστα γράμματα φαίνονταν ακόμη. Η Cora διέκρινε το Β, το Λ, το Ο και τη συλλαβή ΗΚΗ.
«Φτάσαμε.» ανήγγειλε ο Aidan και προχώρησε στο εσωτερικό.
Μέσα η παλιά βιβλιοθήκη ήταν στην ίδια άθλια κατάσταση με το εξωτερικό. Βιβλία βρίσκονταν στο πάτωμα σκισμένα και λερωμένα με κίτρινη σκόνη. Οι περισσότερες ξύλινες βιβλιοθήκες είχαν πέσει στο πάτωμα και κομμάτια ξύλου ήταν διάσπαρτα εδώ και εκεί. Ελάχιστες στέκονταν ακόμη με ακόμη λιγότερα βιβλία στα ράφια τους. Μία λάμπα τρεμόπαιζε κάπου στο βάθος ενώ λιγοστό φως έμπαινε από τα χαλασμένα παράθυρα.
Ο Aidan προχώρησε σε έναν διάδρομο μέχρι που βρήκε ένα ξύλινο τραπεζάκι διαβάσματος που είχε διατηρηθεί σε καλή κατάσταση μέχρι τώρα. Έσκυψε και έπιασε ένα μαύρο σακίδιο που βρισκόταν κάτω από το τραπέζι. «Πεινάς;» ρώτησε την Coca που τον κοιτούσε με απορία. Εκείνη αρκέστηκε σε ένα νεύμα. Άνοιξε το σακίδιο, έβγαλε δύο μικρά όπλα, ένα κυνηγετικό μαχαίρι και δύο γεμιστήρες με σφαίρες και της έδωσε κάτι τυλιγμένο με ύφασμα. «Δεν είναι πολύ, αλλά είναι αρκετό για την ώρα».
Η Cora το πήρε στα χέρια της. Ήταν μαλακό. Ξετύλιξε λίγο το ύφασμα και είδε ότι της είχε δώσει λίγο ψωμί. Χαμογέλασε αχνά, μουρμούρισε ένα σιγανό «ευχαριστώ», έκοψε μία μπουκιά και την έβαλε στο στόμα της. Δεν ήξερε από ποτέ είχε να φάει αλλά ένιωσε το στομάχι της να ικανοποιείται. Κάθισε στο τραπέζι και έφαγε λίγες μπουκιές ακόμη. Μπορούσε να αισθανθεί τη δύναμη να επιστρέφει στο σώμα της.
Ο Aidan κάθισε κι αυτός στο τραπέζι απέναντι της και ασχολήθηκε με τα δύο όπλα του, καθώς την περίμενε να τελειώσει. Έπειτα, εξέτασε την πληγή στο μπράτσο του που αιμορραγούσε ακόμη.
«Εσύ δεν πείνας;» τον ρώτησε η Cora.
«Όχι.» αποκρίθηκε και έβαλε το ένα όπλο στη ζώνη του. «Εσύ πρέπει να φας. Το έχεις ανάγκη».
Η Cora κατάπιε την τελευταία μπουκιά και τον κοίταξε. «Τραυματίστηκες».
«Δεν είναι τίποτα.» μουρμούρισε και τύλιξε πρόχειρα την πληγή με ένα κομμάτι ύφασμα.
Η Cora δεν πείστηκε. Όμως είχε άλλες ερωτήσεις να την απασχολούν. «Θα μου εξηγήσεις τώρα τι συμβαίνει;»
Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. «Θα σου πω ό,τι ξέρω που... πιστεύω ότι είναι αρκετά. Λοιπόν... από πού να ξεκινήσω;»
«Ίσως από το ποιος είσαι και γιατί με βοήθησες;»
«Θα ξεκινήσω από το τι συνέβη εδώ.» είπε, αγνοώντας τη. «Είμαστε στο έτος 2069. Πριν από 25 χρόνια περίπου οι Αμερικανοί εκείνο το διάστημα είχαν ανακαλύψει έναν θανατηφόρο ιό που εξελισσόταν πολύ γρήγορα. Όμως μία ατομική βόμβα έπεσε κοντά στα εργαστήριά του ιού αυτού. Η έκθεση του σε ραδιενέργεια τον... άλλαξε. Ο ιός αυτός εξαπλώθηκε και άρχισε να σκοτώνει όσους προσέβαλε. Όμως ο ιός εξελισσόταν και δεν άρχισε μόνο να σκοτώνει. Μετέτρεψε τους ανθρώπους σε φρικτά όντα που τα γνώρισες ήδη».
«Οι Μολυσμένοι.» συμπέρανε η Cora.
«Ακριβώς.» συνέχισε ο Aidan. «Δεν έκανε όμως μόνο αυτό. Όταν έφηβοι ή μικρά παιδιά προσβάλλονταν από τον ιό δεν πέθαιναν. Μερικοί ίσως πέθαιναν, άλλοι μπορεί να γίνονταν Μολυσμένοι. Οι περισσότεροι όμως θα γίνονταν Εκλεκτοί, όπως τους αποκαλούν».
Η Cora σταύρωσε τα χέρια της. «Τι ειναι οι Εκλεκτοί;»
«Είναι όσοι έχουν κάποια πνευματική ικανότητα. Όπως τηλεπάθεια, δημιουργία ψευδαισθήσεων, εσυναίσθηση, ενόραση και άλλα πολλά. Εγώ είμαι ένας από αυτούς. Και η δική μου ικανότητα είναι ο έλεγχος της φωτιάς. Δεν μπορώ όμως να τη δημιουργώ μόνος μου».
«Γι' αυτό έχεις τον αναπτήρα μαζί σου».
«Σωστά.» συνέχισε ο Aidan. «Είσαι κι εσύ μία από εμάς. Εισαι θεραπεύτρια, μπορείς να θεραπεύεις τους άλλους με το άγγιγμά σου».
Η Cora ανοιγόκλεισε τα μάτια της έκπληκτη και κοίταξε τα χέρια της. «Αλήθεια;»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Ναι. Γι' αυτό ήσουν φυλακισμένη στη-»
"Περίμενε." τον διέκοψε. Εστίασε το βλέμμα της πάνω του. «Τι εννοείς ότι ήμουν φυλακισμένη;»
«Σε αιχμαλώτισαν οι Ανιχνευτές της Σίταντελ. Αλλά... δεν το θυμάσαι αυτό γιατί... έχασες την μνήμη σου».
Η Cora λάμβανε τη μία βόμβα μετά την άλλη. «Μίλα!»
«Λοιπόν...» ξεκίνησε και πέρασε το χέρι του μέσα από τα ξανθά μαλλιά του. «Μετά που εξαπλώθηκε ο ιός και άρχισαν οι καταστροφές και το χάος, κατάφεραν μερικοί να οργανώνουν μία πόλη, τη Σίταντελ, κάπου κοντά στο τότε Σικάγο. Είναι αρκετά μεγάλη για να φιλοξενήσει 1.000.000 υγιείς ανθρώπους και περιφραγμένη με ψηλά τείχη για να κρατήσει έξω τους Εκλεκτούς και τους Μολυσμένους. Όμως μόνο όσοι κατείχαν υψηλή κοινωνική θέση είναι δεκτοί στη Σίταντελ. Γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι ζουν εκτός, είτε μόνοι τους είτε σε συμμορίες. Μερικοί έχουν συμμαχήσει με τη Σιταντελ, άλλοι όχι. Αυτό ισχύει και για εμάς, τους Εκλεκτούς».
«Και εγώ γιατί ήμουν φυλακισμένη; Και πώς έχασα τη μνήμη μου;» απαίτησε να μάθει.
«Οι επιστήμονες της Σιταντελ θέλουν τους Εκλεκτούς για τα πειράματα τους. Υποτίθεται θέλουν να βρουν θεραπεία για τον ιό.» είπε με περιφρόνηση. «Στην πραγματικότητα θέλουν να βρουν τον Εκλεκτό με την τηλεπάθεια και να τον χρησιμοποιήσουν για να ελέγξουν όλους τους υπόλοιπους και να φτιάξουν τον δικό τους στρατό. Θέλουν τον απόλυτο έλεγχο του πλανήτη.» εξήγησε. Ο τόνος της φωνής του έκρυβε βαθιά αισθήματα μίσους και οργής. «Έτσι, στέλνουν τους Ανιχνευτές για να αιχμαλωτίσουν Εκλεκτούς. Με αυτόν τον τρόπο σε έπιασαν. Κι εκείνο το βράδυ σκότωσαν μία πολύ καλή μου φίλη». Ο Aidan έσφιξε τη γροθιά του καθώς θυμήθηκε τους Ανιχνευτές να τους καταδιώκουν και τη φίλη του να πέφτει νεκρή στο έδαφος. «Όμως, σε έβγαλα από εκείνο το μέρος βασανηστηρίων και η Abigail Verd είναι νεκρή. Για την ακρίβεια, κάηκε ζωντανή».
«Ποια ειναι η Abigail Verd;» ρώτησε η Cora. Το όνομα της φαινόταν γνωστό. ήταν σίγουρη ότι το είχε ξανακούσει.
«Η Verd ήταν υπεύθυνη για ό,τι σου συνέβη εκεί μέσα. Ήταν η επικεφαλής του προγράμματος για τους Εκλεκτούς. Αυτή έσβησε τη μνήμη σου.» είπε με μίσος. «Αλλά είναι νεκρή. Φρόντισα εγώ ο ίδιος για αυτό.» πρόσθεσε και ένα δολοφονικό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του.
Η Cora χαμήλωσε το βλέμμα της και κοίταξε τα σκισμένα βιβλία στο πάτωμα. Προσπάθησε να επεξεργαστεί όσα της είπε ο Aidan. Φαίνονταν σαν ψέμα, σαν μία ωραία ιστορία τρόμου για παιδιά.
Όμως ήταν η πραγματικότητα.
Ο Aidan την κοίταζε, προσπαθώντας να καταλάβει τη σκέφτεται. Δεν έχω εγώ τηλεπάθεια όμως, είπε από μέσα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και το βλέμμα του έπεσε σε ένα από τα χαλασμένα παράθυρα. Ο ήλιος είχε δύσει. Είχε έρθει η ώρα.
Σηκώθηκε όρθιος και έβαλε το σακίδιο του στον ώμο του. Κάθε του κίνηση συνόδευε το γεμάτο απορία βλέμμα της Cora.
«Ήρθε η ώρα να φύγουμε.» της απάντησε. «Θα πάμε κάπου ασφαλές».
Η Cora σηκώθηκε κι αυτή. «Δεν μπορείς να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένος».
«Όχι. Θα δεις σε λίγα λεπτά.» αποκρίθηκε χαμογελώντας.
Άνοιξε το στόμα της να πει κάτι αλλά το μετάνιωσε. Θυμήθηκε όμως κάτι άλλο. «Με την μνήμη μου τι θα γίνει; Μπορείς να βοηθήσεις;» ρώτησε, ελπίζοντας να ακούσει την απάντηση που ήθελε.
«Εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι.» αποκρίθηκε. «Όμως, μπορεί ο Kyle, ένας καλός μου φίλος.» πρόσθεσε όταν είδε ότι το όνομα δεν της έλεγε κάτι. «Έχει τηλεπάθεια και πιστεύω πως μπορεί να βοηθήσει».
«Περίμενε... Είναι αυτός που ψάχνει-»
Ο Aidan χαμογέλασε. «Η Σίταντελ, σωστά. Όμως, δεν θα αναλύσουμε το κίνδυνο που διατρέχει ο Kyle τώρα. Έχει έρθει η ώρα να φύγουμε».
«Περίμενε! Μία ερώτηση ακόμη.» είπε η Cora και ακούμπησε αμήχανα τον ώμο της. «Γιατί; Γιατί με έσωσες; Γιατί ρίσκαρες τη ζωή σου για μένα;»
«Δεν γινόταν να μην το κάνω». Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Γιατί, μπορεί τώρα να μη με θυμάσαι, αλλά νοιάζομαι πολύ για σένα. Δεν γίνεται να μην σε νοιάζομαι». Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της. «Είσαι η μικρή μου αδερφή».
Από κάπου κοντά τους ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και έπειτα ένα επιφώνημα πόνου. Ένα ανθρώπινο επιφώνημα πόνου.
Η Cora γύρισε πίσω της, ακόμη ζαλισμένη από αυτό που της είπε ο Aidan. Είδε ένα αγόρι να τους πλησιάζει. Είχε μαύρα μαλλιά και πράσινα, ζωηρά μάτια. Τίναζε τα ρούχα του για να διώξει από πάνω του την εκνευριστική κίτρινη σκόνη.
«Ναι, το ξέρω... Πρέπει να βελτιώσω την προσγείωση μου.» απολογήθηκε και σταμάτησε μπροστά τους. Η Cora εντόπισε ένα βαθύ κόψιμο πάνω από το αριστερό μάτι του. «Βλέπω πως το σχέδιο σου πέτυχε». Γύρισε προς το μέρος της Cora και της χαμογέλασε. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω».
Η Cora πήγε να μιλήσει, αλλά την πρόλαβε ο Aidan. «Sebastian, δεν έχουμε χρόνο. Πάρε μας από εδώ».
«Ό,τι πεις.» πέταξε ο Sebastian με ένα ζωηρό χαμόγελο. Ακούμπησε τον ώμο του Aidan και κοίταξε την Cora. «Θα έρθεις; Ή προτιμάς να μείνεις με τους Μολυσμένους και τους Ανιχνευτές; Πιστεύω πως θα χαρούν να σε δουν».
Η Cora τον αγνόησε και πλησίασε τα δύο αγόρια. Ο νους της ήταν ακόμη σε αυτό που της είπε ο Aidan. Δεν κατάλαβε ότι ο Sebastian ακούμπησε τον ώμο της και είδε απλώς τα χείλη του να κουνιούνται χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει.
Επανήλθε ομως στην πραγματικότητα όταν ένιωσε σαν να τη ρούφηξε μαύρη τρύπα. Όλα σκοτείνιασαν για μερικά δευτερόλεπτα και ένιωσε σαν να έπεφτε στο κενό με τεράστια ταχύτητα. Το μόνο που την ενδιέφερε τώρα ήταν να κρατηθεί ζωντανή.
Τότε ξαφνικά αισθάνθηκε να πατά στέρεο έδαφος. Ένιωσε το σώμα της να χάνει την ισορροπία του αλλά κάποιος τη συγκράτησε. Είδε τον Aidan, τον αδερφό της, να τη βοηθά να σταθεί όρθια. Χαμογελούσε.
«Τι ήταν αυτό;» τραύλισε, νιώθοντας το στομάχι της να ανακατεύεται. Κοίταξε γύρω της. Δεν βρίσκονταν πλέον στη παλιά βιβλιοθήκη αλλά σε ένα δάσος που το σκέπαζε το σκοτάδι του βραδινού ουρανού. Η εικόνα των γυμνών κλαδιών των δέντρων ήταν τρομακτική.
«Τηλεμεταφορά. Αυτή είναι η ικανότητα του Sebastian.» εξήγησε ο Aidan. «Η πρώτη φορά είναι πάντα λίγο περίεργη η αίσθηση. Μετά συνηθίζεις.» πρόσθεσε, σαν να το έχει κάνει πολλές φορές, κάτι για το οποίο η Cora δεν αμφέβαλε καθόλου.
«Θα έρθετε;» ακούστηκε από κάπου η φωνή του Sebastian. «Σας περιμένουν».
Ο Aidan χαμογέλασε. «Έλα. Ώρα να... γνωρίσεις τους άλλους».
Η Cora έγνεψε καταφατικά και ακολούθησε τον αδερφό της που κατευθύνθηκε σε ένα μικρό ξύλινο οίκημα, κρυμμένο ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους.
Τότε η πόρτα ανοιξε και ένα μικρό κοριτσάκι με μακριά καστανά μαλλιά πετάχτηκε έξω. Είδε την Cora και έτρεξε προς το μέρος της.
«Cora γύρισες!» φώναξε χαρούμενο και την αγκάλιασε σφιχτά. Μικρά λουλουδάκια που δεν υπήρχαν πριν φύτρωσαν γύρω από τα πόδια της.
Η Cora της χαμογέλασε ευγενικά, προσπαθώντας να τη θυμηθεί αλλά η μνήμη της δεν ήταν διατεθειμένη να επανέλθει. Ένιωσε λίγο άσχημα που δεν μπορούσε να μοιραστεί η χαρά της μικρής.
«Emily, καλύτερα να πας μέσα. Πρέπει να ξεκουραστείς» της είπε ήρεμα ο Aidan και κέρδισε ένα λυπημένο βλέμμα από το κοριτσάκι.
Η Cora παρατήρησε ότι εκτός από το κοριτσάκι, την Emily, είχαν εμφανιστεί και μερικοί ακόμη. Μία κοπέλα γύρω στα είκοσι με κάστανα μαλλιά πιασμένα σε μία ψηλή κοτσίδα και ένα κορίτσι μαζι με ένα αγόρι. Είχαν μαύρα μαλλιά και οι δύο.
Το βλέμμα της Cora συνάντησε τα κόκκινα μάτια του αγοριού με τα μαύρα μαλλιά. Παρατήρησε ότι χαμογελούσε.
Χαίρομαι που γύρισες, άκουσε μία φωνή μέσα στο κεφάλι της. Δεν ταράχτηκε όμως. Ήξερε ποιος της είχε μιλήσει. Μπορεί να μην τον θυμόταν αλλά κατάλαβε ότι το αγόρι απέναντι της με τα κόκκινα μάτια είναι ο Kyle.
Ο Aidan αντάλλαξε ένα βλέμμα με την κοπέλα με τη κοτσίδα και ύστερα στράφηκε στην αδερφή του. «Πάμε μέσα καλύτερα. Πρέπει να ξεκουραστείς λίγο. Πέρασες πολλά».
«Ναι...» συμφώνησε η Cora. «Πάμε μέσα». Το βλέμμα της ήταν ακόμη καρφωμένο στον Kyle.
Μπορεί να μην είχε τη μνήμη της αλλά ήξερε ότι τώρα ήταν ασφαλής. Γύρισε προς το μέρος του Aidan και χαμογέλασε. «Σε ευχαριστώ που γύρισες για μένα».
Επιμέλεια: Ειρήνη Λόκα
Η γυναίκα με τα μπλε μάτια σήκωσε τη σύριγγα. Το δολοφονικό χαμόγελό της φανέρωνε ότι το διασκέδαζε.
"Μη φοβάσαι. Δε θα πονέσει πολύ."
Η Cora ανοιγόκλεισε τα μάτια της και έπιασε το μέτωπό της. Το κεφάλι της πονούσε πολύ. Ένιωθε ότι θα σπάσει. Κοίταξε γύρω της και προσπάθησε να καταλάβει που βρίσκεται.
Ήταν ξαπλωμένη πάνω σ’ ένα κρεβάτι σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο σκόνη, μούχλα και υγρασία. Από το μοναδικό παράθυρο στα δεξιά της λίγες ακτίνες διέλυαν τη μονοτονία του σκοταδιού και μπορούσε να διακρίνει δύο ξεχαρβαλωμένες καρέκλες, ένα σπασμένο τραπεζάκι, μερικές καρτέλες ασθενών, χρησιμοποιημένες σύριγγες και μάσκες, όλα διάσπαρτα στο μικρό δωμάτιο.
Πώς βρέθηκα εδώ, σκέφτηκε και προσπάθησε να θυμηθεί κάτι, οτιδήποτε που θα τη βοηθούσε να καταλάβει γιατί, βρισκόταν σε εκείνο το δωμάτιο. Όμως, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε γιατί δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε.
Πανικός την κατέβαλε. Έσυρε τα πόδια της στην άκρη του κρεβατιού και σηκώθηκε όρθια. Ή μάλλον προσπάθησε. Τα γόνατα της λύγισαν και θα βρισκόταν τώρα στο βρώμικο πάτωμα αν δεν είχε πιαστεί από το κρεβάτι.
Με λίγη προσπάθεια ακόμα, συγκέντρωσε δυνάμεις και στάθηκε όρθια. Περπάτησε μέχρι την πόρτα και γύρισε το πόμολο. Ήθελε απεγνωσμένα να βγει έξω από εκείνο το απαίσιο δωμάτιο. Ίσως κατάφερνε να πάρει απαντήσεις.
Η μεταλλική πόρτα του μικροσκοπικού δωματίου άνοιξε. Δύο ζευγάρια δυνατά χέρια την άρπαξαν με τη βία.
Ο πονοκέφαλος είχε αρχίσει να χειροτερεύει. Έκλεισε τα μάτια της ενώ έκανε μερικά άχαρα βήματα μπροστά. Έπρεπε να ηρεμήσει. Έπρεπε να συγκεντρώσει δυνάμεις ώστε να καταφέρει να απαντήσει τις ερωτήσεις που στριφογύρισαν στο κεφάλι της.
Ο διάδρομος του νοσοκομείου δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση από το δωμάτιο που είχε ξυπνήσει. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ρωγμές, παράξενες ζωγραφιές, σκόνη και μούχλα. Διάφορα νοσοκομειακά εργαλεία ήταν πεταμένα σε πολλά σημεία. Η ατμόσφαιρα ήταν απνοπνικτική. Η αίσθηση της ναυτίας ήταν πιο έντονη.
Έπρεπε να βγει από εκεί μέσα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κοίταξε δεξιά και αριστερά αλλά δεν είδε κάποια πιθανή έξοδο. Τότε η απελπιστικά ύποπτη ησυχία που επικρατούσε διαταράχτηκε. Η Cora άκουσε φασαρία μερικούς διαδρόμους παρακάτω. Και πυροβολισμούς. Αυτό ήταν ό,τι ήθελε για να πανικοβληθεί.
Κουνούσε χέρια και πόδια για να τους αντισταθεί. Αλλά κατάφερε μόνο να τους εκνευρίσει. Εκείνοι την μετέφεραν στην αίθουσα που μισούσε.
Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά, καθώς ο πόνος χειροτέρευε. Έπιασε το κεφάλι της και στήριξε το σώμα της στον τοίχο. Ξαφνικά εικόνες άρχισαν να κατακλύζουν το κεφάλι της. Μία γυναίκα με μπλε μάτια να βρίσκεται από πάνω της. Δύο άντρες να τη συγκρατούν πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Αίμα, το δικό της αίμα, να κυλά στο πρόσωπό της, θαμπώνοντας τη. Όμως, όλα αυτά δεν σήμαιναν τίποτα γι’ αυτή.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Το σώμα της ήταν πλέον αδύναμο να τη συγκρατήσει, με αποτέλεσμα να συρθεί πάνω στον κρύο και βρώμικο τοίχο μέχρι να ακουμπήσει το πάτωμα. Οι πυροβολισμοί ακούγονταν πιο δυνατά που σήμαινε ότι ο κίνδυνος πλησίαζε. Εκείνη όμως ένιωθε πολύ αδύναμη να κάνει οτιδήποτε.
Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στην επιφάνεια του τοίχου και προσπάθησε να πάρει σταθερές αναπνοές. Έπρεπε να ηρεμήσει. Άνοιξε λίγο τα μάτια της και κοίταξε προς την κατεύθυνση που ακούγονταν οι πυροβολισμοί. Διέκρινε μία σκιά να πλησιάζει. Όχι, όχι σκιά. Ένα αγόρι. Κρατούσε ένα όπλο στο αριστερό του χέρι και έτρεχε για να ξεφύγει από... κάτι.
Το αγόρι σταμάτησε μόλις, είδε την Cora. Ψιθύρισε κάτι στον εαυτό του και την πλησίασε γρήγορα. Φαινόταν γύρω στα είκοσι. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και γεμάτα σκόνη. Στο μέτωπο και το δεξί μάγουλό του είχε κοψίματα. Τα χείλη του ήταν σκισμένα και το αίμα είχε ξεραθεί. Η γκρι μπλούζα που φορούσε είχε σκιστεί σε μερικά σημεία. Στο μπράτσο του έτρεχε ακόμη λίγο αίμα από μία πληγή που δεν είχε περιποιηθεί ακόμη.
«Χαίρομαι που συνήλθες» της είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Προσπάθησε να κρύψει την ένταση που έκρυβαν τα καστανά μάτια του για να μην την αγχώσει. «Δεν έχουμε χρόνο όμως. Πρέπει να σε πάρω από εδώ».
Το αγόρι τη βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνη όμως ξέφυγε από το κράτημά του και έκανε μερικά βήματα πίσω. Στηρίχτηκε στον τοίχο για να μην καταρρεύσει πάλι. «Γιατί να σε εμπιστευτώ; Πες μου ποιος είσαι πρώτα!» του φώναξε με όση δύναμή της είχε απομείνει. Γι' αυτήν, ήταν μονάχα ένας άγνωστος. Δεν ήξερε αν μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Πρώτη φορά τον έβλεπε. Και δεν ήταν διατεθειμένη να ρισκάρει τη ζωή της.
Το αγόρι ξεφύσησε και κοίταξε προς την κατεύθυνση από όπου είχε έρθει. Ακούγονταν βήματα και κραυγές που έμοιαζαν ανθρώπινες. «Δεν μπορώ να σου τα εξηγήσω όλα εδώ γιατί, δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να φύγουμε, γιατί, αλλιώς θα είμαστε νεκροί και οι δύο πολύ σύντομα. Σε παρακαλώ Cora, εμπιστεύσου με».
Κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του. «Πώς ξέρεις το όνομά μου!» γρύλισε.
"Δεν μπορώ να σου εξηγήσω τώρα. Όμως, έχεις τον λόγο μου, θα σου πω τα πάντα. Τώρα πρέπει να φύγουμε προτού-"
Η πρόταση του διακόπηκε από τα ουρλιαχτά και τις κραυγές των πλασμάτων που φάνηκαν στο τέλος του διαδρόμου και τους πλησίαζαν απειλητικά. Έμοιαζαν με ανθρώπους. Κάποτε πρέπει να ήταν. Τώρα, μερικά σημεία του δέρματός τους έλειπαν, αφήνοντας τον σκελετό τους σε κοινή θέα, ή είχαν σαπίσει. Τα μάτια τους είχαν λιώσει και στο δέρμα τους κυριαρχούσαν το κόκκινο, το μοβ, το μπλε και το μαύρο χρώμα. Ένα πηχτό, σχεδόν μαύρο υγρό -που πρέπει να ήταν αίμα - κυλούσε στο πρόσωπο τους και το περίεργα διαμορφωμένο σώμα τους.
«Τρέξε!» φώναξε το αγόρι και έπιασε την Cora από το χέρι. Η Cora δεν προέβαλε αντίσταση και μαζί άρχισαν να τρέχουν για να ξεφύγουν από τα αηδιαστικά πλάσματα που τους κατεδίωκαν.
«Τι είναι αυτά τα πλάσματα;» ρώτησε η Cora καθώς διέσχιζαν με μεγάλη ταχύτητα τους διαδρόμους και τα δωμάτια του παλιού νοσοκομείου.
«Τους αποκαλούμε Μολυσμένους.» εξήγησε το αγόρι. Σταμάτησε μπροστά από μία κλειστή πόρτα και την κοίταξε για μια στιγμή. «Είναι σαν ζόμπι μόνο πιο γρήγορα και στοχεύουν για την καρδιά.» Έπεσε με τον ώμο του πάνω στην πόρτα και εκείνη άνοιξε. «Έλα.» της είπε ανασαίνοντας γρήγορα και άρχισαν πάλι να τρέχουν.
Ύστερα από λίγα λεπτά καταδίωξης, βρέθηκαν μπροστά από την έξοδο - δύο ψηλές πόρτες από αλεξίσφαιρο γυαλί με θέα έναν παραμελημένο κήπο. Το αγόρι προσπάθησε να τις ανοίξει αλλά ήταν κλειδωμένες. Γύρισε από την άλλη προσπαθώντας να δει αν υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος διαφυγής αλλά ο δρόμος ήταν πλέον κλειστός. Μία ομάδα από περίπου είκοσι Μολυσμένους κατευθύνονταν γρήγορα προς το μέρος τους.
«Υπέροχα.» μουρμούρισε ειρωνικά το αγόρι. Σταμάτησε και στάθηκε προστατευτικά μπροστά από την Cora. Πήρε το όπλο που είχε περασμένο στον ώμο του, έβγαλε την ασφάλεια και έριξε σε μερικά, είτε σκοτώνοντας τα είτε τραυματίζοντας τα. Ουρλιαχτά και πνιχτές κραυγές ακούγονταν από τα στόματά τους.
Όμως, οι Μολυσμένοι ακόμη τους πλησίαζαν. Και το αγόρι έμεινε από σφαίρες.
Έβρισε μέσα από τα δόντια του, αλλά δεν έδειξε να πανικοβάλλεται πολύ. Έβαλε το όπλο του στην θήκη στον ώμο του και έβγαλε τα μαύρα γάντια του φορούσε - όλα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
«Τι κάνουμε τώρα;» φώναξε φοβισμένη η Cora, καθώς οι Μολυσμένοι τους περικύκλωναν κοιτούσε δεξιά και αριστερά μήπως βρει έναν τρόπο να ξεφύγουν αλλά μπορούσε να δει μόνο τους ζωντανούς νεκρούς που ήθελαν να γευματίσουν τις καρδιές τους.
«Άναψε το!» της φώναξε το αγόρι και της έδωσε κάτι.
«Ένας αναπτήρας;» απόρησε η Cora, εξετάζοντας το μικρό μεταλλικό αντικείμενο που της έδωσε. «Πώς θα μας βοηθήσει ένας αναπτήρας;» φώναξε στα όρια της απελπισίας.
«Απλά κάν'το!»
Κοίταξε γύρω της τα πλάσματα που ήταν μόνο λίγα μέτρα μακριά τους. Η αποκρουστική μυρωδιά που εξέπεμπαν όξυνε τον πονοκέφαλό της. Κράτησε τον αναπτήρα μπροστά από το αγόρι και τον άναψε, ελπίζοντας να γίνει κάτι και να σωθούν. Δεν είχε άλλη επιλογή.
«Πέσε κάτω!» της φώναξε το αγόρι ενώ ταυτόχρονα με το χέρι του ακούμπησε τη μικρή φλόγα του αναπτήρα.
Η Cora έσκυψε προτού ένα κύμα φωτιάς την κάψει ζωντανή. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε μπροστά της. Στις παλάμες του αγοριού βρίσκονταν φλόγες που δεν φαινόταν να τον καίνε. Αυτό σχημάτισε έναν κύκλο φωτιάς γύρω τους με επιδεξιότητα και άρχισε να ρίχνει κύματα φωτιάς στους Μολυσμένους. Φαίνεται ότι τα ζόμπι φοβόντουσαν τις πορτοκάλι φλόγες. Σύντομα τα φριχτά ουρλιαχτά τους και η μυρωδιά του καμένου δέρματος έκαναν τη ναυτία της Cora να επανέλθει.
Οι φλόγες έσβησαν όταν όλοι οι Μολυσμένοι ήταν πλέον νεκροί ή έτρεχαν να γλιτώσουν. Το αγόρι χρησιμοποιώντας τα χέρια του έσβησε και την τελευταία και έπειτα πλησίασε την Cora. «Είσαι καλά;»
«Π-Πώς το έκανες αυτό;» τον ρώτησε, χωρίς να μπορεί να βρει κάποια λογική εξήγηση. Στάθηκε όρθια και τίναξε τα ρούχα της. Άρχισε να βήχει. Ο καπνός της φωτιάς την ενοχλούσε. Ο πονοκέφαλος είχε επιστρέψει μαζί με τη ναυτία. Η όρασή της θόλωσε για μια στιγμή.
«Σταματήστε! Σας παρακαλώ!» φώναξε. Ένα γυναικείο γέλιο ακούστηκε από κάπου κοντά της. Ένιωσε ένα τσίμπημα στο χέρι της και ο πόνος αυξήθηκε.
«Cora;» ρώτησε ανήσυχα το αγόρι και πήγε κοντά της. Έβαλε το χέρι του στον ώμο της. «Είσαι καλά;»
Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει. Παρατήρησε ότι τα έντονα κάστανα ματιά του της έμοιαζαν ξαφνικά οικεία. «Ναι... Καλά είμαι. Πώς... πώς το έκανες αυτό;» επανέλαβε και ανοιγόκλεισε τα μάτια της.
Το αγόρι χαμογέλασε. «Θα σου εξηγήσω. Τώρα όμως πρέπει να φύγουμε από εδώ. Υπάρχουν κι άλλοι Μολυσμένοι που θα έκαναν τα πάντα για δύο φρέσκες και ζουμερές καρδιές.» Εξέτασε λίγο το χώρο προσπαθώντας να βρει κάποια πιθανή διέξοδο. «Νομίζω ότι υπάρχει μία έξοδος λίγους διαδρόμους παρακάτω. Έχω ξαναπεράσει από εδώ. Έλα.» της είπε και κίνησε να φύγει.
«Περίμενε.» του φώναξε η Cora και το αγόρι γύρισε να την αντικρίσει. «Δεν μου έχεις πει ακόμη το όνομα σου».
«Aidan.» της απάντησε με ένα αχνό χαμόγελο.
Ανταπέδωσε το χαμόγελο, δίχως να ξέρει το λόγο που ένιωθε έτσι απέναντι του. Ήταν σαν να τον ήξερε, σαν να τον είχε γνωρίσει ξανά στο παρελθόν. Μόνο που δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα από το παρελθόν της. Το ένστικτό της όμως της έλεγε ότι δεν κινδυνεύει πλέον που είναι μαζί του.
Ο Aidan κατάλαβε το προβληματισμένο ύφος της. «Ξέρω, θέλεις απαντήσεις. Και για το ποιος είμαι και γιατί, βρίσκεσαι εδώ. Πρέπει όμως να είμαστε ζωντανοί για να σου εξηγήσω. Που σημαίνει ότι πρέπει να βγούμε από εδώ».
«Ναι. Έχεις δίκιο.» μουρμούρισε η Cora, γνέφοντας καταφατικά.
«Ακολούθησε με».
Ο Aidan οδήγησε την Cora μέσα από άδειους και αχανείς διαδρόμους. Ύστερα από αρκετή ώρα περιπλάνησης στο ερειπωμένο νοσοκομείο, ελέγχοντας το κάθε τους βήμα, κατάφεραν να βρουν μία ξεχαρβαλωμένη πόρτα προσωπικού και να βγουν από το νοσοκομείο.
Όλη αυτή την ώρα κανένας τους δεν μιλούσε.O Aidan, βυθισμένος στις σκέψεις του, προχωρούσε μπροστά. Οι κινήσεις του ήταν μετρημένες και ελεγχόμενες - δεν ήθελε να ξεκινήσει κι άλλο κυνηγητό με Μολυσμένους. Συχνά έριχνε ανησυχητικές ματιές στην Cora για να βεβαιωθεί ότι είναι καλά. Μπορεί να μην τον θυμόταν, αλλά θα έκανε τα πάντα για να την κρατήσει ασφαλή.
Η Cora προσπαθούσε να αγνοήσει τον πονοκέφαλο και τη ναυτία που της προκαλούσε αυτό το μέρος. Όμως ο σωρός από ερωτήσεις που χρειάζονταν απάντηση δεν την άφηνε να ηρεμήσει. Ακολουθούσε τον Aidan, που προπορεύονταν λίγα μέτρα μπροστά της, προσπαθώντας να οργανώσει τις σκέψεις της.
«Έλα.» της είπε ανοίγοντας την πόρτα λίγο περισσότερο. «Πρέπει να βρούμε σύντομα ένα μέρος να κρυφτούμε. Θα ξεκινήσει η περιπολία σε λίγο.» ενημέρωσε ο Aidan, μπερδεύοντας τη περισσότερο.
«Ποια περιπολία;» αναρωτήθηκε καθώς ακολούθησε τον Aidan έξω από το προσωρινό κατάλυμα των Μολυσμένων.
Ο Aidan δεν της απάντησε. Προχώρησε μπροστά και ταυτόχρονα φόρεσε ξανά τα γάντια του. Βρέθηκαν στην πίσω πλευρά του νοσοκομείου, σε ένα σοκάκι κάποιας έρημης - πλέον - πόλης. Η Cora κοίταξε γύρω της, έκπληκτη και μπερδεμένη ταυτόχρονα.
Τα κτίρια ήταν όλα κατεστραμένα. Τζάμια σπασμένα, τοίχοι γκρεμισμένοι, συντρίμμια βρίσκονταν όπου και αν κοιτούσε. Ο ουρανός είχε ένα απαλό κίτρινο χρώμα που έμοιαζε πολύ με την σκόνη που υπήρχε παντού και κάλυπτε τα πάντα. Ο αέρας ήταν αποπνικτικός και η μυρωδιά του θανάτου ήταν πολύ έντονη.
«Τι συνέβη εδώ;» ρώτησε τρομοκρατημένη τον Aidan που συνέχιζε την πορεία του, χωρίς να δείχνει καθόλου ξαφνιασμένος με την κατάσταση γύρω του.
«Όχι μόνο εδώ. Παντού.» απάντησε αόριστα. «Έλα. Πρέπει να βρούμε καταφύγιο». Κοίταξε τον ουρανό προσπαθώντας να διακρίνει τον ήλιο πίσω από τα κίτρινα σύννεφα σκόνης. «Σε λίγο θα δύσει ο ήλιος και θα ξεκινήσει η βραδινή περιπολία».
«Μου χρωστάς κάποιες εξηγήσεις!» παραπονέθηκε η Cora και έτρεξε να τον προλάβει.
«Ναι, το ξέρω. Λίγη υπομονή χρειάζεται μόνο. Η παλιά βιβλιοθήκη είναι κοντά. Εκεί πάμε. Και εκεί θα μιλήσουμε.» της είπε ήρεμα και συνέχισε να περπατά.
Η Cora ξεφύσησε και τον ακολούθησε. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στην ερειπωμένη πόλη. Δεν φαινόταν πουθενά κάποιο ίχνος ζωής, πέρα από εκείνη και τον Aidan. Ίσως κάπου εκεί έξω υπάρχουν κι άλλοι Μολυσμένοι. Όμως ήταν βέβαιη ότι οι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει την πόλη πριν πολύ καιρό.
Πρέπει να πέρασαν μόνο μερικά λεπτά όταν, ο Aidan σταμάτησε έξω από ένα παλιό κτίριο καλυμμένο από κίτρινη σκόνη. Μία σκουριασμένη επιγραφή βρισκόταν πάνω από εκεί που κάποτε ήταν η είσοδός. Ελάχιστα γράμματα φαίνονταν ακόμη. Η Cora διέκρινε το Β, το Λ, το Ο και τη συλλαβή ΗΚΗ.
«Φτάσαμε.» ανήγγειλε ο Aidan και προχώρησε στο εσωτερικό.
Μέσα η παλιά βιβλιοθήκη ήταν στην ίδια άθλια κατάσταση με το εξωτερικό. Βιβλία βρίσκονταν στο πάτωμα σκισμένα και λερωμένα με κίτρινη σκόνη. Οι περισσότερες ξύλινες βιβλιοθήκες είχαν πέσει στο πάτωμα και κομμάτια ξύλου ήταν διάσπαρτα εδώ και εκεί. Ελάχιστες στέκονταν ακόμη με ακόμη λιγότερα βιβλία στα ράφια τους. Μία λάμπα τρεμόπαιζε κάπου στο βάθος ενώ λιγοστό φως έμπαινε από τα χαλασμένα παράθυρα.
Ο Aidan προχώρησε σε έναν διάδρομο μέχρι που βρήκε ένα ξύλινο τραπεζάκι διαβάσματος που είχε διατηρηθεί σε καλή κατάσταση μέχρι τώρα. Έσκυψε και έπιασε ένα μαύρο σακίδιο που βρισκόταν κάτω από το τραπέζι. «Πεινάς;» ρώτησε την Coca που τον κοιτούσε με απορία. Εκείνη αρκέστηκε σε ένα νεύμα. Άνοιξε το σακίδιο, έβγαλε δύο μικρά όπλα, ένα κυνηγετικό μαχαίρι και δύο γεμιστήρες με σφαίρες και της έδωσε κάτι τυλιγμένο με ύφασμα. «Δεν είναι πολύ, αλλά είναι αρκετό για την ώρα».
Η Cora το πήρε στα χέρια της. Ήταν μαλακό. Ξετύλιξε λίγο το ύφασμα και είδε ότι της είχε δώσει λίγο ψωμί. Χαμογέλασε αχνά, μουρμούρισε ένα σιγανό «ευχαριστώ», έκοψε μία μπουκιά και την έβαλε στο στόμα της. Δεν ήξερε από ποτέ είχε να φάει αλλά ένιωσε το στομάχι της να ικανοποιείται. Κάθισε στο τραπέζι και έφαγε λίγες μπουκιές ακόμη. Μπορούσε να αισθανθεί τη δύναμη να επιστρέφει στο σώμα της.
Ο Aidan κάθισε κι αυτός στο τραπέζι απέναντι της και ασχολήθηκε με τα δύο όπλα του, καθώς την περίμενε να τελειώσει. Έπειτα, εξέτασε την πληγή στο μπράτσο του που αιμορραγούσε ακόμη.
«Εσύ δεν πείνας;» τον ρώτησε η Cora.
«Όχι.» αποκρίθηκε και έβαλε το ένα όπλο στη ζώνη του. «Εσύ πρέπει να φας. Το έχεις ανάγκη».
Η Cora κατάπιε την τελευταία μπουκιά και τον κοίταξε. «Τραυματίστηκες».
«Δεν είναι τίποτα.» μουρμούρισε και τύλιξε πρόχειρα την πληγή με ένα κομμάτι ύφασμα.
Η Cora δεν πείστηκε. Όμως είχε άλλες ερωτήσεις να την απασχολούν. «Θα μου εξηγήσεις τώρα τι συμβαίνει;»
Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. «Θα σου πω ό,τι ξέρω που... πιστεύω ότι είναι αρκετά. Λοιπόν... από πού να ξεκινήσω;»
«Ίσως από το ποιος είσαι και γιατί με βοήθησες;»
«Θα ξεκινήσω από το τι συνέβη εδώ.» είπε, αγνοώντας τη. «Είμαστε στο έτος 2069. Πριν από 25 χρόνια περίπου οι Αμερικανοί εκείνο το διάστημα είχαν ανακαλύψει έναν θανατηφόρο ιό που εξελισσόταν πολύ γρήγορα. Όμως μία ατομική βόμβα έπεσε κοντά στα εργαστήριά του ιού αυτού. Η έκθεση του σε ραδιενέργεια τον... άλλαξε. Ο ιός αυτός εξαπλώθηκε και άρχισε να σκοτώνει όσους προσέβαλε. Όμως ο ιός εξελισσόταν και δεν άρχισε μόνο να σκοτώνει. Μετέτρεψε τους ανθρώπους σε φρικτά όντα που τα γνώρισες ήδη».
«Οι Μολυσμένοι.» συμπέρανε η Cora.
«Ακριβώς.» συνέχισε ο Aidan. «Δεν έκανε όμως μόνο αυτό. Όταν έφηβοι ή μικρά παιδιά προσβάλλονταν από τον ιό δεν πέθαιναν. Μερικοί ίσως πέθαιναν, άλλοι μπορεί να γίνονταν Μολυσμένοι. Οι περισσότεροι όμως θα γίνονταν Εκλεκτοί, όπως τους αποκαλούν».
Η Cora σταύρωσε τα χέρια της. «Τι ειναι οι Εκλεκτοί;»
«Είναι όσοι έχουν κάποια πνευματική ικανότητα. Όπως τηλεπάθεια, δημιουργία ψευδαισθήσεων, εσυναίσθηση, ενόραση και άλλα πολλά. Εγώ είμαι ένας από αυτούς. Και η δική μου ικανότητα είναι ο έλεγχος της φωτιάς. Δεν μπορώ όμως να τη δημιουργώ μόνος μου».
«Γι' αυτό έχεις τον αναπτήρα μαζί σου».
«Σωστά.» συνέχισε ο Aidan. «Είσαι κι εσύ μία από εμάς. Εισαι θεραπεύτρια, μπορείς να θεραπεύεις τους άλλους με το άγγιγμά σου».
Η Cora ανοιγόκλεισε τα μάτια της έκπληκτη και κοίταξε τα χέρια της. «Αλήθεια;»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Ναι. Γι' αυτό ήσουν φυλακισμένη στη-»
"Περίμενε." τον διέκοψε. Εστίασε το βλέμμα της πάνω του. «Τι εννοείς ότι ήμουν φυλακισμένη;»
«Σε αιχμαλώτισαν οι Ανιχνευτές της Σίταντελ. Αλλά... δεν το θυμάσαι αυτό γιατί... έχασες την μνήμη σου».
Η Cora λάμβανε τη μία βόμβα μετά την άλλη. «Μίλα!»
«Λοιπόν...» ξεκίνησε και πέρασε το χέρι του μέσα από τα ξανθά μαλλιά του. «Μετά που εξαπλώθηκε ο ιός και άρχισαν οι καταστροφές και το χάος, κατάφεραν μερικοί να οργανώνουν μία πόλη, τη Σίταντελ, κάπου κοντά στο τότε Σικάγο. Είναι αρκετά μεγάλη για να φιλοξενήσει 1.000.000 υγιείς ανθρώπους και περιφραγμένη με ψηλά τείχη για να κρατήσει έξω τους Εκλεκτούς και τους Μολυσμένους. Όμως μόνο όσοι κατείχαν υψηλή κοινωνική θέση είναι δεκτοί στη Σίταντελ. Γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι ζουν εκτός, είτε μόνοι τους είτε σε συμμορίες. Μερικοί έχουν συμμαχήσει με τη Σιταντελ, άλλοι όχι. Αυτό ισχύει και για εμάς, τους Εκλεκτούς».
«Και εγώ γιατί ήμουν φυλακισμένη; Και πώς έχασα τη μνήμη μου;» απαίτησε να μάθει.
«Οι επιστήμονες της Σιταντελ θέλουν τους Εκλεκτούς για τα πειράματα τους. Υποτίθεται θέλουν να βρουν θεραπεία για τον ιό.» είπε με περιφρόνηση. «Στην πραγματικότητα θέλουν να βρουν τον Εκλεκτό με την τηλεπάθεια και να τον χρησιμοποιήσουν για να ελέγξουν όλους τους υπόλοιπους και να φτιάξουν τον δικό τους στρατό. Θέλουν τον απόλυτο έλεγχο του πλανήτη.» εξήγησε. Ο τόνος της φωνής του έκρυβε βαθιά αισθήματα μίσους και οργής. «Έτσι, στέλνουν τους Ανιχνευτές για να αιχμαλωτίσουν Εκλεκτούς. Με αυτόν τον τρόπο σε έπιασαν. Κι εκείνο το βράδυ σκότωσαν μία πολύ καλή μου φίλη». Ο Aidan έσφιξε τη γροθιά του καθώς θυμήθηκε τους Ανιχνευτές να τους καταδιώκουν και τη φίλη του να πέφτει νεκρή στο έδαφος. «Όμως, σε έβγαλα από εκείνο το μέρος βασανηστηρίων και η Abigail Verd είναι νεκρή. Για την ακρίβεια, κάηκε ζωντανή».
«Ποια ειναι η Abigail Verd;» ρώτησε η Cora. Το όνομα της φαινόταν γνωστό. ήταν σίγουρη ότι το είχε ξανακούσει.
«Η Verd ήταν υπεύθυνη για ό,τι σου συνέβη εκεί μέσα. Ήταν η επικεφαλής του προγράμματος για τους Εκλεκτούς. Αυτή έσβησε τη μνήμη σου.» είπε με μίσος. «Αλλά είναι νεκρή. Φρόντισα εγώ ο ίδιος για αυτό.» πρόσθεσε και ένα δολοφονικό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του.
Η Cora χαμήλωσε το βλέμμα της και κοίταξε τα σκισμένα βιβλία στο πάτωμα. Προσπάθησε να επεξεργαστεί όσα της είπε ο Aidan. Φαίνονταν σαν ψέμα, σαν μία ωραία ιστορία τρόμου για παιδιά.
Όμως ήταν η πραγματικότητα.
Ο Aidan την κοίταζε, προσπαθώντας να καταλάβει τη σκέφτεται. Δεν έχω εγώ τηλεπάθεια όμως, είπε από μέσα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και το βλέμμα του έπεσε σε ένα από τα χαλασμένα παράθυρα. Ο ήλιος είχε δύσει. Είχε έρθει η ώρα.
Σηκώθηκε όρθιος και έβαλε το σακίδιο του στον ώμο του. Κάθε του κίνηση συνόδευε το γεμάτο απορία βλέμμα της Cora.
«Ήρθε η ώρα να φύγουμε.» της απάντησε. «Θα πάμε κάπου ασφαλές».
Η Cora σηκώθηκε κι αυτή. «Δεν μπορείς να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένος».
«Όχι. Θα δεις σε λίγα λεπτά.» αποκρίθηκε χαμογελώντας.
Άνοιξε το στόμα της να πει κάτι αλλά το μετάνιωσε. Θυμήθηκε όμως κάτι άλλο. «Με την μνήμη μου τι θα γίνει; Μπορείς να βοηθήσεις;» ρώτησε, ελπίζοντας να ακούσει την απάντηση που ήθελε.
«Εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι.» αποκρίθηκε. «Όμως, μπορεί ο Kyle, ένας καλός μου φίλος.» πρόσθεσε όταν είδε ότι το όνομα δεν της έλεγε κάτι. «Έχει τηλεπάθεια και πιστεύω πως μπορεί να βοηθήσει».
«Περίμενε... Είναι αυτός που ψάχνει-»
Ο Aidan χαμογέλασε. «Η Σίταντελ, σωστά. Όμως, δεν θα αναλύσουμε το κίνδυνο που διατρέχει ο Kyle τώρα. Έχει έρθει η ώρα να φύγουμε».
«Περίμενε! Μία ερώτηση ακόμη.» είπε η Cora και ακούμπησε αμήχανα τον ώμο της. «Γιατί; Γιατί με έσωσες; Γιατί ρίσκαρες τη ζωή σου για μένα;»
«Δεν γινόταν να μην το κάνω». Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Γιατί, μπορεί τώρα να μη με θυμάσαι, αλλά νοιάζομαι πολύ για σένα. Δεν γίνεται να μην σε νοιάζομαι». Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της. «Είσαι η μικρή μου αδερφή».
Από κάπου κοντά τους ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και έπειτα ένα επιφώνημα πόνου. Ένα ανθρώπινο επιφώνημα πόνου.
Η Cora γύρισε πίσω της, ακόμη ζαλισμένη από αυτό που της είπε ο Aidan. Είδε ένα αγόρι να τους πλησιάζει. Είχε μαύρα μαλλιά και πράσινα, ζωηρά μάτια. Τίναζε τα ρούχα του για να διώξει από πάνω του την εκνευριστική κίτρινη σκόνη.
«Ναι, το ξέρω... Πρέπει να βελτιώσω την προσγείωση μου.» απολογήθηκε και σταμάτησε μπροστά τους. Η Cora εντόπισε ένα βαθύ κόψιμο πάνω από το αριστερό μάτι του. «Βλέπω πως το σχέδιο σου πέτυχε». Γύρισε προς το μέρος της Cora και της χαμογέλασε. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω».
Η Cora πήγε να μιλήσει, αλλά την πρόλαβε ο Aidan. «Sebastian, δεν έχουμε χρόνο. Πάρε μας από εδώ».
«Ό,τι πεις.» πέταξε ο Sebastian με ένα ζωηρό χαμόγελο. Ακούμπησε τον ώμο του Aidan και κοίταξε την Cora. «Θα έρθεις; Ή προτιμάς να μείνεις με τους Μολυσμένους και τους Ανιχνευτές; Πιστεύω πως θα χαρούν να σε δουν».
Η Cora τον αγνόησε και πλησίασε τα δύο αγόρια. Ο νους της ήταν ακόμη σε αυτό που της είπε ο Aidan. Δεν κατάλαβε ότι ο Sebastian ακούμπησε τον ώμο της και είδε απλώς τα χείλη του να κουνιούνται χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει.
Επανήλθε ομως στην πραγματικότητα όταν ένιωσε σαν να τη ρούφηξε μαύρη τρύπα. Όλα σκοτείνιασαν για μερικά δευτερόλεπτα και ένιωσε σαν να έπεφτε στο κενό με τεράστια ταχύτητα. Το μόνο που την ενδιέφερε τώρα ήταν να κρατηθεί ζωντανή.
Τότε ξαφνικά αισθάνθηκε να πατά στέρεο έδαφος. Ένιωσε το σώμα της να χάνει την ισορροπία του αλλά κάποιος τη συγκράτησε. Είδε τον Aidan, τον αδερφό της, να τη βοηθά να σταθεί όρθια. Χαμογελούσε.
«Τι ήταν αυτό;» τραύλισε, νιώθοντας το στομάχι της να ανακατεύεται. Κοίταξε γύρω της. Δεν βρίσκονταν πλέον στη παλιά βιβλιοθήκη αλλά σε ένα δάσος που το σκέπαζε το σκοτάδι του βραδινού ουρανού. Η εικόνα των γυμνών κλαδιών των δέντρων ήταν τρομακτική.
«Τηλεμεταφορά. Αυτή είναι η ικανότητα του Sebastian.» εξήγησε ο Aidan. «Η πρώτη φορά είναι πάντα λίγο περίεργη η αίσθηση. Μετά συνηθίζεις.» πρόσθεσε, σαν να το έχει κάνει πολλές φορές, κάτι για το οποίο η Cora δεν αμφέβαλε καθόλου.
«Θα έρθετε;» ακούστηκε από κάπου η φωνή του Sebastian. «Σας περιμένουν».
Ο Aidan χαμογέλασε. «Έλα. Ώρα να... γνωρίσεις τους άλλους».
Η Cora έγνεψε καταφατικά και ακολούθησε τον αδερφό της που κατευθύνθηκε σε ένα μικρό ξύλινο οίκημα, κρυμμένο ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους.
Τότε η πόρτα ανοιξε και ένα μικρό κοριτσάκι με μακριά καστανά μαλλιά πετάχτηκε έξω. Είδε την Cora και έτρεξε προς το μέρος της.
«Cora γύρισες!» φώναξε χαρούμενο και την αγκάλιασε σφιχτά. Μικρά λουλουδάκια που δεν υπήρχαν πριν φύτρωσαν γύρω από τα πόδια της.
Η Cora της χαμογέλασε ευγενικά, προσπαθώντας να τη θυμηθεί αλλά η μνήμη της δεν ήταν διατεθειμένη να επανέλθει. Ένιωσε λίγο άσχημα που δεν μπορούσε να μοιραστεί η χαρά της μικρής.
«Emily, καλύτερα να πας μέσα. Πρέπει να ξεκουραστείς» της είπε ήρεμα ο Aidan και κέρδισε ένα λυπημένο βλέμμα από το κοριτσάκι.
Η Cora παρατήρησε ότι εκτός από το κοριτσάκι, την Emily, είχαν εμφανιστεί και μερικοί ακόμη. Μία κοπέλα γύρω στα είκοσι με κάστανα μαλλιά πιασμένα σε μία ψηλή κοτσίδα και ένα κορίτσι μαζι με ένα αγόρι. Είχαν μαύρα μαλλιά και οι δύο.
Το βλέμμα της Cora συνάντησε τα κόκκινα μάτια του αγοριού με τα μαύρα μαλλιά. Παρατήρησε ότι χαμογελούσε.
Χαίρομαι που γύρισες, άκουσε μία φωνή μέσα στο κεφάλι της. Δεν ταράχτηκε όμως. Ήξερε ποιος της είχε μιλήσει. Μπορεί να μην τον θυμόταν αλλά κατάλαβε ότι το αγόρι απέναντι της με τα κόκκινα μάτια είναι ο Kyle.
Ο Aidan αντάλλαξε ένα βλέμμα με την κοπέλα με τη κοτσίδα και ύστερα στράφηκε στην αδερφή του. «Πάμε μέσα καλύτερα. Πρέπει να ξεκουραστείς λίγο. Πέρασες πολλά».
«Ναι...» συμφώνησε η Cora. «Πάμε μέσα». Το βλέμμα της ήταν ακόμη καρφωμένο στον Kyle.
Μπορεί να μην είχε τη μνήμη της αλλά ήξερε ότι τώρα ήταν ασφαλής. Γύρισε προς το μέρος του Aidan και χαμογέλασε. «Σε ευχαριστώ που γύρισες για μένα».
Επιμέλεια: Ειρήνη Λόκα