Love the different - Ντίνα

Μία φορά και έναν καιρό ήταν μία όμορφη κοπέλα που ζούσε σε ένα ήρεμο και μικρό χωριό. Οι κάτοικοι ήταν λίγοι και όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Το χωριό αυτό ήταν χτισμένο κοντά σε μια λίμνη και στους πρόποδες ενός μεγάλου άγονου βουνού. Οι κάτοικοι με δυσκολία έβγαζαν αρκετά τρόφιμα αλλά ήταν ευχαριστημένοι με τα πράγματα που είχαν. Ποτέ δεν γκρίνιαζαν και ποτέ δεν κατηγορούσαν το μέρος που ζούσαν.

Αν και όλοι στο χωριό ήταν χαρούμενοι, κανένας δεν ακτινοβολούσε τόση χαρά και ελπίδα όσο μια κοπέλα. Ήταν η χαρά του χωριού. Τα ξανθά μεταξένια της μαλλιά και τα όμορφα μελί μάτια της σε συνδυασμό με τον ευγενικό και πάντα πρόθυμο χαρακτήρα της την έκαναν σεβαστή από όλους παρά το μικρό της ηλικίας της. Χωρίς να το καταλαβαίνει τραβούσε όλα τα βλέμμα της περιοχής. Ήταν αγαθή και πάντα αφελής. Το αγαπημένο της μέρος δεν ήταν ούτε η λίμνη ούτε το βουνό. Της άρεσε ένα μικρό χωράφι γεμάτο τριαντάφυλλα. Ήταν κάτι ξεχωριστό γι’ αυτήν. Της το είχε κάνει δώρο ο παππούς της που ήταν και ο μόνος συγγενής που της είχε απομείνει. Ο πατέρας και ο αδερφός της χάθηκαν σε ένα ναυάγιο ενώ η μητέρα της δεν άντεξε χωρίς αυτούς. Παρόλα αυτά η κοπέλα δεν το έβαλε κάτω. Ήξερε πως η λύπη και η στεναχώρια δεν είναι λύση σε τίποτα.

Κανείς όμως δεν της είπε πως ήταν εύκολο να αντιμετωπίσει όλα αυτά που συνέβησαν στην ζωή της. Δεν ήθελε τον οίκτο των ανθρώπων ούτε την ψεύτικη βοήθειά τους. Εάν κάτι μπορούσε να καταλάβει εύκολα αυτό ήταν οι προθέσεις και η ψυχή του άλλου. Με ένα βλέμμα της μπορούσε να καταλάβει όλα αυτά που είναι δύσκολο οι άλλοι να παραδεχτούν για τον χαρακτήρα τους. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν, ήξερε ποιοι ήταν φίλοι της και ποιοι ήθελαν το κακό της.

Έτσι πέρασαν όμορφα τα χρόνια της ζωής της και έφτασε η στιγμή να φύγει από το χωριό και να μετακομίσει στην κοντινότερη πόλη για να σπουδάσει και να καταφέρει αυτά που οι άλλοι δεν μπορούσαν. Ο παππούς της έκανε οικονομίες από ό,τι μπορούσε και έτσι την έστειλε σε ένα μέτριο πανεπιστήμιο. Η κοπέλα ήταν νέα ακόμη, μόλις δεκαοκτώ ετών και δεν είχε βγει ποτέ ξανά έξω από το χωριό. Επισκέφτηκε λοιπόν την πόλη και αφού βρήκε ένα μικρό δωμάτιο, άρχισε να την εξερευνεί. Πήγε σε όλα τα αξιοθέατά της και όντως μαγεύτηκε από την ομορφιά τους μα σε καμία περίπτωση δεν φάνταζαν τόσο όμορφα όσο το χωράφι με τα τριαντάφυλλα.

Τελευταίο μέρος ήταν η γέφυρα της πόλης. Αντί όμως να ανέβει σε αυτό το καταπληκτικό πέτρινο και αρχαίο αξιοθέατο η κοπέλα πέρασε από κάτω. Πλησίασε το νερό μα το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν μαύρες κηλίδες από το πετρέλαιο του τοπικού εργοστασίου. Έμεινε για λίγο εκεί κοιτάζοντας το νερό.

Δεν είχε καταλάβει πως οι ώρες περνούσαν και έτσι μόλις ένιωσε το κρύο αεράκι σήκωσε τα δακρυσμένα μάτια της από το έδαφος. Ένιωσε μια επίμονη, διαπεραστική ματιά πάνω της. Τρομαγμένη προσπάθησε να καταλάβει ποιος ή τι βρισκόταν τριγύρω. Το σκοτάδι έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα μα δεν σκέφτηκε ούτε λεπτό να φωνάξει ή να το βάλει στα πόδια. Λάτρευε την περιπέτεια, την αδρεναλίνη που ξυπνούσε μέσα της.

«Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε ενώ έπλεξε τα δάχτυλά των χεριών της.

Ένιωσε μια σκιά να φεύγει γρήγορα και να ταξιδεύει γύρω της. Προσπαθούσε να διακρίνει το οτιδήποτε αλλά μόνο το μαύρο χρώμα της έκανε την χάρη να εμφανίζεται.

«Σε ικετεύω να μου πεις ποιος είσαι». Δεν ήταν συνηθισμένη στο ρήμα ικετεύω, το αντίθετο μάλιστα. Εκείνη την ώρα όμως ήταν απελπισμένη.

Η σκιά σταμάτησε λίγα εκατοστά μακριά της. Η θέρμη ενός άλλου σώματος κοντά στο δικό της της προκάλεσε ταχυκαρδία και άρχισε να ιδρώνει.

«Δεν έχει σημασία ποιος ή τι είμαι».

Μία αντρική βαριά φωνή ακούστηκε σχεδόν δίπλα της, κάνοντας την κοπέλα να αναπηδήσει. Μα πότε πρόλαβε να φτάσει δίπλα της;

«Σου δίνω την ευκαιρία να φύγεις. Για το καλό σου, Ιζαμπέλα».

«Πώς ξέρεις τ’ όνομά μου;» Ήταν το μόνο που σκέφτηκε εκείνη την στιγμή. Δεν φαντάστηκε το σενάριο του κινδύνου που διέτρεχε.

«Όλοι σε ξέρουν πια. Είσαι η όμορφη, ευγενική νέα. Για εσένα όλοι θυσιάζονται. Πόσα λεφτά σου χρειάστηκαν για να μπεις σε ένα πανεπιστήμιο και να δείξεις σε όλους τι αξίζεις!»

Ο άντρας δίπλα της ψιθύριζε με μίσος κάθε λέξη. Ένιωθε την οργή και το μίσος που είχε στην καρδιά του για εκείνη, μα η Ιζαμπέλα δεν καταλάβαινε γιατί.

«Πρόσεχε πώς μιλάς για μένα. Ποτέ δεν έδωσα σε κανέναν το δικαίωμα να με κρίνουν. Δεν φαντάστηκα πως η προθυμία μου να βοηθήσω ανθρώπους θα μου γυρίσει πίσω με τόσο άσχημα λόγια! Τα λεφτά, εάν θες να μάθεις, μου τα έδωσε ο παππούς μου. Όλοι οι άλλοι είστε υποκριτές!»

Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα της χωρίς διακοπή. Δεν πίστευε πως κάποιος μιλούσε άσχημα γι αυτήν χωρίς κάποιον ουσιαστικό λόγο. Ποτέ δεν άφησε αρνητικές γνώμες ή σχόλια να την επηρεάσουν. Μα αυτήν την φορά δεν θα ανεχόταν μια γνώμη από κάποιον που δεν την γνώριζε ούτε ένα λεπτό. Ήταν αδικία.

«Δεν θα μιλάς έτσι σε μένα μικρή!»

Την έπιασε απ’ τον καρπό με απίστευτη δύναμη αλλά η κοπέλα δεν θα του έδινε την χαρά να διαβάσει τον πόνο στα μάτια της. Δεν φώναξε, ούτε δάκρυσε. Δάγκωσε το χείλος της δυνατά και υπέμεινε αυτό το φριχτό μαρτύριο.

«Εάν θέλω μπορώ να σε σκοτώσω σε λίγα δευτερόλεπτα. Βλέπεις, δεν θα κοστίσεις τίποτα στην κοινωνία. Ίσα-ίσα θα την απαλύνεις».

Δεν άντεξε. Έκλαψε. Έκλαψε μπροστά του. Μα αυτός δεν περίμενε τέτοιου είδους αντίδραση.

«Τώρα γιατί κλαις;» Την άφησε ήρεμα.

«Τι εννοείς γιατί κλαίω; Μου μίλησες άσχημα ενώ δεν με ξέρεις καν. Δεν είναι ωραίο αυτό».

Το αγόρι ξεφύσησε.

«Συγγνώμη απλά.. φταίει.. που έχω μεγαλώσει με αγόρια. Έχω μεγαλώσει διαφορετικά από σένα».

Εκείνη βλεφάρισε.

«Πρώτα λες όλα αυτά τα λόγια και μετά πετάς ένα απλό συγγνώμη; Δεν ξέρεις να φέρεσαι. Όπως κανείς σας άλλωστε».

Δύο σταγόνες αίμα άρχισαν να τρέχουν από τα χείλη της. Ήταν από την πίεση που είχαν ασκήσει τα δόντια στα χείλη της.

«Καλύτερα να φύγεις», είπε αποφασιστικά το αγόρι κοιτάζοντας τον τοίχο.

«Ξέρεις κάτι; Δεν πάω πουθενά. Εσύ ξέρεις τα πάντα για μένα και εγώ τίποτα για σένα».

Σκούπισε το αίμα όσο πιο γρήγορα γινόταν.

«Αχ, δεν καταλαβαίνεις! Εάν μείνεις όντως θα σου κάνω κακό. Όχι επειδή το θέλω, αλλά επειδή το χρειάζομαι!»

Το αίμα γινόταν όλο και περισσότερο στα χείλη της κοπέλας μα δεν το έβαλε κάτω.

«Τι πάει να πει επειδή το χρειάζεσαι; Εάν το πάμε έτσι και εγώ χρειάζομαι να σε γνωρίσω», ειπε κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.

«Πάει να πει πως θα πιω μέχρι και την τελευταία σταγόνα αίματος από το τέλειο σώμα σου».

Την κόλλησε στον τοίχο και άρχισε να μυρίζει το αίμα.

«Αίμα είναι, πώς κάνεις έτσι;» πρόλαβε να πει πριν εκείνος αρχίσει να της δαγκώνει τον λαιμό και να της ρουφάει τις πρώτες σταγόνες αίματος.

«Σταμάτα! Τι κάνεις; Είσαι άρρωστος!»

Η κοπέλα ούρλιαζε ανάμεσα στα δύο του χέρια και δάκρυα καυτά έτρεχαν στα μάγουλα της. «Σταμάτα τώρα!» ούρλιαξε απεγνωσμένα. Ένιωθε τα κοφτερά δόντια του να τρυπούν τον λαιμό της.

Ξαφνικά, φώτα από φακούς γέμισαν τον χώρο, όμως μέχρι η κοπέλα να σκεφτεί το οτιδήποτε είχαν κιόλας εξαφανιστεί.

Την επόμενη μέρα ξύπνησε σε ένα μικρό σπίτι. Δεν είχε διάθεση να συγκρατήσει καμία συγκεκριμένη λεπτομέρεια του δωματίου στο οποίο είχε ανοίξει τα μάτια της και απλά ξέσπασε σε κλάματα σε μια γωνία. Ο παππούς της θα ανησυχούσε και η Ιζαμπέλα ήταν κλεισμένη σε ένα σπίτι με ένα τέρας.

Το είχε σκεφτεί καλά την προηγούμενη νύχτα. Αυτός που είδε και μίλησε μαζί του ήταν ένας βρικόλακας. Όσο τρελό κι αν ακουγόταν ήταν η μόνη λογική εξήγηση. Ο λαιμός της πονούσε αφόρητα, καθώς την τελευταία στιγμή ο νεαρός έγινε βίαιος μαζί της από τον τρόμο του.

Θα πεθάνω εδώ μέσα, σκέφτηκε και άφησε ξανά τα δάκρυα να απελευθερωθούν. Τι έκανε και της άξιζε κάτι τέτοιο;

Η πόρτα άνοιξε. Ήταν αυτός. Μόλις τον είδε κουλουριάστηκε βιαστικά και φρόντισε να κρύψει τον λαιμό της. Η πληγή ήταν ακόμα ανοιχτή.

«Συγγνώμη», είπε αβέβαια ο νεαρός. «Δεν ήθελα να σε φέρω εδώ, δεν ήθελα να σου κάνω κακό. Απλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ».

Η Ιζαμπέλα δεν είχε πια το χθεσινό θάρρος. Προτίμησε να μη μιλήσει και κοίταξε τον παλιό, βρώμικο καναπέ.

«Πονάς;» τη ρώτησε μα η κοπέλα ήταν τόσο αφηρημένη που δεν άκουσε τίποτα. «Με λένε... ναι... Σεμπάστιαν.. αν και δεν είναι ώρα για συστάσεις».

Η Ιζαμπέλα τον κοίταξε χωρίς συναίσθημα. Φαινόταν κενή.

«Ιζαμπέλα συγγνώμη. Δεν ήθελα να εξελιχθεί έτσι». Κάθισε δίπλα της και προσπάθησε να την αγγίξει. Ο φόβος και η ταραχή της νεαρής έκαναν την καρδιά του να πονέσει. «Ιζαμπέλα είσαι ειλικρινά από τους καλύτερους χαρακτήρες. Και εγώ δεν σου φέρθηκα καλά».

«Δεν πονάω», είπε τελικά και του χάρισε ένα χαμόγελο. «Δεν κρατάω κακίες εγώ. Δεν υπάρχει λόγος να χαλάμε την διάθεσή μας. Χάνουμε χρόνο έτσι».

«Για μένα δεν υπάρχει χρόνος. Έχω δει ανθρώπους να γεννιούνται και να πεθαίνουν. Το κακό είναι ότι δε μπορείς να στραφείς ενάντια στα ζώα. Αυτά πεθαίνουν γρηγορότερα». Η φωνή του αποκάλυπτε τον πόνο και τις άσχημες εμπειρίες που είχε ζήσει.

«Εγώ δεν θα σε αφήσω σύντομα. Μου βγάζεις τον καλύτερο εαυτό μου. Νιώθω πως ξέρω χρόνια την ψυχή σου, τον χαρακτήρα σου. Απλά μου είναι δύσκολο», είπε αποφασιστικά η κοπέλα.

«Δεν θα το κάνεις; Αλήθεια; Δίνεις ψεύτικες υποσχέσεις, Ιζαμπέλα. Και δεν πιστεύω καθόλου ότι μπορείς να με καταλάβεις».

«Μα όντως το κάνω. Αλήθεια νιώθω πως σε ξέρω χρόνια! Και θα είμαι κοντά σου. Θα μείνω, γιατί θα με κάνεις σαν εσένα», είπε χαρούμενα η Ιζαμπέλα και τα μάτια της τον κοίταξαν με χαρά. «Γίνεται αυτό, ε;»

Σηκώθηκε απότομα και την κοίταξε νευριασμένος. Πώς τόλμησε να ζητήσει αυτήν την κατάρα επάνω σ’ αυτήν και την οικογένειά της;

«Δεν θα σε αφήσω να το κάνεις!»

«Μα θέλω. Σου το ζητάω, ξέρεις».

Έριξε ένα βλέμμα αβεβαιότητας πάνω της και κοίταξε έξω. Σε κάθε περίπτωση υπήρχαν οι ανάλογες συνέπειες. Εάν το έκανε θα είχε μαζί του μια συντροφιά, αλλά εάν μετά το μετάνιωνε; Να έπαιρνε το ρίσκο ή όχι;

«Σε παρακαλώ. Το θέλω... νομίζω. Ξέρω πως θέλω να σε βοηθήσω. Φαίνεται πως χρειάζεσαι βοήθεια. Είμαι διατεθειμένη να μείνω μαζί σου. Πρέπει να περνάς δύσκολα, να ζεις στα σκοτάδια και να είσαι στο περιθώριο». Μιλούσε με αγάπη και ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον νεαρό που είχε μόλις γνωρίσει. «Πιστεύεις στον έρωτα με την πρώτη ματιά; Γιατί νομίζω πως τον έχω νιώσει».

Σα να είχε βρει το θάρρος της και τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Τον φίλησε απαλά καθώς προσπαθούσε να του μεταδώσει την ένταση των συναισθημάτων της. Την ξάπλωσε στο στρώμα και το στόμα του κατευθύνθηκε προς τον λαιμό της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια.

«Σου άρεσε χθες;»

«Αρχικά τρόμαξα, μετά ήταν ωραία, αλλά με πόνεσες στο τέλος».

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων φίλησε απαλά τον λαιμό της, αλλά δε μπορούσε να κρύψει τους κυνόδοντές του. Άρχισε να πίνει λαίμαργα το αίμα της. «Θα το κάνω. Θα σε μετατρέψω σε...»

Τα μάτια της φωτίστηκαν με χαρά και αγάπη. Είχε καιρό να δει τόση αγάπη και καλοσύνη σε κάποιον. Αυτό του έκανε εντύπωση από το πρώτο δευτερόλεπτο που την αντίκρισε. Η αλήθεια είναι πως την παρατηρούσε ώρα να κοιτάζει το μολυσμένο νερό με λύπη. Μα δε μπορούσε να διανοηθεί τι ήταν αυτό που την στεναχωρούσε, όμως τώρα καταλάβαινε. Καταλάβαινε πως η κοπέλα που είχε δίπλα του ήταν ευαίσθητη, νοιαζόταν για οτιδήποτε υπήρχε γύρω της. Ήταν αγαθή και αφελής.

«Είναι κάπως βίαιο. Αρχικά, πρέπει να σε σκοτώσω. Κι έπειτα να σε αναστήσω, δίνοντάς σου αίμα». Τα μάτια της κοπέλας άστραψαν από φόβο. «Εάν δε θες, δε θα το κάνω. Θα κάνω ό,τι αποφασίσεις και θελήσεις εσύ. Εγώ θα είμαι στο πλευρό σου».

Φάνηκε σκεπτική για λίγο. Είχε να διακινδυνέψει τόσα πολλά.

«Τι μπορεί να πάει λάθος σ’ αυτήν τη μεταμόρφωση;» ρώτησε σα να διάβαζε το μυαλό του.

«Ίσως ο οργανισμός σου να μην αντέξει και να μην επιβιώσεις»

Κοίταξε χαμηλά. Πίστευε πως τώρα θα έλεγε το όχι.

«Σκότωσέ με. Καν’ το τώρα».

«Μα...» δεν πίστευε στα αυτιά του.

«Εάν επιβιώσω και με αφήσεις έστω γι’ αστείο θα βρεθείς με ένα παλούκι στην καρδιά σου», είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου η κοπέλα. Φαινόταν τόσο ευάλωτη. «Από πού θα τρεφόμαστε;»

«Θα δανειζόμαστε αίμα. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να κάνεις το ίδιο πράγμα που σου έκανα χθες». Την κοίταξε με αγάπη και ένιωσε μέσα του ένα σκίρτημα, κάτι που είχε να νιώσει αιώνες.

«Θα βγαίνουμε στον ήλιο;» ήταν άλλη μια ερώτηση που δεν ήθελε να απαντήσει.

«Κοίτα, έχω... έχω έναν τρόπο. Εγώ, ας πούμε, έχω αυτήν την ικανότητα επειδή είμαι day-lighter. Αλλά και εσύ θα μπορείς, εάν πιεις από το αίμα μου».

«Αυτό ακούγεται αηδιαστικό», είπε με σιγουριά η Ιζαμπέλα.

«Πίστεψέ μεμ είναι. Αλλά έτσι θα φαινόμαστε φυσιολογικοί».

«Ας ξεκινήσουμε», είπε με φανερή σιγουριά.

«Συγγνώμη».

Την φίλησε και παράλληλα της έσπασε τον λαιμό. Η κοπέλα έπεσε κάτω νεκρή. Έκοψε λίγο το χέρι του και άφησε το αίμα να κυλήσει μέσα στο στόμα της.

Έπειτα πήγε στην αποθήκη να πάρει τις κούτες με το αίμα που δανείζεται από το τοπικό νοσοκομείο κάθε Κυριακή. Ήταν βαριές. Χιλιάδες τόνοι αίματος.

Μετέτρεψε μια αγνή κοπέλα σε ένα τέρας, αχόρταγο και απίστευτα δυνατό. Όχι ότι ήταν δική της επιλογή, αυτό δεν αλλάζει πια. Όποιες και εάν είναι οι συνέπειες πρέπει να τις ξεπεράσουν μαζί. Εάν επιβιώσει.

Επέστρεψε στο δωμάτιο. Η Ιζαμπέλα ήταν ακόμα νεκρή και αυτό τον γέμισε με τύψεις. Εάν δεν επέστρεφε; Ήταν μόλις 18! Είχε μια ολόκληρη ζωή μπροστά της και αυτός την κατέστρεψε έτσι. Αυτή η κοπέλα κατάφερε ανοίξει τον δείκτη των συναισθημάτων του. Τον έκανε να νιώσει την πραγματική αγάπη, την χαρά και την ευτυχία. Τον βοήθησε να θυμηθεί την καλοσύνη των ανθρώπων. Δεν της άξιζε όλο αυτό.

Δάκρυα. Μετά από δύο αιώνες επιτέλους έκλαιγε. Ένας καταρράκτης δακρύων έβγαιναν από τα γαλάζια μάτια του. Δάκρυα που είχε θάψει στα βάθη της ψυχής του. Έριξε μια δειλή ματιά προς το μέρος της. Ήταν ακόμη στην ίδια στάση και το αίμα του Σεμπάστιαν είχε ξεραθεί στα χείλη της. Τα χέρια της ήταν πεσμένα στον καναπέ και το σώμα της είχε χάσει το όμορφο χρώμα του. Ήταν λευκό και παγωμένο.

«Γιατί να είναι ακόμη νεκρή; Γιατί δεν ξυπνάει; Γιατί δεν ανοίγει τα μάτια της; Γιατί της το έκανα αυτό; Το ρίσκο που πήρα ήταν μεγάλο. Οι τύψεις θα με κυνηγούν για πάντα. Κατέστρεψα την μόνη ευκαιρία μου για μια όμορφη και γεμάτη έρωτα ζωή. Γιατί είμαι πια τόσο εγωιστής, τόσο τέρας; Χθες της έκανα κακό, δε μπόρεσα να ελέγξω τις δυνάμεις μου και τώρα την σκότωσα για να την έχω για πάντα μαζί μου;»

«Σεμπάστιαν, μην κλαις».

Πετάχτηκε όρθιος. Σκούπισε βιαστικά τα κόκκινα από το κλάμα μάτια του μα η θολούρα ήταν ακόμη έντονη. Τα ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές μέχρι να δει καθαρά.

«Είσαι εδώ!» είπε έκπληκτος.

«Δε νομίζω οι βρικόλακες να επανέρχονται τόσο γρήγορα», είπε με την απαλή φωνή της.

Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του και αμέσως την σήκωσε στην αγκαλιά του. Δεν του αρκούσε αυτό. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Την φίλησε με πάθος και έπειτα της είπε αυτό που πάντα πίστευε:

«Δε μπορείς να ερωτευτείς με τον καιρό. Εάν δε νιώσεις από την αρχή την καρδιά σου να χτυπά δυνατά, τα χέρια σου να ιδρώνουν! Εάν δε νιώσεις από την αρχή οικειότητα!»

«Εγώ πιστεύω πως σε αγαπάω γιατί είσαι αυτός που είσαι. Γιατί είσαι διαφορετικός. Και γιατί τα ετερώνυμα έλκονται».

«Ω, αγάπη μου, μην γίνεσαι κλισέ!» γέλασε αμέσως στο άκουσμα αυτών των λέξεων και για πρώτη φορά παρατήρησε τα καστανόξανθα μαλλιά του και το γυμνασμένο του σώμα.

«Ξέρω πως είναι δύσκολο να μη μ’ ερωτευτείς», της ψιθύρισε παιχνιδιάρικα.

«Μμμ.. εγώ πάλι πιστεύω πως σε ερωτεύτηκα ξεκάθαρα για τον χαρακτήρα σου. Να σου πω, τώρα παρατήρησα το σώμα σου».

«Έτσι είναι ο έρωτας μωρό μου. Τώρα έλα να φάμε, θα πρέπει να πεινάς».

«Πεινάω σα βαμπίρ».

Γέλασαν και οι δύο. Έπειτα ήπιαν 0 αρνητικό.

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα



«Ω, Ιζαμπέλα πάλι, τους λες την ιστορία μας;»

Την φίλησε στο κεφάλι και έκατσε μαζί τους στο κρεβάτι.

«Μα μπαμπά, θέλουμε να θυμόμαστε πώς ξεκινήσατε. Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί σύντομα να σου φέρουμε και εμείς γαμπρό», είπε η Αμάντα.

«Ή νύφη!» πετάχτηκε ο δίδυμός της, ο Άντριαν.

«Ναι, ναι, για τολμήστε! Τα πόδια θα σας κόψω. Άκου εκεί: τόσο μικροί μού θέλουν και έρωτες!»

«Ω, αγάπη μου, κι εμείς μικροί ερωτευτήκαμε».

«Ιζαμπέλα, άλλο εμείς κι άλλο τα παιδιά. Δηλαδή, θες αύριο να γνωρίσεις τον γαμπρό μας;»

«Δε θα ‘λεγα κάτι εάν άρεσε στην Αμάντα».

«Εμένα πάντα με ξεχνάτε!» παραπονέθηκε ο Άντριαν.

«Εσένα σ’ εμπιστευόμαστε» είπε με αυστηρό τόνο ο Σεμπάστιαν.

«Αυτό ήταν σπόντα για μένα», γέλασε η Αμάντα.

«Παιδιά δεν έχει σημασία πότε θα ερωτευτείτε, σημασία έχει να το νιώσετε στ' αλήθεια», υπενθύμισε η Ιζαμπέλα.

«Ξέρουμε, μαμά. Δεν είναι κακό να αγαπάς το διαφορετικό, ούτε είναι ωραίο να το αφήνεις στην άκρη. Πού ξέρεις άλλωστε: Μπορεί αυτό το διαφορετικό να είναι το άλλο μας μισό».

«Πολύ σωστό αυτό Αμάντα. Ίσως θα έπρεπε να ανησυχεί λιγότερο ο μπαμπάς σου».

«Ίσως», είπε και όλοι γέλασαν ταυτόχρονα.


Επιμέλεια

Γιάννης Τζανής