Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Κεφάλαιο 32 - Νυάννα)

«Μην το κάνετε αυτό!», παρακάλεσε ο μαυροφορεμένος πρίγκιπας, απελπισμένος μιας και οι ακτίνες του ήλιου γίνονταν ολοένα και αφόρητες πάνω τους.

Η Καίηλεν κοίταξε με την άκρη του ματιού της τη Λαίδη Νυάννα, που παρέμενε ανέκφραστη και αποφασισμένη, έχοντας το τόξο τεντωμένο.

«Αυτή είναι η κόρη μου» συνέχισε ο Κάανν. «Είναι ο λόγος που η Αυτής Μεγαλειότητα Ντιλέγχουιν χάρισε τη ζωή στην κυρά σας, την κόρη του Ούλβιρ»

«Κάνε τον να σωπάσει…» είπε ανυπόμονα και βιαστικά η Νυάννα στη νεαρή τοξοβόλο στο πλάι της.

Η Καίηλεν υπάκουσε πρόθυμα και το ξύλινο μυτερό της βέλος εξαπολύθηκε και καρφώθηκε στο λαιμό του πρίγκιπα, μεταφέροντας μαζί του έναν απόκοσμο τσιριχτό ήχο. Βλέποντας τη βολή, οι λύκοι γρύλλισαν και πάλι, πριν τους ηρεμήσει η Νυάννα.

Ο Κάανν έπεσε νεκρός στο έδαφος, πνιγμένος από το ίδιο του το αίμα. Η Σίν-Σι έγειρε γρήγορα από πάνω του, προσπαθώντας να τον βοηθήσει, αλλά μάταια.



«Αρκετά!» φώναξε με όλη του τη δύναμη και την απελπισία ο Τζάρβις, που ήξερε πως δεν πρόκειται να αντέξουν πολύ, αν ο ήλιος δεν κρυβόταν και πάλι πίσω από γκρίζα σύννεφα. Ο Ιουστίν και ο Χαράμ προσπάθησαν να του μιλήσουν με το βλέμμα τους, αλλά ο Τζάρβις ήταν αποφασισμένος:

«Έχω κάτι που ανήκει στην κυρά σας», είπε ο Τζάρβις και έβγαλε το Γκάλντουρ Μάλβερκ μέσα από το σακίδιό του. Για μια στιγμή θυμήθηκε πως είχε ξαναζήσει αυτήν την πραγματικότητα. Πράγματι, την είχε δει να συμβαίνει στο «μάτι», εκείνο το βράδυ στο αρχαίο δωμάτιο προσευχής. Έβγαλε το «Μάτι του Λύκου» και το σήκωσε ψηλά.

Ο Νόμακ πάσχιζε να σκεφτεί ένα λόγο να μην τους σκοτώσουν και να τους πάρουν και το πετράδι. Αλλά ο Τζάρβις είχε ήδη σκεφτεί τι θα πει× το μυαλό του δούλευε πολύ γρήγορα και οι τσιγγάνοι εμπιστεύονται πάντα το ένστικτο της επιβίωσης. Προχώρησε προς τους τρομερούς λύκους, χωρίς να τους κοιτάζει καθόλου και σταμάτησε λίγες γιάρδες μπροστά τους. Η προσοχή του στάθηκε στην λευκοντυμένη πανέμορφη Νυάννα.

«Το βέλος σας σκότωσε το μαυροφορεμένο πρίγκιπα της Μεγάλης Νήσου», είπε στραμμένος προς την Κυρά των Λύκων, καταλαβαίνοντας πια σε ποια μιλούσε. «Θα σας παραδώσω το πολύτιμο πετράδι σας και σας παρακαλώ να μας αφήσετε να φύγουμε προς τη Δύση». Η Νυάννα κάρφωσε τα πανέμορφα μπλε μάτια της στο υπέροχο Μάτι του Λύκου και μετά το βλέμμα της πήγε πιο μακριά, στη Σίν-Σι που έκλαιγε πάνω από τον πατέρα της, αψηφώντας τις φλογερές ακτίνες του ήλιου.

«Γιατί να σας αφήσουμε;» πετάχτηκε η Καίηλεν, τραβώντας άλλο ένα φονικό βέλος από τη δερμάτινη φαρέτρα της.

«Αν δεν επιστρέψει κανείς στη Δύση, τα νέα θα ταξιδέψουν παραφουσκωμένα και άσχημα στη Μεγάλη Νήσο και τη Βασίλισσα. Δε θα διστάσει να στείλει το Νυχτερινό Στρατό της ξανά στα χωριά σας», είπε με σίγουρη έκφραση στο ηλιοκαμένο πρόσωπό του, ο Τζάρβις. Η Νυάννα επέστρεψε το βλέμμα της στο Γκάλντουρ Μάλβερκ και παρέμεινε σιωπηλή.

Ο Τζάρβις δεν άντεχε όμως άλλο. «Ας επιστρέψει τουλάχιστον η κόρη του πρίγκιπα, ασφαλής με τη συνοδεία μας…» είπε με όση ψυχραιμία μπόρεσε να συγκεντρώσει. Στο βάθος, ο Ιουστίν σωριάστηκε λιπόθυμος στο έδαφος, μην αντέχοντας τη συνεχή ηλιοφάνεια.

Η Νυάννα κοίταξε την Καίηλεν για μια στιγμή. Σκέφτηκε πως δεν είχε στα σχέδιά της έναν νέο πόλεμο στα Μούλτιμε. Ήθελε κάτι πολύ μεγαλύτερο.

«Άφησε το Μάτι του Λύκου στο έδαφος, νυχτοβάτη. Φύγετε τώρα και μην ξαναπατήσετε στα ελεύθερα μέρη μας…», γύρισε το βλέμμα της προς την Σιν-Σι και δυνάμωσε το λόγο της «Το Νυχτερινό Βασίλειο εκδιώκεται σήμερα από τα ελεύθερα χωριά των Μούλτιμε μια για πάντα! Σε κανένα νυχτοβάτη δεν θα επιτρέπεται η επίσκεψη και η παραμονή στα Βουνά Πριν την Ανατολή…»