Game Over - AstralSakura

Αγαπητέ μου φίλε, όποιο κι αν είναι το όνομά σου,

αν την στιγμή αυτή διαβάζεις το γράμμα μου, σημαίνει ότι είσαι ένας ακόμη ανεγκέφαλος ηλίθιος που τόλμησε να τα βάλει με το Υπερπέραν και τώρα «παίζεις» για τη σωτηρία της ζωής σου. Όμως, ποιος είμαι εγώ για να σε κρίνω; Τα ίδια λάθη οδήγησαν κι εμένα σαυτήν τη θέση.

Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή που μας σημαδεύουν για πάντα και μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη μας, αλλά μάταια προσπαθούμε να τις διαγράψουμε. Έτσι συνέβη και με το περιστατικό που θέλω να σου διηγηθώ. Πάντα κορόιδευα αυτούς που πίστευαν στα φαντάσματα και σε οτιδήποτε το μεταφυσικό, πορευόμουν με βάση τη λογική. Ήταν το «ρεύμα» της εποχής ή ίσως η αντίδρασή μου απέναντι στις οικογενειακές παραδόσεις, η ανάγκη να ενταχθώ στο κοινωνικό σύνολο και να γίνω αποδεκτός; Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω…

Αυτήν τη στιγμή βρίσκομαι κουλουριασμένος μέσα σένα μπαούλο στη σοφίτα ενός σπιτιού, έχω σκεπαστεί μένα σεντόνι κι από πάνω μένα χαλί από τομάρι τίγρης. Παράλληλα, φρόντισα να αφήσω μερικές χαραμάδες στο ξύλο για να βλέπω, ενώ η πόρτα της σοφίτας είναι κλειστή για να κρατά μακριά τον διώκτη μου.

Πόσο καιρό είμαι κρυμμένος; Σταμάτησα πια να μετρώ. Ήταν μερικές ώρες; Μέρες; Χμ, ποιος νοιάζεται!

Δεν ξέρω αν είμαι ασφαλής στην αυτοσχέδια κρυψώνα μου, αλλά για να συνεχίζω να γράφω μέχρι τώρα, μάλλον είμαι. Για πόσο ακόμα, βέβαια, θα δείξει.

Κάποτε ήμουν ένας φυσιολογικός έφηβος σαν κι εσένα που ζούσε το αμερικάνικο όνειρο. Είχα δύο γονείς που με αγαπούσαν, δύο υπέροχους φίλους κι ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Όμως, εκείνη η νύχτα έμελλε να αλλάξει τα πάντα.

Με λένε Χένρι κι αυτή είναι η ιστορία μου…

«Ναι! Σε κέρδισα, Τζέιμς

«Έι! Είναι άδικο, πάντα εσύ είσαι αυτός που κερδίζει σε αυτήν την πίστα, Άρνολντ!»

«Τίποτα δεν είναι δίκαιο σε αυτήν τη ζωή! Τι λες; Πάμε άλλη μία;»

«Μέσα!»

Δίχως να χάσουν χρόνο, οι Τζέιμς και Άρνολντ ξεκίνησαν δυναμικά για τη ρεβάνς στο «The Evil Within».

Εν τω μεταξύ, στην κουζίνα, ο Χένρι ετοίμαζε τα σνακ για τη λεγόμενη «Βραδιά της Παρέας», μη φανταστείτε, βέβαια, τίποτα το σπουδαίο. Παράλληλα, ακούγοντας διακριτικά τον διάλογο των φίλων του, δεν μπορούσε παρά να γελάσει. Συγκεκριμένα, όπως, πάντα ο Άρνολντ κέρδισε στα βιντεπαιχνίδια κι ο Τζέιμς προσπαθούσε να πάρει το αίμα του πίσω, μέχρι ο Χένρι να παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή για ακόμα μια φορά. Ένα τυπικό Σαββατόβραδο με φίλους στην Τάλσα της Οκλαχόμα.

Έχοντας τελειώσει τη δουλειά του, ο Χένρι πήρε τα μπολ με τα σνακ και περπάτησε στο σαλόνι, όπου τον περίμεναν οι φίλοι του.

«Τι έγινε, παιδιά; Αρχίσατε το πάρτι χωρίς εμένα;»

«Έλα, ρε man! Τι έκανες τόση ώρα στην κουζίνα; Έφερες τα σνακ;»

«Εννοείται, Τζέιμς. Ταινία χωρίς συνοδευτικό δε γίνεται».

Κάθισε στη μέση του καναπέ και τοποθέτησε τα μπολ στο τραπεζάκι μπροστά τους, όσο ο Άρνολντ απενεργοποιούσε το Playstation και ο Τζέιμς έψαχνε την κατάλληλη ταινία για να ξεκινήσει η βραδιά. Εκείνο το Σάββατο, η κατηγορία που επικράτησε ήταν αυτή του τρόμου.

«Λοιπόν, guys, έχουμε και λέμε. Για τον Τζέιμς πατατάκια, φουντούνια, τυρογαριδάκια κι όλα τα συναφή, για τον Άρνολντ πατατάκια με αλατισμένα και βουτυρωμένα ποπκόρν και για μένα νάτσος με πάπρικα και λιωμένο τυρί. Τώρα, ας καθίσουμε αναπαυτικά κι ας απολαύσουμε την ταινία».

«OK. Τζέιμς, από ταινίες τι λέει;»

«Έχουμε Το Κάλεσμα, Annabelle, The Ring, Η Λάμψη, Ψυχώ, It, Ο Εξορκιστής, Dark Water, Coming Soon, The Eye, Shutter, Scream, Ju-on, Veronica…»

«Στοπ! Ας δούμε το Veronica. Άκουσα ότι αυτή η ταινία είναι τόσο τρομακτική που κανένας δεν κατάφερε να τη δει ολόκληρη».

«Έγινε».

Έτσι, η νύχτα τους εγκαινιάστηκε με μια ταινία που δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως η τρομακτικότερη όλων των εποχών. Ένας πίνακας Oujia, παραφυσικές δραστηριότητες που σου παγώνουν το αίμα, τρομακτικά ηχητικά εφέ και μια ανατριχιαστική τυφλή καλόγρια αρκούσαν για να σταματήσουν το βίντεο. Πολύ απλά γιατί ο Τζέιμς λιποθύμησε από το πρώτο λεπτό κι ο Χένρι κρύφτηκε κάτω από τον καναπέ. Όσο για τον Άρνολντ, άντεξε περισσότερο απ’ όλους μέχρι να τρέξει στην τουαλέτα και να ξεράσει ό,τι είχε φάει. Τελικά, αφήσαν στην άκρη τις ταινίες και προχώρησαν στην αφήγηση τρομακτικών ιστοριών. Από κλασικούς αστικούς θρύλους μέχρι παραδοσιακούς ινδιάνικους μύθους. Ιστορίες από αυτές που σε κάνουν να χάνεις τον ύπνο σου. Τουλάχιστον ήταν πιο υποφερτές από την ταινία που είδαν. Την αφήγηση ξεκίνησε πρώτος ο Χένρι με την ιστορία του Chenoo, ενός ανθρώπου που, σύμφωνα με τον μύθο, οι θεοί τον καταράστηκαν για ένα ασυγχώρητο έγκλημα που ο ίδιος διέπραξε, μετατρέποντάς τον σε ένα γιγάντιο παγωμένο τέρας που καταβροχθίζει ανθρώπους. Στη συνέχεια, ο Τζέιμς μοιράστηκε μαζί τους την ιστορία του Χαμογελαστού Σκύλου, κατά την οποία αν δε διαδώσεις στον κόσμο την ύπαρξή του μέσω μιας εικόνας που θα σου στείλει, θα σε στοιχειώνει στα όνειρά σου μέχρι να τρελαθείς ή να αυτοκτονήσεις. Η βραδιά έδειχνε να κυλά ομαλά, μέχρι που ήρθε η σειρά του Άρνολντ.

«Έχετε ακουστά τον Satoru-kun;»

Το μόνο που χρειάστηκε ήταν η αρνητική κίνηση των κεφαλιών των φίλων του, για να προχωρήσει σε περαιτέρω εξήγηση.

«Ο Satoru-kun είναι ένα πνεύμα που ξέρει τα πάντα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Κι αν τον καλέσεις σωστά, θα απαντήσει σε κάθε ερώτηση που θα του κάνεις. Τι λέτε; Να δοκιμάσουμε να τον καλέσουμε;»

Ένα πνεύμα που μπορεί να λύσει οποιαδήποτε απορία κι αν έχεις. Ποιος δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο; Κάτι που θα μπορούσε να ταυτιστεί μόνο με το λυχνάρι του Αλαντίν και το μαγικό τζίνι που σου χαρίζει τρεις ευχές. Η σκέψη αυτή και μόνο ήταν αρκετή, για να συμφωνήσουν ο Τζέιμς και ο Χένρι.

«Εντάξει!»

«Ας το κάνουμε!»

«Υπέροχα! Τώρα, για να καλέσουμε τον Satoru-kun, χρειαζόμαστε ένα κινητό, λίγα κέρματα κι ένα τηλεφωνικό θάλαμο που να δέχεται κέρματα. Αφού η ιδέα να τον καλέσουμε ήταν δική μου, θα χρησιμοποιήσουμε το δικό μου κινητό. Τζέιμς, δώσε μου όσα κέρματα έχεις στο πορτοφόλι σου. Χένρι, υπάρχει τηλεφωνικός θάλαμος αρκετά κοντά στο σπίτι σου έτσι;»

«Ναι υπάρχει ένας ακριβώς στη γωνία».

«Εντάξει τότε, ακολουθήστε με».

Οι τρεις τους βγήκαν από το σπίτι του Χένρι και κατευθύνθηκαν στον τηλεφωνικό θάλαμο στη γωνία του τετραγώνου. Ευτυχώς γι’ αυτούς, δεν υπήρχε κανείς εκεί, οπότε μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους ανενόχλητοι. Ο Άρνολντ χρησιμοποίησε τα κέρματα και κάλεσε τον αριθμό του δικού του κινητού τηλεφώνου. Στη συνέχεια, μίλησε.

«Satoru-kun, Satoru-kun, παρακαλώ έλα εδώ. Satoru-kun, Satoru-kun, παρακαλώ εμφανίσου. Satoru-kun, Satoru-kun, παρακαλώ απάντησέ μου, αν είσαι εκεί».

Χωρίς καθυστέρηση, έκλεισε το ακουστικό του τηλεφωνικού θαλάμου και απενεργοποίησε το κινητό του. Έκανε νόημα στους φίλους του ότι η δουλειά έγινε και επέστρεψαν αμέσως στο σπίτι. Τότε κάθισαν στον καναπέ με το βλέμμα στραμμένο στο κινητό του Άρνολντ που βρισκόταν στο τραπεζάκι μπροστά τους.

«Και τώρα τι κάνουμε;»

«Περιμένουμε. Ο Satoru-kun θα καλέσει αρκετές φορές μέχρι να μας τιμήσει με την παρουσία του».

«Κι αν έρθει;»

«Θα του κάνω μια ερώτηση και θα μου απαντήσει. Η ερώτηση πρέπει να γίνει αμέσως μετά την τελευταία κλήση. Ωστόσο, πρέπει να κάνετε κάτι πάρα πολύ σημαντικό».

«Τι θες από εμάς;»

«Ό,τι κι αν συμβεί, μη γυρίσετε να κοιτάξετε τον Satoru-kun για κανένα λόγο. Ούτε να τον αγγίξετε».

«Γιατί;»

«Απλά κάντε το!»

Δε χρειάστηκε να ειπωθεί τίποτε άλλο. Απλώς περίμεναν.

Και περίμεναν.

Και περίμεναν.

Και περίμεναν...

Ώσπου κάποια στιγμή, χτύπησε το κινητό του Άρνολντ. Όσο γρήγορα το σήκωσε άλλο τόσο το έκλεισε και το ξανάβαλε στη θέση του. Ήταν τότε που ο Τζέιμς ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

«Τι συμβαίνει;»

«Ήταν ο Satoru-kun. Μου είπε που βρίσκεται. Από εδώ κι εμπρός κάθε φορά που θα τηλεφωνεί, σημαίνει ότι μας πλησιάζει όλο και περισσότερο».

Κι είχε δίκιο. Με κάθε κλήση, ο Satoru-kun ήταν πιο κοντά απ’ ό,τι προηγουμένως. Καθώς περνούσαν οι ώρες, μεγάλωνε η αγωνία και ο φόβος για το τι θα συναντήσουν. Οι κλήσεις συνεχίστηκαν, ώσπου τελικά...

Ντριιιιιιιιιν! Ντριιιιιιιιιιιν!

Το κινητό χτύπησε ξανά και το σήκωσε αμέσως. Ο Χένρι και ο Τζέιμς δεν άργησαν να παρατηρήσουν τη σοκαρισμένη έκφραση στο πρόσωπο του φίλου τους, όταν γύρισε να τους κοιτάξει.

«Παιδιά, μην πανικοβληθείτε. Είναι ακριβώς από πίσω μας».

Νεκρική σιγή έπεσε σε όλο το δωμάτιο. Τώρα πλέον δεν υπήρχε επιστροφή. Δεν επιτρεπόταν να αντικρίσουν τον Satoru-kun, όμως ο Χένρι μπορούσε να νιώσει την καυτή του ανάσα στο σβέρκο του, ενώ ο πανικός έκανε την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή. Για ένα δευτερόλεπτο μονάχα, το βλέμμα του έπεσε πάνω στην αντανάκλασή του στην τηλεόραση και τότε το είδε. Πίσω τους βρισκόταν ένα αγοράκι που δε φαινόταν μεγαλύτερο από πέντε χρονών με μαύρα κοντά μαλλιά και μαύρα μάτια, φορούσε λευκή κοντομάνικη μπλούζα, μπλε σορτσάκι και κόκκινα παπούτσια. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Αυτό το χαριτωμένο παιδάκι ήταν ο περίφημος Satoru-kun! Σίγουρα ήταν μια τέλεια οργανωμένη φάρσα του Άρνολντ, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Πριν προλάβει, όμως, ο Χένρι να γυρίσει

«Άρνολντ, Χένρι! Βοήθεια!»

Ήταν ο Τζέιμς! Και κινδύνευε! Κοίταξε γι’ άλλη μια φορά την αντανάκλαση στην οθόνη της τηλεόρασης και δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Το αγοράκι που βρισκόταν πίσω τους λίγα λεπτά νωρίτερα, είχε μετατραπεί σταδιακά σε μια σκοτεινή άμορφη μάζα. Από αυτήν τη μάζα εκτοξεύονταν μαύρα φίδια με κόκκινα μάτια στην απόχρωση του αίματος και δόντια πιο λευκά κι από το χιόνι. Τα φίδια είχαν τυλιχτεί γύρω από τον Τζέιμς και τον τραβούσαν προς το γεμάτο κοφτερά δόντια ορθάνοιχτο στόμα του τέρατος.

«Βοήθεια! Παρακαλώ βοηθήστε με! Χένρι! Άρνολντ!»

«Τον ηλίθιο... Σας προειδοποίησα να μην τον αγγίξετε ή να τον κοιτάξετε για κανέναν λόγο...»

Ο Χένρι κοίταξε τρομοκρατημένος και γεμάτος απορία τον Άρνολντ, ο οποίος καθόταν δίπλα του με μια δυσανάγνωστη έκφραση.

«Άρνολντ, τι λες;»

«Υπάρχουν τρεις σημαντικοί κανόνες που πρέπει να τηρήσεις οπωσδήποτε όταν καλείς τον Satoru-kun: Μη γυρίσεις να τον κοιτάξεις. Μην τον αγγίξεις. Μην τον καλέσεις αν δεν έχεις κάποια ερώτηση να του κάνεις. Αν παραβείς αυτούς τους κανόνες, ο Satoru-kun θα σε οδηγήσει σένα μέρος που φημολογείται ότι είναι η Κόλαση. Ο Τζέιμς παραβίασε τους κανόνες κι ο Satoru-kun τον τιμωρεί. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτόν, Χένρι».

Η απάντηση του Άρνολντ τον άφησε πραγματικά άναυδο. Ήξερε τις συνέπειες και κράτησε τους φίλους του στο σκοτάδι; Ακόμα και τώρα αρνείται να προσπαθήσει έστω να σταματήσει αυτήν την τρέλα. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόση οργή και δυσαρέσκεια για κανέναν, ειδικά για κάποιον κοντινό του άνθρωπο.

«Ααα! Βοήθεια!» φώναξε.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Χένρι αγνόησε τα λόγια του Άρνολντ και έτρεξε να βοηθήσει τον Τζέιμς. Έπρεπε να σώσει τον φίλο του. Όμως, δεν είχε σημασία πόσες φορές προσπάθησε, δεν κατάφερε να τον απεγκλωβίσει.

«Χένρι, βγάλε με από εδώ!»

«Προσπαθώ! Άρνολντ, λίγη βοήθεια!»

Δεν υπήρξε καμία αντίδραση. Ο Άρνολντ καθόταν παγωμένος στη θέση του, αδιαφορώντας για οτιδήποτε συνέβαινε γύρω του, σαν να μην τον ένοιαζε απολύτως τίποτα. Γι άλλη μια φορά ο Χένρι είχε χάσει πάσα ιδέα για τον φίλο του. Πώς μπορούσε να σκέφτεται τον εαυτούλη του τέτοια στιγμή;

«Πρόσεχε πίσω σου» ούρλιαξε. Ήταν πολύ αργά. Ένα από τα φίδια είχε τυλιχτεί γύρω από τη μέση του και τον τραβούσε προς τον Satoru-kun. Δόντια σαν ξυράφια, καυτή ανάσα με έντονη μυρωδιά από θειάφι. Τι φρικτός τρόπος για να πεθάνει. Τελικά, έκλεισε τα μάτια του, περιμένοντας το αναπόφευκτο.

«Όχι! Δεν μπορεί να είναι αυτό το τέλος, διάολε! Δεν μπορεί! Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι…»

Ξαφνικά ένιωσε κάτι, ή μάλλον κάποιον να τον τραβάει από το χέρι. Δεν καταλάβαινε. Το μόνο άτομο που δεν είχε πιαστεί από τον Satoru-kun ήταν...

«Είστε πραγματικά ηλίθιοι. Τι θα κάνω μαζί σας, ρε guys;»

«Άρνολντ;»

«Με ευχαριστείς αργότερα. Τώρα πρέπει να σε βγάλω από ‘δω».

«Στάσου! Πήγαινε να βοηθήσεις τον Τζέιμς! Εγώ μπορώ να κρατηθώ από κάτι βαρύ και στέρεο. Άρνολντ...»

«Είναι πια αργά για τον Τζέιμς, Χένρι! Τον πήρε ο Satoru-kun!»

«Όχι! Λες ψέματα! Είσαι ψεύτης!»

«Χένρι, κοίταξέ με… Κοίταξέ με στα μάτια, διάολε!»

Αργά και σταθερά, ο Χένρι κοίταξε τον φίλο του, όμως το μυαλό του ήταν αλλού. Δεν άκουγε πλέον τις κραυγές του Τζέιμς για βοήθεια ούτε μπορούσε να τον δει οπουδήποτε μέσα στο δωμάτιο. Ο Άρνολντ είχε δίκιο. Είχε απόλυτο δίκιο.

«Man, ο Τζέιμς χάθηκε. Αλλά μπορώ ακόμα να σώσω εσένα. Γι’ αυτό μην τα παρατάς τώρα».

Με όση δύναμη του είχε απομείνει, ο Άρνολντ προσπάθησε να τραβήξει τον Χένρι προς το μέρος του μακριά από τη σφιχτή λαβή του τέρατος. Ήταν τόσο προσηλωμένος στον άθλο του να σώσει τον μοναδικό φίλο που του είχε απομείνει, που δεν παρατήρησε ότι ένα από τα φίδια παραμόνευε ύπουλα από πίσω του, με αποτέλεσμα να τον αρπάξει από το αριστερό του πόδι με μια ρευστή κίνηση.

«Ααα» φώναξε.

Έτσι, ο Satoru-kun πρόσθεσε τρία επιπλέον ονόματα στη λίστα του. Όμως, τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα για τους Χένρι, Άρνολντ και Τζέιμς.

«Χένρι! Χένρι, ξύπνα!»

 

Ο Χένρι άνοιξε με μεγάλη δυσκολία τα βλέφαρά του και πήρε μια πρώτη γεύση από το περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν. Ήταν ένα δάσος. Ένα πυκνό και απειλητικό δάσος. Τα δέντρα δεν είχαν το σμαραγδένιο πράσινο που θυμόταν πίσω στο σπίτι, αλλά ένα έντονο κόκκινο σαν να είχαν ποτιστεί με αίμα. Ο αέρας που τον περιέβαλλε ήταν τόσο ασφυχτικός και βαρύς που μετά βίας μπορούσε να ανασάνει. Ο ουρανός ήταν σκούρος μοβ μένα ολόγιομο φεγγάρι πιο χρυσό κι από τον ήλιο. Ένα ανατριχιαστικά όμορφο φυσικό τοπίο. Ήταν τότε που συνειδητοποίησε το προφανές. Δεν ήταν πια στο σπίτι, ούτε στην Τάλσα. Δεν ήταν καν στη Γη όπως τη θυμόταν.

«Χένρι, είσαι καλά;»

«Καλά είμαι. Πού είμαστε, Άρνολντ;»

«Ειλικρινά δεν ξέρω. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι να με καταπίνει ο Satoru-kun».

«Άρα... είμαστε στη διάστασή του;»

«Πιθανόν».

«Κατάλαβα. Τώρα σίγουρα δεν είμαστε στην Τάλσα. Δηλαδή... ξέρεις... εμ... αν πεθάναμε;»

«Όχι ακριβώς. Βρήκα αυτό το σημείωμα όταν ξύπνησα. Κοίτα

Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Χένρι πήρε το σημείωμα από τα χέρια του Άρνολντ και άρχισε να το διαβάζει προσεχτικά.

Θέλετε να γυρίσετε πίσω στον κόσμο σας;

Τότε παίξτε μαζί μου «Game Over»!

Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι απλοί:

Είμαι ο κυνηγός κι εσείς η λεία μου.

Θα σας δώσω χρόνο να κρυφτείτε πριν ξεκινήσω να σας ψάχνω ενώ τραγουδάω.

Αν σας βρω πριν τελειώσει το τραγούδι, θα σας σκοτώσω.

Αν παραμείνετε κρυμμένοι μέχρι το τέλος του τραγουδιού, θα σας στείλω στο σπίτι σας.

Ο χρόνος ξεκινά από τώρα.

Καλή τύχη!

Η Πριγκίπισσα της Γκιλοτίνας

Όσες φορές κι αν διάβαζε το σημείωμα, το αίμα του πάγωνε όλο και περισσότερο. Τι είδους διεστραμμένο μυαλό θα αναφερόταν σε αυτήν τη θηριωδία ως «παιχνίδι»; Και ποια ήταν η Πριγκίπισσα της Γκιλοτίνας; Τότε θυμήθηκε ότι δεν είχαν να κάνουν με άνθρωπο, αλλά με κάτι απόκοσμο. Το καλύτερο που είχαν να κάνουν αυτήν τη στιγμή ήταν να κάνουν ό,τι τους έλεγε. Σαν να διάβαζε τις σκέψεις του, ο Άρνολντ πήρε το χέρι του και τον έσυρε πιο βαθιά στο δάσος.

«Νομίζω πως θα ήταν καλύτερο να εκμεταλλευτούμε το προβάδισμα που μας δίνει και να προχωρήσουμε. Αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε. Πάμε, Χένρι!»

«Εντάξει».

Καθώς προχωρούσαν μέσα στο δάσος, ο Χένρι μπορούσε μόνο να παρατηρήσει πόση ησυχία επικρατούσε γύρω τους. Δεν υπήρχαν ήχοι πουλιών, ούτε νυχτερίδων, ούτε άλλων ζώων που περιμένει να δει κανείς σε ένα δάσος. Δεν ακουγόταν τίποτα παρά μόνο ο ήχος των βημάτων τους και το θρόισμα των φύλλων. Οι σκέψεις του κόπηκαν απότομα, όταν συγκρούστηκε στην πλάτη του Άρνολντ, που είχε σταματήσει να περπατά.

«Άρνολντ, γιατί σταμάτησες;»

«Σσς, άκου

Ο Χένρι έκανε ό,τι του είπε και άκουσε προσεκτικά. Στην αρχή έμοιαζε με βουητό σαν αυτοσχέδιο νανούρισμα μιας μητέρας που προσπαθούσε να κοιμίσει το μωρό της. Σύντομα, όμως, κατάλαβε πως δεν πρόκειται για νανούρισμα.

Blood, blood, blood,

All it wants is blood.

Give the Guillotine,

A blood offering.

Blood to slake it's thirst.

So, the blood that's for

The Guillotine's thirst is never quenched.

Only thing it wants,

blood,

«Λυπήσου με, λυπήσου με...»

«Αυτή η φωνή! Δεν μπορεί να είναι...»

blood,

«Σε παρακαλώ!»

«Όχι!»

Βlood!

«Aα!»

«Τζέιμς!»

Αμέσως ο Άρνολντ σίγησε τον φίλο του με το χέρι του. Αυτός ο ηλίθιος θα πρόδιδε τη θέση τους, αν δεν το είχε κάνει ήδη. Έπρεπε να ξεφύγουν και μάλιστα γρήγορα. Έτσι, επιτάχυναν τον ρυθμό τους.

«Άφησέ με. Ο Τζέιμς... ο Τζέιμς είναι εκεί μαζί με αυτό... το τέρας!»

«Χένρι, δεν έχουμε χρόνο! Πρέπει να προχωρήσουμε».

«Όμως...»

«Πρέπει να κερδίσουμε το παιχνίδι πάση θυσία και να γυρίσουμε στο σπίτι ζωντανοί. Αυτό θα ήθελε κι ο Τζέιμς».

Ήξερε ότι ο Άρνολντ είχε δίκιο, αλλά δεν τον έκανε να αισθανθεί καλύτερα. Γι’ άλλη μια φορά απέτυχε να προστατεύσει τον Τζέιμς. Πρώτα ο Satoru-kun και τώρα η Πριγκίπισσα της Γκιλοτίνας. Ωστόσο, αν ήθελε να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του, έπρεπε να βγει νικητής. Έτσι, συνέχισε να τρέχει. Για μια στιγμή, ο Άρνολντ ενέδωσε στον πειρασμό να κοιτάξει πίσω, προκειμένου να μάθει πόσο απείχαν από τον διώκτη τους. Και τότε, την είδε. Μια πανέμορφη κοπέλα με πράσινα μάτια και μακριά πυρόξανθα μαλλιά που έφταναν μέχρι τα γόνατά της. Το δέρμα της ήταν γαλακτερό και φορούσε ένα λευκό στράπλες φόρεμα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μαχαίρι και στο άλλο τρία τριαντάφυλλα. Ένα κόκκινο και δύο μαύρα. Γρήγορα συνειδητοποίησε πως το κόκκινο ήταν του Τζέιμς και τα μαύρα θα γίνονταν επίσης κόκκινα αν τους έπιανε. Εκείνο που τον σόκαρε περισσότερο ήταν η φρέσκια τομή γύρω από τον λαιμό της, το αίμα της οποίας πότιζε το δέρμα και το όμορφο φόρεμά της.

«Νομίζω ότι κατάλαβα γιατί τη λένε Πριγκίπισσα της Γκιλοτίνας

Τελικά, καθώς διέσχιζαν το δάσος, είδαν ένα μικρό ξύλινο σπίτι. Θα μπορούσαν να κρυφτούν εκεί. Και τότε, σε μια στιγμή απροσεξίας, ο Άρνολντ σκόνταψε σε μια μεγάλη ρίζα δέντρου και έπεσε στο έδαφος. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ο πόδι του πονούσε πάρα πολύ. Πιθανότατα διάστρεμμα. Αυτό ήταν κακό. Με αυτό τον ρυθμό, η Πριγκίπισσα της Γκιλοτίνας θα τους έπιανε σύντομα.

Blood, blood, blood,

All it wants is blood

Give the Guillotine,

A blood offering

Blood to slake it's thirst

«Να πάρει! Μας πρόλαβε

Το βλέμμα του στράφηκε αμέσως στον Χένρι, ο οποίος είχε παγώσει από φόβο στο άκουσμα του τραγουδιού.

«Χένρι, τρέξε και κρύψου στο σπίτι!»

Ήταν πολύ σοκαρισμένος για να κινηθεί, αλλά τα δάκρυα έρρεαν ποτάμι από τα μάτια του και κουνούσε μηχανικά το κεφάλι του ως αρνητική απάντηση. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει κι άλλον φίλο. Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι μόνος.

«Φύγε, δεν έχεις χρόνο» φώναξε.

Αυτό τον ταρακούνησε αρκετά ώστε να συνεχίσει το τρέξιμο ως το σπίτι μπροστά του, αφήνοντας τον Άρνολντ στο έλεος της Πριγκίπισσας της Γκιλοτίνας.

So the blood that's for

The Guillotine's thirst is never quenched

Only thing it wants

blood,

blood,

blood!

«Ααα!»

Ο ήχος της αιχμηρής λεπίδας που καρφωνόταν στη σάρκα και οι κραυγές του Άρνολντ φούντωσαν την ανάγκη του να ουρλιάξει, να κλάψει και να κάνει εμετό, αλλά το ένστικτο της επιβίωσης τον ανάγκασε να συγκρατηθεί και να προχωρήσει μέχρι το τέλος και να κερδίσει το παιχνίδι. Για τον Τζέιμς και τον Άρνολντ! Όταν μπήκε στο παλιό σπίτι, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κλειδώσει την πόρτα προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Γρήγορα έψαξε όλο το σπίτι απ’ άκρη σάκρη για την κατάλληλη κρυψώνα, αλλά μάταια, δεν υπήρχαν έπιπλα ή ξεκλείδωτα δωμάτια για να κρυφτεί κι η Πριγκίπισσα της Γκιλοτίνας θα ερχόταν να τον αναζητήσει. Ήταν έτοιμος να ενδώσει στην απελπισία, όταν ήρθε στο μυαλό του η σοφίτα. Μα φυσικά! Πώς και δεν το σκέφτηκα προηγουμένως; Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήγε στον επάνω όροφο κι από ‘κει ανέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα. Για καλή του τύχη, ήταν πλήρως επιπλωμένη και κατάφερε να φράξει την πόρτα με ό,τι έβρισκε μπροστά του. Στη συνέχεια, είδε ένα μεγάλο μπαούλο από ξύλο βελανιδιάς που, ευτυχώς για εκείνον, ήταν άδειο. Τότε, μπήκε μέσα στο μπαούλο, τυλίχτηκε μ ‘ένα μεγάλο σεντόνι, τοποθέτησε για κάλυψη ένα χαλί από τομάρι τίγρης, έκλεισε το καπάκι και περίμενε

«Και κάπως έτσι, φτάσαμε στο σήμερα. Όπως είπα και πριν, είμαι εδώ τόσο πολύ καιρό που έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου, αλλά ο διώκτης μου ακόμη δεν με έχει εντοπίσει. Για την ώρα, είμαι ασφαλής, όμως μπορώ να ακούσω αχνά το τραγούδι της. Αυτό το απαίσιο και μοχθηρό τραγούδι που με καταδιώκει ακόμη και στον ύπνο μου. Κρυώνω, πεινάω, διψάω και νυστάζω. Δε νομίζω ότι θαντέξω για πολύ».

«Θέλω να πάω σπίτι» φώναξε.

«Οχ! Κάτι ακούω. Έρχεται από τη σκάλα...

Αυτό το τραγούδι... δυναμώνει όλο και περισσότερο με κάθε βήμα...

Αυτή είναι... η Πριγκίπισσα της Γκιλοτίνας... έφτασε τελικά...

Τη βλέπω από την κλειδαρότρυπα του μπαούλου...

Είναι ακριβώς έξω από τη σοφίτα...

Συνεχίζει να τραγουδάει... Κάνε λίγη υπομονή ακόμα, Χένρι! Λίγοι στίχοι σε χωρίζουν από τη σωτηρία...

Μπήκε μέσα... Κατευθύνεται προς το μπαούλο... Αυτό ήταν, θα με βρει... Πλησιάζει όλο και πιο κοντά...

Βλέπω το μαχαίρι και τα τριαντάφυλλα... Τώρα μόνο το ένα παραμένει μαύρο... Το δικό μου...

Σταμάτησε μπροστά από το μπαούλο...

«Δε θέλω να πεθάνω, δε θέλω να πεθάνω, δε θέλω να πεθάνω» επαναλάμβανε μέσα του…

~ΤΕΛΟΣ~