Ψαχουλεύοντας για λίγο τον τοίχο, βρήκε εκείνο το άνοιγμα που θα τον οδηγούσε κυριολεκτικά στα Τάρταρα. Όση ώρα σκεφτόταν τι είχε δημιουργήσει αυτός ο άνθρωπος, προκειμένου να επιβιώσει, ένα επιφώνημα θαυμασμού ήταν έτοιμο να σκαρφαλώσει στα χείλη του, ωστόσο αυτό που είχε προτεραιότητα τώρα, ήταν να μπορέσει να κατέβει την κακοτράχαλη, σιδερένια σκάλα. Μετά μεγάλης δυσκολίας, πάτησε τα πόδια του στη γη, ακολουθώντας έπειτα εκείνον τον στενόμακρο διάδρομο. Αυτή τη φορά, είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει καλύτερα τις μάσκες που κρέμονταν και τα διαλυμένα κάτοπτρα που στόλιζαν τους τοίχους, όταν η απότομη κίνηση μίας σκιερής φιγούρας του έκοψε την ανάσα.
«Φιλίπ, θέλω να μιλήσουμε. Δώσε μου έστω την ευκαιρία» ξεκίνησε να τον παρακαλά.
«Σου είπα να φύγεις και δεν βλέπω να το σέβεσαι. Δεν σε θέλω εδώ. Δεν έχεις θέση ούτε στο σπίτι μου, ούτε δίπλα μου. Έμαθα να μην εμπιστεύομαι κανέναν, εκτός από την Ζακελίν και τώρα την Ελοντί. Δεν ξέρεις πώς είναι να είσαι δακτυλοδεικτούμενος από μωρό. Να σε κοιτάζουν με φρίκη, η γιαγιά να ντρέπεται για εσένα, ενώ ταυτόχρονα να παρακαλά να περάσει ο καιρός για να έρθει να βρει το άλλο της εγγόνι. Τότε δεν καταλάβαινα την προσμονή της. Νόμιζα πως ήθελε απλώς να σηκωθεί και να φύγει. Τώρα όμως όλα βγάζουν νόημα. Ήθελε να φύγει από το τέρας, για να αγκαλιάσει τον όμορφο εγγονό της. Εκείνον, για τον οποίο θα μπορούσε να νιώσει περηφάνια, που θα τον κυκλοφορούσε επιτέλους έξω καμαρώνοντας, που θα του αγόραζε παγωτό και παιχνίδια, τη στιγμή που εγώ σάπιζα μέσα στη μοναξιά μου. Όλα αυτά, είναι πολλά για να τα καταπιώ και να τα συγχωρέσω. Σε μισώ....» ψέλλισε στο τέλος, μα ο Ντεάν είδε τα μάτια του να έχουν βουρκώσει από τον πόνο και την ένταση.
Το ίδιο όμως είχαν πάθει και τα δικά του. Είχαν θολώσει από τα δάκρυα μπροστά στο δράμα του αδερφού του.
«Εγώ όμως δεν σε μισώ...» του ψιθύρισε, εξοργίζοντάς τον.
«Σκάσε!Σου είπα πως θέλω να φύγεις. Σταμάτα να με πιέζεις να βγάλω έναν εαυτό, ο οποίος θα ταιριάξει απόλυτα με την εμφάνισή μου» του γρύλισε.
«Δεν πάω πουθενά, αν..» πήγε να του πει, μα δεν πρόλαβε, καθώς μία μπουνιά προσγειώθηκε στο πρόσωπό του, πλημμυρίζοντας το στόμα του με μία γεύση μεταλλική.
Ο Ντεάν για λίγο ζαλίστηκε και παραπάτησε, αρπάζοντας την τελευταία στιγμή την άκρη του ξύλινου, μισοφαγωμένου τραπεζιού. Με το χέρι του, άγγιξε το πρόσωπό του βλέποντας το αίμα να στάζει, ωστόσο και πάλι δεν πτοήθηκε. Μπροστά του, ο Φιλίπ του είχε γυρίσει την πλάτη, έχοντας καμπουριάσει και ζαρώσει σε μία γωνιά. Κάθε λίγο, έβλεπε την πλάτη του να τραντάζεται από λυγμούς και συγκεντρώνοντας όση δύναμη του είχε απομείνει τον πλησίασε για ακόμη μία φορά, ακουμπώντας το χέρι του στην πλάτη του.
«Αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα και απαλύνει τον πόνο σου έστω και στο ελάχιστο, τότε χτύπησέ με ξανά» του είπε και ο Φιλίπ γύρισε αργά το κεφάλι του, για να κοιτάξει αμίλητος το ματωμένο πρόσωπο του αδερφού του. «Συγγνώμη αδερφέ, που δεν μπόρεσα νωρίτερα να σε βοηθήσω. Εγώ είμαι το τέρας υποθέτω, όχι εσύ...» συνέχισε ο Ντεάν όταν είδε το χέρι του Φιλίπ να υψώνεται ξανά, με το πρόσωπό του να το αυλακώνει η οργή και ετοιμάστηκε για ακόμη ένα χτύπημα. Με μάτια βουρκωμένα, έμεινε να τον καρτερά, μέχρι που η γροθιά σταμάτησε χιλιοστά από το πρόσωπό του και προσγειώθηκε στο τραπέζι με φόρα. Ύστερα ακόμη μία, μέχρι που ο Φιλίπ ξεκίνησε να κοπανά με μανία το ξύλο, ματώνοντας σχεδόν τα χέρια του και τον Ντεάν να επεμβαίνει στο τέλος και να τον σταματά. Αυτή τη φορά, θα άφηνε τις κινήσεις του και τις πράξεις να μιλήσουν. Βαστώντας γερά τους καρπούς του αδερφού του, οι δυο τους αφέθηκαν στο πάτωμα. Ο Φιλίπ μόρφασε, εξαιτίας της πληγής στον καρπό και ο Ντεάν κοιτάζοντάς την, κατάλαβε αμέσως. Και πάλι όμως επέλεξε να σωπάσει και να κοιτάξει τον Φιλίπ στα μάτια. Το επόμενο βήμα, ήταν μία απότομη κίνηση, με εκείνον να χώνει στην αγκαλιά του και να βαστά γερά τον παραμορφωμένο του αδερφό, ξεσπώντας σε κλάματα.
Για λίγο, έμειναν αγκαλιασμένοι, με τον Φιλίπ να έχει ολότελα χαθεί σε έναν άλλο κόσμο. Η ροή του χρόνου έμοιαζε σταματημένη, μέχρι που παίρνοντας μία βαθιά ανάσα και απελευθερώνοντάς την , ήταν σαν να έδωσε εντολή και στους δείκτες των ρολογιών παγκοσμίως, να συνεχίσουν την αέναη κίνησή τους. Με μία απότομη κίνηση, κοίταξε στα μάτια τον Ντεάν. Η μύτη του και τα χείλη του παρέμεναν ματωμένα, μα τώρα το αίμα είχε πλέον ξεραθεί. Έμειναν να κοιτάζονται σιωπηλοί, καθώς ο Φιλίπ δεν γνώριζε πώς να διαχειριστεί τα περίπλοκα και πρωτόγνωρα συναισθήματα που ξεπηδούσαν από μέσα του με χειμαρρώδη τρόπο. Η λογική του υπαγόρευε πως έπρεπε να κρατήσει την καρδιά του θωρακισμένη και να μην δείξει λεπτό αδυναμία. Με προσοχή σηκώθηκε και βοήθησε και τον Ντεάν.
«Φιλίπ..»προσπάθησε να του πει, μα εκείνος του γύρισε ξανά την πλάτη, βρέχοντας σε μία βρύση ένα καθαρό πανί και προσφέροντάς του το σιωπηλά.
«Για τις πληγές σου» του είπε ελαφρώς κοφτά και ο Ντεάν του χαμογέλασε αμήχανα.
«Μοιάζουμε» πρόφερε στα ξαφνικά και ο Φιλίπ έστρεψε το γουρλωμένο του βλέμμα επάνω του. «Χρόνια αναρωτιόμουν για εσένα. Ήθελα να ξέρω αν πραγματικά μου έμοιαζες και πίστεψέ με, όχι δεν εννοώ πως ήμουν περίεργος σχετικά με την παραμόρφωσή σου. Για χρόνια σε έβλεπα στον ύπνο μου. Έβλεπα ένα αγόρι να με πλησιάζει, όμως πάντοτε το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο και χωμένο στις σκιές. Όποτε ρωτούσα τους δικούς μου, απαντούσαν με απέχθεια, λέγοντάς μου πως ήσουν ψυχικά διαταραγμένος και γι'αυτό αναγκάστηκαν να σε αφήσουν. Όταν μεγάλωσα όμως, ήρθα ως εδώ για να μάθω. Ναι, ήθελα να σε δω, πιο πολύ για να γεμίσω επιτέλους αυτό το κενό της απουσίας σου. Είσαι όμορφος Φιλίπ και είσαι ο αδερφός μου. Μπορεί να μην με θέλεις δίπλα σου και είναι λογικό, ωστόσο έχω έρθει ως εδώ για να σου πω πως ό,τι και αν χρειαστείς στη ζωή σου, θα χαρώ να με υπολογίσεις. Επίσης, αυτό το σπίτι σου ανήκει και αν θέλεις, σκοπεύω να μιλήσω με τον ιδιοκτήτη και να το αγοράσω, ώστε να περάσει στα χέρια σου» του είπε περιμένοντας μία απάντηση.
Ο Φιλίπ, για λίγο παρέμεινε σκεπτικός.
«Ξέρεις, εσύ μπορεί να ένιωθες εκείνο το κενό της δικής μου απουσίας, ωστόσο κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ να αναπληρώσει το δικό μου, ούτε καν εσύ. Γιατί πολύ απλά, εγώ ήμουν κενός αγάπης. Ήμουν ένα παιδί παραμελημένο και δυστυχισμένο που δεν μεγάλωσε καν σαν παιδί. Δεν έζησα ποτέ σε εκείνη τη χώρα των θαυμάτων, δεν έπαιξα, γιατί πολύ απλά δεν είχα φίλους, ούτε και παιχνίδια. Δεν καλλιέργησα ποτέ τη φαντασία μου, γιατί κανένας δεν μου αφηγήθηκε ποτέ κάποιο παραμύθι, εκτός ίσως από τον πατέρα Αυγουστίνο. Τα Χριστούγεννα και οι γιορτές γενικότερα, ήταν πάντοτε ίδιες. Δεν πήγα ποτέ μου σχολείο, γιατί θα τρόμαζα τους συνομηλίκους μου» τελείωσε και είδε τον Ντεάν να τον κοιτά μελαγχολικά, μα με ένα αχνό χαμόγελο να ξετρυπώνει από την άκρη των χειλιών του.
«Θα ήθελες να γίνουμε φίλοι;» του έθεσε μία παιδική ερώτηση και ο Φιλίπ τον κοίταξε παραξενεμένος.
«Θα ήθελα έναν η αλήθεια» του απάντησε κάπως αμήχανα και ο Ντεάν έτεινε το χέρι του για να το πιάσει. Οι δύο τους σφίξανε τα χέρια σαν μία κρυφή ένδειξη αποδοχής. «Και τώρα, είναι καιρός να ανέβουμε επάνω γιατί τις έχουμε αφήσει μόνες τους εδώ και ώρα» του είπε και τον είδε να κοκκινίζει. «Σου αρέσει η Ζακελίν, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε και ο Ντεάν κοκκίνισε περισσότερο «Είναι καλή, να την προσέχεις, γιατί αλλιώς θα το μάθω και δεν θα έχεις καλή κατάληξη» τον προειδοποίησε μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Όταν τελικά ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο και κατόπιν κατέβηκαν τα σκαλιά, γύρω τους επικρατούσε η απόλυτη σιωπή.
«Εντάξει, μπορείτε να αναπνεύσετε ελεύθερα κορίτσια. Είμαι ζωντανός, το ίδιο και ο αδερφός μου» πρόφερε ο Ντεάν και ειλικρινά αγαπούσε που μπορούσε να λέει την λέξη ΄΄αδερφός΄΄ ελεύθερα. Στα αυτιά του Φιλίπ, ηχούσε ακόμη ελαφρώς περίεργα, ωστόσο η ιδέα ύπαρξης μίας οικογένειας, ήταν κάτι που κατά βάθος τον χαροποιούσε.
Οι δύο κοπέλες, έτρεξαν και τους αγκάλιασαν συγκινημένες. Η Ζακελίν κοίταξε ωστόσο το ρολόι του τοίχου και αναπήδησε τρομαγμένη.
«Πέρασε η ώρα και πρέπει να πάω να ετοιμαστώ για την γιορτή. Φιλίπ, το σκέφτεσαι να έρθεις; Ούτως ή άλλως θα φοράμε μάσκες» του είπε και εκείνος την κάρφωσε έντονα με τα κυανά του μάτια.
«Ούτε να το σκέφτεσαι» της είπε και η Ζακελίν κατσούφιασε.
«Είναι μία τέλεια ευκαιρία όμως για να βγεις στον έξω κόσμο. Κανείς δεν θα σε αναγνωρίσει» τον πίεσε ναζιάρικα η Ελοντί και εκείνος αναστέναξε, μέχρι που σκέφτηκε την περίπτωση να βρίσκεται εκεί ο άντρας που κυκλοφορούσε στο χωριό, παλεύοντας να ασελγήσει επάνω στα κορμιά των γυναικών. Ίσως, αυτός να ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να παρευρεθεί, ώστε η Ελοντί να είναι ασφαλής.
«Εντάξει» τους είπε μουγκρίζοντας σχεδόν και οι τρείς τους γύρισαν να τον κοιτάξουν χάσκοντας. «Μην με κοιτάτε έτσι, γιατί ειλικρινά θα το μετανιώσω» συνέχισε και την ώρα που πήγε να εξαφανιστεί, άκουσε τη φωνή της Ελοντί.
«Το μπουντρούμι τελείωσε για εσένα. Από τώρα και στο εξής, θα μένεις στο σπίτι σου κανονικά» του είπε και τον είδε να αποσύρεται στον επάνω όροφο. Οι δύο φίλοι αποχώρησαν, με σκοπό να συναντηθούν ξανά όλοι μαζί, στην πλατεία του χωριού που ήταν στολισμένη με χιλιάδες κεριά, φώτα και κολοκύθες. Η μουσική είχε ξεκινήσει να ηχεί και το αλκοόλ έρρεε άφθονο.
Η Ελοντί, ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα, για να βρει τον Φιλίπ να κάθεται στο κάτω μέρος του κρεβατιού σιωπηλός.
«Όλα είναι καινούργια για εμένα και μου προκαλούν άγχος. Ξαφνικά, απέκτησα αδερφό,φίλους και δεσμό με μία πανέμορφη κοπέλα. Θέλω ειλικρινά να χαρώ, ωστόσο το συγκεκριμένο συναίσθημα μοιάζει ακόμη κλειδωμένο σε ένα παλιό και αραχνιασμένο σεντούκι. Όλα ξαφνικά, μοιάζουν ιδανικά σε βαθμό που με τρομάζουν. Φοβάμαι μήπως πατήσω κάποιον διακόπτη και εξαφανιστούν και μείνω μονάχος μου και πάλι» της εξομολογήθηκε και εκείνη έχοντας σταθεί μπροστά του όρθια και μπλέκοντας τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Ένα βήμα τη φορά» του ψιθύρισε και εκείνος αναζήτησε τα ζεστά της χείλη.
«Πειράζει που αυτή τη στιγμή θέλω σαν τρελός να σου κάνω έρωτα ξανά και να μείνουμε εδώ για πάντα;» την ρώτησε ναζιάρικα και εκείνη κοκκίνισε.
«Έχουμε χρόνο για όλα, καθώς και εγώ το θέλω, όσο θέλω όμως και το να σε βγάλω έξω για πρώτη φορά και ας είσαι καλυμμένος. Είναι σημαντικό βήμα για εσένα» του είπε.
«Εντάξει, αλλά δεν θα καθίσουμε πολύ» της είπε.
«Στο υπόσχομαι» ακούστηκε η φωνή της Ελοντί και ντύθηκαν με κάπες, τοποθετώντας μάσκες στα πρόσωπά τους, πολύχρωμες και χαρούμενες, ώστε να μην κινήσουν υποψίες.
Αφού σιγουρεύτηκαν πως βγαίνοντας κανένας απολύτως δεν τους είχε δει, πήραν το δρόμο για την πλατεία, με τον Φιλίπ να νιώθει τον ιδρώτα της αγωνίας να οργώνει την πλάτη του. Οι παλάμες του, ήταν και εκείνες ιδρωμένες, ωστόσο αυτό που τον ένοιαζε ήταν η ασφάλεια της κοπέλας και έπρεπε να εστιάσει την προσοχή του εκεί. Δυστυχώς για εκείνους ωστόσο, υπήρχαν δύο άνθρωποι, που στο μυαλό τους είχαν σχεδιάσει την τέλεια παγίδα προκειμένου να εξαγριώσουν το πλήθος και να το κατευθύνουν ενάντια στον Φιλίπ. Ο Ναπολεόν, ήταν αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση για όλες εκείνες τις στιγμές φαντασίωσης, που είχαν κοπεί στην μέση εξαιτίας του παραμορφωμένου πλάσματος. Ειδικά τώρα που συνειδητοποίησε πως όλα αυτά τα χρόνια τους δούλευε όλους κανονικά, μετατρέποντάς τους σε υποχείρια του φόβου προς το πρόσωπό του, οργιζόταν περισσότερο, καθώς η αρρωστημένη του μανία να ασελγεί επάνω στα νεανικά και αφράτα γυναικεία σώματα, γύρευε εκτόνωση και ο Φιλίπ στεκόταν εμπόδιο στις ορέξεις του. Απόψε όμως, όλα θα τελείωναν και εκείνος θα απολάμβανε την δημόσια σφαγή του με ευχαρίστηση.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη