Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Κεφάλαιο 33 - Λαίδη Μπέθιελ)

Οι νυχτοβάτες αφού βρήκαν κάποιο χάλασμα για να προστατευτούν από τον πρωινό ήλιο, αποφάσισαν να ξαποστάσουν εκεί τουλάχιστον μέχρι να σουρουπώσει. Είχαν κουβαλήσει τόσο το νεκρό πρίγκηπα, όσο και τον ζαλισμένο νεαρό αφέντη Ιουστίν, ο οποίος γρήγορα συνήλθε μόλις σταμάτησε να είναι εκτεθειμένος στις επιβαρυντικές για το καμένο του πρόσωπο ακτίνες του ήλιου. Μπορεί ο ένας εχθρός να τους είχε αφήσει να το βάλουν στα πόδια, ο άλλος όμως παρέμενε απειλητικός πάνω από τα κεφάλια τους.

“Τι θα κάνουμε τώρα;”, ρώτησε ο Χαράμ. Η Σιν-Σι δεν του έδωσε σημασία, καθώς προσπαθούσε να περιποιηθεί και να μετριάσει το αποκρουστικό θέαμα του λαιμού του Κάανν, μετά από την απομάκρυνση του βουνίσιου βέλους. Ο Τζάρβις και ο Νόμακ δεν είχαν ιδέα τι να απαντήσουν. Αυτός που του απάντησε ήταν ο Ιουστίν:

“Θα ξαποστάσουμε για λίγο μέχρι το βράδυ και ύστερα θα ξεκινήσουμε για τη Λούμπισα.”

Όλοι, εκτός από τη Σιν-Σι -που περιποιούταν τώρα τα ρούχα του πρίγκιπα- τον κοίταξαν ανήσυχα. Δεν είχαν ξεχάσει την εμπειρία τους, λίγα φεγγάρια πριν, εκείνο το τρομερό βράδυ που έχασαν σχεδόν τη μισή συνοδεία τους.
“Μην ανησυχείτε...”, τους καθησύχασε ο Ιουστίν “...γνωρίζω έναν σύντομο και νομίζω ασφαλή δρόμο. Έχω τις γνωριμίες μου στη Λούμπισα, εκεί μεγάλωσα, θα βρούμε κάπου να μείνουμε και μετά βλέπουμε...”

“Και τι θα κάνουμε με τον πρίγκιπα;”, ξαναρώτησε ο Χαράμ.

“Δεν μπορεί να μείνει εδώ” διαπίστωσε ο Νόμακ

“Ας μείνει κάποιος πίσω να προσέχει το σώμα και θα γυρίσουμε σύντομα να το μεταφέρουμε”, πρότεινε ο Ιουστίν.

“Τα δάση εδώ είναι γεμάτα λύκους και άλλα αγρίμια” είπε ο Τζάρβις.

“Κανείς δεν μπορεί να μπει ανάμεσα σε ένα λύκο και την πιθανή λεία του”, είπε απερίσκεπτα ο Νόμακ.

Η Σίν-Σι τότε, με μια απότομη κίνηση αφαίρεσε το μαχαίρι του Κάανν, το δικέφαλο λύκο των Μπέθιελ, από τη θήκη του και τινάχτηκε όρθια. Η συζήτηση σταμάτησε.

“Δεν πρόκειται να μείνει εδώ. Θα τον κουβαλήσουμε στη Λούμπισα.” είπε κοφτά η νέα πια πριγκίπισσα. “Τζάρβις, Χαράμ βρείτε κάτι που θα μας βοηθήσει στη μεταφορά και κάντε γρήγορα. Πρέπει να ξεκουραστούμε. Θα κοιμηθούμε λίγο, με βάρδιες”, είπε και έβαλε το μαχαίρι στη ζώνη της. Τόσο ο Τζάρβις όσο και ο Χαράμ υπάκουσαν αμέσως και ξεκίνησαν την αναζήτηση κάτω από τις παχιές σκιές των πλανόδεντρων.

Η Σίν-Σι δεν ξαναμίλησε για πολλή ώρα, ακόμα και όταν κάποια στιγμή ο Ιουστίν βρήκε το θάρρος να τη ρωτήσει “είσαι έτοιμη και δυνατή, λαίδη Σίν-Σι;”, εκείνος που του απάντησε ήταν ο Νόμακ:

“Μπέθιελ”, του είπε διορθώνοντάς τον.

Η Σίν-Σι δεν αντέδρασε. Το βλέμμα της παρέμενε καρφωμένο στο κενό.

“Λαίδη Μπέθιελ τώρα...”, του εξήγησε ο Νόμακ, την ώρα που ο Χαράμ και ο Τζάρβις επέστρεφαν με ένα πλατύ, σκισμένο κορμό στα χέρια τους.