Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 9 - Μέρος 1) - Όταν οι μάσκες πέσουν

Το ύπουλο σχέδιο των δύο ανδρών, είχε ήδη μπει σε εφαρμογή. Είχαν στηθεί απέναντι από το τελευταίο σπίτι του χωριού, εκείνο του Φιλίπ και καραδοκούσαν με αγωνία, όταν η πόρτα είχε ανοίξει και από μέσα είχε βγει ο Φιλίπ μαζί με την Ελοντί, ντυμένοι με ρούχα που άρμοζαν στην συγκεκριμένη γιορτή και που όλοι αγόραζαν από ένα μικρό μαγαζάκι στο χωριό. Τότε, ο Ναπολεόν είχε την ιδέα, να πεταχτεί ως εκεί ντυμένος με τα δικά του ανάλογα ρούχα, που ήταν κατάλληλα για την περίσταση, αγοράζοντας ακόμη ένα κοστούμι ολόιδιο με εκείνο του παραμορφωμένου τέρατος. Ο σωματότυπος του Πιέρ και του Φιλίπ, ήταν σχεδόν ίδιοι και το σχέδιο ξεδιπλωνόταν μπροστά τους αργά αργά και με απόλυτη προσοχή και συνέπεια. Ο Πιέρ απόψε θα έπαιρνε τη θέση του Φιλίπ, με θύμα την καλύτερή του φίλη, την Ζακελίν.

«Είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε ο Ναπολέον και ένα απόκοσμο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Πιέρ. Φυσικά και ήταν. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως αδημονούσε κιόλας να βγάλει από την μέση έναν άντρα, που παρά την τρομακτική του εμφάνιση, είχε κατορθώσει να κλέψει την καρδιά της αγαπημένης του και να τον γελοιοποιήσει ουκ ολίγες φορές. Τώρα ήταν έτοιμος να πατήσει επάνω σε έναν θρύλο που τρομοκρατούσε για χρόνια τους κατοίκους και έθρεφε το μίσος τους για εκείνη τη φιγούρα που ήταν ολοζώντανη, με σάρκα και οστά.

Ο Ντεάν με την Ζακελίν, βρίσκονταν στο σπίτι της προκειμένου να ετοιμαστούν. Η κοπέλα πρόσεχε την κάθε του κίνηση, που ήταν τώρα πιο ανάλαφρη από πριν, σαν να είχε πετάξει από τους ώμους του ένα τεράστιο βάρος.

«Είσαι χαρούμενος» του είπε και αυτό δεν ήταν ερώτηση, αλλά διαπίστωση.

«Πιο πολύ από ποτέ. Βρήκα τον αδερφό μου και αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, υπόσχομαι να κάνω τα πάντα για να μην του λείψει τίποτε. Θέλω να τον πάρω από εδώ και να τον πάω στους καλύτερους γιατρούς, οι οποίοι μπορούν να τον βοηθήσουν να βελτιώσει την εμφάνισή του. Έχω περιουσία στην άκρη και ίσως, αυτό ήταν και το μοναδικό καλό που αποκόμισα ζώντας στο πλάι του πατέρα μου. Δεν περίμενα πως μία ημέρα θα μου φαινόταν τόσο χρήσιμη και μάλιστα για έναν τόσο ιερό σκοπό» της απάντησε και καθώς ήταν γυμνός από την μέση και πάνω, ένιωσε το απαλό χέρι της Ζακελίν να κινείται ανάλαφρα κατά μήκος της πλάτης του.

Για λίγο έκλεισε τα μάτια του, θέλοντας να απολαύσει απόλυτα εκείνη τη στιγμή, όταν ένιωσε τα ζεστά της χείλη να χαράζουν τον δικό τους δρόμο επάνω του. Τότε ήταν που γύρισε απότομα προς την μεριά της και αρπάζοντάς την από την μέση, την έβαλε να καθίσει στον πάγκο της κουζίνας, αναζητώντας τα χείλη της, όπως ο διψασμένος ταξιδιώτης που περπατά για ώρα στην άνυδρη έρημο.

«Είμαι παράφορα ερωτευμένος μαζί σου» της ψιθύρισε και εκείνη άπλωσε το χέρι της για να χαϊδέψει τα μαλλιά του.

«Δεν είσαι μόνος σου σε αυτήν τη διαδρομή. Είμαι και εγώ μαζί σου και θα είμαι πάντοτε δίπλα σου, να σου βαστώ το χέρι» του απάντησε και έτσι όπως ήταν τοποθετημένος ανάμεσά της, με αργές κινήσεις της αφαίρεσε τα ρούχα, αποφασίζοντας να κάνει έρωτα μαζί της ξανά, λίγο πριν βρεθούν ανάμεσα στους συγχωριανούς και στα φώτα της εορτής.

Ο Φιλίπ συνόδευε την Ελοντί, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο το χαρούμενο πλήθος που σήμερα γιόρταζε. Παρά το γεγονός πως μερικούς αδυνατούσε να τους αναγνωρίσει εξαιτίας της κάλυψης που τους πρόσφερε η μάσκα, ήταν εμφανές πως ένιωθε αμήχανα. Κάποιοι έμοιαζαν να έχουν καρφώσει το βλέμμα τους επάνω του αδιάκριτα, παλεύοντας να καταλάβουν την ταυτότητα εκείνου που συνόδευε την κοπέλα, μιας που οι περισσότεροι είχαν πληροφορηθεί για τον χωρισμό της. Η κοινωνία ήταν μικρή και τα νέα ταξίδευαν δυστυχώς με την ταχύτητα του φωτός. Η ίδια προσπαθούσε να μην δίνει καμία σημασία, όταν πέσανε πάνω στην Ναταλί, η οποία περιφερόταν με έναν δίσκο στο χέρι και χιλιάδες διαφορετικά κεκάκια, όλα τους με μία κολοκύθα ζωγραφισμένη στην επιφάνειά τους. Η αλήθεια, ο φούρνος της ήταν ο καλύτερος της περιοχής και είχε κάθε δικαίωμα να νιώθει περήφανη γι' αυτό.

Παρά το γεγονός πως φορούσε μάσκα και μακριά, λευκή, βελούδινη κάπα, ο σωματότυπός της πρόδιδε και την ταυτότητά της.

«Καλησπερα!Εσύ ποια είσαι;» ρώτησε την Ελοντί και έχοντας κοντοσταθεί μπροστά της, πάλεψε για λίγο να μαντέψει. «Ελοντί;» είπε στο τέλος και η κοπέλα γέλασε.

«Σωστά!» της απάντησε για να νιώσει δίπλα της τον Φιλίπ να τσιτώνει.

«Και ο κύριος; Κάτσε να μαντέψω...Μοιάζει λίγο με τον Ντεάν στα μάτια, τον αγαπημένο μας δήμαρχο, αλλά έχω την εντύπωση πως τον είδα πριν από λίγο με την Ζακελίν, αν κατάλαβα καλά. Μμμ...δεν γνωρίζω. Λοιπόν, έχασα» τους είπε πρόσχαρα και τον λόγο πήρε η Ελοντί μιας που ο Φιλίπ δεν είχε αρθρώσει ούτε μισή λέξη.

«Είναι ο ξάδερφός μου, ο Νικολά. Έχει φανταστείτε και το ίδιο όνομα με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού μου. Ήρθε για να με δει και έπεσε τυχαία επάνω στην ημέρα της γιορτής» της εξήγησε παλεύοντας να μην κινήσουν υποψίες.

«Α, ωραίος ο ξάδερφος και δύο μέτρα παλικάρι από ότι βλέπω. Άντε, δοκιμάστε τώρα τις λιχουδιές μου γιατί η αλήθεια, έκανα πολύ κόπο για να τις φτιάξω» τελείωσε εκείνη με τους δύο να αρπάζουν τα μικρά κέικ.

Μόλις απομακρύνθηκε αρκετά, ο Φιλίπ ξέσπασε σε γέλια, με την Ελοντί να καρφώνει το βλέμμα της επάνω του με έκδηλη την απορία.

«Αλήθεια, οι γιορτές έχουν αρχίσει να μου τραβάνε το ενδιαφέρον, ειδικά όταν για πρώτη φορά εισέπραξα κομπλιμέντο από κάποιον. Μου φαίνεται αδιανόητο, ακόμη και αν γνωρίζω πως το πρόσωπό μου είναι καλυμμένο» της είπε και εκείνη τη στιγμή είδαν από μακριά την Ζακελίν και τον Ντεάν να τους πλησιάζουν φορώντας τις δικές τους μάσκες.

«Πάλι καλά Φιλίπ που δεν μας έκανες την έκπληξη να εμφανιστείς με αυτές τις φρικαλέες μάσκες της Βενετίας» έσκουξε η Ζακελίν και τα μάτια του Φιλίπ φωτίστηκαν, έτοιμα να τα αυλακώσει το γέλιο.

«Δεν θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα και μην με προκαλείς να ξεκινήσω να σκέφτομαι διάφορους τρόπους για να τρομοκρατήσω αυτό το τσουβάλι με τους συγχωριανούς. Με γαργαλά εδώ και ώρα ο πειρασμός, αλλά παλεύω να το αγνοήσω» της απάντησε και στράφηκε στον Ντεάν. Για λίγο, έμειναν ακίνητοι να αλληλοκοιτάζονται σιωπηλοί.

«Εμ, όλα καλά;» τον ρώτησε ο Ντεάν ελαφρώς αμήχανος.

Ο Φιλίπ, έστρεψε για δευτερόλεπτα το βλέμμα του στην Ελοντί και κατόπιν γύρισε και πάλι προς το μέρος του Ντεάν, τον οποίο ένιωθε να κρατά στην κυριολεξία την ανάσα του.

«Όλα καλά...Αδερφέ» ξεστόμισε για πρώτη φορά με προσπάθεια και η Ζακελίν ετοιμάστηκε να ουρλιάξει κυριολεκτικά από την χαρά της.

Ωστόσο, λίγα λεπτά αργότερα και καθώς η μουσική είχε αρχίσει να χαλαρώνει, τα δύο ζευγάρια πλησίασαν την πίστα.

«Θα μου χαρίσεις αυτόν τον χορό;» ρώτησε η Ελοντί και τον άκουσε να ανασαίνει βαριά.

«Αχ και να ήθελα να σου αρνηθώ, δεν μπορώ. Δεν έχω χορέψει ποτέ στη ζωή μου και η αλήθεια δεν γνωρίζω τι να κάνω» της είπε αγχωμένα και εκείνη πήρε τα χέρια του στα δικά της και τα τοποθέτησε πίσω από τη μέση της.

«Δεν είναι δύσκολο. Απλώς κράτησέ με έτσι και εγώ θα αγκαλιάσω τον λαιμό σου. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερα βήματα» του είπε.

«Φοβάμαι..» της ψιθύρισε.

«Να μην φοβάσαι τίποτε. Έχεις εμένα στο πλάι σου και πάντα θα είμαι» πρόφερε εκείνη κάνοντάς τον να χαμογελάσει.

«Λοιπόν, έτσι είναι να ζεις φυσιολογικά; Να πηγαίνεις σε γιορτές, να σε αποκαλούν όμορφο, να δοκιμάζεις νόστιμα εδέσματα και να συνοδεύεις την κοπέλα που αγαπάς σε έναν ρομαντικό χορό; Λοιπόν, έτσι είναι; Γιατί ειλικρινά δεν θέλω να τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή»

H Ελοντί κοιτούσε τα υπέροχα μάτια του νεαρού που για πρώτη φορά έλαμπαν από ευτυχία. Φαινόταν να ζει την κάθε του στιγμή στα άκρα, απολαμβάνοντας συναισθηματικά ακόμη και την δοκιμή μικρών εδεσμάτων. Απέναντί τους, ο Ντεάν μιλούσε με τον κόσμο, έχοντας μία διάθεση χαλαρή, ενώ η Ζακελίν προθυμοποιήθηκε να πάει στην αποθήκη του φούρνου και να ανανεώσει τα μακαρόν που είχαν σχεδόν τελειώσει βοηθώντας την Ναταλί. Ο Φιλίπ από την άλλη, ζήτησε από την Ελοντί να αποχωρήσει για λίγο, καθώς οι συνεχόμενες ομιλίες, σε συνδυασμό με την μουσική, τον είχαν ελαφρώς κουράσει. Μιας που το χωριό περιτριγυριζόταν από πλούσιες, δασικές εκτάσεις, ο Φιλίπ πλησιάζοντας αρχικά σε μία απόμερη γωνιά και με ένα μικρό μπουκάλι μπύρα στο χέρι, έκατσε σε ένα ξύλινο παγκάκι προκειμένου να καθαρίσει το μυαλό του.

Κίνδυνος δεν διαφαινόταν με την πρώτη ματιά, ωστόσο είχε αντιληφθεί την παράξενη απουσία τόσο του Πιέρ, όσο και του Ναπολεόν. Παρά τις στολές τους είχε αναγνωρίσει όπως και τους περισσότερους χωριανούς. Αν το έναν μπορούσε να τον δικαιολογήσει, εξαιτίας του πρόσφατου τραυματισμού του, ο φούρναρης, ήταν αδικαιολόγητος καθώς είχε εγκαταλείψει την γυναίκα του στην τύχη της και με ένα σωρό δουλειές. Πίνοντας μία γουλιά ακόμη, ένιωσε έναν ξαφνικό και φρικτό πόνο στο κεφάλι του. Έπειτα η εικόνα μπροστά του ξεκίνησε να θολώνει και μία ζεστή γουλιά αίματος, ξέφυγε από τα χείλη του που έμειναν να χάσκουν μισάνοιχτα. Δευτερόλεπτα αργότερα, το σκοτάδι τον τύλιξε, μα διόλου λυτρωτικό ήταν.


Η Ζακελίν έσπρωχνε ανέμελα την αιώνια στολισμένη πόρτα του φούρνου, με τον γνωστό ήχο από το μικρό κουδουνάκι να την συνοδεύει. Η υπέροχη μυρωδιά από τα ολόφρεσκα προϊόντα, την καλούσε να δοκιμάσει στα κρυφά έστω και ένα. Εκείνη ωστόσο, ορθώνοντας το ανάστημά της με χάρη, πλησίασε την πόρτα της αποθήκης αποφεύγοντας τους μικρούς πειρασμούς που ξεφύτρωναν στο διάβα της. Με το αριστερό της χέρι, ψαχούλεψε το φως στον τοίχο, όταν ξαφνικά ένα πανί της έκοψε την αναπνοή και τα πόδια της λύγισαν απότομα. Με τα χέρια της πάλεψε να αμυνθεί σαν το αγρίμι, ωστόσο ήταν πλέον πολύ αργά για εκείνη.

Η συνέχεια, την βρήκε να παλεύει να συνέλθει από την νάρκωση, ενώ απέναντί της είχε έναν άντρα με την ίδια ακριβώς στολή του Φιλίπ. Αρχικά πάλεψε να κατανοήσει πού βρισκόταν, όταν είδε τον άντρα να απομακρύνεται και να ξεκινά να ανάβει ένα ένα τα κεριά που υπήρχαν στον χώρο. Όταν πλέον ο φωτισμός ήταν επαρκής, η Ζακελίν στένεψε τα μάτια της και αμέσως κατάλαβε πως ο μικροσκοπικός χώρος γύρω της, ήταν η ξύλινη καλύβα του Φιλίπ στο δάσος για την οποία όμως δεν γνώριζε κανένας. Η μορφή έστεκε μπροστά της σιωπηλή και ατάραχη, ενώ ο σωματότυπός της έμοιαζε εκπληκτικά σε εκείνον του Φιλίπ.

«Φιλίπ;» τον κάλεσε η κοπέλα, η οποία ήταν δεμένη πισθάγκωνα σε μία παλιά καρέκλα, ενώ το σώμα της ήταν λερωμένο με αίμα και χώμα.

Ο άντρας απέναντί της, δεν έδωσε καμία απολύτως απάντηση, απλώς άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Μόλις βγήκε έξω ακριβώς από την καλύβα και με τις φωνές της κοπέλας που καλούσε σε βοήθεια να ηχούν αμυδρά, ο Πιέρ έβγαλε αμέσως την μάσκα του και χτένισε άτσαλα τα μαλλιά του περνώντας απλώς τα δάχτυλά του από μέσα τους. Η σκακιέρα είχε στηθεί όπως έπρεπε, το ίδιο και τα πιόνια. Τώρα το μόνο που έμενε, ήταν να ξεκινήσει το παιχνίδι από μόνο του.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη