Η Ελοντί που τόση ώρα μιλούσε με τον πατέρα Αυγουστίνο για την πρόοδο που είχε κάνει ο Φιλίπ, έψαξε μέσα στο πλήθος να τον βρει, καθώς την είχε ενημερώσει πως θα πήγαινε να πάρει λίγο αέρα ησυχίας και θα επέστρεφε το συντομότερο. Τα μάτια της γυρνούσαν με αγωνία και στέκονταν για λίγη ώρα στο κάθε πρόσωπο, μήπως και κατόρθωνε να τον διακρίνει. Αντί αυτού, είδε τον Ντεάν να την πλησιάζει ελαφρώς αγχωμένος.
«Έχεις δει μήπως την Ζακελίν;» την ρώτησε και η Ελοντί ανασήκωσε τους ώμους της σε δείγμα άγνοιας.
«Ξέρεις, έχω αρχίσει και ανησυχώ. Μου είπε πως θα πάει στην αποθήκη του φούρνου για να βοηθήσει την Ναταλί και εδώ και μισή ώρα αγνοείται» της είπε και η Ελοντί ένιωσε το αίμα της να παγώνει.
«Ξέρεις, το παράξενο είναι πως και ο Φιλίπ αγνοείται εδώ και ένα μισάωρο» του απάντησε και δίχως να χάσουν περισσότερο χρόνο, πήραν τον δρόμο για τον φούρνο.
Ανοίγοντας με φόρα την μπροστινή του πόρτα και προχωρώντας λίγο πιο βαθιά, πρόσεξαν πως η πόρτα της αποθήκης ήταν ανοιχτή, μα δεν φαινόταν ίχνος της Ζακελίν.
«Παιδιά, όλα καλά;» άκουσαν από πίσω τους τη φωνή της Ναταλί και αφαιρώντας τις μάσκες, μιας που η αγωνία τους έπνιγε, την κοίταξαν μέσα στα μάτια, αβέβαιοι για το ποια θα ήταν η σωστή απάντηση που έπρεπε να δοθεί.
«Εμ, έχετε δει την Ζακελίν;» ρώτησε ο Ντεάν.
«Ναι, την τελευταία φορά την έστειλα να μου φέρει τα μακαρόν από την αποθήκη και επειδή καθυστέρησε, ήρθα να δω αν είναι όλα καλά» τους είπε, μα τότε σε έξαλλη κατάσταση, εισέβαλε ένας χωριανός και τους είπε ασθμαίνοντας:
«Συγγνώμη αν κρυφάκουσα την κουβέντα, αλλά νομίζω πως είδα μία κοπέλα να παρασέρνεται πίσω από τον φούρνο, από κάποιον που φορούσε μία κάπα και μία μάσκα πολύχρωμη, σχετικά ευχάριστη» ξεκίνησε ο νεαρός δίνοντάς τους την περιγραφή.
Την στιγμή που τελείωνε, ο Ντεάν και η Ελοντί αλληλοκοιτάχτηκαν, καθώς κατά πώς φάνηκε είχαν κάνει την ίδια ακριβώς σκέψη. Πως η συγκεκριμένη περιγραφή αντιστοιχούσε σχεδόν με απόλυτη λεπτομέρεια, σε εκείνη του Φιλίπ. Όπως ήταν αναμενόμενο και δίχως φυσικά οι ίδιοι να αποκαλύπτουν το παραμικρό, παρά το γεγονός πως ένιωθαν το στόμα τους να έχει στεγνώσει, η είδηση της εξαφάνισης της Ζακελίν, άρχισε να παίρνει διαστάσεις και να πηδά από στόμα σε στόμα. Ο πανικός ξεκίνησε να γίνεται έκδηλος στα πρόσωπα και στις εκφράσεις όλων, ενώ η μουσική διακόπηκε απότομα. Σύντομα, άπαντες πέταξαν τις μάσκες τους στο πάτωμα και σχημάτισαν πηγαδάκια, προσπαθώντας μέσα στην αναταραχή να βγάλουν ένα συμπέρασμα. Η Ελοντί με τον Ντεάν στο πλάι της, περιφερόταν σαν χαμένη, σαν να παίζεται μπροστά της μία κακόγουστη θεατρική παράσταση, της οποίας το θέμα και το νόημα, διόλου συμμεριζόταν.
Οι δύο άντρες τρομολάγνοι, ο Πιερ και ο Ναπολεόν, είχαν χρησιμοποιήσει με απόλυτη επιτυχία, το ισχυρότερο όπλο. Τον φόβο των κατοίκων απέναντι στον θρύλο του Φιλίπ.
«Θυμόσαστε τότε, που η Ζακελίν άφηνε φαγητό στο φάντασμα του καταραμένου και εκείνος ούτε που το άγγιζε; Ιδού λοιπόν ο λόγος! Ήθελε να της κάνει κακό και προετοίμαζε το έδαφος!» ξεκίνησε να λέει ένας νεαρός προκαλώντας επευφημίες συμφωνίας.
«Έπρεπε να το περιμένουμε πως δεν θα μας άφηνε σε ησυχία. Δεν το βλέπετε; Είχε εξαφανιστεί για ένα διάστημα για να μας ρίξει στάχτες στα μάτια, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή και ομολογώ πως μας έπιασε στον ύπνο!» φώναξε η Ναταλί μουρμουρίζοντας επιπλέον λόγια για το πόσο πολύ λυπόταν για την κατάληξη της κοπέλας.
«Πρέπει επιτέλους να αντιδράσουμε και να του δείξουμε πως δεν φοβόμαστε απολύτως τίποτε. Είναι ένας και είμαστε ενωμένοι. Τι θα μπορούσε να συμβεί; Πάω στοίχημα, πως την έχει απαγάγει και την έχει κλείσει στο βρωμόσπιτό του» ξαναμίλησε ο πρώτος νεαρός, μέχρι που η Ελοντί, πνιγμένη από την αδικία που επικρατούσε, βρήκε το θάρρος να βγει μπροστά από το πλήθος.
«Τον Φιλίπ να τον αφήσετε ήσυχο. Αναζητήστε αλλού τον ένοχο...»τους μούγκρισε και όλοι ξέσπασαν σε γέλια.
«Και εσύ ποια είσαι; Η γκόμενα του φαντάσματος μήπως; Γι'αυτό και άφησες τον άντρα σου;» πετάχτηκε ένας άλλος, μέχρι που ο πατέρας Αυγουστίνος τους ούρλιαξε να σταματήσουν.
«Τόσα χρόνια ανέχομαι την ύπαρξη αυτής της εχθρικής στάσης σε ένα πλάσμα που δεν ευθύνεται για τίποτε. Με λύπη μου διακρίνω πως η δική σας, εσωτερική ασχήμια, είναι πολύ μεγαλύτερη από την δική του εξωτερική. Εδώ χάθηκε ένας άνθρωπος και εσείς συνεχίζετε το αιώνιο παραλήρημα μίσους» τους φώναξε, όταν μία γυναίκα πλησίασε βαστώντας ένα κομμάτι ύφασμα από τον μανδύα που φορούσε η Ζακελίν.
«Με όλο τον σεβασμό, αλλά έχω την εντύπωση πως αυτό ανήκει στην κοπέλα» τους είπε και ο Ντεάν πλησίασε για να το επεξεργαστεί.
«Πράγματι» της απάντησε αγχωμένα.
«Το βρήκα λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι εκείνου» ψέλλισε η γυναίκα αφήνοντας άφωνο το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία.
H οργή του πλήθους έβραζε, όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν ο Πιέρ με τον Ναπολεόν, έχοντας αφαιρέσει και εκείνοι τις μάσκες από τις στολές που φορούσαν. Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, ο Πιέρ είχε αλλάξει την στολή του αφού πλέον το σατανικό τους σχέδιο είχε τεθεί σε εφαρμογή. Βλέποντας όλη αυτήν την αναταραχή, πλησίασαν σχετικά διακριτικά, ζητώντας να μάθουν τι ακριβώς είχε συμβεί.
«Μα καλά δεν τα μάθατε;» τους ρώτησε η Ναταλί, η οποία εξακολουθούσε να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. «Η Ζακελίν αγνοείται εδώ και ώρα, ενώ μία συγχωριανή μας εντόπισε κομμάτι από το ύφασμα που φορούσε πολύ κοντά στο σπίτι του καταραμένου» απάντησε εκείνη ξέπνοα.
«Όταν εγώ σας τα έλεγα, εσείς δεν με πιστεύατε. Με έσπασε στο ξύλο και επιτέλους βγάλτε από το μυαλό σας την ιδέα του φαντάσματος. Ο Φιλίπ είναι άνθρωπος με σάρκα και οστά που τόσα χρόνια είχε υιοθετήσει ένα ρόλο τιμωρού και σας τρομοκρατούσε. Πάρτε ό,τι διαθέτετε και επιτέλους ας βάλουμε ένα τέλος στην ύπαρξή του τέρατος!» φώναξε ο Πιερ και το χωριό ξεκίνησε τις ζωώδεις επευφημίες.
«Ο Φιλίπ δεν είναι τέρας και να τον αφήσετε ήσυχο. Κάποιο λάθος θα έχει γίνει. Ο Φιλίπ δεν είναι ικανός να κάνει κακό ούτε σε μυρμήγκι» φώναξε η Ελοντί προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από το εξαγριωμένο πλήθος, μα κάθε της προσπάθεια έπεφτε στο κενό. Ο κόσμος ήταν έτοιμος να δώσει ένα τέλος σε αυτήν την ιστορία και ξεκίνησε από την πλατεία του χωριού με κατεύθυνση το τελευταίο σπίτι που όλα αυτά τα χρόνια παρέμενε τυλιγμένο στο μυστήριο.
Ο Ντεάν με την Ελοντί, είχαν μείνει μονάχοι τους πίσω, ενώ ο πατέρας Αυγουστίνος είχε για λίγο επιστρέψει στην εκκλησία. Προσπαθούσαν να καταλάβουν τι πραγματικά είχε συμβεί, καθώς δεν δέχονταν ούτε στο ελάχιστο την υπόθεση, πως ο νεαρός Φιλίπ θα μπορούσε ποτέ να είναι υπεύθυνος για μία απαγωγή και μάλιστα της καλύτερης, ίσως και μοναδικής φίλης που είχε στο χωριό. Στο μυαλό τους γυρνούσε δίχως αμφιβολία η ιδέα πως υπήρχε πιθανότητα αυτοί οι δύο, ο Πιέρ με τον Ναπολεόν, να έχουν την αποκλειστική ευθύνη για τα όσα είχαν συμβεί. Μισούσαν τον Φιλίπ και γι' αυτό δεν χωρούσε αμφιβολία.
«Πρέπει να πάμε στο σπίτι από έναν πιο σύντομο δρόμο» της είπε ο Ντεάν. «Πρέπει να προλάβουμε και να ειδοποιήσουμε τον Φιλίπ, καθώς κάτι μου λέει πως βρίσκεται ήδη σε κίνδυνο, τόσο όσο η Ζακελίν. Θα τους προλάβουμε» είπε αποφασιστικά ο Ντεάν και η κοπέλα δίχως αντιρρήσεις τον ακολούθησε μέσα από το δάσος, σε ένα αυτοσχέδιο μονοπάτι που ο άνδρας φάνηκε να γνωρίζει με λεπτομέρεια. Η καρδιά της σφυροκοπούσε σε κάθε της βήμα και η ανάσα της έμοιαζε να κόβεται συχνά εξαιτίας της αγωνίας.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη