Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Κεφάλαιο 34 - Έλστα)

Η νεαρή Έλστα από την Αραζέμ έμεινε έκπληκτη μόλις είδε τη Σινές, τη μεγαλειώδη πόλη της Πράσινης Θάλασσας από το εσωτερικό των θεόρατων τειχών της. Συνειδητοποίησε πως δεν είχε ξαναδεί τόσο ψηλά κτίρια -κάποια με τρία πατώματα-, όπως οι πύργοι των ευγενών της Μεγάλης Νήσου. Ένιωσε όμως ακόμα μεγαλύτερο δέος όταν αντίκρυσε τον πανέμορφο Πύργο της Σινές στην ακρόπολη της ομορφότερης πόλης της Γηραιάς Ηπείρου. Είχε ξανακούσει για το μεγαλείο της πόλης της Πράσινης Θάλασσας, όπως την έλεγαν στο Νυχτερινό Βασίλειο, καθώς και για την επιβλητικότητα του Πύργου της, αλλά κάπου στο χρόνο τα είχε ξεχάσει. Όλα ξαναήρθαν στο μυαλό της σαν μια παιδική ανάμνηση.

Χάνοντας χρόνο στο φασαριόζικο παζάρι, κατάλαβε πως βάδιζε διστακτικά προς τον Πύργο. Πλησίαζε η νύχτα που θα έπρεπε να συναντήσει το νεαρό Μποέμιαν και τα νέα που του έφερνε δεν ήταν χαρούμενα. Στην περιπλάνησή της στη Σινές, κοιτούσε διακριτικά όπου έβλεπε ανδρική νεαρή φιγούρα, μήπως ήταν εκείνος. Όταν ήρθε το βράδυ σκέφτηκε πως θα έπρεπε να βρει ένα ασφαλές μέρος για να διανυκτερεύσει. Με την άκρη του ματιού της είδε κάτι να κινείται. Κάποιον. Ήταν και πάλι η Λίλια, που προσπαθούσε να την παρακολουθήσει κρυφά, χωρίς όμως επιτυχία. Ήταν λίγα μίλια μακριά από την ακρόπολη και τον Πύργο, όταν βρήκε έναν κρύο στάβλο για να περάσει τη νύχτα της. Έτσι κι αλλιώς δε σκόπευε να κοιμηθεί πολύ.

Μόλις κάθισε στο έδαφος, η μικρή Λίλια της φανερώθηκε βιαστικά στην είσοδο του στάβλου και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει, πριν εξαφανιστεί ξανά. Η Έλστα, που θεώρησε πως ίσως η μικρή χρειαζόταν βοήθεια, σηκώθηκε πρόθυμα και την ακολούθησε. Η Λίλια που προτιμούσε να κινείται στις σκιές, μακριά από το φως, έδειξε στην Έλστα ένα καλύτερο μέρος για να διανυκτερεύσει.

“Εγώ κοιμάμαι εδώ...” της είπε το μικρό κορίτσι. Την είχε οδηγήσει σε μια σκηνή ενός σιδεράδικου, που λειτουργούσε τη μέρα. Η Λίλια ήξερε χρόνια εκείνο το μέρος και το προτιμούσε, μιας και εκεί υπήρχε ένα μεγάλο καμίνι, του οποίου η φωτιά σιγόκαιγε όλο το βράδυ.

“...Θα πρέπει όμως να φύγουμε πριν βγει ο ήλιος”, συνέχισε η μικρή Λίλια και έκλεισε τα μάτια της.

Στο πρόσωπο της Έλστα σχηματίστηκε ένα στοργικό χαμόγελο, αλλά γρήγορα έσβησε και τη θέση του πήρε μια ανήσυχη και ανυπόμονη έκφραση. Το στομάχι της κόμπιασε και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά: Ήξερε πως είχε φτάσει ο καιρός: το επόμενο βράδυ, θα έβλεπε και πάλι τον Τζάρβις. Για μια στιγμή ένιωσε το σκοτάδι να επισκέπτεται ξανά το μυαλό της, όπως συνέβη εκείνο το βράδυ που γνώρισε το νεαρό Μποέμιαν στην Αραζέμ.

Όταν άνοιξε τα μάτια της, λίγο πριν χαράξει, η μικρή Λίλια δεν κοιμόταν πια δίπλα της. Σηκώθηκε βιαστικά, έβαλε την κουκούλα του πανωφοριού της και προχώρησε βόρεια για να βρει τον Πύργο.

Η μέρα ξεκινούσε βροχερή και θαμπή, όπως θαμπό ένιωθε και το μυαλό της. Έφτασε στην είσοδο του μεγαλόπρεπου Πύργου από το μεσημέρι και διέσχισε μαζί με άλλους περιπλανώμενους την πύλη των τειχών του. Ο Πύργος, που της θύμιζε περισσότερο κάστρο του Νυχτερινού Βασιλείου, είχε στην κορυφή του πυργίσκους και πολεμίστρες με τριγωνικές γαλαζοπράσινες σημαίες και μακρόστενα λάβαρα. Είχε ξαναδεί τη γαλαζοπράσινη σημαία στα καράβια που έδεναν στο λιμάνι του Αρβαράν, το προηγούμενο πρωί. Δε λειτουργούσε όμως ως οχύρωση, παρόλο που σε περίπτωση πολιορκίας, ο Πύργος θα μπορούσε να ανακτήσει αυτήν την ιδιότητα, ωστόσο τώρα στο εσωτερικό του φιλοξενούνταν εκατοντάδες βίβλοι και χειρόγραφα, πολλά από τον Παλαιό Καιρό, πολύ πριν το Νυχτερινό Βασίλειο.

Περίμενε τον Τζάρβις στην είσοδο του Πύργου της Σινές ως αργά το βράδυ. Ύστερα, τον αναζήτησε μέσα στον Πύργο, στη βιβλιοθήκη, στα υγρά, σκοτεινά περάσματα προς τις πολεμίστρες. Όταν είχε μείνει πια μόνη της και είχε αναλάβει βάρδια η νυχτερινή φρουρά, ένιωσε ξανά το σκοτάδι να περικλείει το μυαλό της. Έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι της σφιχτά και έκλεισε τα μάτια της. Όταν τα ξανάνοιξε το σκοτάδι της, την είχε κυριεύσει πλήρως και τα μάτια της ήταν εντελώς άδεια. Ζούσε και πάλι το μεγαλύτερο φόβο της. Το πέρασμά της προς τον κόσμο των νυχτερινών.

“...3!”, είπε ανέκφραστα, συνεχίζοντας το μέτρημα του Τζάρβις, που εκκρεμούσε από εκείνο το βράδυ στην Αραζέμ, Και το βήμα της βρέθηκε μετέωρο, χωρίς να βρει κάπου να πατήσει. Αργά γύρισε το κορμί της, επιτρέποντάς του να ταξιδέψει με βιασύνη, στη βαθιά άβυσσο που είχε εμπρός της. Το απόλυτο κενό την καλωσόριζε στη φωλιά του.