Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 35)

Την φιλούσε με πάθος στο λαιμό, στα χείλη, σε όποιο γυμνό σημείο του σώματός της. Εκείνη του ανταπέδιδε τα φιλιά με μεγαλύτερη ζέση και λαχτάρα έτσι όπως την είχε στριμώξει σε εκείνη την σκοτεινή γωνία.

Ήταν ευτυχισμένος που η Στέφη είχε επιτέλους καταλάβει τα πραγματικά του αισθήματα. Κόντεψε να τρελαθεί και μόνο με την ιδέα ότι θα τον σνόμπαρε και θα τον είχε παρατήσει. Μα τώρα όλα αυτά είχαν τελειώσει και ήταν πλέον δική του, μόνο δική του.

«Πάμε στο σπίτι σου» της είπε προσπαθώντας να ανακτήσει την ανάσα του μέσα από το λαχάνιασμά του.

Δάγκωσε τον λοβό του αυτιού του μαλακά, ίσα να τον πονέσει ελάχιστα, κάτι που τον ερέθισε αφάνταστα.

«Με θέλεις πολύ μωρό μου;»

«Σαν τρελός!»

Το χέρι της σύρθηκε από το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια του, κάνοντάς τον να αφήσει ένα μακρόσυρτο βογκητό. Έχωσε την γλώσσα της βαθιά μέσα στο στόμα του και οι παλμοί του χτύπησαν κόκκινο.

«Σε θέλω εδώ και τώρα!» της είπε ξέπνοος.

«Και εγώ σε θέλω μωρό μου αλλά είμαστε ρέστοι».

Αγνόησε το σχόλιό της και συνέχισε να την φιλά με μεγαλύτερη ένταση. Τον απώθησε ελαφρά και τον ανάγκασε να τον κοιτάξει.

«Μωρό μου το έχω ανάγκη να φτιαχτώ απόψε».

Την κοίταξε ζαλισμένος ακόμα προσπαθώντας να κατανοήσει όλα αυτά που του έλεγε. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα.

«Την έχουμε στα αλήθεια ανάγκη αυτή την μαλακία για να φτιαχτούμε; Αφού έχουμε ο ένας τον άλλον».

Το ύφος της άλλαξε μεμιάς. Το βλέμμα της του θύμισε την παλιά, γνώριμη Στέφη και αυτό ήταν κάτι που τον τρόμαξε στα αλήθεια. Στράβωσε τα χείλια και έσμιξε τα φρύδια της.

«Είσαι πολύ μεγάλο φλωράκι τελικά ρε μαλάκα!»

Η καρδιά του χτυπούσε ακόμα δυνατά και η αδρεναλίνη ξεχύνονταν με ξέφρενους ρυθμούς στο σώμα του. Ήταν σε έξαψη, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να την χάσει και ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για αυτή.

Έχωσε τα δάχτυλα στα μαλλιά του σε μια κίνηση απελπισίας και έκανε ένα βήμα πίσω. Την κοίταζε με λοξές ματιές που στήριζε το βάρος της στο αριστερό πόδι και τα χέρια στις τσέπες. Τα μάτια της είχαν γίνει τρομακτικά, ένα με την νύχτα. Του στάθηκε ένας κόμπος στο λαιμό.

«Λοιπόν;»

Πίεσε το μυαλό του να ανεβάσει στροφές.

«Έχω μαζέψει κάποια χρήματα…»

Το ύφος της άλλαξε κατευθείαν και στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο. όρμησε πάνω του, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε με πάθος.

«Μωρό μου! Το ήξερα ότι μπορούσα να βασιστώ σε σένα!»

Ο Δήμος ένιωσε τα μάγουλά του να φλογίζονται και την θέρμη να φτάνει μέχρι τα αυτιά του.

«Το ξέρεις ότι θα έκανα τα πάντα για σένα» είπε προσπαθώντας να μη φανεί η συστολή στη φωνή του.

Τον άρπαξε από το χέρι και τον έσυρε σχεδόν στο δρόμο για το σπίτι του. Σχεδόν χοροπηδούσε, σαν μικρό κορίτσι με μια άγρια χαρά. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή σαν είδε τα φωτισμένα παράθυρα στο σαλόνι. Αυτή την ώρα οι γονείς του θα έβλεπαν τηλεόραση, αραγμένοι στην ασφάλεια του καναπέ τους. Γύρισε και κοίταξε την Στέφη. Πήρε βαθιά ανάσα και της έσφιξε το χέρι.

Μπήκαν μαζί μέσα στο σπίτι και παρατήρησε την έκπληξη στα μάτια τους. Δεν τους είχε συνηθίσει να φέρνει κορίτσια στο σπίτι, για την ακρίβεια, η Στέφη ήταν η πρώτη που διάβαινε το κατώφλι τους.

Στάθηκαν για μια στιγμή, μη ξέροντας τι να τους πει. Η μάνα του κοιτούσε σχεδόν αποσβολωμένη το προκλητικό της ντύσιμο. Την κοντή της φούστα και την μπλούζα που άφηνε ακάλυπτο την κοιλιά της. Του φάνηκε πως η Στέφη το απολάμβανε όλο αυτό μοιράζοντας προκλητικά βλέμμα προσπαθώντας να ερεθίσει την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα.

Την τράβηξε προς το δωμάτιό του την στιγμή ακριβώς που έκλεινε το μάτι της στην μάνα του. Μπήκαν και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Η Στέφη κοίταξε γύρω της και έδειξε να μην ενθουσιάζεται και τόσο. Κάθισε στο κρεβάτι και σταύρωσε τα πόδια της ακουμπώντας τα χέρια πίσω της.

«Βρωμάει σαν αχούρι εδώ μέσα» του είπε.

Την αγνόησε. Στεκόταν μπροστά στο ράφι της ντουλάπας του και μπροστά του έβλεπε το μεταλλικό δοχείο από την κολόνια που του είχαν κάνει δώρο την προηγούμενη χρονιά στα γενέθλιά του. Ήταν ο αυτοσχέδιος κουμπαράς του, εκεί που φύλαγε τις οικονομίας τόσων χρόνων. Είχε μαζέψει ένα ποσό γύρω στα τετρακόσια ευρώ με πολύ κόπο και θυσίες, στερώντας τον εαυτό του από μικρές απολαύσεις και βόλτες με τους φίλους του. Σχεδίαζε να αγοράσει το τελευταίο play station που ζαχάρωνε τόσο καιρό.

Κράτησε σφιχτά στα χέρια του τα χαρτονομίσματα και για μία μόνο στιγμή δίστασε. Γύρισε και κοίταξε την Στέφη. Έβλεπε την λαχτάρα στο πρόσωπό της, και το μόνο πια που τον ένοιαζε, ήταν να είναι μαζί, ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να θυσιάσει το όνειρό του να αποκτήσει την πολυπόθητη παιχνιδομηχανή.

Τα έχωσε στην τσέπη του και έκλεισε ξανά την ντουλάπα. Είχε καιρό μπροστά του, θα τα μάζευε και πάλι από την αρχή, τώρα προείχαν άλλα πράματα.

«Πάμε;» της είπε.

Συμφώνησε χαμογελώντας πλατιά με ένα νεύμα.

«Που πας;» τον ρώτησε η μάνα του καθώς πήγαινε προς την έξοδο.

Δεν της απάντησε, δεν είχε ούτε τον χρόνο, ούτε την όρεξη να δίνει εξηγήσεις.

«Δήμο σου μιλάω!»

Η Στέφη της ύψωσε το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού της χεριού κλείνοντάς της το μάτι και ο Δήμος πρόσεξε το σοκ στην έκφρασή της. Δεν επενέβη όμως. Τράβηξε την πόρτα πίσω του παρά τις κραυγές της μάνας του που ούρλιαζε να γυρίσει πίσω.

«Και τώρα;» την ρώτησε μόλις έμειναν μόνοι.

«Τώρα θα προμηθευτούμε το πράμα και θα γουστάρουμε τρελά λέμε!»

«Δεν ξέρω» άρχισε να λέει πάλι με κάποιο δισταγμό. «Τόσο εύκολο είναι;»

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο εύκολο είναι. Αρκεί να έχεις τις κατάλληλες άκρες και το χρήμα φυσικά».

Τον τράβηξε από το χέρι.

«Άντε, μη γίνεσαι πάλι σπαστικό! Έλα, πάμε!»

Προσχώρησαν σχεδόν τρέχοντας στον άδειο δρόμο. Έβγαλε το κινητό της και κάλεσε έναν αριθμό.

«Έλα Ψηλέ. Θέλω πράμα. Μπόλικο. Από το καλό».

Έκανε μια παύση.

«Όχι ρε μαλάκα! Τέρμα αυτά που ήξερες, τώρα έχω τα λεφτά».

Γέλασε δυνατά και στήριξε το κινητό στον ώμο της. Ξεκίνησε να στρίβει τσιγάρο.

«Ωραία, σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί».

Το έκλεισε και τον φίλησε στο στόμα.

«Ετοιμάσου για την βόλτα της ζωής σου μωρό μου. Ουαουυ!»

Ηλίας Στεργίου