Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 36)

Ακουμπούσε με την πλάτη στον μουχλιασμένο τοίχο. Κάθε οστό του σώματός της την πονούσε, το στόμα της ήταν στεγνό σαν γυαλόχαρτο και προσπαθούσε με μεγάλη δυσκολία να κρατήσει το κεφάλι της σταθερό. Χάιδεψε στο αριστερό της μπράτσο το τατουάζ της Βικτώρια μα δεν κατάφερε να πάρει την δύναμη που ήλπιζε. Αυτό την πόνεσε ακόμα περισσότερο και από την ανυπόφορη χαρμάνα που της χάριζε απλόχερα η στέρηση. Όλη αυτή κατάσταση, αυτό το μαύρο χάλι στο οποίο βρισκόταν, της είχε σπάσει όλο αυτό τον τσαμπουκά, αφήνοντάς την ένα μικρό, ανήμπορο κοριτσάκι.

Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Πάνω στον ξεφτισμένο σοβά διακρίνονταν χαραγμένες εννιά αδρές γραμμές που είχε κάνει η ίδια. Εννιά μέρες που είχε στείλει η ίδια τον εαυτό της κατευθείαν στην κόλαση μπήγοντας την βελόνα στην φλέβα της. Εννιά μέρες- ή ήταν περισσότερες; Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά καθώς αυτό που ζούσε ήταν στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και της λιποθυμίας. Είχε πεθάνει αμέτρητες φορές για να διαπιστώσει πως ο θάνατος δεν ήταν το σκοτάδι αλλά η κατάβαση σε ένα εφιαλτικό, εκτυφλωτικό λευκό, χαμένη μέσα σε μια λευκή θολούρα, μαστουρωμένη, χαμένη σε έναν δικό της χωροχρόνο. Ήταν ο μόνος τρόπος για να έχει μια υποτυπώδη επαφή με τη πραγματικότητα, ο χρόνος για εκείνη είχε αποκτήσει μια άλλη δυσοίωνη διάσταση.

Προσπάθησε να ανακαθίσει και να ισιώσει την πλάτη της. Παραμέρισε με αργές κινήσεις μια τούφα από μαλλιά. Σε αντίθεση με εκείνη, ο Γιάννης ήταν σε υπερένταση, μια επώδυνη εγρήγορση. Τριγυρνούσε σαν ανήμερο θηρίο σε κλουβί προσπαθώντας να κατευνάσει την φλόγα που τον κατέτρωγε. Που και που, βογκούσε και δίπλωνε στα δύο πιάνοντας το στομάχι του. Το πρόσωπό του είχε ασπρίσει και το χαράκωνε μια έκφραση έντονης δυσαρέσκειας, στο μέτωπό του είχαν σχηματιστεί χοντρές στάλες ιδρώτα. Τίποτα από όλα αυτά δεν προμηνούσε κάτι καλό και περίμενε από στιγμής σε στιγμή, άλλο ένα του ξέσπασμα.

«Πονάω!» άρχισε να φτύνει τις λέξεις. «Πονάω!»

Ακούμπησε το χέρι του στον τοίχο και έκυψε το κεφάλι του. Η Αρετή έβαλε όση δύναμη της απέμεινε για να σηκωθεί και να πάει κοντά του. Τον αγκάλιασε από πίσω και προσπάθησε να τον ηρεμήσει.

«Μωρό μου ηρέμησε, εγώ είμαι εδώ».

Την έσπρωξε με δύναμη στέλνοντας την κατευθείαν στο πάτωμα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, γεμάτα μίσος και πόνο.

Τρόμαξε. Σύρθηκε όσο γινόταν πιο μακριά του και διπλώθηκε στην γωνία τρέμοντας. Αυτό φαίνεται τον εξόργισε γιατί αμέσως μετά, με δυο δρασκελιές την πλησίασε και την άρπαξε από τα μαλλιά. Έβγαλε μια αδύναμη τσιρίδα καθώς την τα τράβηξε και την ανάγκασε να σηκωθεί. Η ανάσα του βρωμούσε θάνατο, της έφερνε λιποθυμία.

«Χρειάζομαι χρήματα!» της είπε επιτακτικά.

«Δεν, δεν έχω» προσπάθησε να ψελλίσει.

Την έπιασε από το λαιμό και την έσφιξε. Προσπάθησε να ελευθερωθεί μα ήταν πολύ πιο δυνατός.

«Θα σε σκοτώσω μωρή πουτάνα, μ’ ακούς;»

Έβαλε τα χέρια της πάνω στα δικά του μα την είχαν σφίξει σαν μέγγενη. Πάσχιζε να πάρει αέρα μα της ήταν αδύνατο.

«Σε παρακαλώ, με σκοτώνεις».

Η φωνή της ίσα που ακουγόταν. Της κοπάνησε με δύναμη το κεφάλι στον τοίχο και σωριάστηκε μπροστά στα πόδια του. Έπιασε το κεφάλι του απελπισμένος και έβγαλε μια κραυγή. Την κλώτσησε δυνατά στο στομάχι και η Αρετή διπλώθηκε στα δύο. Άρχισε να γυρίζει πάλι μέσα στο μικρό δωμάτιο.

Η Αρετή μάζεψε τα πόδια στο στήθος της και έτριψε τον λαιμό της. Ο Δαίμονας που τόσες φορές είχε αναφέρει ο Γιάννης, είχε κάνει και πάλι την εμφάνισή του. Κοίταξε προς την πόρτα, την μόνη διέξοδο διαφυγής μα της ήταν αδύνατο να φτάσει μέχρι εκεί χωρίς να την προλάβει ο Γιάννης. Το μόνο που θα κατάφερνε, θα ήταν να τον εξοργίσει ακόμα περισσότερο.

Έξυσε νευρικά το μπράτσο της. Ήξερε πως ήταν θέμα χρόνου να γίνουν και τα δικά της συμπτώματα έντονα και ανυπόφορα. Έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους και άρχισε να κλαψουρίζει σιγανά.

«Σκάσε! Μου σπας τα νεύρα! Σκάσε!»

Σκούπισε την μύτη με τον πήχη και λούφαξε στην γωνία προσπαθώντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο που θα μπορούσε να τον ερεθίσει.

Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και σχημάτισε έναν αριθμό. Περίμενε την απάντηση του ανθρώπου που κάλεσε, χτυπώντας νευρικά το κεφάλι του στον τοίχο. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα ξαφνικά και έπιασε τον σβέρκο του.

«Έλα» είπε προσπαθώντας να φανεί όσο το δυνατόν πιο ήρεμος.

Την κοίταξε για μια στιγμή και γύρισε ξανά το κεφάλι του. Τέντωσε τα αυτιά της για να ακούσει όσο μπορούσε καλύτερα. Είχε ένα άσχημο προαίσθημα για αυτό το τηλεφώνημα. Διέκρινε μόνο κάποιες σκόρπιες λέξεις. «Μια φίλη», «Πρόθυμη», «Ναι, ότι γουστάρεις» χωρίς όμως να βγάλει κάποιο ασφαλές συμπέρασμα.

Τερμάτισε την κλήση και πήγε προς το μέρος της. Στάθηκε από πάνω της και άρχισε να τρίβει επίμονα την μύτη του.

«Σήκω».

Δεν ήθελε να το κάνει, μα ήξερε πως αν δεν τον υπάκουε, οι συνέπειες θα ήταν πολύ χειρότερες. Σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά του με σκυμμένο το κεφάλι και τα χέρια τυλιγμένα στην κοιλιά της.

«Θα πας στην διεύθυνση που θα σου πω».

Τράβηξε όσο πιο μακριά μπορούσε το κεφάλι τη, καθώς ο Γιάννης περνούσε το χέρι πάνω από τον ώμο της για να ακουμπήσει στον τοίχο. Της έπιασε το σαγόνι και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.

«Είναι ένας τύπος εκεί που θα σου δώσει το πράμα».

Άνοιξε το στόμα να μιλήσει μα δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη.

«Θα κάνεις ότι πρέπει για να μου φέρεις την δόση μου, το κατάλαβες;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της φοβισμένη.

«Τι εννοείς;»

Της έσφιξε το σαγόνι και το ύφος του έγινε ξανά απειλητικό.

«Θα κάνεις ότι σου ζητήσει, κατάλαβες; Ότι κι αν είναι αυτό! Μην τολμήσεις και γυρίσεις χωρίς να μου το φέρεις!»

Της έσπρωξε περιφρονητικά το κεφάλι και εκείνη σκέπασε με μια μηχανική κίνηση το στήθος της.

«Το χρειάζομαι» είπε λίγο πιο ήρεμα αυτή τη φορά γυρίζοντάς της την πλάτη.

Έχωσε το κεφάλι μέσα στις παλάμες του.

«Δεν θα καταντήσω να πίνω υγρά μπαταρίας και πετρέλαιο σαν άλλους καμένους για να με βρουν ένα πρωί σε κάποιο χαντάκι».

Την κοίταξε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν αλλοιωθεί από τον πόνο.

«Εξαφανίσου! Τώρα!»

Έπεσε βαρύς στον καναπέ διπλωμένος στα δύο, βογκώντας και ουρλιάζοντας. Η Αρετή κοίταξε την πόρτα αναποφάσιστη. Έπειτα, έβαλε την κουκούλα της μπλούζας στο κεφάλι και χάθηκε μέσα στην νύχτα.

Ηλίας Στεργίου