Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 37)

Ο Δήμος ήταν ξαπλωμένος δίπλα στην Στέφη, ξεθεωμένος. Και οι δύο ήταν γυμνοί, τα σώματα τους γυάλιζαν από τον ιδρώτα και μοιράζονταν αποχαυνωμένοι ένα τσιγαριλίκι. Η Στέφη κουνήθηκε και άπλωσε το χέρι δίπλα της στο χαμηλό τραπεζάκι. Έπιασε το κουτάκι της μπύρας, το κούνησε και μόλις διαπίστωσε πως είναι άδειο, το άφησε να πέσει στο πάτωμα βλαστημώντας.

Το κεφάλι του ήταν βαρύ, αποστασιοποιημένο από την πραγματικότητα και βυθισμένο σε μια πολύχρωμη μακαριότητα. Αν μπορούσε, θα έμενε για πάντα σε αυτή την στάση, σε αυτή την κατάσταση.

Η Στέφη σηκώθηκε και ταλαντεύτηκε για λίγο μέχρι να βρει την ισορροπία της. Άπλωσε το χέρι του χαμογελώντας ηλίθια σε μια προσπάθεια να την αγγίξει μα βρήκε μόνο το κενό. Βυθίστηκε ξανά στο σκληρό του μαξιλάρι και έκλεισε τα μάτια. Προσπάθησε να μουρμουρίσει τον σκοπό ενός τραγουδιού μα το αποτέλεσμα ήταν οικτρό. Άκουσε συρτάρια να κλείνουν και βρισιές. Ένιωσε ένα βίαιο σκούντημα που τον έβγαλε με άγαρμπο τρόπο από την νιρβάνα του.

«Ε!» της είπε μαλακά. «Τι τρέχει;»

«Έχεις καθόλου πράμα μαζί σου;»

Ανασηκώθηκε ακουμπώντας στο κεφαλάρι του κρεβατιού και κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να καταλάβει τι ακριβώς του έλεγε.

«Σύνελθε ρε μαλάκα! Τι μας έχει μείνει από λεφτά;»

Η άγρια φωνή της τον προσγείωσε ανώμαλα στην πραγματικότητα του μικρού δωματίου. Έπιασε το κεφάλι του και έτριψε τους κροτάφους. Σήκωσε τα χέρια σε στάση άμυνας για να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής της. Σηκώθηκε αργά και έπιασε το παντελόνι που ήταν ριγμένο δίπλα του. Έψαξε τσέπες του και βρήκε ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ και μερικά κέρματα.

«Όχι ρε πούστη μου» είπε και έπιασε απελπισμένη το κεφάλι της. «Τι κάνουμε τώρα;»

Άρχισε να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιο προκαλώντας του πονοκέφαλο. Άνοιξε την ντουλάπα της, έψαξε τις τσέπες της, άδειασε ό,τι τσάντα βρήκε μπροστά της.

«Εσύ δεν έχεις τίποτα;» την ρώτησε.

«Πας καλά ρε; Δεν έχω φράγκο και αυτό είναι το τελευταίο τσιγαριλίκι μας».

Η όμορφη αίσθηση της ντάγκλας από το χαϊλίκι του χόρτου εξαφανίστηκε. Στήριξε τους αγκώνες στα γόνατα και ακούμπησε το κεφάλι στις παλάμες του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπισαν άφραγκιες. Τα λεφτά από τον κουμπαρά του τους έφτασαν για προμήθειες μερικών ημερών σε χόρτο, αλκοόλ, χάπια και πρέζα. Μετά σκότωσε τον βαφτιστικό του σταυρό και μετά το κινητό του. Στην μάνα του είχε πει ότι του το έκλεψαν και δεν ήταν τόσο σίγουρος ότι τον είχε πιστέψει.

Αυτό όμως ήταν κάτι που δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Στο σπίτι του πήγαινε όσο το δυνατόν λιγότερο σε μια προσπάθεια να αποφύγει μια δυσάρεστη συνάντηση με τους δικούς του που θα ξεκινούσε με φωνές και θα κατέληγε σε εκφράσεις του τύπου «μ’ αυτή την πουτάνα που έμπλεξες θα σε καταστρέψει».

Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι το οποίο θα μπορούσε να έχει κάποια αξία για να μπορέσει να το σπρώξει. Έπρεπε όμως να κάνει κάτι γιατί έτρεμε στην ιδέα το τι θα γινόταν όταν θα άρχιζε η υστερία της στέρησης.

«Δεν ξέρω ρε συ Στέφη, αλήθεια. Μήπως θα ‘ταν καλύτερα να κατεβάζαμε λίγο ταχύτητα;»

«Μη μου λες ποιο είναι το καλύτερο για μένα, μη μου μιλάς για το καλό και κακό ρε! Δεν υπάρχει. Όλα είναι αποχρώσεις ενός εμετικού γκρίζου. Κατάλαβέ το! Ό,τι είναι για μένα ο παράδεισος, για σένα είναι η κόλαση!»

Ήταν φανερό πως βρισκόταν σε παράκρουση. Έβαλε βιαστικά την μπλούζα και την φούστα της.

«Ένας άχρηστος είσαι και τίποτα άλλο!»

«Πού πας;»

«Να μη σε νοιάζει! Κι αν δεν κάνεις κάτι, μην κάνεις το λάθος να πατήσεις ξανά το πόδι σου εδώ μέσα».

Κοπάνησε την πόρτα πίσω της αφήνοντας τον εμβρόντητο. Τράβηξε τα μαλλιά του και έβγαλε μια άναρθρη κραυγή. Ντύθηκε και αυτός στα γρήγορα και βγήκε από το σπίτι. Ήταν νύχτα μα είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε τι μέρα ήταν, μήνας, εβδομάδα, χρόνος. Τα πάντα ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι στο μυαλό του και μια ανυπόφορη ζαλάδα που τον έκανε να ανακατεύεται και να θέλει να ξεράσει.

Έφτασε στο σπίτι του και στάθηκε για λίγο από έξω για να εκτιμήσει την κατάσταση. Τα φώτα στο σαλόνι ήταν αναμμένα, σημάδι πως οι δικοί του έβλεπαν τηλεόραση ως συνήθως.

Έπρεπε να σκεφτεί και να πάρει αποφάσεις στα γρήγορα. Από την πίσω μεριά του σπιτιού, υπήρχε μια κλειδωμένη πόρτα για την οποία το κλειδί ήταν κρυμμένο σε μια γλάστρα στην άκρη του τσιμεντένιου διαδρόμου. Αν έμπαινε από εκεί, με λίγο προσοχή, δεν θα τον έπαιρναν χαμπάρι.

Έτσι και έκανε. Μπήκε αθόρυβα από το μικρό χολ που ένωνε την κουζίνα με το υπόλοιπο σπίτι και κοντοστάθηκε έξω από την κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Έριξε μια ματιά για να βεβαιωθεί πως όντως και οι δύο βρίσκονταν στον καναπέ απορροφημένοι στο ριάλιτι που παρακολουθούσαν. Έπειτα, γλίστρησε στην κρεβατοκάμαρα και πήγε κατευθείαν εκεί που ήξερε ότι η μάνα του φύλαγε τα κοσμήματά της.

Άνοιξε το ξύλινο κουτί και ψαχούλεψε βιαστικά. Άρπαξε ό,τι άγγιζε χωρίς να βλέπει τι ήταν μέσα στην σύγχυση και το σκοτάδι και τα έχωνε όπως-όπως στις τσέπες του.

Το φως άνοιξε ξαφνικά και ο Δήμος πάγωσε. Η μάνα του έμεινε να κοιτά αποσβολωμένη τις δύο χρυσές αλυσίδες που κρεμόταν από τις χούφτες του. Έκανε να μιλήσει μα προφανώς το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που οι λέξεις χάθηκαν στο πουθενά.

Ο Δήμος εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και το έβαλε στα πόδια. Προσπάθησε να τον εμποδίσει μα μάταια. Μια δυνατή του σπρωξιά ήταν αρκετή να την κάνει να σωριαστεί στον διάδρομο. Ακούστηκαν τσιρίδες και κλάματα. Ο πατέρας του σηκώθηκε και ήρθε τρέχοντας να δει τι συμβαίνει μα ήταν αργά. Ο Δήμος είχε εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα.

Ηλίας Στεργίου