Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 38)

Κοίταξε τα χέρια του που έτρεμαν. Προσπαθούσε ακόμα να συνειδητοποιήσει αυτό που είχε κάνει μόλις πριν από λίγο. Το πρόσωπό του έκαιγε από την έξαψη, το μυαλό του βασανιζόταν από ενοχές. Με αυτό που είχε κάνει το να επιστρέψει ξανά στο σπίτι του ήταν απλά αδύνατο. Δεν τον ένοιαζε όμως. Δεν ήξερε τι θα του ξημέρωνε η αυριανή μέρα αλλά δεν είχε τόσο μακροπρόθεσμα σχέδια.

«Η Στέφη;»

Του ήταν δύσκολο να αναπνεύσει, ένα επίμονο βουητό στα αυτιά του προκαλούσε αναγούλα. Με το ζόρι στεκόταν όρθιος. Ούτε θυμόταν πως είχε φτάσει μέχρι την πόρτα της.

Η μάνα της τον κοίταξε με ένα βαθιά κουρασμένο βλέμμα. Η κάφτρα του τσιγάρου που στεκόταν σαν κυρτωμένο γκρι δάχτυλο έδειχνε τουλάχιστον ότι δεν την είχε ξυπνήσει. Η ρόμπα της ήταν μισάνοιχτη και το χλωμό φως της λάμπας από την απέναντι κολόνα φανέρωνε μια ρυτιδιασμένη επιδερμίδα.

Έφερε το τσιγάρο στα χείλη και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά χωρίς να βιάζεται. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του σαν να έψαχνε κάτι ή κάποιον και φύσηξε ψηλά τον καπνό.

Ο Δήμος κοίταξε αγχωμένος στο εσωτερικό μα το σκοτάδι δεν του επέτρεψε να δει και πολλά. Το σφυροκόπημα στο στήθος έγινε εντονότερο, το χέρι μέσα στην τσέπη έσφιγγε τόσο δυνατά τα κοσμήματα που του είχαν κόψει την σάρκα και άρχισε να αιμορραγεί.

«Δεν είναι εδώ» του είπε αδιάφορα.

Το άγχος διαδέχτηκε η απογοήτευση και η έντονη δυσφορία.

«Πρέπει να την δω».

Ανασήκωσε τους ώμους της στραβώνοντας τα χείλη. Έκανε να μπει μέσα μα ο Δήμος έβαλε το χέρι και σταμάτησε την πόρτα πριν κλείσει. Ήταν απελπισμένος.

«Μπορώ να την περιμένω εδώ;»

Είδε την έκφραση της δυσαρέσκειας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της μα δεν πτοήθηκε. Έκανε να πει κάτι μα ένα γνώριμο γέλιο την σταμάτησε.

Η καρδιά του πετάρισε. Ήταν εκείνη.

Η μάνα της μόρφασε και μπήκε ξανά στο σπίτι ενώ αυτός έτρεξε να την προϋπαντήσει στο δρόμο. Περπατούσε σχεδόν τρεκλίζοντας με το κεφάλι της να κουνιέται στο ρυθμό κάποιας φανταστικής μουσικής. Όταν τον αντιλήφθηκε σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα κοιτώντας από μια απόσταση μερικών μέτρων και τα γόνατά του λύγισαν από λαχτάρα.

Άνοιξε τα χέρια της και έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Ήταν φτιαγμένη, μύριζε αλκοόλ και καπνό. Άρχισε να τον φιλά με πάθος και αυτός ανταπέδωσε με την ίδια θέρμη. Είχε ξεχάσει ό,τι είχε προηγηθεί, τα λόγια που του είπε, το τι έκανε για πάρτη της. Ήταν μαζί της και αυτό ήταν το μόνο που μετρούσε.

Τον τράβηξε από το χέρι και τον έσυρε μέσα στο σπίτι. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και τον κόλλησε στο τοίχο του μικρού χολ. Τον φίλησε ενώ ταυτόχρονα του έβγαζε την μπλούζα. Με την άκρη του ματιού του είδε την μάνα της που τους κοιτούσε από την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας.

«Έχω λεφτά τώρα» της είπε σιγά και έβγαλε την γεμάτη χούφτα από την τσέπη του.

Τα μάτια της έλαμψαν από μια χαρά. Σκούπισε τα χείλη της και στάθηκε απέναντί του. Έβγαλε την μπλούζα της και τον κοίταξε προκλητικά.

«Για όνομα του θεού, πήγαινε τουλάχιστον στο δωμάτιο σου».

Η Στέφη την αγνόησε μα ο Δήμος αισθάνθηκε κάπως άσχημα και θυμήθηκε την δυσάρεστη θέση στην οποία βρισκόταν. Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για τέτοιες κουβέντες μα ήταν κάτι που έπρεπε να της ζητήσει.

«Υπάρχει περίπτωση να με φιλοξενήσεις για μερικές μέρες; Δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσω ξανά στο σπίτι μου».

«Ε όχι και να το σπιτώσουμε το τσογλανάκι!»

Η μάνα της τώρα κοιτούσε και τους δύο με επικριτικό βλέμμα. Η Στέφη γύρισε και την κοίταξε οργισμένη.

«Άντε γαμήσου!» της φώναξε.

Μάζεψε όπως όπως την μπλούζα της από κάτω και τον έσυρε έξω γρήγορα ενώ η μάνα της τους εκσφενδόνιζε το άδειο ποτήρι που κρατούσε.

Έτρεξαν και οι δύο με την Στέφη να σκάει στα γέλια ενώ οι φωνές και οι κατάρες της μάνας της έσβηναν μέσα στο σκοτάδι. Κατέβηκαν πιασμένοι χέρι χέρι και χώθηκαν σε μια σκοτεινή γωνιά που σχημάτιζαν οι τοίχοι δύο κτιρίων.

«Και τώρα;» την ρώτησε. «Τι θα κάνουμε τώρα;»

Έβαλε το δάχτυλό της πάνω στα χείλη του.

«Σσσσς» του έκανε.

Λικνίστηκε απαλά σε μια μεθυσμένη φιγούρα και έχωσε το χέρι στο στενό τζιν σορτσάκι της. Έφερε το χέρι της στο στόμα του.

«Τι είναι αυτό;»

«Έλα! Μην είσαι μαλάκας, πάρτο! Το πήρα και εγώ και είναι γαμάτο! Θα νιώσεις σούπερ!»

Δεν τόλμησε να της το αρνηθεί. Το έβαλε στην γλώσσα του και ένιωσε ένα λείο μικρό χαπάκι. Το κατάπιε χωρίς δεύτερη σκέψη. Δευτερόλεπτα μετά, μια έκρηξη έντονων συναισθημάτων γεμάτη βία, χρώματα έσκασε σαν βόμβα μέσα στο κεφάλι του. Κρατήθηκε από τον τοίχο για να μην πέσει και η Στέφη ξέσπασε σε βροντερά γέλια.

Μια υπέροχη ζάλη τον κυρίευσε, μια υπερδιέγερση που τον έκανε να αισθάνεται αθάνατος, θεός. Άρχισε να ουρλιάζει κοιτώντας το φεγγάρι και η Στέφη τον μιμήθηκε.

«Γάμησέ τους όλους! Ο κόσμος είναι δικός μας μωρό μου!»

Ηλίας Στεργίου