Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 39)

Η Αρετή στάθηκε έχοντας φοβερούς ενδοιασμούς γι’ αυτό που επρόκειτο να κάνει. Το τρισάθλιο μικρό ξενοδοχείο του οποίου στην πόρτα στεκόταν ήταν ακόμα ένας λόγος που την έκανε να έχει ενδοιασμούς. Τα παράνομα ζευγάρια που απολάμβαναν τον ένοχο έρωτα πάνω στα λεκιασμένα στρώματα, οι ύποπτες δοσοληψίες στα βρώμικα δωμάτια και το βεβαρημένο ποινικό μητρώο το έκαναν κάτι παραπάνω από κακόφημο.

Η χαλασμένη πινακίδα από νέον αναβόσβηνε νευρικά. Έσφιξε το στομάχι της και διπλώθηκε στα δύο. Οι κράμπες επανήλθαν δριμύτερες και διέλυσαν κάθε της ενδοιασμό. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στον άθλιο χώρο υποδοχής. Ο μπαγιάτικος αέρας μύριζε κλεισούρα και ούρα. Δεν υπήρχε κανείς, πίσω από μια κλειστή πόρτα που η επίχρυση ταμπέλα έγραφε διεύθυνση μουρμούριζε χαμηλόφωνα μία τηλεόραση.

Ανέβηκε την σκάλα που υπήρχε στα δεξιά της και στάθηκε μπροστά στο νούμερο εκατό έντεκα που της είχε πει ο Γιάννης. Από κάποιο διπλανό δωμάτιο, ξεδιάντροπα βογγητά και βρισιές ξεχύνονταν σαν πρόστυχη μουσική στον διάδρομο. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα και έμεινε να κοιτά το βαλμένα στραβά νούμερο. Ένας οξύς πόνος στο στομάχι την δίπλωσε στα δύο. Η ανάγκη να πάρει την δόση της ήταν πια κάτι παραπάνω από επιτακτική.

Χτύπησε με την ανάποδη της παλάμης της την ξύλινη επιφάνεια. Δεν πήρε απάντηση, μαύρα φίδια άρχισαν να την ζώνουν. Αν ήθελε με αυτό τον τρόπο να παρατείνει την αγωνία της ο νταβατζής που ήταν μέσα, το κατάφερνε μια χαρά.

Χτύπησε πιο δυνατά και πιο επίμονα. Επιτέλους, μια αντρική φωνή της απάντησε.

«Ποιος είναι;»

Η Αρετή μόρφασε από τον πόνο μα κατάφερε να απαντήσει.

«Με στέλνει ο Γιάννης».

Πέρασαν μερικά εφιαλτικά δευτερόλεπτα μέχρι να ακούσει το κλειδί να ξεκλειδώνει την πόρτα. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, στα μάτια της μούσκεψε η εικόνα της Βικτώρια. Μια παραίσθηση από την στέρηση, μια προειδοποίηση να σηκωθεί να φύγει από αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει. Δεν ήξερε τι την περίμενε πίσω από αυτόν τον αριθμό, ποιο ήταν το βαρύ τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να αποκτήσει λίγες στιγμές από αυτόν το παραδεισένιο θάνατο. Της έγνεφε. Την καλούσε να φύγει και να πάει μαζί της. Μακριά από αυτό το βρωμερό καταγώγι και από αυτή την απατηλή, θανατηφόρα λάμψη του λευκού.

Έκλεισε τα μάτια και κούνησε το κεφάλι της.

«Μείνε συγκεντρωμένη στον σκοπό σου».

Έσπρωξε απαλά και μπήκε. Ο χώρος φωτίζονταν απαλά από μια μικρή λάμπα πάνω στο χαμηλό έπιπλο δίπλα στο κρεβάτι. Ένας άντρας που φορούσε ένα λευκό μπουρνούζι, της είχε γυρισμένη την πλάτη μπροστά από την μονόφυλλη ντουλάπα.

Η Αρετή έσφιξε το αριστερό της μπράτσο αμήχανα και παρατήρησε καλύτερα τον χώρο. Πάνω στο στρώμα, πεταμένο ένα ζευγάρι χειροπέδες, ένα μεταλλικό γκλομπ και μια μικρή φορητή συσκευή για ηλεκτροσόκ.

Ανατρίχιασε σύγκορμη. Ό,τι θα επακολουθούσε, σίγουρα θα ήταν κάτι το πολύ άσχημο και ταπεινωτικό. Έσφιξε τα δόντια και ετοιμάστηκε να μιλήσει μα το στόμα της παρέμεινε σφιγμένο και δεν μπόρεσε να πει κουβέντα. Έκανε δειλά ένα βήμα προς τα πίσω, ο φόβος, ο αληθινός φόβος είχε φωλιάσει μέσα της.

Ο άντρας έριξε το μπουρνούζι του στο πάτωμα και έμεινε γυμνός. Σήκωσε τα χέρια προς το ταβάνι σαν να έκανε επίκληση σε κάποια άγνωστη θεότητα και γύρισε προς το μέρος της.

Ο χρόνος σταμάτησε ξαφνικά και το σώμα της αιωρήθηκε στον αέρα. Έφταιγε η χαρμάνα που την είχε βαρέσει άσχημα στο κεφάλι και συνέχισε να βλέπει οράματα; Πισωπάτησε και έπεσε βίαια με την πλάτη της στον τοίχο. Σίγουρα κάποιος εκεί πάνω είχε μια πολύ διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ.

«Τάσο;»

Ο άντρας, βλέποντας την αδερφή του να στέκεται εκεί μπροστά του χλόμιασε. Όλη αυτή η περηφάνια και σιγουριά που ήταν κάποτε μόνιμα ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του εξαφανίστηκαν μεμιάς και το δέρμα του πήρε μια κέρινη πελιδνή απόχρωση.

Έβαλε την παλάμη της μπροστά από το στόμα της μα δεν πρόλαβε να εμποδίσει τον ανεξέλεγκτο εμετό της. Ο Τάσος μάζεψε όπως όπως τα αποφόρια του και βιάστηκε να κρύψει το γυμνό του σώμα.

«Να σου εξηγήσω...»

Δεν πρόλαβε να πει κουβέντα. Η Αρετή άνοιξε την πόρτα και έφυγε τρέχοντας χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, αφήνοντας να την καταπιεί η νύχτα.

Ηλίας Στεργίου