Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 10 - Μέρος 2) - Δικαίωση

Εκλιπαρώντας τον συγχωριανό τους να οδηγήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έφτασαν επιτέλους στο νοσοκομείο που είχε παλαιότερα νοσηλευτεί και ο Πιέρ. Η Ναταλί, η οποία είχε και στο παρελθόν θέματα με την καρδιά της, είχε πάθει έμφραγμα και έπρεπε να δράσουν άμεσα, αν ήθελαν να την προλάβουν. Ενώ εκείνη μεταφερόταν στα επείγοντα, η Ζακελίν ζήτησε να μάθει το δωμάτιο νοσηλείας του Ντεάν. Οι τρείς τους προχώρησαν αθόρυβα και φτάνοντας ακριβώς απ' εξω ζήτησαν από τον ιατρό να πληροφορηθούν την σοβαρότητα της κατάστασης. Εκείνος τους εξήγησε, πως ο Ντεάν δεν είχε επαφή με το περιβάλλον ήδη από την στιγμή της άφιξής του. Η Ζακελίν ξέσπασε εκ νέου σε κλάματα και ο Φιλίπ βούρκωσε.

«Σας παρακαλώ, σας ικετεύω. Σώστε τον αδερφό μου. Μην τον αφήσετε να πεθάνει. Εγώ έπρεπε να βρίσκομαι εκεί μέσα» ξεκίνησε να χτυπιέται και η Ελοντί τον αγκάλιασε προσπαθώντας να τον καθησυχάσει.

Όλο το βράδυ, παρέμεναν σιωπηλοί. Οι ιατροί επέτρεψαν αρχικά στην Ζακελίν να εισέλθει και κατόπιν στον Φιλίπ. Δεν είχε δει ποτέ του από κοντά νοσοκομείο. Όλα αυτά τα καλώδια τον τρομοκρατούσαν. Ο Ντεάν, βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι με την ανάσα του να βγαίνει με δυσκολία. Ο Φιλίπ κοίταξε τον παλμογράφο με ελπίδα. Για όσο εκείνος λειτουργούσε, το ίδιο έκανε και η καρδιά του αδερφού του. Τρέμοντας, έκατσε δίπλα του και έπιασε το χέρι του απαλά. Ο ορός κρεμόταν άχαρα επάνω στο χλωμό του δέρμα.

«Το ξέρω πως με ακούς» ξεκίνησε ο Φιλίπ «Θέλω να σου πω τόσα πολλά, μα νιώθω πως δεν γνωρίζω από πού να αρχίσω. Τώρα που σε βρήκα, ήλπιζα να ξεκινήσω να χτίζω αναμνήσεις μαζί σου. Βλέπεις, δεν σε έζησα από την παιδική μου κιόλας ηλικία. Τα χρόνια εκείνα, ήταν σκοτεινά για εμένα, όμως οι αφηγήσεις σου, θα τους έριχναν λίγο φως. Θα αισθανόμουν πως μέσα από τις δικές σου αναμνήσεις, θα ζούσα και εγώ ξανά, διαφορετικά αυτή τη φορά, τα παιδικά μου χρόνια. Περίμενα πώς και πως να παίξουμε, ακόμη και αν είμαστε πλέον μεγάλοι. Το είχα ανάγκη όσο δεν φαντάζεσαι. Να κυνηγήσουμε μαζί μία μπάλα, να λερωθούμε στα χώματα, να φάμε παγωτό, να γελάσουμε. Δεν γελούσα συχνά, για την ακρίβεια, δεν γελούσα καθόλου. Ήρθες όμως στην ζωή μου και της έδωσες μία γεύση. Απόψε, μου απέδειξες τι σημαίνω για εσένα. Μου δίδαξες την αδερφική αγάπη και το μάθημα αυτό φώλιασε στην καρδιά μου. Εκεί θα είναι πλέον η θέση σου. Μία χάρη μόνο θέλω να σου ζητήσω. Να γίνεις καλά» τελείωσε βουρκωμένος και εν συνεχεία έμεινε ξαπλωμένος να κοιτάζει το μηχάνημα.

Τα μάτια του βάρυναν, σχεδόν βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαρύ, όταν μέσα από το ονειρικό του τούνελ, είδε τον αδερφό του.΄΄Ντεάν;΄΄ τον φώναξε και παρατηρώντας τον καλύτερα, τον είδε χτενισμένο και περιποιημένο, σχεδόν αψεγάδιαστο. Ίχνος επάνω του δεν πρόδιδε το ατύχημά του. Του χαμογελούσε καθώς τον πλησίαζε όλο και περισσότερο.

«Φιλίπ κοίταξε με. Δεν έχω πολύ χρόνο και πραγματικά ούτε εγώ γνωρίζω από πού να ξεκινήσω. Πάντοτε είχα ένα κενό μέσα μου. Το κενό της απουσίας σου. Μεγάλωσα σαν μοναχοπαίδι, δίχως τα δικά σου πιθανά παιχνίδια, γέλια και σκανταλιές. Να ξέρεις όμως, πως η αγάπη χαράζει μονοπάτια, χτίζει γέφυρες και έτσι οδήγησε και εμένα δίπλα σου. Είχα πολύ άγχος. Δεν ήξερα ποιος είσαι και πώς έπρεπε να σε προσεγγίσω. Μπροστά μου είχα μία ιστορία, μία ιστορία με κενά πολλά και ανακρίβειες. Το έψαξα πολύ, δεν θα το άφηνα έτσι και ίσως ήταν και η πιο σωστή μου κίνηση. Σήμερα, έχω έναν αδερφό που τον αγαπώ και ας τον στερήθηκα. Είσαι πιο όμορφος από όσο νομίζεις. Τέρατα δεν υπάρχουν, όχι με την δική σου ψυχή. Εμείς τα δημιουργούμε, εμείς τα τρέφουμε. Όταν φύγεις από εδώ, δεν θα σε ακολουθήσω. Το μόνο που σου ζητώ, είναι να προσέχεις την Ζακελίν και τον εαυτό σου. Γύρνα επιτέλους σελίδα και ζήσε. Κάνε το για εμένα» τελείωσε και ο Φιλίπ βουρκωμένος άπλωσε το χέρι του για να αρπάξει εκείνο του Ντεάν, μα ήταν μάταιο. Ούρλιαζε το όνομά του με μανία κλαίγοντας. Σχεδόν γονάτισε στο σκοτεινό κενό.

Δευτερόλεπτα αργότερα, τα μάτια του άνοιξαν και τα φώτα του νοσοκομείου τον υποδέχτηκαν για να τον ζαλίσουν. Τότε άκουσε έναν παράξενο ήχο. Ο παλμογράφος, έδειχνε πλέον μία ευθεία γραμμή.

Εξαιτίας του ήχου του μηχανήματος, αλλά και των κραυγών του Φιλίπ, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μέσα εισέβαλαν από την Ζακελίν, μέχρι ιατροί που τους φώναζαν να φύγουν, παλεύοντας ταυτόχρονα να τον επαναφέρουν στη ζωή. Ο Φιλίπ βαστούσε τα αφτιά του με δύναμη, έχοντας ταραχτεί, ενώ η Ζακελίν είχε πέσει στην αγκαλιά της Ελοντί που πάλευε να διατηρήσει την ψυχραιμία της, για να βοηθήσει την φίλη της. Πέντε λεπτά αργότερα, μία ιατρός βγήκε από το δωμάτιο σκυθρωπή και συννεφιασμένη. Η Ζακελίν ξεκίνησε να νιώθει ρίγη και σπασμούς σε όλο της το κορμί. Ένιωθε πως της ανέβαινε πυρετός, ενώ ταυτόχρονα το στομάχι της αναδευόταν επικίνδυνα.

«Λυπάμαι πολύ» ήταν οι μόνες λέξεις που ακούστηκαν. Λέξεις που συχνά έβγαιναν από το στόμα των συγκεκριμένων ανθρώπων, μα για εκείνους που τις άκουγαν, ήταν δυσβάσταχτες.

«Είναι άδικο... Δεν μπορεί...» ξεκίνησε να σιγοψιθυρίζει η Ζακελίν που είχε αφήσει το σώμα της να καταρρεύσει σαν το τσουβάλι στην καρέκλα αναμονής.

Καθώς η Ελοντί καθόταν δίπλα της, με το βλέμμα της αναζήτησε τον Φιλίπ, μα δεν τον βρήκε πουθενά. Τον φώναξε απεγνωσμένα πολλές φορές, μα εκείνος ήδη έτρεχε προς την έξοδο, με προορισμό τους δρόμους. Από το παράθυρο, είδε το ροδαλό χρώμα του ουρανού να φωτίζει απειροελάχιστα τον διάδρομο, ωστόσο η Ζακελίν δίπλα της, είχε απομείνει να κρέμεται άψυχα, σαν το κουφάρι. Την άφησε για λίγο ακόμη ώστε να καταλαγιάσει ο πόνος και το σοκ που είχε υποστεί. Θα έμενε δίπλα της όσες ώρες χρειαζόταν, πάντοτε σιωπηλή, σαν μία παρουσία δύναμης και παρηγοριάς. Δύο ώρες αργότερα, έδωσε τα πρώτα σημασία αντίδρασης.

«Γιατί;» ρώτησε κοιτάζοντας με κόπο την Ελοντί και εκείνη την έσφιξε στην αγκαλιά της.

«Δεν υπάρχει απάντηση. Ο Ντεάν ήταν ένας άνδρας γενναίος, με καρδιά απέραντη και με απόλυτη αγάπη απέναντι στον αδερφό του. Εδώ που φτάσαμε, το μόνο που μπορώ να πω είναι, πως η μνήμη του θα μας φέρνει περηφάνια. Είναι νωρίς όμως. Το ξέρω και θα κάνω για εσένα ό,τι θελήσεις. Έλα να μείνεις στο σπίτι μου, στο ζητώ σαν χάρη» της είπε και ένα ξέπνοο ΄΄ευχαριστώ΄΄ βγήκε από τα αφυδατωμένα χείλη της Ζακελίν.

Με το ζόρι την σήκωσε, ενώ κάθε λίγο ξεσπούσε σε κλάματα. Το ταξί τις άφησε κοντά στην πλατεία. Παρά την πρωινή ψύχρα, η Ζακελίν ήθελε να περπατήσει. Το κρύο που μαστίγωνε το πρόσωπό της και έκανε το δέρμα της να τσούζει, της υπενθύμιζε άχαρα πως ήταν ακόμη ζωντανή. Καθώς βάδιζαν, εκείνη της ζήτησε να περάσει από το σπίτι της και να κάνει ένα μπάνιο για να καθαρίσει την λάσπη από το κορμί της. Η Ελοντί δίστασε. Δεν ήθελε να την αφήσει μονάχη της ούτε λεπτό σε μία τόσο δύσκολη στιγμή.

«Θα είμαι εντάξει. Το πολύ πολύ να ακούσεις τους λυγμούς μου. Το έχω ανάγκη να ξεσπάσω μονάχη μου. Υπόσχομαι πως θα έρθω να σε βρω» της είπε και η Ελοντί άφησε ένα φιλί στο υγρό από τα κλάματα μάγουλό της.

Οι δύο γυναίκες χωρίστηκαν, όταν η Ελοντί φτάνοντας στην πλατεία, ήρθε αντιμέτωπη με ένα ακόμη αποτρόπαιο θέαμα. Τρείς χωριανοί στέκονταν μπροστά από το κρεμασμένο σώμα του Ναπολεόν. Ο άντρας καθώς φάνηκε, πέρασε ένα χοντρό σχοινί γύρω από τον λαιμό του και βρήκε το σημείο ώστε να αφήσει το σώμα του να πέσει, καθοδηγούμενος από τις Ερινύες. Φυσικά κανένας δεν έχυσε δάκρυ για εκείνον. Το θέαμά του πιο πολύ πρόσφερε ευχαρίστηση. Η Ελοντί δεν σταμάτησε ούτε λεπτό παραπάνω. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να κοιτάζει το αποτρόπαιο θέαμα του κρεμασμένου σώματος. Συγκεντρώνοντας δυνάμεις, προχώρησε για το σπίτι της, κοιτάζοντας προς την μεριά της ανατολής. Ο ήλιος που σηκωνόταν σηματοδοτούσε μία νέα αρχή, ένα νέο ξεκίνημα, αφήνοντας πίσω τις σκιές και πληγές του παρελθόντος. Σίγουρα η απώλεια του Ντεάν τους είχε σημαδέψει όλους, όμως ο χρόνος είναι γιατρός. Μπορεί να μην σβήνει την ανάμνηση, μετριάζει όμως έστω και στο ελάχιστο τον πόνο της απώλειας.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη