The Author's Promises (Διήγημα 13 - Κρυστάλλινες Ευχές)

Τα αραχνούφαντα πέπλα της μέρας διαδέχτηκαν οι σκοτεινοί μανδύες της νύχτας. Ένα ένα άρχισαν να ανάβουν τα κεράκια του ουρανού που πάνω στα νερά της θάλασσας φώτιζαν μια βαρκούλα που λικνιζόταν στα νερά της. Πιο πέρα, το φεγγάρι, χλομό, είχε πάρει τη θέση του και τον παρακολουθούσε. Αυτός το αγνόησε και το βλέμμα του στράφηκε στα αστέρια, που στα βουρκωμένα μάτια του λαμπύριζαν πιο πολύ. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, προσπαθούσε να πιάσει με τα ματωμένα χέρια του τις μικρές κρυστάλλινες ευχές, μάταια όμως, καθώς δεν του είχαν απομείνει δυνάμεις. Το τέλος του ίσως να ερχόταν πιο σύντομα απ’ όσο νόμιζε. Ξεφύσηξε. Πρώτη φορά δεν τον ένοιαζε αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει. Άπλωσε το χέρι του σαν να έψαχνε κάτι σημαντικό στην άμμο. Δε μπορούσε να γείρει το κεφάλι του για να δει αυτο που ήθελε και αυτό τον δυσκόλευε. Σταμάτησε την προσπάθειά του στο πέρασμα του θαλασσινού αέρα που πέρασε και του χάιδεψε το σημαδεμένο από γρατζουνιές πρόσωπό του. Είχε την ίδια μυρωδιά που τον τύλιγε, όταν χάραζε πορεία στο καράβι που κυβερνούσε. Όταν η μαύρη σημαία κυμάτιζε στον ουρανό, ένιωθε σαν βασιλιάς που κυβερνούσε τις θάλασσες. Σιγά σιγά, τα μάτια του παραδόθηκαν στην εξάντληση και τον πόνο που ένιωθε. Του ήταν αδύνατο να μείνει ξύπνιος. Είχε τραυματιστεί πολλές φορές, όταν το πειρατικό του καράβι μαχόταν ενάντια σε άλλο, αυτά τα τραύματα όμως δεν ήταν τα ίδια και δεν θα είχαν γιατρειά σ’ αυτόν τον κόσμο. Το καυτό αίμα από τις πληγές που είχε σε όλο το σώμα του ανάβλυζε με ορμή. Αυτό το είχε δει στους εχθρούς του, όταν τους τραυμάτιζε στις μάχες που είχε μαζί τους. Με το δυνατό χέρι του που κρατούσε το σπαθί διαπερνούσε τα ιδρωμένα σώματά τους και τους έκανε έναν - έναν να τον προσκυνούν. Ήταν ο κυρίαρχος και κανένας δε μπορούσε να αντισταθεί στο πέρασμά του, εκτός από εκείνη.

Εκείνη είχε την εξουσία να τον βοηθήσει να ξεφύγει από τη ζωή που έκανε. Αυτό το φοβόταν και τον τρόμαζε. Αγαπούσε την πειρατική ζωή, αλλά αγαπούσε και εκείνη, που την έβλεπε κάθε απόγευμα να κάθεται στην προκυμαία και να ατενίζει το ηλιοβασίλεμα. Ήταν η κόρη του άρχοντα και ο απαγορευμένος θησαυρός που δεν μπορούσε να κλέψει. Μεταμφιεσμένος με μια μαύρη φορεσιά, πίσω από τους υγρούς τοίχους μιας μισογκρεμισμένης αποθήκης, την κοιτούσε κάθε απόγευμα, προσπαθώντας να αποφύγει τα αδιάκριτα βλέμματα που θα αναγνώριζαν τον πειρατή των επτά θαλασσών. Καθώς την παρατηρούσε πιο προσεκτικά, έμοιαζε σαν να περιμένει κάτι σημαντικό, ένα σημάδι ή έναν έρωτα, μια αγάπη που θα ερχόταν από μακριά… Στο δικό του σώμα αυτή η σκέψη προκαλούσε ζαλάδα και λαχτάρα. Ονειρευόταν να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να την πάρει να φύγουν μακριά, αν και γνώριζε πως δεν έπρεπε να την πλησιάσει. Ωστόσο, μια μέρα δεν άντεξε και όταν ο πελώριος φλογισμένος δίσκος άφησε τα αιματοβαμμένα σύννεφα και τα μπλε μάτια της άστραψαν επάνω στα ήσυχα νερά του λιμανιού, την πλησίασε δειλά. Η νεαρή κοπέλα δεν έδειξε να ξαφνιάζεται, αντίθετα χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο της στον νεαρό που κρυβόταν με δυσκολία πίσω από τη μαύρη κουκούλα που είχε ο μανδύας του. Από εκείνη τη μέρα και κάθε απόγευμα, τη συναντούσε στη προκυμαία και ατένιζαν μαζί τις κρυστάλλινες ευχές. Του είχε διηγηθεί πολλές ιστορίες. Ιστορίες για την αγάπη, τα αστέρια και τις ευχές που μπορούσαν να πραγματοποιηθούν.

Όταν έφτασε στα αυτιά του άρχοντα πως ο πειρατής είχε πλησιάσει τη μονάκριβη κόρη του, έβαλε τους στρατιώτες να πολεμήσουν αυτόν τον αυθάδη νέο που είχε τολμήσει να την κοιτάξει. Εκείνο το απόγευμα είχε πολεμήσει μόνος του όλο τον στρατό του βασιλιά με θάρρος και γενναιότητα. Στο ένα χέρι κρατούσε την αγαπημένη του και προσπερνούσαν μαζί τα εμπόδια για να φτάσουν στο καράβι που θα τους εξασφάλιζε την ελευθερία τους, και με το άλλο χέρι, αν και είχε τραυματιστεί βαριά, ωστόσο δε σταματούσε να σηκώνει το σπαθί του και να κάνει έναν - έναν τους στρατιώτες να πέφτουν νεκροί στα πόδια του. Λίγο πριν ανέβουν τα σκαλιά για να μπουν στο πλοίο, το δόρυ με την πιο κοφτερή λόγχη έσκισε τον αέρα και κατευθύνθηκε προς τον νεαρό πειρατή. Αυτό θα τον τραυμάτιζε θανάσιμα, αλλά η αγαπημένη του μπήκε σαν ασπίδα μπροστά του για να τον προστατεύσει. Το λευκό φόρεμά της από το βαθύ τραύμα βάφτηκε με αίμα. Ξαφνικά ο στρατός πάγωσε, οπισθοχώρησε, πέταξαν τα σπαθιά τους κάτω και σταμάτησαν τον πόλεμο. Δεν είχαν λόγο να κυνηγούν αυτόν τον νέο, ο οποίος μετά βίας κατευθύνθηκε προς το πηδάλιο και χάραξε νέα πορεία μακριά απ’ αυτήν την τραγωδία.

Το σάλιο του ξαφνικά μέσα στο στόμα του έγινε πηχτό και δεν μπορούσε να καταπιεί. Ξερόβηξε δυο φορές και άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του ταραγμένος. Βρισκόταν ακόμα πεσμένος, μέσα σε μια λίμνη από αίμα. Νόμιζε πως θα είχε ξημερώσει για τα καλά, αλλά μόλις είδε τις κρυστάλλινες ευχές ακόμα κεντημένες στον ουρανό, χαμογέλασε και η ψυχή του αγαλλίασε. Άρχισε να ψάχνει ξανά με το χέρι του στην άμμο και μέσα σε λίγα λεπτά είχε αγγίξει το χέρι της αγαπημένης του. Τώρα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την ευχή του, για να ταξιδέψει προς την αιωνιότητα μαζί της.

Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου