Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Τέλος 1ου μέρους - Έλντι και Καίηλεν)

Η Καίηλεν ξύπνησε μόλις σταμάτησε η άμαξα του Ελσί στο κέντρο του Κόντρου. Ήταν αργά και οι λύκοι στα διπλανά δάση είχαν σωπάσει εκείνη τη βροχερή νύχτα. Ο Έλντι την βοήθησε να κατεβεί από την άμαξα χωρίς να της δώσει πολύ χώρο, με αποτέλεσμα τα σώματά τους να έρθουν πολύ κοντά, προκαλώντας μια εμφανή αμηχανία, που έσπασε με ένα γλυκό χαμόγελο της Καίηλεν όταν πάτησε στη γη. Η άμαξα έφυγε αμέσως προς το Νότο και τον αρχικό προορισμό της, αφού ο Ελσί τους χαιρέτησε βιαστικά, σα να ήθελε να αποφύγει κάτι.

“Λοιπόν, καληνύχτα”, είπε διστακτικά ο νεαρός τοξοβόλος.

“Ναι...” απάντησε η κοπέλα, “...αν θέλεις μπορείς να έρθεις να κοιμηθείς στο δικό μου σπίτι”, του είπε χαμηλόφωνα. Ο Έλντι είχε καταλάβει πως εκείνο το βράδυ θα καθόριζε τη σχέση του με την όμορφη κόρη των Μούλτιμε, ωστόσο η πρόταση της δεν του φάνηκε και τόσο καλή ιδέα.

“Μάλλον θα μείνω στον ξενώνα...”, απάντησε “…και το πρωί θα συναντηθούμε ξανά στου Ούλτορ”. Η Καίηλεν με ένα διακριτικό νεύμα συμφώνησε και παρέμεινε να κοιτάζει στα μάτια τον Έλντι. Εκείνη τη στιγμή, ένιωθαν και οι δύο την ατμόσφαιρα μεταξύ τους πολύ έντονη, σχεδόν ηλεκτρισμένη. Τον πλησίασε ξανά, τόσο κοντά όσο είχαν έρθει όταν την κατέβασε από την άμαξα, μα αυτή τη φορά δεν ένιωθαν πια αμηχανία.

Ο Έλντι παρατήρησε στα σκουρόχρωμα μάτια της θλίψη αλλά και ελπίδα, ενώ κάποιες ψιχάλες έκαναν το πρόσωπό της ακόμα πιο όμορφο.


Η στιγμή εκείνη όμως διακόπηκε βίαια, όταν ακούστηκε ένας υπόκωφος, τρομακτικός βρυχηθμός μέσα από το ομιχλώδες τοπίο, που προερχόταν από κάτι που σίγουρα δεν ήταν βορινός λύκος.

“Δεν είναι στο δάσος του Κόντρου. Προέρχεται μέσα από το χωρίο”, συνειδητοποίησε η Καίηλεν, ετοιμάζοντας με βιαστικές κινήσεις το τόξο της. Ξεκίνησε αργά και ήσυχα προς τα βόρεια και ο Έλντι Μπόου την ακολούθησε, κρατώντας το τόξο του, χωρίς να είναι οπλισμένο. Περπάτησαν για λίγη ώρα μέσα σε απόλυτη ησυχία, χωρίς όμως να αφουγκραστούν κάτι.

“Δεν είναι κάπως περίεργο πως κανείς δεν αναστατώθηκε, δε βγήκε από το σπίτι του να δει τι ήταν αυτό;”, συνειδητοποίησε ανήσυχη η νεαρή κοπέλα.

“Κοίτα...” της έδειξε διακριτικά με τα μάτια ο Έλντι, ένα φως σε ένα παράθυρο που τρεμόπαιζε. Η Καίηλεν γύρισε αργά και είδε μια ακατάληπτη φιγούρα πίσω από το παράθυρο, πιθανόν να τους περιεργάζεται. Χαμήλωσε το τόξο της. Δεν μπορούσε να διακρίνει καλά, καθώς η βροχή είχε δυναμώσει και πάλι. Η φιγούρα κάλυψε με ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα το παράθυρο και δυο δευτερόλεπτα αργότερα έσβησε και το κερί που έδινε το τρεμουλιαστό φως.

“Είναι το σπίτι του κυρίου Νέσκι. Είναι ένας από τους θεραπευτές...”, εξήγησε ψιθυριστά η Καίηλεν “...περίεργος άνθρωπος. Αλλά, ακόμα πιο περίεργο είναι που δε βγήκε κανείς μετά από τέτοιο βρυχηθμό...” επανέλαβε παραξενευμένη.

“Από κάπου εδώ πρέπει να ακούστηκε”, παρατήρησε ο Έλντι χαμηλόφωνα, φορώντας πια την κουκούλα του. “ Το σπίτι σου είναι κοντά;” τη ρώτησε.

“Λίγα λεπτά περπάτημα προς το Βορρά. Κοντά στην άκρη του χωριού”, του απάντησε αφηρημένη αυτή τη φορά. “Λες να τον έχουν ξανακούσει;” ψέλλισε γεμάτη περιέργεια.

“Πάμε προς τα εκεί... Η βροχή δυναμώνει”, πρότεινε ο Έλντι.

Η Καίηλεν μάζεψε το απλανές βλέμμα της και τον κοίταξε. Μα πριν προλάβει να συμφωνήσει, ο συνοδοιπόρος της κούνησε το κεφάλι του και της είπε:

“Απόψε θα κοιμηθούμε με βάρδιες...”, της είπε και ξαναφόρτωσε το μακρύ του τόξο στην πλάτη του.



Ο βρυχηθμός ακούστηκε και πάλι δυνατός μες στην νύχτα. Ήταν υπόκωφος και διαπεραστικός, κάνοντας τη γη να τρέμει. Ο Έλντι σκούντηξε τη νεαρή τοξοβόλο, που είχε ήδη ανοίξει τα μάτια της. Γρήγορα έβαλαν τις υγρές μπότες τους, φόρτωσαν τα μεγάλα τους τόξα και βγήκαν έξω από το οίκημα. Η βροχή είχε και πάλι σταματήσει.

Για ακόμη μια φορά παρατήρησε η Καίηλεν πως κανείς δεν είχε θορυβηθεί από τον αλλόκοσμο βρυχηθμό, ενώ από καμία από τις γειτονικές καμινάδες δεν αναδυόταν καπνός.

“Το χωριό έχει αδειάσει...”, συνειδητοποίησε παραξενευμένη. “...κάτι δεν πάει καλά.”. Σταμάτησε για λίγο και παρατήρησε τα σπίτια και τους άδειους δρόμους. Γύρισε προς τον Έλντι: “...Ο Νέσκι! Ακολούθησέ με...”

Λίγα λεπτά αργότερα η Καίηλεν χτυπούσε με μανία την εξώπορτα του θεραπευτή του Κόντρου.

Ο βρυχηθμός ακούστηκε κοντά τους τώρα και πολύ δυνατά. Ήταν σίγουροι πια πως προερχόταν μέσα από το σπίτι του κυρίου Νέσκι. Μα η πόρτα παρέμενε κλειστή μπροστά τους. Ο Έλντι, με μια ενστικτώδη αντίδραση, όπλισε το τόξο του και σημάδευε προς την πόρτα, ενώ η Καίηλεν προσπάθησε να γυρίσει το πόμολο βιαστικά. Τίποτα. Η πόρτα παρέμενε κλειστή και ότι βρισκόταν εκεί μέσα είχε τη διάθεση να τους περιμένει για πάντα.

Η Καίηλεν έκανε λίγα βήματα πίσω, οπλίζοντας κι αυτή το τόξο της. Γύρισε προς τον Έλντι και πρότεινε:

“Ας σπάσουμε την πόρτα”. Ο Έλντι την κοίταξε χωρίς να πει κάτι, προσπαθώντας να καταλάβει εάν η συνοδοιπόρος του ήταν σίγουρη για την ιδέα της. Η Καίηλεν συγκέντρωσε όλο της το θάρρος στο βλέμμα της και συνέχισε:

“Ό,τι κι αν είναι εκεί μέσα, σίγουρα έχει φοβίσει ή διώξει τον κόσμο από τα σπίτια του... και είναι πολύ πιθανό να έχει χτυπήσει και τον ίδιο τον κύριο Νέσκι!”

Ο Έλντι χαμήλωσε το τόξο του και με εξαιρετική ισορροπία, έβαλε όλη του την ορμή στο δεξί του πόδι, κατεδαφίζοντας την μισο-σαπισμένη πόρτα.

Πριν μπει εξέτασε με τα μάτια του το σκοτεινό διάδρομο. Προσπάθησε να διακρίνει κάποια φιγούρα ζώου ή ανθρώπου αλλά τίποτα.

“Τρέξε!”, πρόλαβε να φωνάξει η Καίηλεν πριν κατεβάσει το τόξο της και το βάλει στα πόδια.