Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 40)

Δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να τους αντισταθεί, ο κόσμος όλος τους ανήκε και αφού η Στέφη ήταν στο πλάι του, δεν είχε να φοβηθεί πια τίποτα.

Κατέβηκαν προς το έρημο κέντρο. Ήταν κατά πολύ περασμένα μεσάνυχτα και τα μόνα ζωντανά πλάσματα, κάποια κακόμοιρα σκυλιά που έτυχαν να βρεθούν στο διάβα τους, αντιμετώπισαν τις συνέπειες της μαστουρωμένης τους οργής.

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και ανεξέλεγκτα. Τα λιγοστά κοσμήματα που άξιζαν κάποια λεφτά, μέσα σε αυτά και η χρυσή βέρα της μάνας του, σκοτώθηκε για λίγα ακόμα χάπια έκσταση, τέσσερα τσιγαριλίκια και μερικά κουτάκια μπύρας. Έκαναν παθιασμένο έρωτα στην μέση του πάρκου σε κοινή θέα χωρίς να τους νοιάζει αν θα τους δει κανείς, αφήνοντας τα ανεξέλεγκτα άγρια πάθη τους να βρουν διέξοδο πάνω στο απεριποίητο γρασίδι.

Έμειναν για κάμποση ώρα ξαπλωμένοι και ξέπνοοι κοιτώντας το μεγάλο φεγγάρι που έστεκε ακριβώς από πάνω τους καθώς μοιράζονταν το ένα τσιγαριλίκι.

«Πρέπει να φύγουμε από εδώ» είπε η Στέφη.

Ο Δήμος, τυλιγμένος ακόμα στην ομίχλη που είχε αδρανοποιήσει τα εγκεφαλικά του κύτταρα, έστεκε σιωπηλός με ένα ηλίθιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του.

«Μ’ ακούς ρε;»

Γουργούρισε χαμηλόφωνα συγκατανεύοντας. Γύρισε στο πλάι και τον κοίταξε.

«Πρέπει να την κάνουμε από δω, να πάμε στην μεγάλη πόλη. Εκεί γίνεται η καλή φάση, εκεί παίζετε το χοντρό παιχνίδι».

Προσπάθησε να μαζέψει την σκέψη του και να συγκεντρωθεί σε αυτά που του έλεγε.

« Και πως θα γίνει αυτό;»

«Το έχω σκεφτεί. Αρκεί να βρούμε μερικά χρήματα ακόμα. Θα αγοράσουμε πρέζα, θα την αραιώσουμε και θα την πουλήσουμε για τα διπλά λεφτά, αφού κρατήσουμε και λίγη για την πάρτη μας. Μια δυο τέτοιες δουλειές και έχουμε καθαρίσει. Ε, τι λες;»

Ανασηκώθηκε στους αγκώνες του και την κοίταξε.

«Και που θα τα βρούμε τα λεφτά;»

Χαμογέλασε πλατιά. Πήρε ένα χαπάκι και έδωσε ένα και σε αυτόν.

«Πάμε και θα δεις».

Στην γωνιά που τελείωνε το πάρκο υπήρχε ένα περίπτερο που ο Δήμος γνώριζε τον ιδιοκτήτη του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε αγοράσει από αυτόν όταν γυρνούσε από το σχολείο. Τώρα ήταν η σειρά του να πάρει τα χρωστούμενα όλων αυτών των χρόνων. Χασκογέλασε σε αυτή την σκέψη καθώς προσπαθούσε να παραβιάσει την στενή σιδερένια πόρτα. Διαπίστωσε ότι δεν του ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά είχε ξηλωθεί από τους μεντεσέδες της.

Ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος της σειρήνας του συναγερμού που ενεργοποιήθηκε μόλις την παραβίασε. Αντί όμως να τους αποθαρρύνει, τους έκανε αν βάλουν τα γέλια. Άνοιξαν το συρτάρι που ήταν οι εισπράξεις και ένας χείμαρρος από βρισιές ξέφυγαν από τα χείλη τους όταν είδαν πως δεν υπήρχαν παρά μόνο περίπου είκοσι ευρώ σε κέρματα.

Βούτηξαν ότι χωρούσε στις τσέπες τους χωρίς να βιάζονται, κυρίως τσιγάρα, αναπτήρες, σοκολάτες και κάρτες κινητής τηλεφωνίας. Από μακριά ακούστηκαν σειρήνες περιπολικών.

«Μαλάκα μας την έπεσαν!» φώναξε η Στέφη και ξάφνου ένας αυτόματος μηχανισμός αυτοσυντήρησης ενεργοποιήθηκε. Βγήκαν βιαστικά και άρχισαν να τρέχουν προς την αντίθετη κατεύθυνση γελώντας και ουρλιάζοντας.

Ο Δήμος σταμάτησε απότομα.

«Τι έγινε;»

«Δες!» της είπε.

Λίγα μέτρα μπροστά του, ο Λευτέρης περπατούσε αργά μόνος του. Όλη η συσσωρευμένη οργή ανέβηκε μεμιάς στο κεφάλι του, μια άγρια δίψα για εκδίκηση καθώς οι μνήμες από το μοιραίο εκείνο βράδυ ξεπήδησαν με το που τον είδε.

Τάχυνε το βήμα του και τον έφτασε. Τον αιφνιδίασε έτσι όπως τον είδε μπροστά του.

«Δεν σου έφτασε την προηγούμενη φορά; Θέλεις κι άλλο;»

Ο Δήμος δεν μίλησε. Με μια αστραπιαία κίνηση, έβγαλε τον σουγιά και του τον κάρφωσε χαμηλά στο στομάχι. Το βλέμμα του Λευτέρη τον κοίταζε με τρόμο καθώς τον χτυπούσε αλύπητα ξανά και ξανά. Ένιωσε το σώμα το βαρύ να πέφτει πάνω στα χέρια του. Με μια κίνηση περιφρόνησης, τον άφησε να πέσει αιμόφυρτος πάνω στην άσφαλτο.

Έβγαλε μια άγρια κραυγή ικανοποίησης καθώς κλωτσούσε το άψυχο πλέον σώμα του αντιπάλου του. Γύρισε να δει την Στέφη μα αντ’ αυτού, αντίκρισε δυο άντρες να τον σημαδεύουν με περίστροφα.

«Αστυνομία! Ακίνητος!»

Ηλίας Στεργίου