Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 11)

Γιάννης
 
Στην αρχή ήταν σαν ένα σιγανό μουρμουρητό, το απόμακρο κελάρυσμα ενός ρυακιού που έφτανε ως τα αυτιά του. Τα βλέφαρά του δεν του έκαναν το χατίρι να ανοίξουν και όταν επιτέλους το έκαναν, τα πάντα γύρω του ήταν τυλιγμένα σε μια αραιή ομίχλη που διαλυόταν με ένα απίστευτα αργό ρυθμό. Σήκωσε με κόπο το χέρι και σκούπισε το στεγνό του στόμα.

Μια στενή δέσμη φωτός στην οποία στροβιλίζονταν άπειρα σωματίδια , φανέρωναν πως ήταν μέρα.

Προσδιόρισε τον χρόνο και τον τόπο. Προσδιόρισε αν είσαι ακόμα ζωντανός.

Το λιγοστό φως τού αποκάλυψε τον γνώριμο για εκείνον χώρο. Απέναντι ένα παράθυρο κλεισμένο με σανίδες πάνω στον τοίχο με τους ξεφτισμένους σοβάδες να κρέμονται σαν ξεσκισμένες σάρκες. Ο μπαγιάτικος αέρας ήταν ποτισμένος με υγρασία μούχλα και ούρα, με την μυρωδιά της σήψης. Ήταν πεσμένος μπρούμυτα, το μάγουλο του ακουμπούσε στο λερωμένο πάτωμα, πάνω σε απροσδιόριστα υγρά που προφανώς ήταν δικά του. Ένας αρουραίος πέρασε μπροστά από το πρόσωπό του σε μια μάταιη αναζήτηση τροφής ανάμεσα σε σπασμένα τζάμια, ακαθαρσίες, αποτσίγαρα και μια χρησιμοποιημένη σύριγγα.

Ήταν ζωντανός.

Έβαλε όση δύναμη είχε. Έβαλε τα χέρια μπροστά και όρθωσε το κορμί του. Ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο και πέρασε την παλάμη μέσα από τα μπερδεμένα του μαλλιά. Το κεφάλι του στεκόταν μετά βίας όρθιο πάνω στους ώμους του. Το σουτάρισμα της προηγούμενης νύχτας του είχε χαρίσει ένα επικό ταξίδι και πάλι.

Έψαξε τις τσέπες του με αργές κινήσεις και έβγαλε ένα τσαλακωμένο πακέτο. Ένα τελευταίο τσιγάρο. Είχε έρθει ξανά η στιγμή που έπρεπε να πάρει την αδερφή του να τον εφοδιάσει με προμήθειες. Έξυσε νευρικά το μάγουλό του και είδε το κινητό που ήταν πεσμένο δίπλα του. Το τράβηξε απαλά με τα δάχτυλα κοντά του και είδε έναν σοβαρό αριθμό από αναπάντητες στην οθόνη. Η Βάσω.

Δεν είχε επιστρέψει το βράδυ και είχε ανησυχήσει. Αυτό όμως δεν ήταν και το καθήκον των μικρότερων αδερφών; Να ανησυχούν για τα μεγαλύτερα; Χαμογέλασε αχνά και έβαλε το τσιγάρο στο στόμα. Ο μόνιμός της φόβος, ήταν ότι κάποια βραδιά, η εξαφάνισή του θα ήταν και οριστική. Με τον χειρότερο τρόπο. Ίσως όμως να ήταν και καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς, το μόνο που κατάφερνε, ήταν να ζουν η μάνα του και η αδερφή του με ένα μόνιμο άγχος.

Όπως και να είχε όμως, θα της τηλεφωνούσε. Χρειαζόταν απαραιτήτως τσιγάρα. Λεφτά δεν θα της ζητούσε και ας ήταν ρέστος -τα τελευταία του χρήματα τα είχε επενδύσει σε αυτό το υπέροχο σταφ που είχε σουτάρει την προηγούμενη- ,του το είχε ξεκόψει από την αρχή. Μόνο τσιγάρα και κάρτα για το κινητό. Καημένη Βάσω.
Ήταν τόσο αφελής με το να πιστεύει πως με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να το κόψει. Βασική προϋπόθεση για να ξεκόψεις, είναι να το θέλεις και αυτός δεν ήθελε, όχι ακόμα τουλάχιστον.

Η θολούρα στο μυαλό του είχε καθαρίσει και άρχισε να διακρίνει μια ακαθόριστη μορφή στον σκισμένο καναπέ απέναντί του. Το τσιγάρο έμεινε σβηστό και κρεμασμένο στα χείλη του καθώς προσπαθούσε να ανασυντάξει τις πληροφορίες στο μυαλό του για το ποιος ήταν ο άγνωστος επισκέπτης στο φτωχικό του καταφύγιο.

Ασύνδετες εικόνες από την γέφυρα, από την άγνωστη που ήθελε να φουντάρει. Ναι, εκείνη η αδύναμη και αφυδατωμένη τύπισσα που φαινόταν τόσο απελπισμένη. Ένα ήταν σίγουρο, πως δεν ήταν από το ίδιο σινάφι. Τόσα χρόνια, είχε αποκτήσει την εμπειρία να ξεχωρίζει τους ομοίους του. Το βλέμμα της ήταν χαμένο μα όχι απλανές και φαινόταν όντως αποφασισμένη να κάνει την υπέρβαση και να καβαλήσει εκείνο το διάζωμα. Ήταν άλλο το μικρόβιο που κατέτρωγε τα δικά της σωθικά. Όπως και να είχε, ήταν ένα πλάσμα που έχρηζε βοήθειας και ήταν πρόθυμος να της τη δώσει. Ήταν αλτρουιστής όταν δεν ήταν παρούσα η πρέζα ή αν δεν είχε να κάνει με αυτή. Η πρέζα είναι μια πολύ απαιτητική γκόμενα.

Ακούστηκε ένα υπόκωφο βογγητό και η νεαρή κουνήθηκε ελαφρά. Εκείνος σηκώθηκε από το πάτωμα και τίναξε από πάνω την σκόνη. Έστρωσε όσο μπορούσε τα μαλλιά και τα ρούχα του, δεν ήθελε να την τρομάξει.

Άνοιξε δειλά τα μάτια της και περιεργάστηκε τον χώρο. Μόλις τον αντίκρισε, ανακάθισε απότομα στον καναπέ και έβαλε τα χέρια στο στήθος σαν να ήθελε να κρύψει κάποιο ακάλυπτο σημείο του σώματός της.

«Πού είμαι;» τον ρώτησε κοιτώντας τον καχύποπτα.

«Δεν θυμάσαι που βούτηξες χτες στο ποτάμι;»

Έκανε μια κίνηση με τα χέρια του προς το ταβάνι σηκώνοντας ταυτόχρονα το κεφάλι του.

«Αν αυτός είναι ο παράδεισος, τότε ο Θεός έχει πολύ χιούμορ».

Έσκυψε ελαφρά και έτριψε απαλά τον δεξί της μηρό.

«Πονάς;»

Του χάρισε ένα απειλητικό βλέμμα και αυτός απλά της χαμογέλασε. Έγλειψε τα χείλη της και του έκανε νόημα με το κεφάλι. Αναγνώρισε αμέσως την ανάγκη της. Πήγε κοντά της, έβγαλε το τσιγάρο από το στόμα και της το έδωσε. Της το άναψε και έμεινε να την παρακολουθεί να καταπίνει λαίμαργα τον καπνό. Τα μάγουλά της πήραν λίγο χρώμα, η νικοτίνη προφανώς ενεργοποίησε τα κατάλληλα κέντρα στον εγκέφαλό της προσφέροντας την πολυπόθητη χαλάρωση. Αυτό, ήταν κάτι που ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά.

Ρούφηξε την μύτη της και συνέχισε να τον κοιτά καχύποπτα.

«Μην ελπίζεις σε τίποτα επειδή με κέρασες ένα τσιγάρο. Έχω απορρίψει πολλές προτάσεις με καλύτερα ανταλλάγματα με πολύ άσχημο τρόπο».

Έκανε ένα βήμα προς τα δεξιά σαν να της ελευθέρωνε τον δρόμο προς την έξοδο.

«Είσαι ελεύθερη να φύγεις όποτε το θελήσεις».

Την έβλεπε που τον περιεργαζόταν προφανώς προσπαθώντας να καταλάβει εάν αποτελούσε κίνδυνο για την ίδια, γεγονός που τον έκανε να χαμογελάσει και πάλι. Έμεινε σιωπηλή, απορροφημένη στο τσιγάρο της κοιτώντας το κενό, σαν να μην υπήρχε άλλο άτομο μέσα στο δωμάτιο. Κίνησε προς την πόρτα και τα μάτια της φωτίστηκαν από μια δυσοίωνη λάμψη.

«Πάω να φέρω κάτι για να φας. Θα χρειαστείς δυνάμεις για να καβαλήσεις ξανά το πέτρινο κιγκλίδωμα».

«Φαντάζομαι ότι κάθε λογικός άνθρωπο θα προσπαθούσε να με αποτρέψει να το ξανακάνω».

Σήκωσε τους ώμους του.

«Είμαι υπέρ της ελεύθερης βούλησης, τι να κάνουμε;»

Το κεφάλι της βούλιαξε μέσα στους ώμους της και το πρόσωπό της ζωγραφίστηκε από μια τεράστια θλίψη. Δεν μπόρεσε παρά να νιώσει μόνο συμπόνια για αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα που έτυχε να βρεθεί στο διάβα του. Σταμάτησε λίγο πριν εξαφανιστεί πίσω από την πόρτα.

«Παρεμπιπτόντως, εγώ είμαι ο Γιάννης».