Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 34: Ο Χώρος των Θυσιών)

«Έχει αρκετή δύναμη αυτός ο μικρός» είπε ο Χιζέρκα που ηγούνταν της ομάδας που μετέφερε τον Μιχάλη. Έκανε μία κίνηση και το σώμα του αγοριού απέκτησε την πραγματική του μορφή ξανά.

«Αρκετή δύναμη και αρκετή βλακεία» απάντησε ο άλλος, «τώρα όμως θα πληρώσουν το τίμημα αυτής της πράξης τους. Θα θυσιαστούν για χάρη των Ηγετών»

Ο Μιχάλης είχε μείνει παγωμένος στη θέση του. Αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων δεν την είχε υπολογίζει, αλλά τώρα συνειδητοποιούσε πόσο ανόητο ήταν τελικά το σχέδιό τους, που πίστεψαν πως θα μπορούσαν να διαφύγουν παριστάνοντας τους γέρους εκεί, χωρίς να τους καταλάβουν εκείνοι που τους έψαχναν.

«Μία λάθος κίνηση και ο φιλαράκος σου θα υποφέρει ακόμη περισσότερο» του είπε ο άνδρας που τον κρατούσε, όταν ξεκίνησαν να περπατάνε.

Κινούνταν όλοι μαζί, με αργό ρυθμό, λες και ήθελαν να βασανίσουν περισσότερο τον Νίκο, που φαινόταν πως υπέφερε με κάθε του βήμα. Ο Μιχάλης ήταν σίγουρος πως τον είχαν ενημερώσει και για την καταστροφή του Ελέστερ, με αποτέλεσμα η κατάστασή του να γίνει ακόμη χειρότερη και να μην μπορεί ούτε καν να αντισταθεί στα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλαν.

Άρχισαν να φτάνουν στην έξοδο του χωριού, μέχρι που πέρασαν και από το τελευταίο σπίτι και συνέχισαν μπροστά, αμίλητοι και με σταθερό βήμα. Κάπου στο βάθος φαινόταν ένα βουνό, στους πρόποδες του οποίου βρισκόταν ένα άνοιγμα, προς το οποίο ήταν σίγουρος πως κατευθύνονταν. Το μονοπάτι από χώμα στο οποίο διάβαιναν ήταν μαλακό και κατάλληλο για περπάτημα, αλλά η στιγμή δεν μπορούσε να βοηθήσει σε κάτι τέτοιο.

Δεν άργησαν να φτάσουν και να προχωρούν προς τα μέσα, μέχρι που το φως χάθηκε λίγο μετά και ο πρώτος Χιζέρκα άναψε ένα δαυλό με φωτιά. Η σπηλιά ήταν απλή, με σταλαγμίτες και σταλακτίτες να δεσπόζουν εκεί, ενώ υπήρχαν κάτω λίγα ξεραμένα αίματα. Προχώρησαν αρκετά, με το πλάτος της σπηλιάς να επαρκεί για να προχωρήσουν πλάι-πλάι τρεις άνθρωποι.

Διέκοψαν την πορεία τους, αφού είχαν φτάσεια αρκετά βαθιά. Μία ματιά μόνο χρειάστηκε για να καταλάβει ο Μιχάλης ποιος ήταν ο λόγος που είχαν σταματήσει. Είχαν φτάσει στο χώρο που γίνονταν οι θυσίες, έναν ανοιχτό και μεγάλο χώρο, με τόσο ύψος που δε φαινόταν η κορυφή. Απέναντί τους, στο έδαφος, υπήρχε μία σκοτεινή τρύπα, ενώ από πάνω της κρεμόταν μία διαφανή μαύρη σφαίρα, σε μέγεθος μπάλας ποδοσφαίρου. Στο χώρο βρίσκονταν και άλλοι μάγοι, όλοι τους με τη στολή των υπηρετών των Ηγετών, ενώ υπήρχε και ένας ακριβώς μπροστά από την τρύπα, με μαύρο μανδύα που κάλυπτε όλο του το σώμα.

Ο τελευταίος άρχισε να φωνάζει, λέγοντας κάτι σε μία εντελώς άγνωστη γλώσσα, που έκανε τον Μιχάλη να ανατριχιάζει με κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του. Ένιωσε κάποιον να του τραβά το μανδύα που φορούσε, αλλά και το σακίδιό του να πέφτει κάτω, ακόμη αόρατο για τους άλλους. Ένα σπρώξιμο ακολούθησε και ένιωσε πως αυτός και ο Νίκος βρίσκονταν μπροστά από τους άλλους, προς τον άνδρα.

Στη συνέχεια ο άνδρας ύψωσε τα χέρια του, με αποτέλεσμα να φανούν οι καρποί του, στους οποίους το δέρμα ήταν ροζιασμένο και γεμάτο καψίματα, με τα νύχια αντί για διαφανές να έχουν ένα εντελώς μαύρο χρώμα. Ο χώρος τραντάχτηκε και στην τρύπα φάνηκε ένα μαύρο υργό, που άρχισε μάλιστα να κοχλάζει.

Άνοιξε το μυαλό του για να ελέγξει καλύτερα το χώρο, αλλά και το υγρό. Αυτό ήταν κάτι εντελώς περίεργο, το οποίο περιείχε ένα είδος μαγείας που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Από τα λίγα που μπόρεσε να καταλάβει, μπορούσε να απομυζήσει τη μαγεία από τους ανθρώπους, χωρίς όμως να καταλάβει πως γινόταν αυτό και που πήγαινε η δύναμη που τραβούσε.

«Φέρτε τους» άκουσε τη φωνή του άνδρα, να λέει προς τους Χιζέρκα.

Οι άλλοι έκαναν λίγες κινήσεις προς το μέρος τους. Κατάλαβε ότι θα τους έριχναν μέσα στο υγρό.

«Όχι τόσο γρήγορα» φώναξε, νιώθοντας την τρομερή δύναμη που είχε να κυλά στο αίμα του.

Έτεινε το χέρι του προς τον άνδρα που μιλούσε στην περίεργη γλώσσα, προσπαθώντας να τον κάνει να λιποθυμήσει, αλλά τίποτα δεν έγινε. Τον ξάφνιασε αυτό, διαπιστώνοντας πως τον προστάτευε η ίδια δύναμη που μετέτρεπε το υγρό στην τρύπα σε τόσο καταστροφικό. Δεν ασχολήθηκε όμως με αυτό, καθώς του ήρθε μία άλλη ιδέα. Συγκέντρωσε όλη του τη δύναμη και επιτέθηκε τινάζοντας τα χέρια του στα τείχη της σπηλιάς, προσπαθώντας να την κάνει ολόκληρη να καταρρεύσει. Εκρήξεις ακολούθησαν και τα πάντα γέμισαν σκόνη, καθώς κομμάτια έπεφταν προς τα κάτω.

«Μην τους τραυματίσετε» άκουσε τον άνδρα να λέει από μπροστά του.

Την επόμενη στιγμή δημιούργησε τη μαύρη φωτιά, κάνοντάς τη να τιναχθεί προς παντού και να χτυπήσει όποιον υπήρχε γύρω, αλλά και να βάλει φωτιά σε όλο το χώρο, γνωρίζοντας πως εκείνοι δεν είχαν την ικανότητα να τη σβήσουν. Ουρλιαχτά ακολούθησαν και άκουσε κάποιους να πέφτουν και να βλαστημάνε, αλλά δεν έδωσε σημασία. Άνοιξε το μυαλό του για να ψάξει το Νίκο, τον οποίο εντόπισε δίπλα του, εντελώς αποδυναμωμένο. Τίποτα άλλο δε φαινόταν, από τη σκόνη που προκλήθηκε από τα πεσμένα κομμάτια της σπηλιάς και την εξουδετέρωση των πηγών φωτός στην αίθουσα. Αυτή τη ζημιά πρέπει να την είχε προκαλέσει ο Μιχάλης.

Άρπαξε τον Νίκο από το μπράτσο και άρχισε να τρέχει τραβώντας τον μαζί του, σπρώχνοντας με δύναμη ότι υπήρχε μπροστά του για να ανοίξει χώρο, χρησιμοποιώντας μαγεία πάντα. Ένιωσε χτυπήματα μάγων στο στήθος του, αλλά ήταν τόσο αδύναμα που δεν τον επηρέασαν. Απάντησε με δυνατότερα, που έσπαγαν κόκκαλα, με μερικά ακόμη ουρλιαχτά πόνου να ακολουθούν. Την επόμενη στιγμή ένιωσε πως οι Χιζέρκα κάτι ετοίμαζαν, παγίδα για να τους σταματήσουν λογικά, και δημιούργησε μία έκρηξη σε εκείνο το σημείο, με τη βοήθεια της μαύρης φωτιάς. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, αλλά συνέχισε να τρέχει, κάνοντας στην άκρη και διαλύοντας πεσμένα κομμάτια του τειχών της σπηλιάς, μέχρι που βρέθηκαν στο διάδρομο που οδηγούσε έξω και κινήθηκαν με γρήγορο βήμα στον άδειο χώρο.

Στο μεταξύ, είχε φορέσει και πάλι το σακίδιό του, ενώ ένιωσε τον Νίκο να προσπαθεί να επιτεθεί στους διώκτες τους, αλλά οι προσπάθειές του ήταν πολύ αδύναμες. Τον είχαν κάνει να εξασθενήσει αρκετά. Μπροστά τους ο διάδρομος ήταν άδειος, για αυτό συνέχισαν ανενόχλητοι μέχρι την έξοδο. Άνοιξε και πάλι το μυαλό του και έψαξε έξω, όπου εντόπισε έντρομος δεκάδες μάγους να περιμένουν εκεί, σίγουρα για αυτούς, όλους με άγριες διαθέσεις. Σταμάτησε και έμεινε ακίνητος στη θέση του.

«Μας παγίδεψαν» είπε πανικόβλητος στον Νίκο.

«Ας γυρίσουμε πίσω», πρότεινε εκείνος τότε.

«Στην αίθουσα με τον τρελόγερο; Είναι σαν να δεχόμαστε να μας θυσιάσουν»

«Αυτοί περιμένουν να βγούμε από τη σπηλιά. Αν πάμε μέσα θα έχουμε χρόνο να ξεφύγουμε από αλλού»

«Τι;» έκανε ο Μιχάλης, «δεν υπάρχει άλλη είσοδος»

«Υπάρχει. Πάμε γρήγορα»

Τα δύο αγόρια ξεκίνησαν και πάλι με τον Νίκο υποβασταζόμενο από τον Μιχάλη, προς την αίθουσα από την οποία είχαν ξεφύγει. Δεν άργησαν να φτάσουν εκεί, όπου μπήκαν ανενόχλητοι και εντόπισαν μερικούς λιπόθυμους μάγους. Δεν μπόρεσε να διακρίνει και πολλά, αλλά αισθάνθηκε την παρουσία του γέρου εκεί.

«Αποφασίσατε να παραδοθείτε;» άκουσε τη μυστήρια φωνή του γέρου, καθώς εκείνος απευθυνόταν σε εκείνους.

«Όχι ακριβώς» απάντησε ο Νίκος, μα πριν πει οτιδήποτε άλλο ο γέρος ύψωσε και πάλι τα χέρια του στον αέρα και άρχισε να φωνάζει.

Πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε ο Μιχάλης, ένιωσε κάτι να τον σπρώχνει προς την τρύπα, μια αλλόκοτη δύναμη, που δεν μπορούσε όμως να τη σταματήσει. Τα παπούτσια του τριβόταν με δύναμη στο έδαφος, αλλά με τίποτα δε σταματούσε, όπως και ο Νίκος. Ο άνδρας συνέχισε να ψέλνει σε αυτήν την περίεργη γλώσσα, το υγρό άρχισε να κοχλάζει πιο άγρια και τα δύο αγόρια να οδηγούνται προς τα εκεί όλο και πιο γρήγορα.

«Χτύπα τον στην καρδιά» άκουσε τον Νίκο να του ψιθυρίζει από δίπλα του, καθώς χτυπούσε πάνω του από τη δύναμη.

Πήγε να τον ρωτήσει πως θα το έκανε αυτό και γιατί, αλλά διαπίστωσε πως δεν προλάβαινε. Είχε μόνο μία ευκαιρία να δράσει και έπρεπε να την αξιοποιήσει, εάν ήθελε να παραμείνουν, αυτός και ο Νίκος, ζωντανοί. Κοίταξε τον άνδρα, που είχε στραμμένα τα χέρια και το κεφάλι του ψηλά, συγκέντρωσε τη δύναμή του και ετοιμάστηκε να χτυπήσει τον άνδρα στο σημείο της καρδιάς με έναν από τους τρόπους που του είχε μάθει ο Ζεραήλ, δηλαδή ένα είδος μαγικής μαχαιριάς, όπου χτυπούσες τον άλλο με μαγεία, ενώ φανταζόσουν να πληγώνεται σαν από μαχαίρι στο σημείο εκείνο.

Μία σκιά από ένα μικρό μαχαίρι εμφανίστηκε μπροστά από το στήθος του άνδρα, το οποίο διαπέρασε τη μαγεία που τον προστάτευε με τον χαρακτηριστικό ήχο γυαλιών που σπάνε και καρφώθηκε εκεί, κάνοντας τον άνδρα να βογκήξει από τον πόνο. Στη συνέχεια ο γέρος έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας και η δύναμη που τους έσπρωξε σταμάτησε, λίγο πριν βουτηχτούν μέσα στο υγρό της τρύπας.

Στη συνέχεια είδε τον Νίκο να πλησιάζει τον άνδρα και να τον κοιτά περίεργα, διαβάζοντας λογικά το μυαλό του. Πριν όμως προλάβει να τον ρωτήσει γιατί το έκανε αυτό, ολόκληρη η σπηλιά άρχισε να ταρακουνιέται, με το έδαφος κάτω από τα πόδια τους να πηγαίνει πάνω κάτω και δεξιά αριστερά με τρομερή ταχύτητα.

«Τι γίνεται;» ρώτησε παγωμένος ο Μιχάλης.

«Η σπηλιά θα καταρρεύσει» του φώναξε ο Νίκος για να ακουστεί μέσα από τον έντονο θόρυβο που προκαλούσαν οι ταλαντώσει του εδάφους και οι ζημιές που γινόταν στη σπηλιά.

«Πώς;»

«Θα σ’ τα εξηγήσω μετά. Ακολούθησέ με τώρα»

Τον είδε να κατευθύνεται προς το τείχος απέναντί τους, το οποίο απλά διαπέρασε, λες και δεν υπήρχε. Τον ακολούθησε, διαπιστώνοντας πως όντως ήταν ένα μαγικό άνοιγμα, που επέτρεπε να το διαβούν. Εκεί που βρέθηκε δεν μπορούσε να δει τίποτα, ενώ νοητικά διαπίστωσε πως είχαν βρεθεί σε έναν πολύ μικρό χώρο.

«Έτοιμος;» τον ρώτησε ξαφνικά ο Νίκος.

«Για ποιο πράγμα;»

Πριν προλάβει όμως να συνεχίσει και να περιμένει την απάντηση του φίλου του, ένα δυνατό λευκό φως τον τύφλωσε και κάτι άρχισε να τον τραβά προς το μέρος του. Βλέποντας τον Νίκο να εισέρχεται στην πύλη, τον ακολούθησε.

Άρχισε να βλέπει γύρω του πάλι σκοτάδι και μπλε γραμμές να στροβιλίζονται, κατευθυνόμενες κατά πάνω του, χωρίς να τον χτυπάνε όμως. Αυτό όμως δεν κράτησε για πολλή ώρα και κατέληξε πεσμένος σε ένα υγρό έδαφος, νιώθοντας άμμο και ξερά φύλλα από κάτω του, στο σημείο που ακουμπούσε. Το ταξίδι αυτό με την πύλη τον ζάλισε, αλλά ήταν έτοιμος να σηκωθεί και πάλι.

«Εντάξει» άκουσε το Νίκο να λέει κάπου δίπλα του, «αυτή τη φορά τους ξεφύγαμε σίγουρα»

Παναγιώτης Βάβαλος