Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Ραμόν - Κεφάλαιο 17)

Οι νυχτερινοί περπατούσαν μες στην καρδιά του παγετού, κρατώντας μικρές αποστάσεις μεταξύ τους. Μπροστά, προχωρούσε μόνος του, ανοίγοντας το δρόμο, ο Μπόραν από τη Λούμπισα. Λίγο πιο πίσω, ερχόταν το πρώτο γκρουπ, με τη Σιν-Σι, τον Χαράμ και τον Λίον Νοξ. Πίσω τους, ακολουθούσαν οι δυο τσιγγάνοι, ο Τζάρβις με το Ραμόν. Και τελευταίος ο Κάρλος Εσκόλτα, ο γιγαντόσωμος.

Ο Ραμόν, όση ώρα προχωρούσαν, παρατηρούσε -όσο ήταν δυνατόν μες στο σκοτάδι- τον Λίον Νοξ, που κάθε τόσο έψαχνε τα πράγματά του για την πυξίδα.

«Θα του σπάσω το κεφάλι!» ψιθύρισε εκνευρισμένος ο Νοξ, κατηγορώντας το Μάριο Νόμακ «…και θα έρθω να το αφήσω εδώ πέρα να το φάνε οι λύκοι!» Ο Εσκόλτα, τον αγριοκοίταξε.

Ο Λίον Νοξ, τότε τους ανακοίνωσε πως είχε χάσει την πυξίδα. Η Σιν-Σι τον καθησύχασε και προσπάθησε να τον ηρεμήσει, θυμίζοντάς του τα λόγια του Πρίγκιπα «…Μείνετε μακριά από τα βλέμματα και τα δάση… Προπαντός τα δάση!»

Λίγο αργότερα, ο Τζάρβις άκουσε ένα θόρυβο δίπλα του, σαν να έπεσε κάποιο βαρύ αντικείμενο στο χιόνι. Κοίταξε κάτω και τι να δει; Η πυξίδα του Νοξ είχε πέσει από τα ρούχα του Ραμόν. Ο Τζάρβις τον αγριοκοίταξε, μα ο Ραμόν έσκυψε βιαστικός να τη μαζέψει.

«Δεν πρέπει να είναι σε λάθος χέρια!..» ψιθύρισε ο νεαρός τσιγγάνος. Ο Τζάρβις δεν πρόλαβε να απαντήσει, καθώς ακούστηκε η δυνατή φωνή του Εσκόλτα.

«Κύριε Νοξ! Πιστεύω πως η πυξίδα σας βρέθηκε…» είπε προσπερνώντας τους τσιγγάνους και δίνοντας μια σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Ραμόν.

Όλοι σταμάτησαν εκείνη τη στιγμή και ο νεαρός τσιγγάνος παρέδωσε την πυξίδα στον Κάρλος Εσκόλτα. Ο Λίον Νοξ, διαπέρασε τον Ραμόν με ένα φλογερό βλέμμα, καθώς έπαιρνε ξανά στα χέρια του την πυξίδα. Αφού, την χάιδεψε απαλά, την σιγούρεψε ξανά στη θέση της.

Ο Εσκόλτα προσπέρασε πάλι τους δυο τσιγγάνους, παίρνοντας την αρχική θέση του, πίσω-πίσω, ενώ Ο Νοξ επέμεινε να κοιτάει προκλητικά τους δυο τσιγγάνους. Ο Ραμόν είχε εκνευριστεί τόσο πολύ, που ήταν έτοιμος να του ορμήσει.

«Ήσυχα Ραμόν» προσπάθησε να τον συνεφέρει ο Τζάρβις.

«Δεν μπορούμε να κάτσουμε έτσι και να τον αφήνουμε να προκαλεί…» απάντησε ανήσυχος.

«Να προκαλεί; Το δώρο που του έκανε ο Πρίγκιπας ήταν στα πράγματά σου. Νομίζω πως εσύ τον προκάλεσες πρώτος…»

Ο Νοξ πλησίασε τον Εσκόλτα, έχοντας τα παγωμένα του χέρια στις τσέπες του πανωφοριού του. Κάποια στιγμή, οι τσιγγάνοι διέκριναν ένταση στην κουβέντα των δυο μεγαλόσωμων αντρών.

Τότε ήταν, που ο Ραμόν έχασε την ψυχραιμία του. Όταν είδε το Λίον Νοξ να βγάζει το χέρι από την τσέπη και να κρατάει κάτι, έτοιμος να το σηκώσει προς τον Εσκόλτα. Με μια αστραπιαία κίνηση, ο τσιγγάνος έβγαλε από το πανωφόρι του τη βαλλίστρα, που του είχε δώσει ο Κάανν και, αφού την όπλισε, εκτόξευσε το ασημένιο βέλος της, σημαδεύοντας τον σβέρκο του Νοξ.

Κυριολεκτικά, την τελευταία στιγμή, ο Τζάρβις κατάφερε να τον σπρώξει και να τον ταρακουνήσει, χαλώντας του το σημάδι.

Το ασημένιο βέλος καρφώθηκε στον αριστερό ώμο του Νοξ, σωριάζοντάς τον στο χιόνι, ουρλιάζοντας.

«Γαμώτο σου, ρε Ραμόν!» φώναξε ο Τζάρβις.

Η φασαρία τους έκανε όλους, εκτός από τον Μπόραν, να σταματήσουν εκ νέου και να σπεύσουν να βοηθήσουν το χτυπημένο συνοδοιπόρο τους.

«Κρατούσε κάτι στο χέρι του! Πήγε να επιτεθεί στον Εσκόλτα!» προσπάθησε να δικαιολογηθεί όσο πιο ήρεμα μπορούσε «Και μπορώ εύκολα να φανταστώ σε ποιον θα επιτιθόταν μετά…»

Ο Τζάρβις έσπευσε να βοηθήσει το μεγαλόσωμο νυχτερινό, αφαιρώντας το σακίδιο του από τους ώμους του. Ήξερε πως, σε αυτή την αποστολή, θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει τα ελιξίρια του Μπαλέ. Ήταν σίγουρος. Δε φανταζόταν όμως, πως θα ήταν τόσο σύντομα. Πριν καν φτάσουν στα χωριά…

Το ουρλιαχτό πόνου του Νοξ, όμως, έφερε κι άλλο ουρλιαχτό, που αποκλείεται να άνηκε σε νυχτοβάτη. Ύστερα κι άλλο, κι άλλο. Και όλο και πιο κοντά τους. Η Σιν-Σι γύρισε και κοίταξε θυμωμένη τον Ραμόν και στη συνέχεια πανικόβλητη φώναξε με όλη της τη δύναμη:

« Τρέξτε!!!»

Και αυτό έκαναν. Έτρεξαν άγαρμπα, μέσα σε πανικό, βουλιάζοντας τα πόδια τους μέσα στο χιόνι. Ο Εσκόλτα σήκωσε τον Λίον Νοξ και τον κουβάλησε πάνω στον ώμο του. Κάνοντας μεγάλα βήματα, πρόφτασε τους υπόλοιπους σχετικά γρήγορα και δεν άργησε να περάσει και μπροστά από το υπόλοιπο γκρουπ. Ο Τζάρβις δεν έτρεχε κοντά με το Ραμόν, αλλά πιο μπροστά του, αφήνοντάς τον πίσω, τελευταίο.

Όμως, ύστερα από λίγο, ο δρόμος που άνοιγε ο Μπόραν σταματούσε και το χιόνι πάλι πύκνωνε. Ο Τζάρβις παρατήρησε κάτι σκούρο να διαφαίνεται πάνω στο λευκό χιόνι. Πλησίασε το δαυλό αρκετά κοντά στο χιόνι για να παρατηρήσει καλύτερα.

«Αίμα;» αναρωτήθηκε δυνατά.

Κανείς, όμως, δεν πρόλαβε να του απαντήσει.

Στα αριστερά τους, πλάι στο δρόμο, ανάμεσα στους λευκούς κέδρους, ακούστηκε ένα τραχύ γρύλλισμα. Ο Εσκόλτα, με αργές κινήσεις, άφησε το Νοξ κάτω και έβγαλε το τόξο του από τον ώμο.

«Κάνε πίσω, Λαγκ!» είπε στον Τζάρβις. Ο τσιγγάνος δεν του έφερε αντίρρηση καθαρίζοντας, όσο πιο γρήγορα γινόταν το οπτικό πεδίο του Εσκόλτα.

Μέσα από το δάσος μια μεγάλη φιγούρα λύκου ξεπρόβαλε. Ήταν γκριζόλευκος, με πλατύ κεφάλι και σκοτεινά μάτια. Είχε χαμηλώσει το κεφάλι, χωρίς όμως να πάρει ούτε στιγμή τα μάτια του από πάνω τους, σχηματίζοντας έτσι μια τρομερή καμπούρα από τρίχωμα. Έβγαλε μια απόκοσμη κραυγή, ανοίγοντας το στόμα του και τους επέδειξε τα γεμάτα αίμα δόντια του.

«Τύφλωσε τον!» φώναξε ο Εσκόλτα και ο Τζάρβις έφερε το δαυλό του κοντά στα κατάμαυρα μάτια του λύκου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Εσκόλτα τέντωσε το τόξο, σημαδεύοντας το στόμα του κτήνους. Η κραυγή πόνου του λύκου αντήχησε μέσα στη νύχτα και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, κάμποσα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά ακούστηκαν γύρω τους. Πολύ κοντά τους.

Το βέλος όμως, δεν κατάφερε να σκοτώσει το σκοτεινό εκείνο πλάσμα. Ούτε καν να το αποθαρρύνει. Και ο λύκος, που είχε νωρίτερα τρομάξει και πισωπατήσει, όρμισε με ένα πελώριο άλμα πάνω στον Εσκόλτα… Ο γιγαντόσωμος άντρας δεν πρόλαβε να αντιδράσει κι έτσι τα δόντια του κτήνους καρφώθηκαν στο πρόσωπο του. Ένα ασημένιο βέλος τότε, καρφώθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του λύκου, σωριάζοντας τον πάνω στο χιόνι. Ήταν από τη βαλλίστρα του Χαράμ.

Το φως του αυτοσχέδιου δαυλού του Τζάρβις σιγά-σιγά αδυνάτιζε και το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, όταν η Σιν-Σι και οι άλλοι έτρεξαν στον Κάρλος. Ήταν όμως αργά. Τα ματωμένα δόντια του λύκου είχαν καταφάει το πρόσωπο του θηριόσωμου. Τα ακονισμένα νύχια του, είχαν κατασχίσει το δέρμα του Εσκόλτα. Η Σιν-Σι γονάτισε από πάνω του, μα ήξερε πως δεν υπήρχε καιρός να θρηνήσει.

«Πρέπει να τρέξουμε!» φώναξε ο Χαράμ και ο Ραμόν κούνησε το κεφάλι του, συμφωνώντας. «Είναι κι άλλοι τριγύρω..» συνέχισε, μην μπορώντας να αψηφήσει τα ουρλιαχτά που τους έζωναν ολοένα και πιο σφιχτά.

«Δε μπορούμε, να τους αφήσουμε εδώ αυτούς!» είπε ο Τζάρβις κοιτάζοντας τους τραυματισμένους θηριόσωμους άντρες.

«Ούτε όμως και να τους κουβαλήσουμε!» απάντησε ψύχραιμα, μέσα στο τοπίο πανικού, η Σιν-Σι και κοίταξε αυστηρά το Ραμόν. Το βλέμμα της όμως, γρήγορα άλλαξε. Τα φρύδια της ανασηκώθηκαν και τα ανατολίτικα μάτια της γούρλωσαν και βούρκωσαν από τον νέο τρόμο. Ένα δάκρυ κατάφερε να ξεφύγει και να κυλήσει στο μάγουλό της. Ακριβώς πίσω από το Ραμόν στέκονταν και τους παρακολουθούσαν, όχι ένας και δύο, αλλά έξι λύκοι το ίδιο μεγάλοι όσο αυτός που είχε επιτεθεί στον Εσκόλτα.

Το τρεμουλιαστό φως από το δαυλό του Τζάρβις έσβησε.

Δεν έβλεπαν τίποτα!

Κυριάκος Μαυροειδέας