Σχολείο για Διαφορετικούς (Κεφάλαιο 11)

Μια αντρική φωνή που σίγουρα δεν ήταν του Ιβάν μου ψιθύρισε ότι όλα είχαν πάει καλά. Σκέφτηκα ότι βρισκόμουν στον παράδεισο μιας και δεν υπάρχει ενδεχόμενο να πάει κάτι καλά στην ζωή μου. Ο άντρας με την ωραία φωνή μου είπε να ανοίξω τα μάτια μου. Λες να ήταν ο Θεός και να με καλούσε να τον αντικρίσω; Και μόνο σε αυτή την σκέψη τα άνοιξα αμέσως.

«Βοήθεια!»

Πρέπει να αστειεύονται. Αυτό δεν ήταν ο παράδεισος που περίμενα αλλά η κόλαση.

«Σαμ, φύγε μακριά μου».

Άρχισα να φωνάζω και να κλαίω ταυτόχρονα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες ο Σαμ θα με είχε ήδη σκοτώσει αλλά αντί αυτού με κοιτούσε, έτσι απλά. Και τότε μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο Ιβάν.

«Ιβάν σου δίνω δέκα δευτερόλεπτα να μου εξηγήσεις για ποιον λόγο άφησες τον Σαμ να με πλησιάσει. Δέκα, εννιά...»

«Ήταν ο μόνος που μπορούσε να σε βοηθήσει».

Τι πάει λάθος με τον Σαμ; Στεκόταν και κοιτούσε αμέτοχος.

«Έχεις δίκιο Ιβάν, πώς θα έπαιζε με ένα σπασμένο παιχνίδι; Έπρεπε πρώτα να με επισκευάσει».

«Χωρίς παρεξήγηση παιδιά βρίσκομαι και εγώ εδώ» επισήμανε ο Σαμ.

«Εσύ σκάσε» πόσο τον μισώ.

«Μα τι τρόποι!»

Θα αρχίσω να ανησυχώ, μιλάω χάλια στον Σαμ και είμαι ακόμα ζωντανή.

«Δεν θα με κοιτάξεις με τα κόκκινα μάτια σου; Δεν θα με σκοτώσεις;»

«Όχι Άρι».

Όλη αυτή η κατάσταση είχε αρχίσει να με μπερδεύει.

«Ιβάν, τσίμπα με».

Ο Ιβάν αφού με κοίταξε παράξενα έκανε ότι του είπα.

«Άουτς!»

Να πάρει, δεν ήταν όνειρο.

«Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει τι συμβαίνει;»

«Ο Σαμ σε έσωσε» μου απάντησε ο Ιβάν.

«Εντάξει, δεν θα παραλείψω να τον ευχαριστήσω».

«Πρέπει να πάω να κάνω προπόνηση στους νεοφερμένους».

Δεν θέλω ο Ιβάν να με αφήσει μόνη μου με τον Σαμ.

«Πάντα φεύγεις την χειρότερη στιγμή» γκρίνιαξα.

«Συγγνώμη».

Με φίλησε στο μάγουλο και έφυγε. Ο Ιβάν, που σιχαίνεται και απεχθάνεται τον Σαμ, με άφησε μόνη μαζί του.

«Για ποιον λόγο με έσωσες;»

Άρχισα να φωνάζω στον Σαμ. Με ταχύτητα φωτός μου έπιασε τα χέρια.

«Καταρχάς ηρέμησε».

Άρχισα να τρέμω από τον φόβο μου.

«Άρι ηρέμησε».

«Δεν μπορώ, με τρομάζεις. Απλά απάντησέ μου και φύγε».

«Ξέρεις Άρι, κανένας δεν γεννιέται κακός».

«Κανένας εκτός από εσένα».

«Άρι σε έσωσα γιατί κατάλαβα ότι αυτό που σου έκανα δεν το άξιζες και γιατί σε λυπήθηκα».

«Ο διάβολος δεν λυπάται κανέναν».

«Ο διάβολος κάποτε ήταν άγγελος».

«Ωραία. Ευχαριστώ που με έσωσες, μην μου ξαναμιλήσεις και κυρίως μην με ξαναβασανίσεις».

Πήγα να φύγω αλλά ο Σαμ μου έπιασε το χέρι και με έφερε κοντά του. Ήμασταν τόσο κοντά που ένιωθα αμήχανα. Τραβήχτηκα μακριά.

«Με αηδιάζεις».

Βγήκα από το δωμάτιο και ευτυχώς δεν έκανε τίποτα για να με σταματήσει.

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Αποφάσισα να πάω στην προπόνηση για τους νεοφερμένους. Εξάλλου ήμουν μία από αυτούς και είχα κάθε δικαίωμα να πάω. Μόλις, μπήκα στο γυμναστήριο ο Ιβάν με κοίταξε και αμέσως με πλησίασε.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;»

«Προπόνηση όπως όλα τα υπερφυσικά παιδιά στην ηλικία μου».

«Τα οποία δεν έχει δαγκώσει βρικόλακας και δεν βρίσκονται σε κατάσταση ανάρρωσης».

«Μα θέλω να μείνω».

«Όχι σήμερα. Σε παρακαλώ βγες έξω».

Μες τα νεύρα αποφάσισα να φύγω από την προπόνηση. Μόλις βγήκα από την αίθουσα έπεσα πάνω στον Λουκ.

«Εσύ μου έλειπες τώρα».

Ο Λουκ με άρπαξε από το χέρι και με πήγε σε μια γωνία.

«Πώς επουλώθηκαν οι πληγές σου;»

Δεν του απάντησα.

«Αριάδνη σε ρώτησα κάτι».

«Δεν υπάρχει περίπτωση να σου απαντήσω».

«Γιατί;»

«Πρώτον γιατί κόντεψες να με σκοτώσεις με τόσο αίμα που μου ήπιες και δεύτερον γιατί δεν έχω ιδέα».

Ο Λουκ φάνηκε να τα χάνει για λίγο.

«Πότε ήπια από το αίμα σου;»

Πήγα να φύγω αν και κάτι μου έλεγε ότι όντως δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα μιλούσα. Ο Λουκ έτρεξε προς το μέρος μου.

«Αριάδνη, αν έκανα κάτι τέτοιο λυπάμαι».

«Και πολύ καλά κάνεις. Νόμιζα ότι ήσουν φίλος μου και κόντεψες να με σκοτώσεις».

Φάνηκε να σκέφτεται κάτι για λίγο.

«Ο αδελφός μου σε θεράπευσε;»

«Έτσι νομίζω, γιατί;»

«Γαμώτο!»

Έκανε να φύγει αλλά του έπιασα το χέρι. Με κοίταξε με τα κόκκινα μάτια του και εξαφανίστηκε.

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Μιας και δεν είχα τι άλλο να κάνω αποφάσισα να κάνω ιππασία. Έτσι πήγα στους στάβλους και έβγαλα την Ντάρκι, τον μονόκερό μου. Η Ντάρκι μόλις με είδε άρχισε να τρέχει γύρω μου. Τελικά, σταμάτησε για να ανέβω επάνω της. Την χάιδεψα απαλά στο κεφάλι και ξεκίνησε να τρέχει. Την άφησα να με πάει όπου ήθελε. Μετά από λίγη ώρα βρισκόμασταν στην ίδια λίμνη που την είχα πρωτογνωρίσει. Αφού παρατήρησα το τοπίο κατάλαβα γιατί ο μονόκερός μου ήθελε να έρθει εδώ. Ο Φίλιπ και ο Άλεξ έκαναν μπάνιο εκεί. Η Ντάρκι έτρεξε μέσα στην λίμνη ενώ εγώ κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο. Οι κοιλιακοί του Άλεξ και το χαμόγελό του ήταν επικίνδυνα πράγματα, φοβόμουν να τα δω από κοντά. Αν τα έβλεπα τα αισθήματά μου για αυτόν θα μεγάλωναν και μετά θα πληγωνόμουν περισσότερο.

Ο Φίλιπ και η Ντάρκι κολυμπούσαν ευτυχισμένοι. Τότε πρόσεξα ότι ο Άλεξ βγήκε από την λίμνη.

«Αριάδνη, το ξέρω ότι είσαι εδώ».

Φυσικά δεν απάντησα. Φοβόμουν να βγω από την «κρυψώνα» μου και να αντιμετωπίσω τα αισθήματά μου κατάμουτρα.

«Σου έκανα κάτι και δεν το θυμάμαι;»

Δεν θα το βούλωνε με τίποτα. Ήθελα να γίνω δυνατή. Ας ξεκινούσα με τον μεγαλύτερο μου φόβο τότε.

«Δεν μου έκανες τίποτα».

«Αποφάσισες να βγεις;»

«Ναι».

Προσπαθούσα να μην κοιτάω τους κοιλιακούς του αλλά πιστέψτε με δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ο Άλεξ μου έδειξε τους μονόκερους.

«Δες τους! Φαίνονται τόσο χαρούμενοι».

«Όντως».

«Νομίζω ότι πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη για μερικά πράγματα» είπε σοβαρά.

«Ναι;»

«Ναι. Πρώτον γιατί σε φίλησα για να ξεχάσω την Κλαίρη και δεύτερον γιατί δεν σε θεράπευσα όταν έπρεπε».

«Δεκτές οι συγγνώμες σου» χαμογέλασα.

Ο Άλεξ με έβαλε στους ώμους του και με βούτηξε στην λίμνη. Το νερό ήταν παγωμένο και άρχισα να τσιρίζω.

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Πρέπει να είχε περάσει μία ώρα από τότε που μπήκαμε στην λίμνη. Ο ήλιος είχε πέσει και είχα αρχίσει να τουρτουρίζω.

«Θες να βγούμε;»

Έγνεψα ναι. Ο Άλεξ έβγαλε από την τσάντα που είχε μαζί του μια πετσέτα και μου την έδωσε.

«Ευχαριστώ».

«Με ντρέπεσαι;»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Είσαι πολύ μαζεμένη και απαντάς μονολεκτικά. Επίσης, σκέφτεσαι πριν μιλήσεις».

«Απλά μου είναι λίγο παράξενο να είμαι κοντά σου».

«Δεν θες να είσαι κοντά μου;»

«Θέλω να είμαι κοντά σου αλλά δεν θέλω να σε αγαπάω».

Σκέφτηκα για λίγο τι είπα.

«Όχι όχι. Θέλω να σε αγαπάω αλλά όχι περισσότερο από όσο πρέπει. Επίσης, δεν θέλω να μου συμπεριφέρεσαι καλά από υποχρέωση».

Ο Άλεξ με κοίταξε με συμπόνια.

«Δεν σου συμπεριφέρομαι καλά από υποχρέωση. Μου αρέσει να κάνω παρέα μαζί σου απλά δεν είμαι έτοιμος για να γίνω κάτι παραπάνω από φίλος σου».

«Καταλαβαίνω».

Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν καταλάβαινα καθόλου.


Συγγραφέας: Έλμινθα

Επιμέλεια: Ειρήνη Λόκα