Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 12)

Βάσω

Κινήθηκε σβέλτα ανάμεσα στα τραπέζια προς το εσωτερικό του μαγαζιού αποφεύγοντας επιδέξια τα εμπόδια και τα “ευρηματικά” σχόλια των θαμώνων, που εκείνη την ώρα αποτελούνταν κυρίως από αλλοδαπούς εργάτες της γης, που ξεκινούσαν άλλη μια απαιτητική μέρα στα χωράφια με την απαραίτητη ενίσχυση του οργανισμού τους με καφεΐνη.

Άφησε τον δίσκο πάνω στο μεγάλο γδαρμένο δρύινο πάγκο και κοίταξε προβληματισμένη έξω τη μέρα που ξεκινούσε. Μετά από αυτή τη μικρή αναμπουμπούλα τα πράγματα θα χαλάρωναν, όπως γινόταν τα πρωινά της Κυριακής, που οι καλοί άνθρωποι επιτελούσαν το θεάρεστο έργο τους πηγαίνοντας στην εκκλησία και έπειτα θα μαζεύονταν στα περίφημα οικογενειακά τραπέζια δοξάζοντας τον Θεό, που τους επιφύλαξε μια μοίρα καλύτερη από τη δική της.

Το τηλέφωνο χτύπησε και το άρπαξε με αγωνία για να διαπιστώσει, όμως, πως δεν ήταν ο Γιάννης, αλλά η μάνα τους που με μία συγκαλυμμένη αγωνία στη φωνή της τη ρώτησε να μάθει αν είχε νέα του. Προσπάθησε να την καθησυχάσει παρόλο που και η ίδια έτρεμε για τα χειρότερα. Κάθε φορά που εξαφανιζόταν και δεν απαντούσε στα επίμονα τηλεφωνήματά της. Κάθε φορά η αγωνία γινόταν μεγαλύτερη και χειρότερη και κάθε φορά προσπαθούσε να την ησυχάσει με νύχια και με δόντια και να την κάνει να νιώσει ασφάλεια.

Η μάνα τους μια γυναίκα πενήντα πέντε χρονών που έμοιαζε με ογδόντα. Που πέθανε μια φορά, όταν έχασε τον άντρα της πριν από δεκαοκτώ χρόνια και κάθε μέρα από τότε που ο γιος της έμπλεξε με τα ναρκωτικά. Από τότε που στα δεκαπέντε της αναγκάστηκε να δουλέψει, για να συντηρήσει την οικογένεια της.

Έκλεισε το τηλέφωνο καθησυχάζοντάς την και βεβαιώνοντάς την πως αν είχε νεότερα θα την ενημέρωνε. Κάθισε σταυροπόδι σε ένα σκαμπό και ανακάτεψε με το καλαμάκι το μισοτελειωμένο της καφέ χαζεύοντας τη νωθρή κίνηση στον δρόμο. Όλη του η ζωή με το Γιάννη ήταν ένας αδυσώπητος αγώνας. Τις μέρες εκείνες με τη χαρμάνα του και τα βίαια ξεσπάσματα της στέρησης. Τα βρισίδια και τις απειλές τόσο τις λεκτικές όσο και τις σωματικές.

Ήταν στιγμές που παρακαλούσε να πεθάνει, γιατί δεν υπήρχε σωτηρία. Ήταν βαρύ αυτό που ένιωθε, μα και όλη η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Όταν ήταν νηφάλιος, ήταν το καλύτερο παιδί του κόσμου, ευγενικός με το ακαταμάχητο χαμόγελό του. Μα ήταν και αυτές οι φορές, που κλείδωναν την πόρτα φοβούμενοι για τα χειρότερα και αναγκαζόταν η αστυνομία να επέμβει για να τον απομακρύνει. Να βγαίνει η γειτονιά στα μπαλκόνια και να χαίρεται με την ντροπή σου, όταν φωνάζει κλαίγοντας πως πονάει και έχει ανάγκη από τη δόση του.

Δεν είχε προσωπική ζωή, είχε καταστρέψει όλες της τις σχέσεις εξαιτίας του. Ήταν αυτή η ρετσινιά που της είχαν κολλήσει, η αδερφή του πρεζάκια. Τα βλέμματα επικριτικά, τα μισόλογα πίσω από τη πλάτη της. Όλοι εκείνοι, που ζούσαν τον ύπνο του δικαίου λέγοντας πως το δικό τους παιδί δεν θα καταντούσε ποτέ έτσι. Όλοι αυτοί οι υποκριτές, που η βοήθεια τους σε αυτή την αρρώστια ήταν να κουνάνε επιδεικτικά το δάκτυλό τους χωρίς να κάνουν κάτι το ουσιαστικό. Δεν είναι εγκληματίες όλοι αυτοί, είναι άρρωστοι. Η όποια βία και επιθετικότητα προέρχονταν από την εξάρτηση και από την ανάγκη να καταλαγιάσουν τον εθισμό τους, τη χαρμάνα τους. Γιατί ήταν αρρώστια όλο αυτό σαν τον καρκίνο, μα οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από τους εξαρτημένους, για να μπορούν να τους δείχνουν και λένε αυτάρεσκα: Να, δες, εγώ είμαι καλύτερος από αυτόν. Αγνοούσαν, όμως, το γεγονός πως οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσε να χτυπήσει και τη δική τους πόρτα.

Οι σκέψεις της διακόπηκαν απότομα, καθώς ένας νεαρός, όχι μεγαλύτερος από δεκάξι δεκαεφτά χρονών, μπήκε στο καφενείο. Βλέμμα απλανές, αβέβαιο βήμα που τρέκλιζε. Ήταν σε άσχημη κατάσταση και το στομάχι της Βάσως σφίχτηκε. Η αναπνοή του ήταν λαχανιασμένη, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του και την μπλούζα του μούσκεμα στον ιδρώτα. Έδειχνε να πονά και προσπαθώντας να φανεί πειστικός της ζήτησε λεφτά, για να αγοράσει κάτι για να φάει.

Του ζήτησε να περιμένει λίγο και μπήκε στην κουζίνα προσέχοντάς τον ταυτόχρονα, μήπως βάλει χέρι στην ταμειακή μηχανή. Ήταν ταλαιπωρημένος, μα αυτό δεν τον έκανε λιγότερο επικίνδυνο. Επέστρεψε κρατώντας ένα μεγάλο σάντουιτς στα χέρια της και του το πρότεινε. Ο νεαρός γούρλωσε τα μάτια του με απογοήτευση. Σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε σχεδόν ικετευτικά, τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν. Το χνώτο του βρώμαγε από στέρηση.

Του έτεινε το πιάτο και η φάτσα του βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ στην απόγνωση. Τα βρώμικα χέρια του έπιασαν αβέβαια το σάντουιτς και οι ώμοι του κρέμασαν. Βγήκε σκυφτός από το μαγαζί και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Άνοιξε τον κάδο σκουπιδιών, το πέταξε ανέγγιχτο μέσα και απομακρύνθηκε με γρήγορο βήμα προς αναζήτηση ενός πιο εύπιστου θύματος.

Η καρδιά της ράγισε. Δεν μπορούσε να βλέπει άλλο πια ανθρώπους και ειδικά νέους να έχουν πάρει την κατηφόρα. Η κάθε της προσπάθεια να μιλήσει με ανθρώπους και να τους ενημερώσει έπεφτε σε κενό, βρίσκοντας κλειστές πόρτες και γυρισμένες πλάτες. Άνθρωποι που πίστευαν πως ήταν αλώβητοι από το κακό που καραδοκούσε σε κάθε γωνιά, που δεν έκανε διάκριση σε πλούσιους ή φτωχούς, μικρό ή μεγάλο. Στα μάτια τους αυτά ήταν απλά φανφάρες, λόγια μιας μπαρόβιας που δούλευε σε καφενείο, η αδερφή του πρεζάκια. Τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν όλοι αυτοί οι ευυπόληπτοι πολίτες με όλα αυτά;

Έτριψε απελπισμένη τους κροτάφους της. Είχε κουραστεί από όλα αυτά. Θα ήθελε να μπορούσε να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά, ένα οποιοδήποτε τέλος αρκεί να μην πονούσε άλλο πια. Γιατί το να νοιάζεσαι μόνο πόνο προκαλεί και τίποτα άλλο.

Το τηλέφωνό της χτύπησε ξανά.

«Είσαι ηλίθιος, αγόρι μου; Θέλεις να μας πεθάνεις όλους δηλαδή;»

Όλες οι κακές σκέψεις διαλύθηκαν μεμιάς και το σώμα της επιτέλους χαλάρωσε από την ανακούφιση. Οι αδελφικοί δεσμοί ήρθαν ξανά στην επιφάνεια πιο έντονοι αυτή τη φορά, κάνοντάς τη να νιώσει απέραντη ευγνωμοσύνη.

Ο αδερφός της ήταν ζωντανός και αυτό σήμαινε πως ήταν μια καλή μέρα.


Ηλίας Στεργίου

Επιμέλεια: Έλενα Φόρτη