Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 35: Ο Κρουνός - 1ο μέρος)

«Πού βρεθήκαμε;» ρώτησε ο Μιχάλης, ζαλισμένος ακόμη από το ταξίδι με την πύλη, καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος.

Ρίχνοντας μια ματιά στη γύρω περιοχή, είδε πολλά ψηλά και γερασμένα δέντρα να καλύπτουν μεγάλο μέρος του χώρου, δίνοντας ένα γκρίζο τόνο στο τοπίο, ενώ το έδαφος ήταν ανισόπεδο με πολλές απότομες υψομετρικές διαφορές και πολλά βουνά επίσης να περικλείουν την περιοχή. Τα σύννεφα βρίσκονταν πολύ χαμηλά, ίσως πιο πολύ από ότι θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να κρύβουν τον ήλιο και να μετατρέπουν το τοπίο σε μουντό.

«Κάπου που δεν έπρεπε να έρθουμε»

Για πρώτη φορά ο Μιχάλης τον είδε να έχει τρομαγμένο βλέμμα, που σίγουρα δεν είχε να κάνει σε τίποτα με τα τραύματά του.

«Γιατί; Τι είναι αυτό το μέρος;»

Ο Νίκος γύρισε και τον κοίταξε με ανέκφραστο τώρα ύφος. «Ο Κρούνος. Το μέρος που κατοικούν οι μαύροι μάγοι»

«Οι ποιοι;»

«Δε σου είπε τίποτα ο Ζεραήλ για αυτούς;» ρώτησε ο Νίκος, αλλά συνέχισε πριν προλάβει να απαντήσει ο Μιχάλης, «οι μαύροι μάγοι είναι αυτοί που χρησιμοποιούν μαύρη μαγεία.Μπορεί να είναι από οποιαδήποτε κατηγορία μάγων και μυούνται σε αυτή τη μαγεία από άλλους που τη χρησιμοποιούν ήδη. Είναι ότι χειρότερο υπάρχει εδώ, κάτι καθαρά διαβολικό και τρομερό. Ο γέρος που πήγαινε να μας θυσιάσει ήταν τέτοιος, για αυτό και βρεθήκαμε εδώ, γιατί χρησιμοποιήσαμε την πύλη του»

«Δηλαδή αυτή η μαγεία που δεν καταλάβαινα και τον προστάτευε ήταν μαύρη μαγεία;»

«Ναι, είναι πολύ ισχυρή. Οι μαύροι μάγοι είναι ευαίσθητοι μόνο στην καρδιά»

«Το κατάλαβα αυτό» είπε ο Μιχάλης, μετά όμως έμεινε παγωμένος στη θέση του, αναλογιζόμενος το αποτέλεσμα της πράξης του. «Λες να τον σκότωσα;»

«Όχι, ένας μαύρος μάγος δεν πεθαίνει αν το χτυπήσεις, έστω και θανάσιμα. Με κάποιον άλλο τρόπο σκοτώνονται αυτοί, που δεν τον ξέρω»

«Περίεργο»

«Βλακεία μου» είπε μετά από λίγο ο Νίκος, «που δε σκέφτηκα ότι θα ερχόμασταν εδώ, ενώ ήξερα ότι ήταν μαύρος μάγος»

«Δεν πειράζει, τώρα έγινε. Το θέμα είναι πως θα φύγουμε από εδώ»

«Αν θα φύγουμε. Αυτό το μέρος είναι τρομερά επικίνδυνο, δεν ξέρεις τι σε περιμένει πιο κάτω και αν μπορείς σωθείς»

«Δεν μπορούμε να κάνουμε και αλλιώς, θα προσπαθήσουμε να φύγουμε» δήλωσε μετά από λίγες στιγμές ο Μιχάλης.

Ο Νίκος πήρε το βλέμμα του από τη γύρω περιοχή και τον κοίταξε και πάλι. Μετά στο πρόσωπό του δημιουργήθηκε ένα χαμόγελο, όπως είχε τη στιγμή που έμαθε πως θα συνόδευε τον Μιχάλη στην αποστολή.

«Δίκιο έχεις. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Θα έχει πιο πολλή αγωνία η όλη φάση. Λοιπόν προς τα αριστερά, πίσω από το βουνό που φαίνεται, είναι το Σπήλαιο της Φωτιάς. Είναι πολύ μεγαλύτερος ο δρόμος φυσικά από ότι φαίνεται, αλλά ας πάμε»

Ο Μιχάλης χάρηκε για αυτήν την αλλαγή του φίλου του, που φάνηκε να ξεχνάει τα νέα για το Ελέστερ για λίγο, και κοίταξε προς τα εκεί και μετά έβγαλε το δράνο από την τσέπη του.

«Και το δράνο προς τα εκεί δείχνει. Άρα ξεκινάμε»

Το έδαφος ήταν πολύ τραχύ και ανισόπεδο, με αποτέλεσμα ο Μιχάλης να χτυπήσει πολλές φορές σε πέτρες ή παραλίγο να πέσει, κάτι που τον ανάγκαζε να κρατιέται από τα διπλανά δέντρα κάθε φορά. Ο Νίκος έμοιαζε να είναι πιο συνηθισμένος σε τέτοια μέρη, προχωρώντας μπροστά και γρηγορότερα. Με το βλέμμα του ατένιζε την περιοχή, όπως και με το μυαλό του φυσικά, κάτι για το οποίο ήταν σίγουρος ο Μιχάλης, ενώ και ο ίδιος έκανε κάτι παρόμοιο.

«Κάτι κινείται εκεί» άκουσε τον Νίκο να λέει ξαφνικά, ενώ σταμάτησε δίπλα του.

Έδειχνε προς τα δεξιά τους, πίσω από μερικά ψηλά και γκρίζα δέντρα. Την επόμενη στιγμή κάτι πήρε το μάτι του Μιχάλη, σαν μαύρη σκιά, η οποία χάθηκε την αμέσως επόμενη. Τρόμαξε και έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά αμέσως μετά ξαναβρήκε το θάρρος του.

«Μαύρος μάγος είναι, σωστά;»

«Ναι, σίγουρα είναι τέτοιος»

«Πάμε να φύγουμε από την άλλη τότε»

«Όχι» τον έκοψε ο Νίκος, παραξενεύοντάς τον, «πρέπει να είναι αντιπερισπασμός και να μας περιμένουν αλλού. Ας συνεχίσουμε την πορεία μας»

Συνέχισαν λοιπόν, με τα μάτια και τα μυαλά τους ανοιχτά, με την καρδιά του Μιχάλη να χτυπάει πιο δυνατά από φόβο και αγωνία, ενώ ένιωθε και ένα μικρό τρέμουλο στα πόδια. Πέρασε λίγη ώρα που περπατούσαν και δε συνέβη τίποτα, με τον Μιχάλη να απορεί που δεν είχαν δεχθεί επίθεση ακόμη.

«Γιατί δε μας επιτέθηκαν ακόμη;»

«Δεν είναι της νοοτροπίας τους οι επιθέσεις κατά μέτωπο, αλλά είμαι σίγουρος πως κάτι έχουν ετοιμάσει»

«Που το κρατάνε για έκπληξη, να φανταστώ;» υπέθεσε κάπως ειρωνικά ο Μιχάλης.

«Ακριβώς»

Συνέχισαν ακόμη λίγο την πορεία τους, μέχρι που ο Νίκος ξαφνικά σταμάτησε.

«Κάτι δεν πάει καλά»

Και δεν είχε άδικο. Τα σύννεφα έγιναν ξαφνικά πιο μαύρα και το τοπίο σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο. Όλοι οι ήχοι πάγωσαν, σαν κάποιος να τους είχε σταματήσει. Το μόνο που άκουγε πια ήταν η καρδιά του που χτυπούσε σαν τρελή από αγωνία.

«Δες πάνω» τον προέτρεψε ο φίλος του μετά.

Τότε ο Μιχάλης είδε το πιο αλλόκοτο θέαμα που είχε αντικρίσει ποτέ του. Από τα σύννεφα άρχισαν να πέφτουν σταγόνες, αλλά όχι όπως τις γνώριζε. Ήταν χοντρές με μαύρο χρώμα και σχήμα σαν σκιές, που ορμούσαν προς το έδαφος με αργό ρυθμό.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε, μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε.

«Ιδέα δεν έχω»

«Και τώρα τι κάνουμε;»

«Δεν ξέρω, αλλά δε νομίζω να μπορέσουμε να το αποφύγουμε»

«Άρα ένα μας μένει» είπε ο Μιχάλης, που σκεφτόταν όσο πιο γρήγορα γινόταν, «τρέχα»

Μετά τον έσπρωξε με δύναμη και άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί προς την κατεύθυνση που ακολουθούσαν, καθώς απέφευγαν τις μαύρες σταγόνες που έπεφταν. Το γεγονός ότι έπεφταν με πολύ αργό ρυθμό τους βοηθούσε να τις αποφεύγουν, αλλά ήταν εμφανές πως δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Τα σημεία στο έδαφος, πάνω στα οποία χτυπούσαν, γινόταν μαύρα και έβγαζαν καπνό, σαν να είχαν καεί, ενώ έμοιαζαν να αποτελούν σχέδιο από κάτι, αν τα ένωνες, κάτι που δεν ήταν σε θέση να διακρίνει ακριβώς ο Μιχάλης, αφού είχε εστιάσει την προσοχή του στην προσπάθεια να τις αποφεύγει και δεν μπορούσε να τις παρατηρεί.

Απέφυγαν αρκετές, μέχρι που ένα ισχυρό τράνταγμα στο έδαφος τους έκανε να σταματήσουν, αφού είχαν επικεντρωθεί στο να κρατηθούν όρθιοι. Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε ο Μιχάλης έγινε μία έκρηξη στο έδαφος και από τα σημεία που είχαν χτυπηθεί από τις μαύρες σταγόνες πετάχτηκαν μαύροι καπνοί με κατεύθυνση προς το μέρος τους. Είχε μείνει παγωμένος να κοιτάζει το θέαμα. Οι καπνοί πλησίαζαν με τρομακτικές ταχύτητες, τέτοιες που όσο και να έτρεχαν δεν υπήρχε καμία ελπίδα να γλυτώσουν. Πρώτα έφτασαν στον Νίκο, τον οποίο άκουσε να βγάζει μία κραυγή πόνου, πριν σωριαστεί στο έδαφος, τυλιγμένος από τους καπνούς.

«Μην το αφήσεις να σε κυριεύσει» άκουσε να του λέει πνιχτά.

Ο καπνός που πλησίαζε ήταν έτοιμος να τον τυλίξει, αλλά πρόλαβε να κλείσει το μυαλό του. Μόλις τον άγγιξε ο καπνός ένιωσε να καίγεται όλο του το σώμα, λες και είχε αρπάξει φωτιά παντού. Δυνατοί πόνοι ακολούθησαν και τον έριξαν κάτω, ενώ ένιωθε και το δέρμα του να καίγεται.

Οι πόνοι σταμάτησαν απότομα λίγες στιγμές αργότερα. Ένιωθε μόνο την ενόχληση από άσχημα εγκαύματα σε όλο του το σώμα και μια τεράστια αδυναμία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κουνήσει ούτε τα βλέφαρά του. Από ότι κατάλαβε, και ο Νίκος είχε σταματήσει να σφαδάζει και παρέμενε ακίνητος, μέχρι που ακούστηκε κάτι διαφορετικό.

Με την όρασή του τώρα να έχει θολώσει, είδε έξι σκοτεινές σιλουέτες να σχηματίζουν κύκλο γύρω τους. Όποιοι και αν ήταν, παρέμεναν ακίνητοι εκεί και κοιτούσαν απλά.

«Ήρθαν από την πύλη επτά» άκουσε ξαφνικά μία βραχνή και υπόκωφη φωνή, «άρα σίγουρα είναι δραπέτες του βωμού του Αζαρέρ»

«Αφού ήρθαν εδώ όμως» ακούστηκε μία άλλη, πιο δυνατή φωνή, «είναι δική μας δικαιοδοσία. Θα τους χρησιμοποιήσουμε για το Κάλεσμα»

«Σωστά» σχολίασε ένας τρίτος, με πιο βαθιά φωνή από τους άλλους δύο, «πάρτε τους»

Την επόμενη στιγμή ένιωσε κάτι σαν ρεύμα αέρα να τον σηκώνει λίγα εκατοστά από το έδαφος και άρχισε να μετακινείται προς μία κατεύθυνση, διαφορετική από εκείνη στην οποία πήγαιναν νωρίτερα, ενώ ένιωθε το Νίκο να μετακινείται και εκείνος δίπλα του. Άρχισε σιγά-σιγά να χάνει τις αισθήσεις του, μέχρι που τελικά αφέθηκε σε ένα ευχάριστο σκοτάδι που τον τραβούσε…

Άνοιξε τα μάτια του, αλλά δεν είδε τίποτα. Γύρω του όλα ήταν σκοτεινά και ένιωθε πάρα πολλή υγρασία στην περιοχή. Άνοιξε το μυαλό του, αλλά κάτι τον σταμάτησε στους τοίχους που υπήρχαν γύρω, που ήταν τείχη κάποιας σπηλιάς. Ακριβώς δίπλα του ένιωσε μία άλλη παρουσία που είχε κλειστό το μυαλό της, που δεν άργησε να διαπιστώσει πως ήταν ο Νίκος, Προσπάθησε να κάνει μία κίνηση, αλλά ένιωσε το σώμα του τρομερά πιασμένο και το δέρμα του να υποφέρει από άσχημα εγκαύματα.

«Πού είμαστε;» ρώτησε, με το στήθος και το λαιμό του να πονάνε καθώς μιλούσε.

«Σε θυσιαστήριο λογικά» άκουσε τον Νίκο δίπλα του να απαντάει.΄

Παναγιώτης Βάβαλος