Την τελευταία φορά που βρισκόταν εδώ είχε ορκιστεί να μην περάσει ποτέ ξανά το κατώφλι αυτού του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή το εννοούσε αλλά η μοίρα είχε διαφορετικά σχέδια γι’ αυτήν.
Τόσα χρόνια προσπαθούσε να αγνοήσει την ύπαρξη και του σπιτιού και των ενοίκων του. Το να διαγράψει το σπίτι από την μνήμη της ήταν εύκολο. Έπρεπε απλώς να φύγει χιλιόμετρα μακριά και να προσποιηθεί ότι δεν υπήρξε ποτέ, γιατί όταν αγνοείς κάτι αυτό παύει να υφίσταται. Τουλάχιστον έτσι έλεγε στον εαυτό της με σκοπό να παρηγορήσει την καταστραμμένη της καρδιά και να διατηρήσει τα λογικά της. Την οικογένειά της ήταν πιο δύσκολο να την ξεγράψει. Επέμεναν τόσο πολύ που αναγκάστηκε εκτός από σπίτι να αλλάξει πόλη, τηλέφωνο και σκέφτηκε μάλιστα να βρει ένα νέο όνομα. Ωστόσο δεν το έκανε καθώς το όνομά της τής θύμιζε το μοναδικό πράγμα που δεν τις είχαν δώσει ποτέ οι γονείς της˙ Ελευθερία. Αν ήθελε να θυμόταν κάτι από τη ζωή της σε εκείνο το οίκημα ήταν ο λόγος που έφυγε και δεν θα επέστρεφε ποτέ.
Δεν ήξερε γιατί τα επανάφερε στη μνήμη της όλα αυτά τώρα. Οι γονείς της ήταν νεκροί και αυτή περιφερόταν μόνη της σε αυτό το τεράστιο σπίτι. Το ήξερε απέξω και ανακατωτά. Μπορούσε να το γυρίσει με κλειστά μάτια χωρίς να σκοντάψει σε καμία γωνία. Τόσες ώρες που πέρασε εκεί μέσα ήταν φυσικό. Κι όμως κάτι είχε αλλάξει. Δεν ήταν κάποια ανακαίνιση ή αναδιοργάνωση των επίπλων. Λες και ο αέρας εκεί μέσα ήταν διαφορετικός. Ένιωθε ότι μπορούσε επιτέλους να αναπνεύσει. Σαν αυτό που βάραινε το στήθος τής είχε χαθεί από προσώπου γης. Εδώ που τα λέμε, αυτό ακριβώς είχε γίνει. Οι δύο αλυσίδες που την κρατούσαν φυλακισμένη είχαν γίνει ένα με το χώμα. Είχαν συναντήσει ένα ακόμα καθοριστικό γι’ αυτήν πρόσωπο. Αυτό δεν ήταν άλλο από τον μικρό της αδερφό.
Χωρίς να το καταλάβει είχε βρεθεί έξω από την πόρτα του δωματίου του. Πήρε μία βαθιά ανάσα και ακούμπησε το πόμολο. Ακόμα δεν είχε το θάρρος να ανοίξει την πόρτα. Την τελευταία φορά που το είχε προσπαθήσει η μητέρα της εξαγριώθηκε, της φώναξε, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και την τιμώρησε αυστηρά. Είχε μείνει δύο μέρες κλεισμένη στο δωμάτιό της χωρίς φαγητό και νερό. Από τότε δεν μπορούσε να πλησιάσει ούτε απέξω εκείνη την πόρτα. Μάλιστα ούτε που την κοίταζε, αφού έπεισε τον εαυτό της ότι κάτι σατανικό κρυβόταν από πίσω της. Έτσι είχε μείνει με το χέρι στο πόμολο και το βλέμμα καρφωμένο ευθεία. Την ενθύμησή της διέκοψε ο σύζυγός της
«Βρήκα τις κούτες που μου ζήτησες. Έγινε κάτι;», τη ρώτησε εμφανώς ανήσυχος.
«Όχι! Όλα καλά» απάντησε ξαφνιασμένη.
«Αν ήταν όλα εντάξει δεν θα ήσουν άσπρη σαν το πανί. Πες μου τι συνέβη. Σου φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις η παρουσία σου εδώ;», τής είπε.
«Πώ
ς συμπέρανες κάτι τέτοιο; Αυτό είναι το σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Θα ήταν πιο φυσικό να μου έρχονται ευχάριστες αναμνήσεις και να συγκινηθώ» αποκρίθηκε.
«Ναι θα ήταν… Εκτός αν η παιδική σου ηλικία δεν ήταν όπως των άλλων». Την κοίταξε ερευνητικά και έλαβε την σιωπή της ως συμφωνία στο σχόλιό του. Ως εκ τούτου συνέχισε τον συλλογισμό του.
«Ποτέ όσα χρόνια είμαστε μαζί δεν έχουμε έρθει εδώ. Δεν κατάφερα να γνωρίσω τους γονείς σου πριν πεθάνουν και αυτό όχι από δικιά μου επιλογή. Δεν σε άκουσα ούτε μία φορά να μιλάς στο τηλέφωνο μαζί τους και όποτε σε ρωτούσα τι συνέβαινε απέφευγες να μου δώσεις μία ξεκάθαρη απάντηση. Δεν ξέρω τίποτα για το παρελθόν σου πέραν του ότι έφυγες νωρίς από το σπίτι και δεν είχες ποτέ καλές σχέσεις με την οικογένειά σου. Θεωρώ ότι ήρθε η στιγμή να μάθω».
Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της από το πάτωμα σε εκείνον και είπε αποφασιστικά.
«Σου αξίζει να μάθεις την αλήθεια. Ελπίζω μόνο να μην με μισήσεις μετά απ’ αυτό. Πιάσε δύο μπύρες και βρες με στο σαλόνι».
Έφυγε χωρίς άλλες εξηγήσεις κι εκείνος προβληματισμένος πήγε στην κουζίνα άνοιξε δύο μπύρες και κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Αφού βολεύτηκε στον καναπέ η γυναίκα του ξεκίνησε χωρίς να χάνει χρόνο.
«Δεν είχα εύκολα παιδικά χρόνια. Για την ακρίβεια δεν είχα παιδικά χρόνια. Κάποτε είχα ένα μικρό αδερφό. Για λίγο καιρό όλοι ζούσαμε μαζί ευτυχισμένοι. Όμως, αυτό δεν κράτησε για πολύ. Μία μέρα σαν όλες τις άλλες έπαιζα με τον αδερφό μου στην αυλή. Σκαρφαλώναμε σε ένα δέντρο κι εγώ όντας μεγαλύτερη ήμουν πιο γρήγορη. Ο αδερφός μου είχε μείνει πίσω και μου φώναζε να τον περιμένω. Εγώ όμως, δεν άκουγα. Βιαζόμουν να φτάσω στην κορυφή, να αποδείξω ότι ήμουν καλύτερη. Είχαμε φτάσει αρκετά ψηλά και η μητέρα μου μάς προειδοποίησε να μην πάμε παραπάνω διότι τα ψηλότερα κλαδιά ήταν πιο λεπτά και υπήρχε κίνδυνος να σπάσουν. Ο αδερφός μου ήθελε να σταματήσουμε. Εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να μην φτάσω στην κορυφή και τον κορόιδεψα για την δειλία του. Ξαφνικά άκουσα ένα κλαδί να σπάσει. Τα υπόλοιπα γεγονότα έπαιξαν σαν ταινία μπροστά στα μάτια μου. Ο αδερφός μου στο έδαφος, η μαμά μου να ουρλιάζει, ο μπαμπάς μου να τηλεφωνεί στο ΕΚΑΒ, το ασθενοφόρο να καταφθάνει, η γεμάτη αίθουσα αναμονής στο νοσοκομείο, ο διάδρομος που οδηγούσε στα επείγοντα, τα αίματα. Επικρατούσε ένα χάος κι εγώ τα είχα χαμένα. Ο αδερφός ήταν νεκρός και η οικογένειά μου δεν ήταν ποτέ ξανά η ίδια μετά από αυτό. Οι γονείς μου κατηγορούσαν εμένα. Η μητέρα έλεγε ότι δεν τον προστάτευσα και ο πατέρας φοβόταν μέχρι και τη σκιά του. Πήραν δασκάλους στο σπίτι και δεν με άφηναν να βγω χωρίς τη συνοδεία τους. Ο πατέρας άρχισε να πίνει και να λείπει στη δουλειά πολλές ώρες. Η μητέρα ζούσε χάρις τα ψυχοφάρμακα. Κι εγώ ήμουν εγκλωβισμένη σε μία φυλακή που κάθε μέρα φρόντιζε να μου υπενθυμίζει πόσο άχρηστη ήμουν ως μεγάλη αδερφή. Εγώ έπρεπε να είχα πεθάνει. Έτσι έλεγαν. Το έλεγαν με τόσο πάθος, που μέχρι κι εγώ στο τέλος συμφώνησα. Γι’ αυτό δεν είχα σκοπό στη ζωή. Περιφερόμουν σαν φάντασμα μέσα σε αυτούς τους τοίχους δεχόμενη όλον τον εκφοβισμό, τις τύψεις, τις ενοχές, τις βρισιές τους. Πίστευα ότι τα άξιζα γιατί άφησα τον αδερφό μου να πεθάνει. Έφτασα σε τέτοιο σημείο, ώστε να προσπαθήσω να τον συναντήσω όπου κι αν ήταν. Ευτυχώς δεν τα κατάφερα».
Ο άντρας της άκουγε σοκαρισμένος τη διήγησή της έχοντας χάσει τη μιλιά του μετά από αυτές τις αποκαλύψεις. Εκείνη συνέχισε.
«Για καλή μου τύχη υπήρχε ένας δάσκαλος από αυτούς που μου φέρνανε, ο οποίος πίστεψε σε μένα. Μου έδωσε μία διέξοδο κι εγώ την πήρα. Με πήρε υπό την προστασία του, μου προσέφερε δουλειά και κατάφερα στα δεκαέξι μου να φύγω από αυτή τη φυλακή, γιατί έτσι έβλεπα το σπίτι μου πλέον. Αφού, έβγαλα κάποια χρήματα ο δάσκαλός μου επέμενε να σπουδάσω κάτι που έκανα. Και τότε γνώρισα εσένα. Είχα την ευκαιρία να κάνω μία καινούργια αρχή μακριά απ’ όλα, ξεχνώντας το παρελθόν και τις τραγωδίες του. Δεν ήθελα κανένας ποτέ να δει αυτήν την πλευρά μου οπότε την έκρυψα. Ξεκίνησα καθαρή χωρίς παλιά βάρη και αμαρτίες. Νόμιζα πως έτσι θα ξεχνούσα αλλά έκανα λάθος ποτέ δεν θα μπορέσω να προχωρήσω. Τα φαντάσματά τους θα με στοιχειώνουν πάντα όσο κι αν προσποιούμαι το αντίθετο.». Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα και δάγκωνε τα χείλι της σε μία προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα και τις κραυγές που ήθελε να βγάλει. Ο άντρας της την κοίταζε αποσβολωμένος. Έμειναν έτσι για αρκετή ώρα.
Έπειτα, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε πάλι έξω από το δωμάτιο του αδερφού της.
«Αυτό είναι το δωμάτιο του σωστά;» τη ρώτησε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Τότε άνοιξε με δύναμη την πόρτα και τής είπε.
«Αν θες να ξεπεράσεις τα φαντάσματά σου πρέπει να τα αντιμετωπίσεις». Έφυγε και την άφησε μόνη.
Αυτή έμεινε για λίγο να κοιτάζει το κενό. Για χρόνια ο μοναδικός της ρόλος μέσα σε αυτούς τους τοίχους ήταν αυτός της πλαστικής κούκλας. Φόραγε όμορφα φουστάνια και είχε ένα ψεύτικο χαμόγελο που έδινε την εντύπωση πως όλα πήγαιναν καλά. Έτσι ξεγελούσε τον εαυτό της πείθοντάς τον ότι είναι φυσιολογικός. Ένα παιδικό γέλιο το οποίο έμοιαζε φριχτά με εκείνο του αδερφού της διέκοψε απότομα την ονειροπόλησή της και τότε λες και ένα αόρατο χέρι την έσπρωξε προς τα μέσα. Κάθισε στο παλιό γραφείο του αδερφού της, έπαιξε με τα παιχνίδια του, διάβασε τα βιβλία του, κοίταξε από το παράθυρό του. Μετά έκλαψε, ούρλιαξε και πόνεσε όσο είχε πονέσει στην κηδεία του. Ωστόσο, αυτό ήταν που χρειαζόταν και ο άντρας της το ήξερε. Η νύχτα έφτασε και τη βρήκε κοιμισμένη στο κρεβάτι του με το αγαπημένο του αρκουδάκι.
Το επόμενο πρωί πήρε μία κούτα μάζεψε τα πιο σημαντικά αντικείμενα από το δωμάτιό του, δηλαδή όσα είχαν συναισθηματική αξία, και τα έβαλε στο αυτοκίνητο.
«Μόνο αυτά θέλω» είπε στον άντρα της που δεν έφερε αντίσταση. Πήγε να βάλει μπρος το αυτοκίνητο όταν είδε τη γυναίκα του να στέκεται ασάλευτη μπροστά από το φρικιαστικό αυτό σπίτι. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει…
Το παρακολούθησαν να καίγεται ολοσχερώς ως την τελευταία σανίδα. Αυτή ήταν η εξιλέωση που χρειαζόταν τόσο καιρό. Η Ελευθερία της. Και τα είχε πετύχει όλα με τη βοήθεια αυτού του υπέροχου ανθρώπου που όχι μόνο την αποδέχτηκε παρά το παρελθόν της, αλλά τη βοήθησε να το ξεπεράσει και να προχωρήσει. Αυτό ήταν μόνο η αρχή, καθώς λίγο καιρό αργότερα η ίδια θα αποκτούσε την αγαπημένη και όμορφη οικογένεια που είχε στερηθεί για τόσο καιρό και στα βαθιά της γεράματα θα πέθαινε ήρεμη περιτριγυρισμένη από ευτυχία και αγάπη.
Ναταλία Μαρδίκη
Τόσα χρόνια προσπαθούσε να αγνοήσει την ύπαρξη και του σπιτιού και των ενοίκων του. Το να διαγράψει το σπίτι από την μνήμη της ήταν εύκολο. Έπρεπε απλώς να φύγει χιλιόμετρα μακριά και να προσποιηθεί ότι δεν υπήρξε ποτέ, γιατί όταν αγνοείς κάτι αυτό παύει να υφίσταται. Τουλάχιστον έτσι έλεγε στον εαυτό της με σκοπό να παρηγορήσει την καταστραμμένη της καρδιά και να διατηρήσει τα λογικά της. Την οικογένειά της ήταν πιο δύσκολο να την ξεγράψει. Επέμεναν τόσο πολύ που αναγκάστηκε εκτός από σπίτι να αλλάξει πόλη, τηλέφωνο και σκέφτηκε μάλιστα να βρει ένα νέο όνομα. Ωστόσο δεν το έκανε καθώς το όνομά της τής θύμιζε το μοναδικό πράγμα που δεν τις είχαν δώσει ποτέ οι γονείς της˙ Ελευθερία. Αν ήθελε να θυμόταν κάτι από τη ζωή της σε εκείνο το οίκημα ήταν ο λόγος που έφυγε και δεν θα επέστρεφε ποτέ.
Δεν ήξερε γιατί τα επανάφερε στη μνήμη της όλα αυτά τώρα. Οι γονείς της ήταν νεκροί και αυτή περιφερόταν μόνη της σε αυτό το τεράστιο σπίτι. Το ήξερε απέξω και ανακατωτά. Μπορούσε να το γυρίσει με κλειστά μάτια χωρίς να σκοντάψει σε καμία γωνία. Τόσες ώρες που πέρασε εκεί μέσα ήταν φυσικό. Κι όμως κάτι είχε αλλάξει. Δεν ήταν κάποια ανακαίνιση ή αναδιοργάνωση των επίπλων. Λες και ο αέρας εκεί μέσα ήταν διαφορετικός. Ένιωθε ότι μπορούσε επιτέλους να αναπνεύσει. Σαν αυτό που βάραινε το στήθος τής είχε χαθεί από προσώπου γης. Εδώ που τα λέμε, αυτό ακριβώς είχε γίνει. Οι δύο αλυσίδες που την κρατούσαν φυλακισμένη είχαν γίνει ένα με το χώμα. Είχαν συναντήσει ένα ακόμα καθοριστικό γι’ αυτήν πρόσωπο. Αυτό δεν ήταν άλλο από τον μικρό της αδερφό.
Χωρίς να το καταλάβει είχε βρεθεί έξω από την πόρτα του δωματίου του. Πήρε μία βαθιά ανάσα και ακούμπησε το πόμολο. Ακόμα δεν είχε το θάρρος να ανοίξει την πόρτα. Την τελευταία φορά που το είχε προσπαθήσει η μητέρα της εξαγριώθηκε, της φώναξε, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και την τιμώρησε αυστηρά. Είχε μείνει δύο μέρες κλεισμένη στο δωμάτιό της χωρίς φαγητό και νερό. Από τότε δεν μπορούσε να πλησιάσει ούτε απέξω εκείνη την πόρτα. Μάλιστα ούτε που την κοίταζε, αφού έπεισε τον εαυτό της ότι κάτι σατανικό κρυβόταν από πίσω της. Έτσι είχε μείνει με το χέρι στο πόμολο και το βλέμμα καρφωμένο ευθεία. Την ενθύμησή της διέκοψε ο σύζυγός της
«Βρήκα τις κούτες που μου ζήτησες. Έγινε κάτι;», τη ρώτησε εμφανώς ανήσυχος.
«Όχι! Όλα καλά» απάντησε ξαφνιασμένη.
«Αν ήταν όλα εντάξει δεν θα ήσουν άσπρη σαν το πανί. Πες μου τι συνέβη. Σου φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις η παρουσία σου εδώ;», τής είπε.
«Πώ
ς συμπέρανες κάτι τέτοιο; Αυτό είναι το σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Θα ήταν πιο φυσικό να μου έρχονται ευχάριστες αναμνήσεις και να συγκινηθώ» αποκρίθηκε.
«Ναι θα ήταν… Εκτός αν η παιδική σου ηλικία δεν ήταν όπως των άλλων». Την κοίταξε ερευνητικά και έλαβε την σιωπή της ως συμφωνία στο σχόλιό του. Ως εκ τούτου συνέχισε τον συλλογισμό του.
«Ποτέ όσα χρόνια είμαστε μαζί δεν έχουμε έρθει εδώ. Δεν κατάφερα να γνωρίσω τους γονείς σου πριν πεθάνουν και αυτό όχι από δικιά μου επιλογή. Δεν σε άκουσα ούτε μία φορά να μιλάς στο τηλέφωνο μαζί τους και όποτε σε ρωτούσα τι συνέβαινε απέφευγες να μου δώσεις μία ξεκάθαρη απάντηση. Δεν ξέρω τίποτα για το παρελθόν σου πέραν του ότι έφυγες νωρίς από το σπίτι και δεν είχες ποτέ καλές σχέσεις με την οικογένειά σου. Θεωρώ ότι ήρθε η στιγμή να μάθω».
Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της από το πάτωμα σε εκείνον και είπε αποφασιστικά.
«Σου αξίζει να μάθεις την αλήθεια. Ελπίζω μόνο να μην με μισήσεις μετά απ’ αυτό. Πιάσε δύο μπύρες και βρες με στο σαλόνι».
Έφυγε χωρίς άλλες εξηγήσεις κι εκείνος προβληματισμένος πήγε στην κουζίνα άνοιξε δύο μπύρες και κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Αφού βολεύτηκε στον καναπέ η γυναίκα του ξεκίνησε χωρίς να χάνει χρόνο.
«Δεν είχα εύκολα παιδικά χρόνια. Για την ακρίβεια δεν είχα παιδικά χρόνια. Κάποτε είχα ένα μικρό αδερφό. Για λίγο καιρό όλοι ζούσαμε μαζί ευτυχισμένοι. Όμως, αυτό δεν κράτησε για πολύ. Μία μέρα σαν όλες τις άλλες έπαιζα με τον αδερφό μου στην αυλή. Σκαρφαλώναμε σε ένα δέντρο κι εγώ όντας μεγαλύτερη ήμουν πιο γρήγορη. Ο αδερφός μου είχε μείνει πίσω και μου φώναζε να τον περιμένω. Εγώ όμως, δεν άκουγα. Βιαζόμουν να φτάσω στην κορυφή, να αποδείξω ότι ήμουν καλύτερη. Είχαμε φτάσει αρκετά ψηλά και η μητέρα μου μάς προειδοποίησε να μην πάμε παραπάνω διότι τα ψηλότερα κλαδιά ήταν πιο λεπτά και υπήρχε κίνδυνος να σπάσουν. Ο αδερφός μου ήθελε να σταματήσουμε. Εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να μην φτάσω στην κορυφή και τον κορόιδεψα για την δειλία του. Ξαφνικά άκουσα ένα κλαδί να σπάσει. Τα υπόλοιπα γεγονότα έπαιξαν σαν ταινία μπροστά στα μάτια μου. Ο αδερφός μου στο έδαφος, η μαμά μου να ουρλιάζει, ο μπαμπάς μου να τηλεφωνεί στο ΕΚΑΒ, το ασθενοφόρο να καταφθάνει, η γεμάτη αίθουσα αναμονής στο νοσοκομείο, ο διάδρομος που οδηγούσε στα επείγοντα, τα αίματα. Επικρατούσε ένα χάος κι εγώ τα είχα χαμένα. Ο αδερφός ήταν νεκρός και η οικογένειά μου δεν ήταν ποτέ ξανά η ίδια μετά από αυτό. Οι γονείς μου κατηγορούσαν εμένα. Η μητέρα έλεγε ότι δεν τον προστάτευσα και ο πατέρας φοβόταν μέχρι και τη σκιά του. Πήραν δασκάλους στο σπίτι και δεν με άφηναν να βγω χωρίς τη συνοδεία τους. Ο πατέρας άρχισε να πίνει και να λείπει στη δουλειά πολλές ώρες. Η μητέρα ζούσε χάρις τα ψυχοφάρμακα. Κι εγώ ήμουν εγκλωβισμένη σε μία φυλακή που κάθε μέρα φρόντιζε να μου υπενθυμίζει πόσο άχρηστη ήμουν ως μεγάλη αδερφή. Εγώ έπρεπε να είχα πεθάνει. Έτσι έλεγαν. Το έλεγαν με τόσο πάθος, που μέχρι κι εγώ στο τέλος συμφώνησα. Γι’ αυτό δεν είχα σκοπό στη ζωή. Περιφερόμουν σαν φάντασμα μέσα σε αυτούς τους τοίχους δεχόμενη όλον τον εκφοβισμό, τις τύψεις, τις ενοχές, τις βρισιές τους. Πίστευα ότι τα άξιζα γιατί άφησα τον αδερφό μου να πεθάνει. Έφτασα σε τέτοιο σημείο, ώστε να προσπαθήσω να τον συναντήσω όπου κι αν ήταν. Ευτυχώς δεν τα κατάφερα».
Ο άντρας της άκουγε σοκαρισμένος τη διήγησή της έχοντας χάσει τη μιλιά του μετά από αυτές τις αποκαλύψεις. Εκείνη συνέχισε.
«Για καλή μου τύχη υπήρχε ένας δάσκαλος από αυτούς που μου φέρνανε, ο οποίος πίστεψε σε μένα. Μου έδωσε μία διέξοδο κι εγώ την πήρα. Με πήρε υπό την προστασία του, μου προσέφερε δουλειά και κατάφερα στα δεκαέξι μου να φύγω από αυτή τη φυλακή, γιατί έτσι έβλεπα το σπίτι μου πλέον. Αφού, έβγαλα κάποια χρήματα ο δάσκαλός μου επέμενε να σπουδάσω κάτι που έκανα. Και τότε γνώρισα εσένα. Είχα την ευκαιρία να κάνω μία καινούργια αρχή μακριά απ’ όλα, ξεχνώντας το παρελθόν και τις τραγωδίες του. Δεν ήθελα κανένας ποτέ να δει αυτήν την πλευρά μου οπότε την έκρυψα. Ξεκίνησα καθαρή χωρίς παλιά βάρη και αμαρτίες. Νόμιζα πως έτσι θα ξεχνούσα αλλά έκανα λάθος ποτέ δεν θα μπορέσω να προχωρήσω. Τα φαντάσματά τους θα με στοιχειώνουν πάντα όσο κι αν προσποιούμαι το αντίθετο.». Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα και δάγκωνε τα χείλι της σε μία προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα και τις κραυγές που ήθελε να βγάλει. Ο άντρας της την κοίταζε αποσβολωμένος. Έμειναν έτσι για αρκετή ώρα.
Έπειτα, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε πάλι έξω από το δωμάτιο του αδερφού της.
«Αυτό είναι το δωμάτιο του σωστά;» τη ρώτησε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Τότε άνοιξε με δύναμη την πόρτα και τής είπε.
«Αν θες να ξεπεράσεις τα φαντάσματά σου πρέπει να τα αντιμετωπίσεις». Έφυγε και την άφησε μόνη.
Αυτή έμεινε για λίγο να κοιτάζει το κενό. Για χρόνια ο μοναδικός της ρόλος μέσα σε αυτούς τους τοίχους ήταν αυτός της πλαστικής κούκλας. Φόραγε όμορφα φουστάνια και είχε ένα ψεύτικο χαμόγελο που έδινε την εντύπωση πως όλα πήγαιναν καλά. Έτσι ξεγελούσε τον εαυτό της πείθοντάς τον ότι είναι φυσιολογικός. Ένα παιδικό γέλιο το οποίο έμοιαζε φριχτά με εκείνο του αδερφού της διέκοψε απότομα την ονειροπόλησή της και τότε λες και ένα αόρατο χέρι την έσπρωξε προς τα μέσα. Κάθισε στο παλιό γραφείο του αδερφού της, έπαιξε με τα παιχνίδια του, διάβασε τα βιβλία του, κοίταξε από το παράθυρό του. Μετά έκλαψε, ούρλιαξε και πόνεσε όσο είχε πονέσει στην κηδεία του. Ωστόσο, αυτό ήταν που χρειαζόταν και ο άντρας της το ήξερε. Η νύχτα έφτασε και τη βρήκε κοιμισμένη στο κρεβάτι του με το αγαπημένο του αρκουδάκι.
Το επόμενο πρωί πήρε μία κούτα μάζεψε τα πιο σημαντικά αντικείμενα από το δωμάτιό του, δηλαδή όσα είχαν συναισθηματική αξία, και τα έβαλε στο αυτοκίνητο.
«Μόνο αυτά θέλω» είπε στον άντρα της που δεν έφερε αντίσταση. Πήγε να βάλει μπρος το αυτοκίνητο όταν είδε τη γυναίκα του να στέκεται ασάλευτη μπροστά από το φρικιαστικό αυτό σπίτι. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει…
Το παρακολούθησαν να καίγεται ολοσχερώς ως την τελευταία σανίδα. Αυτή ήταν η εξιλέωση που χρειαζόταν τόσο καιρό. Η Ελευθερία της. Και τα είχε πετύχει όλα με τη βοήθεια αυτού του υπέροχου ανθρώπου που όχι μόνο την αποδέχτηκε παρά το παρελθόν της, αλλά τη βοήθησε να το ξεπεράσει και να προχωρήσει. Αυτό ήταν μόνο η αρχή, καθώς λίγο καιρό αργότερα η ίδια θα αποκτούσε την αγαπημένη και όμορφη οικογένεια που είχε στερηθεί για τόσο καιρό και στα βαθιά της γεράματα θα πέθαινε ήρεμη περιτριγυρισμένη από ευτυχία και αγάπη.
Ναταλία Μαρδίκη
Eπιμέλεια: Στέλλα Μπλέτσα