Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 13)

Ο Δήμος πετάχτηκε κάθιδρος από το κρεβάτι. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, για να συνειδητοποιήσει πως όλο αυτό δεν ήταν απλά ένας εφιάλτης. Ένα απροσδιόριστα κακό όνειρο, θολό και μπερδεμένο. Είχε ξυπνήσει για τα καλά, μα η αίσθηση του πανικού και ο πόνος στα πλευρά του τον έφεραν σε κατάσταση εγρήγορσης.

Είχε ξημερώσει και η διάθεση του ήταν η χειρότερη από ποτέ. Πίσω από την πόρτα επικρατούσε η συνηθισμένη φασαρία, μαγειρικά σκεύη που άλλαζαν θέση και μπερδεμένες χαμηλόφωνες συζητήσεις. Ήταν σίγουρος ότι μιλούσαν για αυτόν, το αγαπημένο τους θέμα. Σα να άκουγε τη μάνα του: «Το παιδί μας βγήκε προβληματικό» «Δεν έχει παρέες» «Κάτι τρέχει μαζί του, δεν είναι φυσιολογικά πράγματα αυτά».

Και στον αντίποδα τον πατέρα του να της απαντά: « Είσαι υπερβολική όπως πάντα, είναι απλά εφηβεία. Οι ορμόνες έχουν χτυπήσει κόκκινο».

Γιατί δεν μπορούσαν απλά να τον αφήσουν ήσυχο; Γιατί θα έπρεπε πάντα να ανακατεύονται σε ζητήματα που δεν τους αφορούσαν; Όλη η οργή άρχισε να κυλά σα δηλητήριο στις φλέβες του και έσφιξε δυνατά τις γροθιές του. Ήθελε απεγνωσμένα να χτυπήσει κάτι, να εκτονώσει αυτή τη συμπίεση που έβραζε μέσα του.

Πήρε το κινητό στα χέρια, για να διαπιστώσει πως δεν υπήρχε κανένα νέο μήνυμα. Η Στέφη ήταν εξαφανισμένη με το τηλέφωνό της κλειστό. Σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε μπροστά από την μπλε μονόφυλλη ντουλάπα του. Ξεφύσησε σαν μαινόμενος ταύρος και γρονθοκόπησε με δύναμη την πόρτα της. Ένας λυτρωτικός πόνος απλώθηκε σε όλο του το σώμα και το μυαλό του στιγμιαία αποσπάστηκε από τη πραγματικότητα. Μούγκρισε ελαφρά και έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα.

Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και η μάνα του όρμησε έξαλλη στο δωμάτιο.

«Τι έγινε; Τι θόρυβος ήταν αυτός;»

«Παράτα με».

Είχε ακουμπήσει το κεφάλι του πάνω στην ντουλάπα και ανάσαινε αργά. Προσπαθούσε να ελέγξει τον θυμό του αποφεύγοντας να την κοιτά, μα εκείνη σα να το έκανε επίτηδες συνέχισε να μένει στη θέση της και να το ερεθίζει ακόμα περισσότερο.

«Πας καλά, αγόρι μου; Τι έγινε πάλι;»

Έσφιξε πάλι τις γροθιές του προτιμώντας να μην απαντήσει. Με την άκρη του ματιού την έβλεπε να σηκώνει απελπισμένη το κεφάλι προς το ταβάνι και να μονολογεί εκνευρισμένη. Έπειτα, έβαλε τα χέρια στη μέση της και απέμεινε να τον κοιτά περιμένοντας να της μιλήσει. Όχι, δεν θα της το έκανε το χατίρι. Αν έκανε το λάθος να αρχίσει, όλο το θέμα θα παρεκτρέπονταν και πάλι με πολύ άσχημη κατάληξη.

Το πρόσωπό της ξαφνικά σκοτείνιασε, καθώς εστίασε σε μία γωνία του δωματίου. Έσκυψε και μάζεψε κάτι από το πάτωμα και το περιεργάστηκε έντρομη. Γαμώτο, ήταν το μπλουζάκι του που παρέλειψε να συμμαζέψει.

«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε από τα νεύρα.

«Σου είπα παράτα με».

Τον πλησίασε επικίνδυνα κουνώντας το ματωμένο ρούχο μπροστά από το πρόσωπό του.

«Που έχεις μπλέξει; Ποιοι αλήτες το κάνανε αυτό;»

Ο τόνος της φωνής της κάθε άλλο παρά ανησυχία φανέρωνε. Ήταν μια φωνή επικριτική, νευρική, γεμάτη θυμό και ένταση. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Παράτησε τη θέση του και στάθηκε μπροστά με πρόσωπο κατακόκκινο. Οι φλέβες στον λαιμό του είχαν φουσκώσει και το χέρι που σήκωσε στον αέρα έτρεμε από αβεβαιότητα.

«Εκεί φτάσαμε; Να σηκώνεις χέρι να χτυπήσεις την ίδια σου τη μάνα;»

Το χέρι του έμεινε μετέωρο στον αέρα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του, είχε καταντήσει ανεξέλεγκτος και για μια στιγμή τρόμαξε με την ιδέα ότι είχε φτάσει πολύ κοντά στο να το κατεβάσει πάνω της.

Την εκρηκτική σιωπή έκοψε, όταν, στο σκηνικό εμφανίστηκε ο πατέρας του. Έμεινε ακίνητος να τους κοιτά έντρομος για το πώς είχε εξελιχθεί η συζήτηση μάνας και γιου. Στο βλέμμα του, όμως, δεν υπήρχε ο θυμός, αλλά παραίτηση και απογοήτευση.

Ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται. Όλο αυτό το θέαμα του προκαλούσε αηδία και έπρεπε επειγόντως να πάρει αέρα, να αναπνεύσει. Τους παραμέρισε βίαια και έφυγε από το σπίτι παρά τις απειλές της μάνα του για το αντίθετο.

Τα μάγουλά του έκαιγαν, τα μάτια του έτσουζαν. Χωρίς δεύτερη σκέψη καβάλησε το ποδήλατο και έφυγε αναπτύσσοντας ταχύτητα. Όλος ο κόσμος είχε εξαφανιστεί ως δια μαγείας από μπροστά του. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να τον σταματήσει, όλες του οι σκέψεις ήταν συγκεντρωμένες μόνο σε ένα πράγμα, τον απύθμενο θυμό του.

Οι ρόδες τον οδήγησαν στο δασάκι, κάτω από το βαρύ ίσκιο των δέντρων, δίπλα στο ποτάμι. Ήταν ακόμα νωρίς, για να μαζευτούν όλοι αυτοί οι συνομήλικοί του και να γεμίσουν με χαρούμενες φωνές το μέρος, μα είδε ότι δεν ήταν μόνος. Στο μεγάλο πάγκο φτιαγμένο από κορμούς δέντρων κομμένους στη μέση αναγνώρισε τη μορφή της Στέφης και η καρδιά του πετάρισε.

Σταμάτησε για μια στιγμή, μη ξέροντας τι να κάνει. Κατέβηκε τελικά από το ποδήλατο και κρατώντας το με τα χέρια τη πλησίασε αργά. Δεν ήξερε τις διαθέσεις της και δεν είχε καμία όρεξη να μπλεχτεί εκ νέου σε καυγά και ειδικά με εκείνη.

Τη πλησίασε αρκετά χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία του. Κουνούσε το κεφάλι της σε έναν φανταστικό σκοπό κρατώντας ένα τενεκεδένιο κουτάκι στα χέρια της. Το βλέμμα της ήταν χαμένο και χαμογελούσε κάπως ηλίθια. Μόλις τον είδε, η έκφρασή της άλλαξε και το πρόσωπό της φωτίστηκε ολόκληρο από χαρά. Σήκωσε τα χέρια της ευδιάθετη και τον φώναξε να πάει κοντά της. Τον αγκάλιασε σφιχτά και έχωσε το κεφάλι της στον ώμο του κάνοντάς τον να νιώσει φοβερά αμήχανα.

Στράβωσε τα χείλη με χαριτωμένο τρόπο και του ανακάτεψε τα μαλλιά. Του έτεινε το κουτί της μπύρας, μα εκείνος αρνήθηκε ευγενικά.

«Μπύρα, red bull και χάπια. Τι φάση δικέ μου. Μαλάκα, την έχω ακούσει για τα καλά μιλάμε».

Ξέσπασε σε ένα βροντερό γέλιο και έπεσε απάνω του. Όλη αυτή η αλλοπρόσαλλη και εξωστρεφής συμπεριφορά της τον είχαν μπερδέψει για τα καλά.

«Ρε συ Στέφη, είσαι εντάξει; Θέλω να πω… ».

Δεν ήξερε τι να ήθελε να πει, ούτε και αν ήθελε πραγματικά να είναι αυτή τη στιγμή εκεί μαζί της. Αυτή σε απάντησή του ρούφηξε τη μύτη της και σοβάρεψε απότομα. Ήπιε και τις τελευταίες γουλιές, τσαλάκωσε το κουτί μέσα στη χούφτα της και το πέταξε απηυδισμένη.

Σηκώθηκε και έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν της.

«Βαρέθηκα» του είπε «Δεν φεύγουμε;»

Σήκωσε τους ώμους του.

«Πού θες να πάμε;»

«Θα αράξουμε στο σπίτι μου. Δεν θα μας ενοχλήσει κανείς».


Ηλίας Στεργίου

Επιμέλεια: Έλενα Φόρτη