Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 35: Ο Κρουνός - 2ο μέρος)

Δεν μπορούσε να τον δει, αλλά δε χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να καταλάβει και μόνο από τη φωνή του πως βρισκόταν σε άθλια κατάσταση.

Ένας ήχος ακούστηκε ξαφνικά και αντιλήφθηκε τέσσερις μάγους να μπαίνουν στο μέρος στο οποίο βρίσκονταν τα αγόρια, περνώντας από τα τείχη. Όλοι τους ήταν καλυμμένοι με μαύρους μανδύες, με αποτέλεσμα να μη φαίνεται τίποτα από το σώμα τους. Δύο από αυτούς τους έκαναν να σταθούν όρθιοι και ξεκίνησαν προς μία άγνωστη κατεύθυνση.

Διαπέρασαν έναν τοίχο, λες και ήταν αέρινος, και συνέχισαν, συνεχίζοντας σε ένα μικρό διάδρομο, μέχρι που έφτασαν σε ένα χώρο, σχεδόν ίδιο με εκείνον που έκαναν τις θυσίες οι Χιζέρκα. Υπήρχε ένα κυκλικό σημείο στο κέντρο, με ένα περίεργο σχήμα που θύμιζε πεντάλφα. Κατά τα άλλα ήταν το ίδιο ακριβώς, με τη γνωστή τρύπα με το μαύρο υγρό και τη σφαίρα από πάνω.

Το βλέμμα του Μιχάλη έμεινε παγωμένο, όταν συνειδητοποίησε πως το σχήμα στον κύκλο ήταν σχεδιασμένο με αίμα, ενώ στην άκρη υπήρχαν τα σώματα τριών μάγων, που είχαν δολοφονηθεί με κάτι αιχμηρό πολύ πρόσφατα. Οι δύο που τους κρατούσαν τους άφησαν μπροστά από την τρύπα.

«Ας τελειώνουμε» είπε ένας από αυτούς που τους μετέφεραν και ένας μαύρος μάγος, που βρισκόταν δίπλα το σχήμα, πλησίασε προς το μέρος τους.

Ο Μιχάλης έμεινε να κοιτάζει τον μάγο, ακόμη σοκαρισμένος από το θέαμα των τριών πτωμάτων, νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι και μια αηδία, αλλά είχε πολλές ώρες να φάει και δεν είχε κάτι να βγάλει.

Ο μάγος που τους πλησίασε τους άγγιξε από τους ώμους και άρχισε να ψέλνει κάτι, όπως και εκείνος στη θυσία που έκαναν οι Χιζέρκα. Ο Μιχάλης αμέσως μετά ένιωσε όλο του το σώμα να παγώνει. Λίγες στιγμές αργότερα ο άνδρας πήρε τα χέρια του από πάνω τους και συνέχισε αυτήν την περίεργη ψαλμωδία κατευθυνόμενος προς το σχήμα στο έδαφος

Μόλις το κοίταξε, σταμάτησε απότομα την πορεία του και την ψαλμωδία.

«Σταματήστε» ούρλιαξε με δυνατή φωνή, «κάτι δεν πάει καλά με τη δύναμη του μικρού με τα ξανθά μαλλιά. Πρέπει...»

Το έδαφος άρχισε ξαφνικά να τραντάζονται έντονα΄. Τα δύο αγόρια πετάχτηκαν προς τα πίσω, όπου έσκασαν σε ένα τείχος της σπηλιάς και έμειναν εκεί, κρατούμενοι με δυσκολία από εξογκώματα, για να μην παρασυρθούν ξανά.

Από το σχήμα ξεχύθηκε ξαφνικά ένα πολύ δυνατό λευκό φως μαζί με ένα σκούρο μαύρο καπνό, όπως εκείνο που είχε τυλίξει τα δύο αγόρια, με τη σπηλιά να τραντάζεται όλο και δυνατότερα. Τον Μιχάλη τον τύφλωσε το δυνατό φως και αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του και στρέψει ελαφρά το κεφάλι του αλλού, ώστε να μην τον χτυπά άμεσα το φως.

«Τι γίνεται;» φώναξε στον Νίκο δίπλα του.

«Κάπου στράβωσε η δουλειά εξαιτίας σου»

Όλο το δωμάτιο είχε γεμίσει λευκό φως και καπνούς, με τον Μιχάλη να βήχει πνιγμένος από τον καπνό και να προσπαθεί να αντικρίσει προς το σχήμα. Είδε τους μάγους να κινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις και να εξαφανίζονται απότομα.

«Το μέρος θα εκραγεί» άκουσε τον Νίκο να φωνάζει δίπλα του, «πρέπει να φύγουμε από εδώ τώρα»

«Από κάποιο μέρος που έφυγαν και οι άλλοι;»

«Μόνο οι μαύροι μάγοι μπορούν να ανοίξουν αυτές τις εισόδους»

Δε σκέφτηκε παραπάνω για αυτές τις πύλες, μιας και δεν μπορούσε να κοιτάζει και πολύ λόγω του έντονου φωτός. Μια διαφορετική ιδέα κατέβηκε όμως στο μυαλό του.

«Ας φτιάξουμε μόνοι μας τότε, πριν μας πέσει στο κεφάλι όλη η σπηλιά»

«Πώς θα…» πήγε να πει εκείνος αλλά ο Μιχάλης είχε ήδη στραφεί προς τα πίσω και έκανε ένα από τα κόλπα που του είχε μάθει ο Ζεραήλ, όπου διέλυσε με αρκετή δύναμη τον τοίχο πίσω του, ανοίγοντας μια τρύπα, στην οποία βούτηξε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ο Νίκος πίσω του τον ακολούθησε μουρμουρίζοντας κάτι, το οποίο δεν ήταν σε θέση να ακούσει εξαιτίας του θορύβου από τα κομμάτια που έπεφταν κάτω και την κατάρρευση ολόκληρης της σπηλιάς. Συνέχισε την προσπάθεια να βρει την έξοδο φτιάχνοντας ανοίγματα στους τοίχους, αρνούμενος τη βοήθεια του Νίκου, επειδή ο φίλος του ήταν εξαντλημένος από όλα όσα είχε πάθει.

Μετά από λίγη ώρα και αρκετές φορές που είχε διαλύσει κομμάτια πέτρας στη σπηλιά, φάνηκε φως μπροστά τους, καθώς η μισή πρέπει ήδη να είχε καταρρεύσει και η καταστροφή να πλησίαζε και προς την υπόλοιπη, στην οποία βριίσκονταν τα δύο αγόρια. Τελικά πήδησαν έξω από αυτή, από ένα σημείο τριών μέτρων.

Ήταν εμφανές πως ο Νίκος ζοριζόταν και να περπατήσει ακόμη, αφού ο Μιχάλης αναγκαζόταν να τον στηρίζει, ο οποίος επίσης ήταν αποδυναμωμένος. Τελικά κατάφεραν οριακά να ξεφύγουν, ώστε να μην παρασυρθούν από τα κομμάτια της σπηλιάς που κατέρρευσε μετά την έκρηξη που έγινε.

Μόλις συνέβη αυτό, έπεσε κάτω, όπως και ο Νίκος, αφού δεν άντεχε άλλο. Η εξάντληση ήταν τόση, που αισθανόταν ότι δε θα μπορούσε να σηκωθεί ποτέ ξανά από εκεί. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, πριν μιλήσει ξανά στον Νίκο.

«Δε θα μας κυνηγήσουν;»

«Σίγουρα» αποκρίθηκε εκείνος, «γι’αυτό πρέπει να την κάνουμε από εδώ σύντομα. Ας πάρουμε τα πάνω μας λοιπόν»

Ο Μιχάλης τον κοίταξε παραξενεμένος, καθώς ο φίλος του εμφάνιζε το σακίδιό του και το άνοιξε. Με το χέρι του έβγαλε από μέσα ένα φιαλίδιο που περιείχε ένα διαφανές υγρό, που θα έλεγε κανείς ότι ήταν νερό. Άνοιξε το μικρό φελλό και ήπιε μια γουλιά από το ποτό. Η έκφραση αηδίας στο πρόσωπό του έκανε τον Μιχάλη να γελάσει, αλλά τον πόνεσε το στήθος του και σταμάτησε.

«Πιες κι εσύ μία» δίνοντάς του το.

Το πήρε και ήπιε μια μικρή γουλιά, έτοιμος για την αηδία που θα ένιωθε. Πράγματι, το υγρό αυτό είχε μία πολύ κακή γεύση, σαν ξύδι μαζί με αλκοολούχο ποτό. Το έδωσε μετά πίσω στον Νίκο, ο οποίος το πήρε και το μάζεψε ξανά στο σακίδιό του.

«Δυναμωτικό» του είπε δείχνοντάς το, πριν χαθεί στο σακίδιό του ξανά.

Δεν άργησε να δράσει και ξεκίνησαν, επιβεβαιώνοντας από το δράνο πως όδευαν στη σωστή κατεύθυνση. Όταν έφτασαν στους πρόποδες ενός βουνού, ο Νίκος τον ενημέρωσε πως είχαν βγει από τα σύνορα του Κρούνου, κάτι που φυσικά ο Μιχάλης διαπίστωσε από τον ήλιο που φαινόταν ξανά. Δε σχολίασε όμως κάτι σχετικά με την κατάσταση του φίλου του, ήταν εμφανές πως εκείνος προτιμούσε να μη μιλάει για όσα είχαν μάθει.

Τελικά δε χρειάστηκε να ανέβουν πολύ, αφού ο δρόμος που ακολουθούσαν κατηφόριζε από κάποιο σημείο, δείχνοντας πως θα εγκατέλειπαν σύντομα το βουνό. Μετά από αρκετή ώρα, ένα μικρό εξωκλήσι άρχισε να αχνοφαίνεται. Πλησίαζαν όλο και περισσότερο, μέχρι που ο Νίκος σταμάτησε απότομα.

«Μάλλον θα έχουμε πρόβλημα»

Παναγιώτης Βάβαλος