Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 14)

Νίκος


Όταν όλα είναι αλλιώς, λες θα παλέψεις, πως θα κάνεις τη διαφορά. Ότι δεν είσαι σαν τους άλλους και πως δε θα κάνεις τα δικά τους λάθη. Και έρχεται αυτή η στιγμή που, βουλιαγμένος στην πολυθρόνα, αντικρίζεις τη συμφορά κατάματα χωρίς να έχεις τη θέληση ή το κουράγιο να επέμβεις, για να αλλάξεις την καταστροφική πορεία των πραγμάτων. Είναι τότε που έρχεται ο θάνατος ή μάλλον κάτι χειρότερο: ο συμβιβασμός. Μένεις ναρκωμένος στη ρουτίνα, στη συνήθεια. Τα μάτια που κάποτε λαχταρούσαν να γεμίσουν με εικόνες, τώρα έχουν μείνει κενά με απαθές βλέμμα. Ξάφνου αντιλαμβάνεσαι ότι δε σε αγγίζει τίποτα, τίποτα δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις το παραμικρό συναίσθημα και αυτό σε γεμίζει με τρόμο. Αγνοείς αποστασιοποιημένος συνειδητά τις εκκλήσεις για βοήθεια, υπεκφεύγεις. Πιστεύεις αφελώς πως η κατάσταση θα λυθεί μαγικά, μα η λύτρωση ποτέ δεν έρχεται. Και εσύ περιμένεις ακόμα και περιμένεις.

Και έρχεται η στιγμή, που ο ίδιος σου ο γιος σε κοιτά κατάματα και δεν τον αναγνωρίζεις πια. Έχει γίνει ένας ξένος, η απόσταση μεταξύ σας έχει εκτοξευτεί στο άπειρο και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ατενίζεις μουδιασμένος το κενό. Η γυναίκα του έλεγε πως ο γιος τους έχει αλλάξει. Αυτό ήταν εν μέρει σωστό. Αυτοί που είχαν αλλάξει πραγματικά ήταν οι ίδιοι, μόνο που κανείς τους δεν τολμούσε να το παραδεχτεί στον εαυτό του.

Υπήρχαν στιγμές χαλαρές, που ήλπιζε πως θα κάνει αυτό το περίφημο βήμα να πλησιάσει τον γιο του, να παίξει τον ρόλο που του αναλογούσε σε αυτή την έκρυθμη κατάσταση, να πνίξει το ανθρωπάκι μέσα του και να γίνει πατέρας. Ήταν, όμως, κάτι που διαρκούσε ελάχιστα και όταν η περίοδος συμφιλίωσης με τον εαυτό του έληγε, γινόταν όλα όπως πριν και ακόμα χειρότερα. Πάντα, όμως, πίστευε πως η επόμενη θα ήταν και η καθοριστική.

Υπήρχαν άνθρωποι, που είχαν βάλει τη ζωή της σε μια τάξη και όχι αυτό το-όχι και τόσο δημιουργικό- χάος που κυριαρχούσε στη δική του. Ένιωθε να έχει βουλιάξει σε ένα τέλμα, ανίκανος να κινηθεί. Όλα φάνταζαν σα μια επώδυνη τροχοπέδη καθιστώντας τον ίδιο απαθή θεατή στο αμείλικτο σήριαλ της μοίρας του. Θεωρούσε ανεύθυνο τον γιο του, μα μήπως και ο ίδιος δεν είχε προδώσει τα όποια ιδανικά του; Τα όνειρά του; Τη δυνατότητα να ονειρεύεσαι σου τη στερεί η ανάγκη της επιβίωσης. Η ανάγκη είναι ένα αδηφάγο τέρας που λεηλατεί ελπίδες.

Ίσως κάποτε να θεωρούσε τον εαυτό του τον τελευταίο των ρομαντικών, μα η πίεση και η ρουτίνα είναι μια πρέσα, που συμπιέζει τις φιλοδοξίες σου και τις μετατρέπει σε ψυχρό εμπορεύσιμο μέταλλο.

Δεν ήξερε αν ίσχυε κάτι από όλα αυτά ή απλά ήταν δικαιολογίες και προφάσεις, για να καλύψει τον άνευρο πεζό του χαρακτήρα και την αναποφασιστικότητά του.

Παράτησε το μαραφέτι, που κρατούσε στο χέρι του, πάνω στον λερωμένο πάγκο μπροστά του. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα άφησε να κρέμονται από το κορδόνι πάνω στο στήθος. Έτριψε με τα δάχτυλα την κορυφή της μύτης και άφησε ένα σιγανό μορφασμό. Πάντα είχε κάτι στα χέρια του για να διορθώνει, αν και μερικές φορές πίστευε πως ήταν μια μηχανική κίνηση, για να αποπροσανατολίσει τις σκέψεις του από όλα αυτά, που τον βασάνιζαν και δεν μπορούσε να διορθώσει στα αλήθεια. Το μάντευε κανείς από το συνήθως απόμακρο βλέμμα, στις ολοένα και πιο σπάνιες φορές που χαμογελούσε, από τα μάτια που ξεθώριαζαν, όταν κοιτούσε το κενό από το παράθυρο.

Μια αίσθηση πικρίας του γέμισε το στήθος και μια απογοήτευση. Κοίταξε το παρατημένο μαραφέτι στον πάγκο, που δεν κατάφερε τελικά να το κάνει να λειτουργήσει, και σκέφτηκε ότι ίσως είχαν δίκιο αυτό που σκέφτονταν οι άλλοι για εκείνον, μα δεν το έλεγαν φωναχτά. Πως στην τελική, κατά βάθος, ήταν ένας άχρηστος.

Συμβιβασμός και παραίτηση. Ένιωθε έναν πολύ συγκεκριμένο πόνο, τον πόνο της απόστασης. Ήταν ειρωνικό που κάθε μέρα προσπαθούσε να φτιάξει και από κάτι, εκτός από οτιδήποτε αφορούσε τις προσωπικές σχέσεις. Ο γιος τού του είχε πει πως είχε ένα ατύχημα με το ποδήλατο και είχε κάθε λόγο να πιστεύει πως του έλεγε την αλήθεια. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τα πράγματα θα γινόταν πολύ σοβαρά. Τα σοβαρά πράγματα άπτονταν ευθυνών και οι ευθύνες ήταν ένα φορτίο ασήκωτο.

Όταν ξύπνησε το πρωί, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ελέγξει το ποδήλατο του Δήμου για ζημιές και να το επισκευάσει. Το βρήκε, όμως, σε άριστη κατάσταση, όπως το ήξερε, χωρίς τη παραμικρή γρατσουνιά, που θα δικαιολογούσε την έκταση των τραυμάτων του γιου του. Δεν ανησυχούσε, όμως, σίγουρα θα υπήρχε μια πολύ καλή εξήγηση για όλο αυτό.

Ήταν σίγουρος πως ο Δήμος τους έλεγε την αλήθεια και αυτός ψέματα στον εαυτό του.


Ηλίας Στεργίου

Επιμέλεια: Έλενα Φόρτη