Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 36: Οι Κυανοί)

Ο Μιχάλης πήγε να ρωτήσει τι εννοούσε, αλλά το κατάλαβε ψάχνοντας στιγμιαία με το μυαλό του. Εντόπισε κάποιους έφιππους μάγους να πλησιάζουν προς τα εκεί, οι οποίοι έδειχναν να κατευθύνονται προς το μέρος τους.

«Γρήγορα» φώναξε ο Μιχάλης, «πάμε στο ξωκλήσι»

«Τι; Θα παγιδευτούμε εκεί»

«Μπορεί να μην ασχοληθούν μαζί μας, αν είμαστε μέσα»

«Υπερβολικά αισιόδοξη σκέψη» σχολίασε ο φίλος του, αλλά τον ακολούθησε μέσα στο μικρό εξωκλήσι.

Εκείνο δεν είχε καμία διαφορά από εκείνα που γνώριζε ο Μιχάλης, έμοιαζε δηλαδή με μικρή εκκλησία. Περίμεναν πάντως αμίλητοι και ακίνητοι, χωρίς να ακουστεί κάποια φωνή από έξω, παρόλο που οι Χιζέρκα είχαν φτάσει εκεί. Τελικά ακούστηκε ένας κρότος, που έκανε το έδαφος της περιοχής να τρανταχτεί. Ακολούθησε ένας δεύτερος, με κραυγές και ουρλιαχτά να σκεπάζουν στη συνέχεια τους άλλους ήχους.

«Τι γίνεται;» ρώτησε ο Μιχάλης, καθώς έβαζε το χαρτί που είχε φτιάξει στην τσέπη του.

«Οι Κυανοί είναι. Επιτίθενται στους Χιζέρκα»

«Σοβαρά μιλάς;»

«Ναι, αυτοί είναι. Φαίνονται από τους μανδύες που φοράνε» επιβεβαίωσε ο Νίκος δείχνοντας κάπου έξω από ένα παράθυρο.

«Ωραία. Πάμε να τους βοηθήσουμε τότε» είπε νιώθοντας ήδη την έξαψη της μάχης.

«Όχι, καλύτερα να φύγουμε τώρα, είναι πολύ καλή ευκαιρία»

Ο Μιχάλης έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει. Αν και μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία, δεν ήθελε να αφήσει άλλη φορά άλλους να πολεμάνε και εκείνος να τρέχει μακριά.

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Θέλω να πάω να τους βοηθήσω»

Ο Νίκος είχε μείνει να τον κοιτάζει για λίγο, πριν κάνει νόημα πως συμφωνεί.

Τα δύο αγόρια όρμησαν έξω και τράβηξαν τα σπαθιά τους. Μόλις άνοιξε την πόρτα ο Νίκος και βγήκε, ο Μιχάλης κοντοστάθηκε τη στιγμή που έβγαινε από την πόρτα, για να δει τι συνέβαινε. Μια ντουζίνα μάγοι με μπλε μανδύες που κάλυπταν όλο τους το σώμα είχαν ορμήσει και πολεμούσαν με τους Χιζέρκα, που ήταν περίπου είκοσι σε αριθμό, αν και πέντε από αυτούς βρισκόταν ήδη αναίσθητοι. Ένας από τους Κυανούς μαχόταν ταυτόχρονα με τρεις και ένας άλλος με δύο, ενώ οι υπόλοιποι ήταν μάχες ένας με έναν.

Ο Νίκος είχε ήδη ορμήσει προς το σημείο που πάλευε ένας Κυανός με τρεις Χιζέρκα και έριχνε πυρά κατά πάνω τους. Ο Μιχάλης μετά πήρε το βλέμμα του από εκεί και όρμησε σε εκείνους τους δύο που πάλευαν με έναν ταυτόχρονα, ρίχνοντας μια μαγική σπρωξιά και μερικά άλλα κόλπα που τραυμάτιζαν και έσπαγαν κόκκαλα. Οι δύο Χιζέρκα χτυπήθηκαν και υποχώρησαν, δίνοντας την ευκαιρία στον Κυανό να τους χτυπήσει και τους δύο με το σπαθί του, κάτι που τους έκανε να σωριαστούν στο έδαφος. Ο Μιχάλης άδραξε την ευκαιρία και τους αφαίρεσε τις αισθήσεις με μία κίνηση του αριστερού του χεριού, που ήταν ελεύθερο.

«Τι κάνετε εδώ εσείς;» του φώναξε εκείνος ο μάγος, που ήταν άνδρας, «έχετε τρελαθεί; Φύγετε γρήγορα από ‘δω»

«Είμαστε σύμμαχοί σας και ήρθαμε να βοηθήσουμε» του είπε ο Μιχάλης αποφασιστικά.

«Είστε μικρά παιδιά και είναι πολύ επικίνδυνο. Φύγετε πριν σας αναγκάσω»

Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο, ακούστηκε μία κραυγή πόνου, συνοδευμένη από μία δεύτερη, καθώς δύο από τους Κυανούς σωριαζόταν στο έδαφος ακίνητοι. Ο Μιχάλης όρμησε με τη μία στον έναν από τους δύο Χιζέρκα που απελευθερώθηκαν, εξαπολύοντας ένα σωρό μαγικά, που ανάγκασαν τον Χιζέρκα να υποχωρήσει στην προσπάθειά του να αμυνθεί. Προσπάθησε να του συνθλίψει τα κόκκαλα του χεριού του, με μία κίνηση του αριστερού δικού του ενώ με το δεξί χτυπούσε με όλη του τη φόρα τον ίδιο, που αμύνθηκε με το δικό του σπαθί.

Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει, μαθημένος από τα μαθήματα με τον Κώστα, χτυπώντας εναλλακτικά με το σπαθί του, ενώ προσπαθούσε να επιφέρει κάποιο πλήγμα στον άνδρα με το άλλο του χέρι ή και με το μυαλό, το οποίο το ανοιγόκλεινε για τις ανάγκες της μάχης.

Ξαφνικά όμως, ο Χιζέρκα έκανε μία κίνηση, με μία κίτρινη λάμψη να εμφανίζεται και να χτυπάει τον Μιχάλη στο στήθος, προκαλώντας του έναν τρομερό πόνο και εκτοξεύοντάς λίγα μέτρα πιο πέρα, όπου έσκασε με την πλάτη και το κεφάλι του στο έδαφος. Ευτυχώς για εκείνον ήταν μαλακό και δε χτύπησε άσχημα, αλλά το σπαθί ξέφυγε από το χέρι του.

Ζαλισμένος όπως ήταν από το χτύπημα, είδε το Χιζέρκα να εμφανίζεται ακριβώς από πάνω του, έτοιμος να τον καρφώσει με το μαύρο σπαθί του στο στήθος. Σε μια τελευταία προσπάθεια, έβαλε όλη του τη δύναμη για να τον ρίξει αναίσθητο, αλλά δεν είχε αποτέλεσμα, με τον άνδρα να κατεβάζει με φόρα το σπαθί πάνω στο αγόρι.

Ξαφνικά όμως, η κίνηση του άνδρα σταμάτησε και το σπαθί του έπεσε από τα χέρια, σκάζοντας πάνω στο σώμα του Μιχάλη, χωρίς να τον τραυματίσει άσχημα όμως, με εκείνον να βγάζει μια κραυγή πόνου. Τα μάτια του Χιζέρκα γούρλωσαν και άρχισε να τρέχει αίμα από τη μύτη του, που ενώθηκε με αρκετό αίμα που ξεχυνόταν από το στόμα του.

Ο Μιχάλης χρειάστηκε μερικές στιγμές για να συνειδητοποιήσει ότι εκείνος το είχε προκαλέσει. Άνοιξε την επόμενη στιγμή το χέρι του, με τον άνδρα να σωριάζεται κάτω και να βήχει, πιάνοντας το στήθος του και ουρλιάζοντας λίγο από τους πόνους, ενώ προσπαθούσε να πάρει ανάσα.

Δεν έχασε την ευκαιρία και τράβηξε το σπαθί του, σαν μαγνήτης που έλκει ένα σίδερο. Μόλις ο άνδρας άρχισε να παίρνει κανονικά ανάσες, με μία κίνηση τον έκανε να πέσει λιπόθυμος. Τρόμαξε και λίγο με τον εαυτό του, που μέσα στον πανικό του έκανε διαφορετική επίθεση από αυτήν που ήθελε. Έπρεπε να μάθει να ελέγχει καλύτερα τις δυμάνεις του.

Γύρισε και κοίταξε γύρω μετά, όπου οι υπόλοιποι μάχονταν ακόμη, σαν λυσσασμένα σκυλιά. Ο άνδρας από τους Κυανούς, τον οποίο είχε βοηθήσει ο Μιχάλης δυσκολευόταν με τον Χιζέρκα τον οποίο είχε τώρα αναλάβει. Σε ίδια κατάσταση βρισκόταν και ο Νίκος, με τον Μιχάλη να κατευθύνεται προς τα εκεί, με σκοπό να τον βοηθήσει. Τελευταία στιγμή όμως σταμάτησε, γιατί ήξερε πως ο φίλος του θα ήθελε να νικήσει μόνος του τον αντίπαλό του και θα ήταν άνανδρο εκ μέρους και των δύο να χτυπήσουν ένα από τους αντιπάλους μαζί.

Στα δεξιά του, ένας Χιζέρκα πήγε να κάνει ένα θανάσιμο χτύπημα σε έναν Κυανό, με τον Μιχάλη να αναγκάζεται να τον σταματήσει με μια διπλή και δύσκολη προσπάθεια με τον νου, που του στοίχισε την απόκτηση μίας νέας ζάλης, χειρότερης από πριν. Ο Κυανός εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ευκαιρία και συνέτριψε τον αντίπαλό του, ευχαριστώντας τον Μιχάλη που βοήθησε με μία κίνηση του χεριού, πριν ορμήσει σε έναν άλλο Χιζέρκα.

Ακούστηκε ένας κρότος κάπου κοντά, στο σημείο όπου ο Νίκος πάλευε πριν, όπου καλύφθηκε από λίγο καπνό. Η καρδιά του Μιχάλη πάγωσε στο θέαμα, φοβούμενος μην έπαθε κάτι ο φίλος του. Μόλις ξεδιάλυνε ο καπνός όμως, είδε τον Νίκο και έναν Κυανό να στέκονται πάνω από τέσσερις λιπόθυμους Χιζέρκα. Ο Κυανός βοήθησε τους άλλους, ώσπου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλοι οι Χιζέρκα βρίσκονταν πεσμένοι στο έδαφος και αναίσθητοι, εκτός από εκείνον με τον οποίο πάλευε ο άνδρας τον οποίο είχε βοηθήσει ο Μιχάλης. Φαινόταν εξαίρετος ξιφομάχος και μάγος, αλλά και ο άνδρας από τους Κυανούς δεν πήγαινε πίσω. Ξαφνικά όμως, φάνηκε μία μπλε λάμψη, ακολουθούμενη από μία κόκκινη, και ο Χιζέρκα βρέθηκε αναίσθητος και πεσμένος λίγα μέτρα πιο πέρα από το σημείο που πάλευε, με το σπαθί του να μένει στα χέρια του άνδρα από τους Κυανούς.

«Καθαρίσαμε εδώ. Ας συνεχίσουμε δυτικά» είπε ο άνδρας, μαζεύοντας το σπαθί του Χιζέρκα, βάζοντάς το κάπου κάτω από το μανδύα.

Δύο άλλοι από τους Κυανούς είχαν βρεθεί δίπλα από τους πεσμένους και προσπαθούσαν να τους θεραπεύσουν με μαγεία και ειδικά υγρά, ώσπου τελικά τα κατάφεραν. Εντωμεταξύ, μόλις ο άνδρας κοίταξε όλους τους υπόλοιπους, στράφηκε στα δύο αγόρια.

«Πείτε μου, πώς βρεθήκατε εδώ και για ποιο λόγο μπήκατε στη μάχη;»

Αυτή τη φορά ήταν ο Μιχάλης που ανέλαβε να του απαντήσει, υπό τα περίεργα βλέμματα όλων των υπολοίπων που στεκόταν όρθιοι.

«Είμαστε σε μια αποστολή και βρεθήκαμε εδώ τυχαία. Μόλις ακούσαμε τη μάχη, μπήκαμε για σας βοηθήσουμε»

«Τι είδους αποστολή;»

«Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αυτήν» απάντησε ο Νίκος προτού μιλήσει ο Μιχάλης, ενώ στη συνέχεια εμφάνισε κάτι σαν κέρμα στο χέρι του και το έδωσε στον άνδρα.

Εκείνος το πήρε και το επεξεργάστηκε με το βλέμμα, αλλά και ελέγχοντάς το με το μυαλό του, πριν το επιστρέψει και πάλι στον Νίκο. Στη συνέχεια, έκανε μία κίνηση που παραξένεψε τον Μιχάλη, κατέβασε δηλαδή την κουκούλα του μανδύα του. Ήταν γύρω στα σαράντα, με μαύρα μαλλιά και λίγα γένια, που άρχισαν να ασπρίζουν, με πρόσωπο γεμάτο ουλές και διαπεραστικό και σοβαρό βλέμμα.

«Κατάλαβα. Πάντα είναι ένα βήμα μπροστά. Εμείς τώρα πρέπει να σας αφήσουμε. Αυτό που θέλω από εσάς είναι να προσέχετε και να αποφεύγετε τέτοιου είδους μάχες. Σύμφωνοι;»

«Ναι» απάντησε ο Μιχάλης, που δε χρειάστηκε και πολύ για να καταλάβει πως ο άνδρας αναφερόταν στον Ζεραήλ και τους άφησε γιατί κατάλαβε περίπου τι αποστολή είχαν.

Την επόμενη στιγμή φόρεσε την κουκούλα και κίνησε προς την αντίθετη κατεύθυνση, με τους υπόλοιπους να ακολουθούν, ρίχνοντας μία τελευταία ματιά στα δύο αγόρια. Τελευταίος πέρασε από δίπλα του, εκείνος ο Κυανός που είχε βοηθήσει ο Μιχάλης, ώστε να μην πληγωθεί θανάσιμα από το Χιζέρκα με τον οποίο πάλευε. Τον άγγιξε μαλακά από τον ώμο, προκαλώντας του μια ευχάριστη ανατριχίλα.

«Ευχαριστώ για πριν» του ψιθύρισε στο αυτί, κάνοντάς τον να μείνει έκπληκτος, καθώς τον άφησε και απομακρύνθηκε.

Η φωνή που άκουσε ήταν γυναικεία και μάλιστα ανήκε σε νεαρή κοπέλα. Ο Μιχάλης έμεινε να την κοιτάζει να απομακρύνεται, νιώθοντας ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του. Μετά στράφηκε προς το Νίκο, ο οποίος τον κοιτούσε παραξενεμένος.

«Πάμε»

Λίγη ώρα αργότερα, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να του μιλήσει για αυτό που έμαθαν. Τον κοίταξε για λίγο σκεφτικός. «Καταλαβαίνω πόσο άσχημα νιώθεις τώρα και ότι μάλλον θα θες να επιστρέψεις. Πάνε, αν θες, θα συνεχίσω μόνος μου την αποστολή, δεν υπάρχει πρόβλημα»

Ο Νίκος έμεινε να τον κοιτάζει αμίλητος. Ήταν φανερό πως πολλά περνούσαν από το μυαλό του εκείνη τη στιγμή και άργησε να απαντήσει.

«Δίκιο έχεις. Θέλω να γυρίσω, αλλά δεν έχει κάποιο νόημα πια. Έγινε τώρα αυτό και δεν αλλάζει. Άλλωστε από εμένα ήθελαν να σε βοηθήσω και αυτό θα κάνω. Θα συνεχίσω μαζί σου, γιατί έτσι ίσως σώσουμε άλλους από τη μοίρα που είχαν στο χωριό»

Το ύφος του αγοριού ήταν πολύ σοβαρό, δείχνοντας πως δε θα δεχόταν την παραμικρή αντίρρηση. Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο με το χέρι του, μια κίνηση μάλλον που έδειχνε πως τον ευχαριστούσε για την πρότασή του, δηλαδή να γυρίσει πίσω στο χωριό. Μετά ύψωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον ουρανό βλοσυρός, μένοντας για λίγη ώρα αμίλητος.

«Ένα πράγμα μόνο θέλω. Οι Ηγέτες και τα τσιράκια τους να πληρώσουν. Μέσα;»

«Εννοείται» συμφώνησε κατευθείαν ο Μιχάλης.

Στη συνέχεια ξεκίνησαν και πάλι προς το βουνό που ήταν το Σπήλαιο της Φωτιάς, αμίλητοι αυτή τη φορά. Όταν πέρασε η επίδραση του δυναμωτικού, τα δύο αγόρια αποφάσισαν να καθίσουν σε κάποιο σημείο του βουνού, κάτω από ένα λεπτό δέντρο που έγερνε. Έφαγαν λίγο από το φαγητό που κουβαλούσαν μαζί τους και στη συνέχεια άφησε τον Νίκο να ξαπλώσει, με τον ίδιο να προσέχει για κάποια απρόσμενη επίθεση.

Το πρωί δεν ξεκίνησαν, με τον φίλο του να προτείνει και στον ίδιο να κοιμηθεί, καθώς είχε τα χάλια του. Είχε συνειδητοποιήσει φυσικά πως οι μαύροι μάγοι είχαν αντλήσει μεγάλη ποσότητα της μαγείας του κατά το αποτυχημένο κάλεσμα, αλλά δεν ανέφερε κάτι για να μην ανησυχήσει περισσότερο τον Νίκο. Τελικά δέχτηκε να κοιμηθεί λιγάκι.

Πρέπει να κοιμόταν πολλές ώρες, καθώς είδε τον ήλιο ναβρίσκεται στη δύση του όταν ξύπνησε. Έτριψε λίγο τους κροτάφους του και ανασηκώθηκε, πηγαίνοντας να πλυθεί, για να συνέλθει. Αφού είχε ρίξει νερό στο πρόσωπό του και το μυαλό άρχισε να ξεθολώνει, συνειδητοποίησε πως ο Νίκος δε βρισκόταν εκεί. Ούτε μπορούσε να τον εντοπίσει σε μεγάλη ακτίνα γύρω του.

Με την καρδιά του να αρχίζει να χτυπάει σαν τρελή, στη σκέψη πως τους είχαν επιτεθεί ή πως ο φίλος του τον εγκατέλειψε, μάζεψε το σακίδιό του και άρχισε να προχωράει μπροστά, ψάχνοντας συνεχώς για κάποια ανθρώπινη παρουσία.

Δεν προχώρησε παρά λίγα μέτρα όταν εντόπισε κάποιους εκεί. Πρέπει και εκείνοι όμως να τον εντόπισαν, αφού εμφανίστηκαν μπροστά του πολύ γρήγορα.

«Εσύ είσαι ο βοηθός που έστειλαν;» άκουσε κάποιον άνδρα να τον ρωτάει.

Παναγιώτης Βάβαλος