Αν υπάρχω δεν ξέρω ούτε εγώ
Νεκρές μαριονέτες
Ναρκωμένοι επαίτες
Στον τοίχο μου γράφει ντροπή τους
Εκκενώσεις ονείρων
Προσεχώς η ταφή τους.
«Δεν είναι πολύ γαμάτοι;».
Ο Δήμος κούνησε καταφατικά το κεφάλι με το βλέμμα του προσηλωμένο στα cd που κρατούσε. Απέφευγε να την κοιτάξει. Το έκανε περισσότερο από αμηχανία που βρισκόταν οι δύο τόσο κοντά σε κλειστό χώρο και, μάλιστα, τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον πάνω στο κρεβάτι της, παρά για τον θαυμασμό του προς το τραπ συγκρότημα.
Η Στέφη αγνόησε το σχόλιο.
«Μιλάει για νεκρωμένες συνειδήσεις, για την εξάρτηση, για τη βία. Το ξέρεις πως ο τραγουδιστής τους ήταν εθισμένος στην ηρωίνη;»
Συνέχισε να κουνά το κεφάλι του κάνοντας πως διαβάζει το εξώφυλλο του δίσκου που άκουγαν. Ήταν η πρώτη τους δουλειά και κατά πολλούς, η πιο ώριμη και αληθινή. Ο τίτλος του τραγουδιού και του άλμπουμ είχαν το όνομα του συγκροτήματος: Εν λευκώ.
Η Στέφη συνέχισε να του δίνει πληροφορίες.
«Όλα τους τα τραγούδια αναφέρονται σε εκείνη την περίοδο της ζωής του, τη ‘Λευκή Περίοδο’, όπως την είχε αναφέρει σε μία συνέντευξή του. Περιγράφει λέει τα εφιαλτικά του ταξίδια».
Σταμάτησε για να ανάψει ένα στριφτό. Ο Δήμος την κοίταξε παραξενεμένος, γεμάτος ερωτηματικά.
«Η μάνα σου;»
«Όσο δεν καπνίζω μπροστά της, δεν υπάρχει πρόβλημα. Το θεωρεί έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπό της».
Της ξέφυγε ένα γέλιο που της κόπηκε σχεδόν αμέσως.
«Εξάλλου, λείπει από το σπίτι και θα αργήσει».
Τον κοίταξε όλο νόημα.
«Έχουμε όλο το σπίτι δικό μας».
Οι παλάμες του ίδρωσαν κατευθείαν και τα λόγια χάθηκαν ξαφνικά από το στόμα του. Είχε ένα κορίτσι μπροστά του τόσο άνετο με όλα, που του προκαλούσε ταραχή. Ήλπιζε πως κάνοντάς του τη πρόταση να πάνε στο σπίτι όλο και κάτι θα γινόταν, μα τώρα που το πετούσε τόσο ωμά μπροστά του όλη αυτή η αυτοπεποίθηση είχε πάει περίπατο. Ήταν άπειρος σε τέτοια ζητήματα. Για τη Στέφη κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες, τις οποίες η ίδια ούτε επιβεβαίωνε μα ούτε και απέρριπτε, προσπαθώντας μάλλον να διατηρήσει έναν ‘μύθο’ γύρω από το όνομα της και κατάφερνε πολύ καλά.
«Δε μιλάς και πολύ, ε;».
Ανασήκωσε τους ώμους του.
«Τσακώθηκα με τους δικούς μου σήμερα, καταλαβαίνεις, και μου την έσπασαν πρωί-πρωί».
Συμφώνησε μαζί του τραβώντας μια γερή τζούρα καπνού. Του το έτεινε και αυτός δεν το αρνήθηκε. Τράβηξε τον καπνό με πιο πολλή προσοχή αυτή τη φορά και κατάφερε να μη πνιγεί από τον βήχα.
«Τι φάση και αυτή. Να χαίρεσαι, μαλάκα μου, που τσακώνεσαι ακόμα μαζί τους».
Ο Δήμος έκανε μια γκριμάτσα αποστροφής και κοίταξε μια το τσιγάρο και μια εκείνη.
«Πας καλά; Τι έχεις βάλει εδώ μέσα;».
Η Στέφη έπεσε με δύναμη με τη πλάτη στο στρώμα ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια. Ο Δήμος τη μιμήθηκε και έμειναν να κοιτάνε και οι δύο το ταβάνι για μερικά δευτερόλεπτα. Της έβαλε το τσιγάρο στα χείλη.
«Το ότι τσακώνονται μαζί σου σημαίνει ότι ακόμα νοιάζονται για σένα μαλάκα μου. Ρώτα και μένα, που είναι σαν να μην υπάρχω εδώ μέσα».
Έμεινε σκεφτικός για λίγο. Δεν μπορούσε να αποφασίσει τι θα προτιμούσε περισσότερο. Μια αδιάφορη μάνα σαν τη δική της ή έναν άβουλο πατέρα σαν τον δικό του;
«Τουλάχιστον σε αφήνει στην ησυχία σου».
Η Στέφη βυθίστηκε για λίγο σε μια δυσερμήνευτη σιωπή και ξαφνικά ξέσπασε σε ένα βροντερό γέλιο. Δεν ήξερε τον λόγο, αλλά χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να γελάει μαζί της. Τέτοια ήταν η λυτρωτική του δύναμη που όλο το άγχος, που τον είχε καταβάλλει, εξαφανίστηκε μεμιάς. Γύρισε στο πλάι και την παρατηρούσε έτσι όπως το πρόσωπό της χαράζονταν από τις όμορφες ρωγμές που της χάριζε το γέλιο.
Γύρισε και εκείνη το κεφάλι και ξαφνικά όλα σοβάρεψαν. Οι ματιές τους ευθυγραμμίστηκαν όλο νόημα και η καρδιά του άρχισε να σφυροκοπά μέσα στο στήθος του. Το μυαλό του άδειασε από εικόνες, από λέξεις, από τα πάντα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο αυτή τη στιγμή από αυτούς τους δύο. Ο ένας δίπλα στον άλλον και οι λαχανιασμένες τους αναπνοές.
Τη φίλησε με πάθος στο στόμα και εκείνη του το ανταπέδωσε. Τα χέρια κινήθηκαν βιαστικά και άγαρμπα κάτω από τα ρούχα, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να απαλλαγούν από αυτά. Τα πεινασμένα κορμιά μπλέχτηκαν με τον αδέξιο τρόπο της ανώριμης εκείνης επιθυμίας δύο διψασμένων ψυχών να ακουμπήσουν η μία την άλλη, να μυηθούν στα μυστικά μονοπάτια του ανομολόγητου.
Η Στέφη τον σταμάτησε και αυτός την κοίταξε αναψοκοκκινισμένος στα μάτια.
«Με το μαλακό» του είπε και η φωνή της ήταν απαλλαγμένη από κάθε είδους σκληράδας και εγωισμού «Είναι η πρώτη μου φορά».
Μπερδεμένα μηνύματα έφτασαν στον εγκέφαλό του με αυτή της τη φράση και απέμεινε να την κοιτά σαστισμένος για μερικά δευτερόλεπτα. Η Στέφη, όμως, δεν έχασε χρόνο. Έπιασε το κεφάλι του και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του.
Κάποια βογγητά και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, ο Δήμος έπεφτε στο πλάι της ιδρωμένος και λαχανιασμένος νιώθοντας σα να ήταν μία φούσκα που μόλις είχε σκάσει. Η Στέφη τράβηξε το σεντόνι για να σκεπάσει το στήθος της και για λίγο νεκρική βουβαμάρα γεμάτη αμηχανία γέμισε το δωμάτιο.
Ήταν χαμένος, μπερδεμένος, εγκλωβισμένος στα συντρίμμια του ίδιου τού του εγωισμού. Το ταξίδι της αναζήτησης της άγουρης ηδονής είχε καταλήξει σε φιάσκο. Αυτό που μόλις είχε συμβεί, δεν είχε καμία σχέση με τις ειδυλλιακές σκηνές των βιβλίων και των ταινιών. Ούτε ως προς το βάθος των συναισθημάτων των πρωταγωνιστών ούτε ως προς τον χρόνο. Με την άκρη του ματιού του προσπαθούσε να δει τη Στέφη. Ήθελε να δείχνει πως ήταν άνετη, μα ένιωθε το κορμί της σφιγμένο, σα να βρισκόταν σε άμυνα. Ίσως όμως και να έκανε λάθος. Άλλωστε, τι ήξερε από αυτά;
Έψαχνε απελπισμένα να βρει κάποιες λέξεις, για να σπάσει αυτή την αφόρητη σιωπή
«Όλα καλά;».
Ήταν ο,τι πιο ηλίθιο αυτό που ξεστόμισε μα, δυστυχώς, δε βρήκε τίποτα καλύτερο να πει.
«Ναι ρε, μη μασάς. Όλα καλά».
Έβγαλε ένα σιγανό φύσημα και γύρισε στο πλάι, βάζοντας το χέρι πάνω στο στήθος του. Ακούμπησε το μάγουλό της στο πλευρό του και έκλεισε τα μάτια. Το άγγιγμα της ζεστής της επιδερμίδας στο σώμα τού του προκάλεσε κύματα ρίγους και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα ηλίθιο χαμόγελο. Ίσως η πρώτη φορά να φάνταζε στο μυαλό του σαν καταστροφή, μα για ένα πράγμα ήταν σίγουρος ότι ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της.
Αφού τρίφτηκε για λίγο πάνω του γουργουρίζοντας σαν γάτα, σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει στα πράγματά της χωρίς να τη νοιάζει πια η γύμνια της. Ο Δήμος έμεινε να την κοιτά και ένιωσε την πεσμένη του αυτοπεποίθηση να ανασταίνεται ξανά.
«Γαμώτο» μουρμούρισε η Στέφη «Ξέμεινα από μαύρο».
Μπορεί να μην ήταν ειδήμονας στα ναρκωτικά, μα ήξερε πολύ καλά σε τι αναφέρονταν. Η Στέφη έκανε μια γκριμάτσα απέχθειας και έβαλε τα χέρια στη μέση.
«Πρέπει να βρω τον Ψηλό».
Άρχισε να ντύνεται βιαστικά.
«Είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό;».
Γύρισε και τον κοίταξε, ένα μείγμα απορίας και θυμού. Ξεφύσησε και συνέχισε να ντύνεται.
«Έχω ανάγκη να μένω σε εγρήγορση, να μη βυθίζομαι σε αυτή την απαίσια αποχαύνωση»
«Και είναι ανάγκη να κάνεις ναρκωτικά για αυτό;»
«Δε σε είδα να παραπονιέσαι πριν» του πέταξε με δηκτικό ύφος.
Ο Δήμος κατάπιε τη γλώσσα του και έσκυψε το κεφάλι. Σηκώθηκε και αυτός με τη σειρά του και άρχισε να ντύνεται.
«Είμαι απλά ένα κορίτσι, που θέλει να περνά όμορφα και να μη θυμάται» είπε τώρα σε πιο ήπιο τόνο «Εξάλλου, δεν είμαι εξαρτημένη, το κόβω όποτε θέλω».
Ο Δήμος θέλησε να πει κάτι, μα τη τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Ήθελε να της πει πως πίσω από όλες αυτές τις κραυγαλέες δηλώσεις κρυβόταν απλά ένα ευαίσθητο και βαθιά πληγωμένο πλάσμα. Τον φίλησε στα χείλη.
«Φεύγοντας» του είπε «κλείσε και την πόρτα».
Ηλίας Στεργίου
Επιμέλεια: Έλενα Φόρτη