Ακριβώς απέναντί του στέκονταν μερικοί Χιζέρκα πάνω στα άλογά τους, με όλους να φοράνε τη χαρακτηριστική στολή των πολεμιστών των Ηγετών.
«Ναι, μόλις έφτασα» απάντησε δίχως να το πολυσκεφτεί.
«Ήσουν γρήγορος» είπε ο άνδρας που μίλησε και πριν, «ανέβα στο άλογο»
Ο Μιχάλης δεν κάθισε να περιμένει κάτι άλλο και ανέβηκε με ένα σάλτο στο άλογο του άνδρα. Εκείνος έκανε κατευθείαν μεταβολή και ξεκίνησε πρώτος να ανεβαίνει το βουνό, από ένα ωραίο μονοπάτι που είχαν φτιάξει λογικά μάγοι. Οι υπόλοιποι Χιζέρκα ακολούθησαν από πίσω.
Σε όλη τη διάρκεια της ανάβασης ήταν αμίλητοι, ενώ φαίνονταν σκεπτικοί. Η διαφορά του βουνού μπροστά τους με τα προηγούμενα που είχε επισκεφτεί ήταν πως αυτό είχε αρκετό πράσινο, έστω και αν είχε μειωθεί λιγάκι λόγω του φθινοπώρου. Σε γενικές γραμμές όμως ήταν πολύ ωραιότερο από τα άλλα, μέρος που θα ήθελε να επισκεφτεί κανείς.
Η ανάβαση κρατούσε πολλή ώρα, μέχρι που ο άνδρας μπροστά του σταμάτησε ξαφνικά το άλογό του. Οι υπόλοιποι από πίσω σταμάτησαν και εκείνοι, καθώς μπροστά τους υπήρχε ένας ανοιχτός χώρος, στον οποίο κατευθύνθηκαν σιγά-σιγά. Ο άνδρας υπέδειξε στον Μιχάλη να κατέβει από το άλογο, κάτι που έκανε εκείνος και περπάτησε στη συνέχεια μέχρι το τέλος του μονοπατιού. Εκεί κατέβηκαν από τα άλογα και οι Χιζέρκα.
«Αύριο είναι η μέρα της αποστολής σου. Σήμερα θα ξεκουραστείς εδώ μαζί μας»
Ο Μιχάλης αντιλαμβανόταν την αντιπάθεια από μέρους του, αλλά δε σχολίασε κάτι. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως ήταν άλλη μία παγίδα, όπως έγινε και την προηγούμενη φορά που τους έπιασαν, επομένως δε θα αργούσε να συναντήσει τον Νίκο.
Πήγε και κάθισε κάτω από ένα λεπτό δέντρο. Οι Χιζέρκα κάθισαν γύρω του, σαν να φοβόντουσαν μήπως διαφύγει. Θυμήθηκε την αίσθηση από το Χίελθ τότε, αλλά την ξεπέρασε όταν κοίταξε τον ουρανό. Ήταν ελεύθερος εκεί.
«Η διαταγή είναι να σε αφήσουμε στην είσοδο» άρχισε να του λέει ξαφνικά ο άνδρας που τον είχε μεταφέρει με το άλογό του, ο οποίος είχε καθίσει δίπλα του, «ελπίζω να μην κάνεις κανένα λάθος και μας γελοιοποιήσεις»
Ο απειλητικός τόνος ήταν εμφανής, αλλά ο Μιχάλης δε στάθηκε εκεί.
«Το ελπίζω»
«Εάν χαθεί όμως εκεί μέσα;» ρώτησε ξαφνικά μία γυναίκα που καθόταν απέναντι από τον Μιχάλη, «θα θεωρήσει εμάς υπεύθυνους»
«Θα τον βρει εκείνος. Άλλωστε, αν χαθεί μέσα στο σπήλαιο δεν είναι δική μας ευθύνη. Η διαταγή είναι να τον οδηγήσουμε σώο μέχρι εκεί»
Εκείνη δεν μίλησε παραπάνω, όπως και κανένας άλλος, δείγμα πως είχαν καταλάβει τι εννοούσε. Είχε την αίσθηση πάντως ότι αναφέρονταν στο Σπήλαιο της Φωτιάς. Να είχαν πάει άραγε τον Νίκο εκεί; Του φαινόταν τραβηγμένο, αλλά θα το αποδεχόταν. Έτσι, περίμενε σιωπηλός να περάσει η νύχτα, καταφέρνοντας να κοιμηθεί λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Ένιωσε κάτι να τον χτυπά με δύναμη στο στήθος, που τον έκανε να τιναχθεί από τον ύπνο του. Ανοίγοντας τα μάτια του, περιμένοντας λίγο να συνηθίσει σε εκείνα που μπορούσε να δει, διαπίστωσε πως ήταν ακόμη νύχτα, με τους Χιζέρκα να έχουν σηκωθεί και να ανεβαίνουν στα άλογά τους. Σηκώθηκε και εκείνος και πλησίασε τον άνδρα που πρέπει να ήταν ο αρχηγός της ομάδας, με τον οποίο μιλούσε πριν, ο οποίος του έκανε μετά νόημα να ανέβει στο άλογο. Αφού ανέβηκε, ξεκίνησαν πρώτοι, με τους άλλους να ακολουθούν, εισερχόμενοι στο μονοπάτι του βουνού που ξεκινούσε στην άλλη πλευρά του ανοιχτού χώρου και συνεχίζοντας με μεγάλη ταχύτητα. Ο Μιχάλης εντυπωσιάστηκε από την άνεση με την οποία τα άλογα ανέβαιναν το βουνό στο μονοπάτι.
Σιγά-σιγά είχε αρχίσει να ξημερώνει, με το πρώτο φως της ημέρας να τον χτυπάει και να τον κάνει να ξυπνήσει. Ξαφνικά, ο άνδρας έκανε το άλογο να στρίψει απότομα προς τα δεξιά, βγαίνοντας από το μονοπάτι, και τρέχοντας πάνω στα βράχια του βουνού, προκαλώντας έντονες αναταράξεις στο σώμα του Μιχάλη, που κρατιόταν πιο δυνατά από τα πλευρά του αλόγου τώρα. Οι υπόλοιποι ακολουθούσαν στον ίδιο ρυθμό, με τα άλογα να πηδάνε από βράχο σε βράχο με ιδιαίτερη ευκολία και άνεση, σαν να ήξεραν τον δρόμο αλλά και δίχως να φοβούνται μην πέσουν.
Η καρδιά του Μιχάλη χτυπούσε σαν τρελή σε κάθε άλμα του αλόγου, όπου πηδούσε με φόρα από τη μία πέτρα που προεξείχε στην άλλη, μέχρι που έφτασαν σε ένα πιο επίπεδο έδαφος, στο οποίο άρχισε να τρέχει με υψηλή ταχύτητα, με τους υπόλοιπους να ακολουθούν.
Συνέχισαν, μέχρι που έφτασαν σε ένα άνοιγμα, με ύψος στα τρία μέτρα και φάρδος τόσο που χωρούσαν τρεις άνθρωποι να μπουν δίπλα-δίπλα. Έξω από εκεί στεκόταν ένα κόκκινο άλογο.
«Κατέβα» του είπε ο Χιζέρκα και ο Μιχάλης πήδησε από το άλογο, αμακουφισμένος που τελείωσε η διαδρομή τους. «Θα μπεις από εδώ και θα συνεχίσεις. Εδώ τελειώνει η δική μας δουλειά»
Ο Μιχάλης δεν περίμενε και αποχαιρετισμό. Γύρισε την πλάτη του και κατευθύνθηκε μέσα, όπου μειωνόταν το φως της μέρας. Με το που μπήκε μέσα, ένιωσε μια έντονη ζέστη να τον χτυπά, δείγμα πως το σπήλαιο δεν είχε πάρει τυχαία αυτό το όνομα. Συνέχισε να προχωρά όμως, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τους Χιζέρκα.
Το σπήλαιο δεν είχε μεγάλη διαφορά από το πέρασμα που οδηγούσε στο Ελέστερ, με τις πέτρες και το χώμα να φαίνονται γύρω του. Εκείνο όμως που ήταν διαφορετικό ήταν η στάχτη που υπήρχε παντού, στο έδαφος και στα τείχη, ενώ από κάπου ερχόταν ένα φως που τρεμόπαιζε, φως δηλαδή από φωτιά. Γεμάτος περιέργεια συνέχισε στο εσωτερικό της σπηλιάς, κατευθυνόμενος προς το σημείο εκείνο.
Όσο προχωρούσε η στάχτη αυξανόταν, με αποτέλεσμα από ένα σημείο και μετά να περπατά πάνω σε στάχτη πατά σε έδαφος από χώμα. Η μυρωδιά καμένου ήταν έντονη, ενώ δάκρυα γέμισαν τα μάτια του από την κάπνα στον αέρα. Η ζέστη γινόταν όλο και πιο έντονη, σε σημείο να έχει γίνει αρκετά ενοχλητική και ο Μιχάλης έβγαλε τη ζακέτα που φορούσε και την έβαλε στο σακίδιό του.
Λίγο αργότερα έφτασε σε ένα χώρισμα του διαδρόμου. Αυτός χωριζόταν σε τρεις άλλους. Εφόσον δεν εντόπισε κάποια παρουσία νοητικά, αποφάσισε να διαλέξει στην τύχη, επιλέγοντας εκείνο από το οποίο προερχόταν περισσότερο φως. Αν βρισκόταν όντως ο Νίκος εκεί, θα ήταν καλό να τον έβρισκε γρήγορα, επομένως δε θα έχανε τον χρόνο του με πολλή σκέψη.
Δημιούργησε ένα πανί με το οποίο σκούπιζε τα μάτια του ανά τακτά διαστήματα, επειδή δάκρυζαν πολύ. Δε χρειάστηκε να δημιουργήσει κάποιο φως επειδή εκείνο που προερχόταν από κάπου πιο μέσα ήταν πολύ έντονο. Έτσι, προχωρούσε αργά και με σταθερό ρυθμό, νιώθοντας εκείνο το άγχος που είχε κάθε φορά που πήγαινε σε ένα άγνωστο μέρος.
Ξαφνικά, άρχισε να κατηφορίζει. Άρχισε να γλιστράει, με αποτέλεσμα να προσπαθεί να αυξήσει την τριβή των παπουτσιών του με το έδαφος, για να μην αποκτήσει μεγάλη ταχύτητα και χάσει τον έλεγχο. Αναγκάστηκε να επέμβει με μαγικό τρόπο, κόβοντας την ταχύτητά του, και βλέποντας μπροστά, προς τα πού πήγαινε. Έπεφτε προς ένα σημείο, όπου υπήρχε μία λίμνη με λάβα, που εκρήγνυταν ανά διαστήματα. Χρησιμοποίησε μαγεία για να σταματήσει, τραβώντας τον εαυτό του προς τα πίσω.
Το ύψος και η θέα της λάβας κάτω τον ζάλισε, ενώ διαπίστωσε πως δεν ήταν μόνο η βαρύτητα που τον τραβούσε. Υπήρχε μαγεία στο μέρος, η οποία τον έσπρωχνε προς τη λάβα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως γινόταν αυτό, αλλά ένιωσε παγιδευμένος. Η ζέστη εκεί ήταν ανυπόφορη και ανέπνεε με δυσκολία.
Προσπάθησε να φύγει από εκεί και δεν τα κατάφερε. Υπήρχε πολύ ισχυρή μαγεία που τον κρατούσε εκεί και τον πίεζε προς τα μέσα, με αποτέλεσμα να κρατιέται με το ζόρι, βάζοντας και αυτός από την πλευρά του πολλή δύναμη. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να διαφύγει, ενώ ένιωσε το πόσο εξευτελιστικό θα ήταν να πέθαινε με αυτόν τον τρόπο, μετά και από όσα είχε περάσει.
Ξαφνικά, ένιωσε ένα έντονο τράνταγμα στη σπηλιά, λίγο πριν δει μια ισχυρή έκρηξη στη λάβα μπροστά του, που πετάχτηκε και ένιωσε κάτι πολύ δυνατό και καυτό να τον χτυπάει σε κάθε σημείο του σώματός του και να τον τινάζει μακριά. Κάτι πρέπει να έσπασε πίσω του, ενώ εκείνος είχε βρεθεί πεσμένος στο έδαφος, κάπου που δεν υπήρχε φως.
Όλο του το σώμα τον πονούσε, ενώ ένιωθε και ένα έντονο τσούξιμο από κάψιμο, με το κεφάλι του επίσης να πονάει λίγο παραπάνω, στο σημείο που χτύπησε στο έδαφος. Όταν άρχισε να συνέρχεται, δημιούργησε ένα δαυλό καθώς σηκωνόταν, επεξεργαζόμενος το χώρο γύρω του. Εκείνος ήταν ένας διάδρομος της σπηλιάς, όπως και ο προηγούμενος, μόνο που σε αυτόν δεν υπήρχε καθόλου φως, αλλά ούτε στάχτη και ζέστη. Αφέθηκε για λίγο στην ευχάριστη αίσθηση της δροσιάς, για να ηρεμήσει μετά από τόση ώρα στην αποπνικτική ζέστη που είχε πριν. Το επόμενο που έκανε μετά ήταν να θεραπεύσει τον εαυτό του, έστω και αν δεν μπορούσε να καταφέρει πολλά, αλλά αρκούσε που ηρέμησε από την ενόχληση του καψίματος.
Άρχισε να περπατά μετά, ψάχνοντας κάποια έξοδο. Ο διάδρομος εκείνος έστριβε λίγο μετά δεξιά, με τον Μιχάλη να ακολουθεί εκείνη την κατεύθυνση. Συνέχισε για λίγη ώρα ακόμη, πριν φτάσει στο σημείο που τελείωνε.
Είχε βρεθεί σε αδιέξοδο. Πήγε να ψάξει νοητικά την περιοχή, αλλά τον διέκοψε ένας ήχος. Αφουγκρασμένος τον ήχο αυτό, διαπίστωσε πως κάτι ερχόταν με φόρα ακολουθώντας την πορεία που είχε ακολουθήσει και εκείνος, ενώ ανοίγοντας το μυαλό εντόπισε ισχυρή μαγεία πάνω του. Δεν το είδε αλλά το ένιωσε όταν πλησίασε αρκετά, πριν πετάξει το δαυλό και αμυνθεί σε αυτή την απρόσμενη επίθεση. Έγινε μία έκρηξη, που ακούστηκε σαν γυαλιά που έσπασαν, ενώ άρχισαν να πέφτουν τα γύρω τείχη, με τον Μιχάλη να νιώθει κάτι να τον χτυπάει στο στήθος. Τινάχθηκε για άλλη μια φορά πίσω, όπου το τείχος της σπηλιάς εκεί διαλύθηκε και το διαπέρασε με φόρα, καταλήγοντας στο έδαφος λίγο πιο πίσω.
Ζαλίστηκε και πάλι από το δεύτερο χτύπημα στο κεφάλι που δέχτηκε σε σύντομο διάστημα και έμεινε για ώρα πεσμένος στο έδαφος, μέχρι να συνέλθει. Όταν άνοιξε τα μάτια του, είδε φως να έρχεται από κάπου, ενώ η κάπνα και η στάχτη τον ενόχλησαν. Δημιούργησε λίγο πάγο και τον έβαλε με το χέρι του στο σημείο πίσω από το κεφάλι που χτύπησε, για να φύγει το καρούμπαλο. Ο πάγος έλιωσε γρήγορα, αλλά πρόλαβε να τον ανακουφίσει.
Νιώθοντας καλύτερα, έριξε μία καλύτερη ματιά στο γύρω χώρο, διαπιστώνοντας πως είχε βρεθεί και πάλι στο σπήλαιο. Μπροστά του είδε έκπληκτος πως δεν υπήρχε καμία τρύπα στο τείχος, σαν να είχε μεταφερθεί εκεί με μαγικό τρόπο. Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο αυτό. Λες και το ίδιο το μέρος ήταν σχεδιασμένο για να χάνεται όποιος έμπαινε μέσα.
Ένα ηχηρό τράνταγμα της σπηλιάς διέκοψε τις σκέψεις του, πριν γυρίσει ξαφνιασμένος και κοιτάξει πίσω του, όπως τα τείχη άρχισαν να διαλύονται και όλο το μέρος άρπαζε φωτιά, η οποία κατευθυνόταν προς το σημείο που βρισκόταν ο Μιχάλης. Εκείνος, χωρίς να κάτσει να σκεφτεί καν τι γινόταν, τινάχθηκε όρθιος και άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη, πριν η φωτιά τον φτάσει και τον κάνει να θαφτεί κάτω από τα συντρίμμια που άφηνε. Ένιωσε επίσης τη μαγεία μέσα της και δύσκολα θα κατάφερνε να την έσβηνε.
Έφτασε σε σημείο να τρέχει με υψηλότερη ταχύτητα από ότι μπορούσε να φτάσει παλαιότερα, δυνατότητα που πρέπει να του είχε δώσει το διαμάντι, αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετή για να ανοίξει την απόσταση από τη φωτιά. Εκείνη εξαπλωνόταν με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα, με αποτέλεσμα να γίνεται το αντίθετο και η φωτιά να τον πλησιάζει. Ο διάδρομος που ακολουθούσε ο Μιχάλης χωριζόταν στα δύο και επέλεξε εκείνο με την πιο εύκολη πρόσβαση, τον αριστερό δηλαδή, όπου υπήρχε έντονο φως.
Η φωτιά πίσω του χτύπησε το σημείο που χωριζόταν ο διάδρομος με πολλά θραύσματα να πέφτουν, χωρίς να προχωρήσει. Προτίμησε να μην ασχοληθεί με το θέμα αυτό και προχώρησε προς εκεί που οδηγούσε ο διάδρομος, έτοιμος πια για κάθε απρόσμενη παγίδα που θα είχαν στήσει εκείνοι που είχαν βάλει όλα τα μαγικά στη σπηλιά. Συνέχισε για λίγο ακόμη, μέχρι που βρέθηκε σε ένα ανοιχτό χώρο, μένοντας παγωμένος εκεί.
Ο χώρος ήταν στρόγγυλος και μεγέθους όσο μίας σχολικής αίθουσας, ενώ γύρω καλυπτόταν από φωτιά που τον περικύκλωνε, εκτός από ένα σημείο στο οποίο είχε σταματήσει ο Μιχάλης. Δεν υπήρχε κάτι άλλο, με το έδαφος φτιαγμένο από χώμα και πέτρα και γεμάτο στάχτη, εκτός από ένα μικρό κυκλικό λευκό στεφάνι στη μέση ακριβώς. Γεμάτος περιέργεια, προχώρησε προς τα εκεί. Έμοιαζε κατασκευασμένο από μάρμαρο, ενώ υπήρχε ισχυρή μαγεία μέσα του.
Κοίταξε την υπόλοιπη αίθουσα, όπου δεν υπήρχε τίποτα, και έκανε ένα κύκλο γύρω από το περίεργο στεφάνι. Το επεξεργάστηκε και με το μυαλό, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έκρυβε.
Βλέποντας πως άδικα έχανε τον χρόνο του, αποφάσισε να το αφήσει και άρχισε να προχωρά προς την άλλη πλευρά και τη φωτιά, θέλοντας να δοκιμάσει να περάσει από μέσα της.
«Υπάρχουν κάποια αντικείμενα που δεν πρέπει να πέφτουν σε λάθος χέρια» άκουσε κάποιον να λέει ξαφνικά.